ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:B368

(2016) 2 ΑΑΔ 753

19 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 27/2016)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 30/2016)

 

ΓΙΟΥΣΕΦ ΕΛ ΣΑΓΕΤ,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 31/2016)

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 27/2016, 30/2016, 31/2016)

 

 

Αναστολή ποινής ― Νεαροί αδικοπραγούντες ― Νεαρά άτομα χρήζουν ιδιαίτερα αυτής της μεταχείρισης εφόσον το αποτέλεσμα που θα επιτυγχάνετο από μια ποινή άμεσης φυλάκισης μακράς σχετικώς διάρκειας, ενδέχεται να είναι πολύ μικρότερο από το όφελος που θα προέρχετο από την προσδοκία, με την καλή χρήση του μέτρου της αναστολής, ότι όντως θα υπάρξει αναμόρφωση.

 

Αναστολή ποινής ― Νεαροί αδικοπραγούντες ― Κλοπές και διαρρήξεις ― Απόφανση Εφετείου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψιν στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης όλα τα στοιχεία που είχαν καταδειχθεί, αλλά και τη διάσταση των επιδιώξεων της επιβαλλόμενης ποινής, η οποία πέραν από την τιμωρία έχει ανάγκη τήρησης και του στοιχείου της αναμόρφωσης και όχι την τιμωρία για χάριν της τιμωρίας.

 

Αναστολή ποινής ― Απόφανση Εφετείου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι όλοι οι σχετικοί μετριαστικοί παράγοντες είχαν σημασία προς τον καθορισμό της έκτασης της ποινής, αλλά παρόλα τούτα, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τα δεδομένα στα πλαίσια του θέματος της αναστολής.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση οι Εφεσείοντες στις Εφέσεις 31/2016 και 27/2016 (Εφεσείοντες αρ. 1 και 2) /Κατηγορούμενοι 1 και 2 αντίστοιχα, μετά από δική τους παραδοχή βρέθηκαν ένοχοι σε 16 κατηγορίες διαρρήξεων και κλοπών από κτήρια και ο Εφεσείοντας στην Έφεση αρ. 30/2016 (Εφεσείων 3)/Κατηγορούμενος 3, επίσης μετά από δική του παραδοχή, ένοχος σε 5 κατηγορίες διαρρήξεων και κλοπών από κτήρια. Η διάπραξη των αδικημάτων έλαβε χώρα μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2013 και αφορούσε διαρρήξεις και κλοπές από σωματεία, κέντρο νεότητας, πρακτορείο στοιχημάτων, ζαχαροπλαστείων, εστιατορίων/ταβερνών, καταστήματος υποδημάτων, αρτοποιείων, καφενείων, γυμναστηρίου και φυτωρίου, στο Γέρι, Λατσιά, Παλλουριώτισσα και Καϊμακλί. Οι κλοπές αφορούσαν κυρίως τηλεοράσεις, ποτά, χρήματα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Οι διαρρήξεις πραγματοποιούνταν κυρίως με την παραβίαση παραθύρων/μπαλκονόπορτων, είτε με τη χρήση φυσικής βίας είτε σπάζοντας το γυαλί με αιχμηρό όργανο. Η αξία των κλαπέντων από τους Εφεσείοντες 1 και 2 ανέρχεται σε €14.827.

 

Ο Εφεσείων αρ. 1 κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν 19 ετών και κατά το χρόνο επιβολής της ποινής 21, ενώ οι Εφεσείοντες αρ. 2 και 3 ήταν 17 και 19 ετών και 20 και 22 ετών αντίστοιχα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αφού ανέλυσε με πληρότητα όλα τα σχετικά γεγονότα και σχετική νομολογία και αφού έλαβε υπόψιν του τους προβληθέντες, από την υπεράσπιση εκάστου Εφεσείοντα, μετριαστικούς παράγοντες, επέβαλε στους Εφεσείοντες 1 και 2 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών και στο Εφεσείοντα 3 συντρέχουσες ποινές 9 μηνών σε έκαστη των 16 και 5 κατηγοριών που παραδέχθησαν αντίστοιχα έκαστος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν λόγοι για αναστολή των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης.

 

Επεσήμανε μεταξύ άλλων, ότι οι Κατηγορούμενοι είναι νεαρά πρόσωπα λευκού ποινικού μητρώου και παραδέχθηκαν τη διάπραξη των αδικημάτων. Εν τούτοις, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, το σύνολο των περιστάσεων των διαρρήξεων και κλοπών, σε συνδυασμό με την σοβαρότητα των αδικημάτων, την ανάγκη αποτροπής αδικημάτων αυτής της φύσης και κυρίως την επαναλαμβανόμενη εγκληματική δράση, έκρινε ότι δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογούσαν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, παρά τις δύσκολες προσωπικές τους συνθήκες. 

 

Έκρινε συναφώς, ότι τα προσωπικά, οικογενειακά και οικονομικά περιστατικά και των τεσσάρων Κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένων των ιδιαίτερων προβλημάτων ψυχικής υγείας των Κατηγορουμένων 1 και 4 και τη διάγνωση από το 2010 που προαναφέρθηκε σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 3, άλλα και ο χρόνος που είχε παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων, είχαν ήδη προσμετρηθεί ουσιωδώς ως μετριαστικοί παράγοντες και επηρεάσει σημαντικά το εύρος των ποινών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί.

 

Συνακόλουθα κατέληξε, στην άμεση εκτέλεση των επιβληθεισών ποινών.

 

Οι Εφεσείοντες με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης προσέβαλαν το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορούσε στη μη αναστολή της ποινής που επιβλήθηκε σ' αυτούς, ως εσφαλμένη.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στην κάτωθι αιτιολογία:

 

α)  Ενυπήρχε νομικό σφάλμα στην προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή της επιβληθείσας ποινής καθότι θέωρησε ότι το ύψος της ποινής μπορούσε να προσμετρήσει για το κατά πόσο ή όχι ένα Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για την αναστολή της ποινής.

 

β)  Οι επιβληθείσες ποινές θα έπρεπε να ανασταλούν για τους πρόσθετους λόγους που αφορούν τη μακρά χρονική διάρκεια που μεσολάβησε μεταξύ του χρόνου διάπραξης των αδικημάτων και του χρόνου επιβολής της ποινής και ήταν 3 έτη αλλά και λόγω των προσωπικών συνθηκών ενός εκάστου των Εφεσειόντων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό: Παρπαρίνου, Δ., συμφωνήσαντος και του Οικονόμου, Δ.:

 

1.  Με την περαιτέρω τροποποίηση που επήλθε με το Ν.186(Ι)/2003, στον περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο 95/1972, η εν λόγω δικαστική διακριτική ευχέρεια διευρύνθηκε και το Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.

 

2.  Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης προέκυπτε ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκαν οι Εφεσείοντες δεν αμφισβητείτο και αυτό δεν ήταν χωρίς σημασία.

 

3.  Αμφότεροι οι συνήγοροι δεν επεκτάθηκαν στο ύψος των επιβληθεισών ποινών ως δεόντως αντανακλούσες κατά τη νομολογία τις  ποινές που θα έπρεπε να επιβάλλονται σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται, να περιόρισε τον εαυτό του στην σοβαρότητα και αποτρεπτικό χαρακτήρα των ποινών και επίσης περιόρισε εαυτόν και όσον αφορούσε στη σημασία των ελαφρυντικών παραγόντων.

 

5.  Ιδιαίτερα του νεαρού της ηλικίας των Εφεσειόντων, του λευκού ποινικού μητρώου τους, την παραδοχή των αδικημάτων, τις δύσκολες προσωπικές τους συνθήκες, των προβλημάτων ψυχικής υγείας και το χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, για να καταλήξει ότι «λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογούσαν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης» και ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες «έχουν ήδη προσμετρηθεί ουσιωδώς ως μετριαστικοί παράγοντες και έχουν επηρεάσει σημαντικά το εύρος των ποινών φυλάκισης που έχουν επιβληθεί.

 

6.  Έκρινε, ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες είχαν σημασία προς τον καθορισμό της έκτασης της ποινής, αλλά παρόλα τούτα, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τα δεδομένα στα πλαίσια του θέματος της αναστολής.

7.       Όμως ο ίδιος ο Νόμος του 2003, τροποποιώντας τον παλαιό Νόμο, αλλά και επιφέροντας ουσιαστικά αλλαγή στην καθιερωθείσα νομολογία η οποία έχει βασιστεί στον παλαιότερο Νόμο, θέλησε να εκφράσει τη θέση του Νομοθέτη ότι τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

8.  Θέλησε δηλαδή ο Νομοθέτης, να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να δει αν η αναστολή θα δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τα προσωπικά δεδομένα του κάθε κατηγορούμενου, ορίζοντας ταύτα ως κατευθυντήριες γραμμές και μη περιορίζοντας το θέμα της αναστολής της επιβληθείσας ποινής.

 

9.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψιν στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης όλα τα στοιχεία που είχαν καταδειχθεί, αλλά και τη διάσταση των επιδιώξεων της επιβαλλόμενης ποινής, η οποία πέραν από την τιμωρία έχει ανάγκη τήρησης και του στοιχείου της αναμόρφωσης και όχι την τιμωρία για χάριν της τιμωρίας.

 

10. Έκρινε ότι οι μετριαστικοί παράγοντες είχαν επηρεάσει σημαντικά το εύρος των ποινών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί καταλήγοντας, εσφαλμένα, στο συμπέρασμα ότι αφού επιβλήθησαν μικρότερες ποινές αυτές δεν θα πρέπει να ανασταλούν αλλά να «εκτελεστούν άμεσα».

 

11. Εκείνο που ήταν εμφανές από την απόφαση ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε προσωπικές περιστάσεις των Εφεσειόντων αλλά χωρίς να αποδώσει την πρέπουσα, υπό τις περιστάσεις, βαρύτητα.

 

12. Προέκυπτε ότι όλες οι εφέσεις αφορούσαν άτομα νεαρά ηλικίας μεταξύ 17-19 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων χωρίς να βαρύνονται με οποιοδήποτε προηγούμενο. Επίσης είναι γεγονός ότι όλα τα αδικήματα ανακαλύφθησαν μέσα από ομολογία και καθοδήγηση του Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2.

 

13. Επίσης όπως φαίνεται από την πρωτόδικη απόφαση, ναι μεν επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα, αλλά φαίνεται να διέπονται από μεγάλη επιπολαιότητα.

 

14. Επίσης, λαμβανόταν υπόψιν ότι ο Εφεσείων 2/Κατηγορούμενος 2 έχει αποζημιώσει (μερίδιο) 12 από τους 16 παραπονούμενους. Περαιτέρω, δεν ήταν αδιάφορη η ψυχική υγεία των Εφεσειόντων 2 και 3, ήτοι διαταραχής ελέγχου των παρορμήσεων και νοητικής υστέρησης, μαθησιακών διαταραχών και προβλημάτων συμπεριφοράς αντίστοιχα.

 

15. Ακόμη λαμβανόταν υπόψιν το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων (καλοκαίρι 2013) και ημερομηνία μεταβολής της ποινής (23.2.2016) με συνεπαγόμενη μεταβολή στις προσωπικές τους συνθήκες.

 

16. Η μακρά περίοδος που παρήλθε μέχρι της επιβολής της ποινής έχει ιδιαίτερη σημασία, λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας των εφεσειόντων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου επιμαρτυρούσαν ότι κατά την περίοδο αυτή οι εφεσείοντες, έχοντας πλέον τεθεί έναντι των ευθυνών τους και του νόμου, επέδειξαν άμεμπτη διαγωγή εκδηλώνουσα μεταμέλεια.

 

17. Δημιουργείτο, έτσι, εύλογη προσδοκία ότι η χρήση του μέτρου της αναστολής θα επενεργούσε προς την κατεύθυνση της αναμόρφωσης των εφεσειόντων.

 

Β. Υπό: Ναθαναήλ Δ.:

 

1.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι όλα τα υπέρ των εφεσειόντων δεδομένα είχαν λειτουργήσει υπέρ τους ώστε να κρατηθεί η ποινή σε σχετικά χαμηλό πλαίσιο. Οι σχετικοί παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για να προσμετρήσουν στην επιλογή των 12 μηνών και 9 μηνών αντίστοιχα, ήταν το λευκό ποινικό μητρώο, η παραδοχή των αδικημάτων, η νεαρή ηλικία των εφεσειόντων, τα ιδιαίτερα προβλήματα ψυχικής υγείας του εφεσείοντος 3, αλλά και του εφεσείοντος 2, καθώς επίσης και το χρόνο που είχε παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

2.  Τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί το Σεπτέμβριο του 2013 και η ποινή επεβλήθη το Φεβρουάριο του 2016. Το σύνολο των περιστατικών των διαρρήξεων και κλοπών μαζί με τη σοβαρότητα των αδικημάτων, η επαναλαμβανόμενη εγκληματική δράση των εφεσειόντων, αλλά και η ανάγκη αποτροπής αδικημάτων της φύσης αυτής, κρίθηκαν ως παράγοντες που δεν δικαιολογούσαν  αναστολή.

 

3.  Είναι γεγονός ότι με την τελευταία τροποποίηση το 2003 στον περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως Εις Ωρισμένας Περιπτώσεις στον Νόμο αρ. 95/1972, παρέχεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια αναστολής αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου.

 

4.  Όπου δεν υπάρχουν κάποια δεδομένα που να υποδεικνύουν την ανάγκη αναστολής, το θέμα παραμένει όπως αναφέρθηκε στην αρχή, πρωτίστως ζήτημα πρωτόδικης διακριτικής ευχέρειας στην οποία δεν χωρεί επέμβαση εκτός εάν υπάρχει λάθος αρχής.

 

5.  Εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέν λάθος αρχής διέπραξε, ορθά συνυπολόγισε όλους τους παράγοντες και εύλογα αποτίμησε την υπόθεση έχοντας υπόψη την ολότητα της εγκληματικής δράσης των εφεσειόντων, την αποκόμιση μεγάλου χρηματικού ποσού από το σύνολο των διαρρήξεων και κλοπών, δηλαδή, €14.827 (στην απόφαση Αργυρίδης, η οποία αναφέρεται στην απόφαση της πλειοψηφίας η λεία των διαρρήξεων περιπτέρων και αρτοποιΐων ήταν του ύψους των €2.500), και δόθηκε η ορθή νομολογιακή έμφαση στην αποτροπή παρομοίων δραστηριοτήτων που πλήττουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, οι οποίοι πρέπει να είναι και να παραμένουν ασφαλείς στις οικίες τους και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες τους.

 

Οι εφέσεις επέτυχαν. Το υπόλοιπο των ποινών αναστάληκε. Εκδόθηκε διάταγμα επιτήρησης.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583,

 

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22,

 

Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 144, ECLI:CY:AD:2014:B134,

 

Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449,

 

Σαμπουκασίδης κ.ά ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 228, ECLI:CY:AD:2015:B268,

 

Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930,

 

Ναζίπ ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 808, ECLI:CY:AD:2014:B880,

 

Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42,

Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551,

 

Mixaylov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175,

 

Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373,

 

Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94,

 

Σώζου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 260, ECLI:CY:AD:2016:B178,

 

Σιδερένος ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2016:B271,

 

ΑΒΕ ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211,

 

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513,

 

Γιαννακάκης ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 364, ECLI:CY:AD:2016:B211,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρυσάνθου (2016) 2 Α.Α.Δ. 584, ECLI:CY:AD:2016:B305,

 

Μερχής ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 147,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161.

 

Εφέσεις κατά Ποινής.

 

Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κλεόπα-Χατζηκυριάκου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 31812/2014), ημερομηνίας 23/2/2016.

 

Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 27/2016.

 

Π. Ελευθερίου, για τους Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 30/2016 και 31/2016.

 

Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος και με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Οικονόμου. Προσωπικά θα δώσω διαφορετική απόφαση.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση οι Εφεσείοντες στις Εφέσεις αρ. 31/2016 και 27/2016 (Εφεσείοντες αρ. 1 και 2)/Κατηγορούμενοι 1 και 2 αντίστοιχα, μετά από δική τους παραδοχή βρέθηκαν ένοχοι σε 16 κατηγορίες διαρρήξεων και κλοπών από κτήρια και ο Εφεσείοντας στην Έφεση αρ. 30/2016 (Εφεσείων 3)/Κατηγορούμενος 3, επίσης μετά από δική του παραδοχή, ένοχος σε 5 κατηγορίες διαρρήξεων και κλοπών από κτήρια. Η διάπραξη των αδικημάτων έλαβε χώρα μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2013 και αφορούσε διαρρήξεις και κλοπές από σωματεία, κέντρο νεότητας, πρακτορείο στοιχημάτων, ζαχαροπλαστείων, εστιατορίων/ταβερνών, καταστήματος υποδημάτων, αρτοποιείων, καφενείων, γυμναστηρίου και φυτωρίου, στο Γέρι, Λατσιά, Παλλουριώτισσα και Καϊμακλί. Οι κλοπές αφορούσαν κυρίως τηλεοράσεις, ποτά, χρήματα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Οι διαρρήξεις πραγματοποιούνταν κυρίως με την παραβίαση παραθύρων/μπαλκονόπορτων, είτε με τη χρήση φυσικής βίας είτε σπάζοντας το γυαλί με αιχμηρό όργανο. Η αξία των κλαπέντων από τους Εφεσείοντες 1 και 2 ανέρχεται σε €14.827.

 

Ο Εφεσείων αρ. 1 κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν 19 ετών και κατά το χρόνο επιβολής της ποινής 21, ενώ οι Εφεσείοντες αρ. 2 και 3 ήταν 17 και 19 ετών και 20 και 22 ετών αντίστοιχα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του αφού ανέλυσε με πληρότητα όλα τα σχετικά γεγονότα και σχετική νομολογία και αφού έλαβε υπόψιν του τους προβληθέντες, από την υπεράσπιση εκάστου Εφεσείοντα, μετριαστικούς παράγοντες, επέβαλε στους Εφεσείοντες 1 και 2 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών και στο Εφεσείοντα 3 συντρέχουσες ποινές 9 μηνών σε έκαστη των 16 και 5 κατηγοριών που παραδέχθησαν αντίστοιχα έκαστος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για αναστολή των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης. Το σχετικό μέρος έχει ως ακολούθως:

 

«Θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για αναστολή της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί, ως η εισήγηση των συνηγόρων όλων των Κατηγορουμένων. Το Άρθρο 3(2) του Νόμου 95/1972 αναφέρει ότι το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου. Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας ή ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη και η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής της. Τα δύο θέματα είναι χωριστά. Το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373, Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94). Μεταξύ των παραγόντων που επιμετρούν ως προς το επιθυμητό ή όχι της αναστολής της ποινής φυλάκισης είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος, το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.

 

Είναι γεγονός ότι οι Κατηγορούμενοι είναι νεαρά πρόσωπα λευκού ποινικού μητρώου και παραδέχθηκαν τη διάπραξη των αδικημάτων. Εν τούτοις, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, θεωρώ ότι το σύνολο των περιστάσεων των διαρρήξεων και κλοπών, σε συνδυασμό με την σοβαρότητα των αδικημάτων, την ανάγκη αποτροπής αδικημάτων αυτής της φύσης και κυρίως την επαναλαμβανόμενη εγκληματική δράση, δεν είναι τέτοια που να δικαιολογούν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, παρά τις δύσκολες προσωπικές του συνθήκες. Συναφώς, τα προσωπικά, οικογενειακά και οικονομικά περιστατικά και των τεσσάρων Κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένων των ιδιαίτερων προβλημάτων ψυχικής υγείας των Κατηγορουμένων 1 και 4 και τη διάγνωση από το 2010 που προαναφέρθηκε σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 3, άλλα και ο χρόνος που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων, έχουν ήδη προσμετρηθεί ουσιωδώς ως μετριαστικοί παράγοντες και έχουν επηρεάσει σημαντικά το εύρος των ποινών φυλάκισης που έχουν επιβληθεί. Υπό τις περιστάσεις, επιβάλλεται όπως οι ποινές που επιβληθηκαν στους Κατηγορουμένους εκτελεστούν άμεσα.»

 

Οι Εφεσείοντες με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης προσβάλλουν το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά τη μη αναστολή της ποινής που επιβλήθηκε σ' αυτούς, ως εσφαλμένη.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων με τις ικανές αγορεύσεις τους προώθησαν το λόγο έφεσης εισηγούμενοι ότι ενυπάρχει νομικό σφάλμα στην προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή της επιβληθείσας ποινής καθότι θέωρησε ότι το ύψος της ποινής μπορούσε να προσμετρήσει για το κατά πόσο ή όχι ένα Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για την αναστολή της ποινής. Επίσης εισηγήθηκαν ότι οι επιβληθείσες ποινές θα πρέπει να ανασταλούν για τους πρόσθετους λόγους που αφορούν τη μακρά χρονική διάρκεια που μεσολάβησε μεταξύ του χρόνου διάπραξης των αδικημάτων και του χρόνου επιβολής της ποινής και ήταν 3 έτη αλλά και λόγω των προσωπικών συνθηκών ενός εκάστου των Εφεσειόντων.

 

Εξετάσαμε με πολύ προσοχή όλα όσα τέθησαν ενώπιον μας από τους ευπαίδευτους συνηγόρους σε συνάρτηση με την πρωτόδικη προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Ο περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο, με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε με το Ν. 41(1)/1997, ο οποίος περιόρισε, σε μεγάλο βαθμό, τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης μιας ποινής φυλάκισης, καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος.

 

Με την περαιτέρω τροποποίηση που επήλθε με το Ν.186(Ι)/2003, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια διευρύνθηκε και το Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.

 

Το θέμα έκτοτε απασχόλησε σε έκταση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναφορά μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22 και Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2014) 2 , ECLI:CY:AD:2014:B134A.A. 144.

 

Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκαν οι Εφεσείοντες δεν αμφισβητείται και αυτό δεν είναι χωρίς σημασία το ότι αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι δεν επεκτάθηκαν στο ύψος των επιβληθεισών ποινών ως δεόντως αντανακλούσες κατά τη νομολογία τις ποινές που θα έπρεπε να επιβάλλονται σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

Η σοβαρότητα όμως του αδικήματος και η αποτρεπτικότητα της ποινής αφορούν το είδος και το ύψος της ποινής που επεβλήθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ερώτημα το οποίο παρέμεινε πλέον για το Δικαστήριο ήταν κατά πόσο δοθείσας της επιβληθείσας ποινής η περίπτωση των Εφεσειόντων είναι κατάλληλη για αναστολή. Η καταλληλότητα εξετάζεται πρωταρχικώς με το αν η ποινή εμπίπτει στα πλαίσια που ο ίδιος ο Νόμος Ν.95/1972, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει. Δεν αμφισβητείται ότι οι επιβληθείσες ποινές στους Εφεσείοντες εμπίπτουν στα πλαίσια που ο Νόμος ορίζει και το μόνο που παρέμεινε ήταν να εξεταστεί κατά πόσο μπορούσε να δοθεί η αναστολή αν ήταν βεβαίως η πρέπουσα περίπτωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται όμως, από το μέρος της απόφασης του που ήδη προαναφέραμε, να περιορίζει τον εαυτό του στην σοβαρότητα και αποτρεπτικό χαρακτήρα των ποινών και επίσης περιόρισε εαυτό και όσον αφορά τη σημασία των ελαφρυντικών παραγόντων και ιδιαίτερα του νεαρού της ηλικίας των Εφεσειόντων, του λευκού ποινικού μητρώου τους, την παραδοχή των αδικημάτων, τις δύσκολες προσωπικές τους συνθήκες, των προβλημάτων ψυχικής υγείας και το χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, για να καταλήξει ότι «λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες δεν είναι τέτοια που να δικαιολογούν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης» και ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες «έχουν ήδη προσμετρηθεί ουσιωδώς ως μετριαστικοί παράγοντες και έχουν επηρεάσει σημαντικά το εύρος των ποινών φυλάκισης που έχουν επιβληθεί. Υπό τις περιστάσεις επιβάλλεται όπως οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στους κατηγορούμενους εκτελεστούν άμεσα». Έκρινε δηλαδή ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες είχαν σημασία προς τον καθορισμό της έκτασης της ποινής, αλλά παρόλα τούτα δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τα δεδομένα στα πλαίσια του θέματος της αναστολής.

 

Όμως ο ίδιος ο Νόμος του 2003, τροποποιώντας τον παλαιό Νόμο, αλλά και επιφέροντας ουσιαστικά αλλαγή στην καθιερωθείσα νομολογία η οποία έχει βασιστεί στον παλαιότερο Νόμο, θέλησε να εκφράσει τη θέση του Νομοθέτη ότι τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.  Θέλησε δηλαδή ο Νομοθέτης να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να δει αν η αναστολή θα δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τα προσωπικά δεδομένα του κάθε κατηγορούμενου, ορίζοντας ταύτα ως κατευθυντήριες γραμμές και μη περιορίζοντας το θέμα της αναστολής της επιβληθείσας ποινής στα κριτήρια που θα έπρεπε να υπάρχουν σύμφωνα με την παλαιότερη αντίληψη και δη μη περιορίζοντας την ευχέρεια του Δικαστηρίου να εξετάσει παράγοντες οι οποίοι μπορεί να έχουν σημασία και ως προς την αναστολή. (Βλ. Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449)

 

Είμαστε της γνώμης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψιν στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης όλα τα στοιχεία που έχουν καταδειχθεί, αλλά και τη διάσταση των επιδιώξεων της επιβαλλόμενης ποινής, η οποία πέραν από την τιμωρία έχει ανάγκη τήρησης και του στοιχείου της αναμόρφωσης και όχι την τιμωρία για χάριν της τιμωρίας. Εις την Αργυρίδης (άνω) αναφέρθηκε ότι:

 

«Νεαρά άτομα αυτής της ηλικίας ιδιαίτερα χρήζουν αυτής της μεταχείρισης εφόσον το αποτέλεσμα που θα επιτυγχάνετο από μια ποινή άμεσης φυλάκισης μακράς σχετικώς διάρκειας, όπως είναι οι ποινές που επιβλήθησαν στην προκειμένη περίπτωση, ενδέχεται να είναι πολύ μικρότερο από το όφελος που θα προέρχετο από την προσδοκία, με την καλή χρήση του μέτρου της αναστολής, ότι όντως θα υπάρξει αναμόρφωση και θα αποφευχθεί μια χειροτέρευση της θέσης των Εφεσειόντων εάν αυτοί περνούσαν στη φυλακή το μεγάλο αυτό σχετικά χρονικό διάστημα.»

 

(βλ. επίσης Σαμπουκασίδης κ.ά ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 228, ECLI:CY:AD:2015:B268).

 

Όπως παρατηρούμε από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μετριαστικοί παράγοντες έχουν επηρεάσει σημαντικά το εύρος των ποινών φυλάκισης που έχουν επιβληθεί καταλήγοντας, εσφαλμένα κατά την άποψη μας, στο συμπέρασμα ότι αφού επιβλήθησαν μικρότερες ποινές αυτές δεν θα πρέπει να ανασταλούν αλλά να «εκτελεστούν άμεσα». Εκείνο που είναι εμφανές από την απόφαση είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε προσωπικές περιστάσεις των Εφεσειόντων αλλά χωρίς να αποδώσει την πρέπουσα, υπό τις περιστάσεις, βαρύτητα. Τονίζουμε για μια ακόμη φορά ότι σε διαδικασία που τίθεται θέμα αναστολής της ποινής το Δικαστήριο πρώτα επιβάλλει την ποινή που κατά την κρίση του είναι η αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις και μετά εφόσον η ποινή που επιβάλλεται το επιτρέπει, εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής λαμβάνοντας υπόψιν το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεση και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου μέσα στα πλαίσια που ορίζει ο περί της Υπ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972 όπως τροποποιήθηκε με το Ν.186(Ι)/2003.

 

Παρατηρούμε ότι πρόκειται σ' όλες τις εφέσεις για νεαρά άτομα ηλικίας μεταξύ 17-19 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων χωρίς να βαρύνονται με οποιοδήποτε προηγούμενο.  Επίσης είναι γεγονός ότι όλα τα αδικήματα ανακαλύφθησαν μέσα από ομολογία και καθοδήγηση του Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2. Επίσης όπως φαίνεται από την πρωτόδικη απόφαση, ναι μεν επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα όπως έχει αναφερθεί αλλά φαίνεται να διέπονται από μεγάλη επιπολαιότητα. 

 

Επίσης, λαμβάνουμε υπόψιν ότι ο Εφεσείων 2/Κατηγορούμενος 2 έχει αποζημιώσει (μερίδιο) 12 από τους 16 παραπονούμενους. Περαιτέρω, δεν μας αφήνει αδιάφορους η ψυχική υγεία των Εφεσειόντων 2 και 3, ήτοι διαταραχής ελέγχου των παρορμήσεων και νοητικής υστέρησης, μαθησιακών διαταραχών και προβλημάτων συμπεριφοράς αντίστοιχα. Ακόμη λαμβάνουμε υπόψιν το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων (καλοκαίρι 2013) και ημερομηνία μεταβολής της ποινής (23.2.2016) με συνεπαγόμενη μεταβολή στις προσωπικές τους συνθήκες.

 

Κρίνουμε ότι η μακρά περίοδος που παρήλθε μέχρι της επιβολής της ποινής έχει ιδιαίτερη σημασία, λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας των εφεσειόντων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου επιμαρτυρούν ότι κατά την περίοδο αυτή οι εφεσείοντες, έχοντας πλέον τεθεί έναντι των ευθυνών τους και του νόμου, επέδειξαν άμεμπτη διαγωγή εκδηλώνουσα μεταμέλεια. Δημιουργείται, έτσι, εύλογη προσδοκία ότι η χρήση του μέτρου της αναστολής θα επενεργήσει με τον τρόπο που εξηγήθηκε στην Αργυρίδης προς την κατεύθυνση της αναμόρφωσης των εφεσειόντων που αποτελεί σημαντικό στοιχείο σε περιπτώσεις νεαρών παραβατών.

 

Προς έτι μεγαλύτερη διασφάλιση τέτοιας πορείας, κρίνεται σκόπιμο να εκδοθεί και διάταγμα επιτηρήσεως της αναστολής ώστε οι εφεσείοντες να τεθούν υπό την επιτήρηση επιτηρούντος λειτουργού, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του Ν.95/1972 όπως τροποποιήθηκε.

 

Πέραν των πιο πάνω και του γεγονότος ότι ήδη έχουν εκτίσει μέρος της ποινής φυλάκισης που τους επιβλήθηκε, ήτοι πέραν των τεσσάρων μηνών, που συνιστά μια έντονη διέγερση του καταδικαζομένου σε φυλάκιση νεαρού προσώπου, ώστε να αντιληφθεί τις συνέπειες τις οποίες θα είχε ενδεχομένως νέα εγκληματική συμπεριφορά, ώστε να έχουν εμπειρία το τι σημαίνει να εγκλειστεί κάποιος στη φυλακή σε τέτοια νεαρή ηλικία (βλ. Αργυρίδης (άνω)).

 

Καταλήγοντας και ενεργώντας πρωτογενώς ως προς το θέμα, κρίνουμε ότι είναι πρέπουσα η περίπτωση της αναστολής της ποινής φυλάκισης για όλους τους Εφεσείοντες με βάση όλα τα πιο πάνω που έχουμε αναφέρει.

 

Οι Εφέσεις ως αποτέλεσμα επιτυγχάνουν και το υπόλοιπο όλων των ποινών φυλάκισης αναστέλλεται για τρία έτη από την ημέρα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Εκδίδεται διάταγμα επιτηρήσεως με το οποίο οι εφεσείοντες τίθενται υπό την επιτήρηση επιτηρούντος λειτουργού για την ως άνω οριζομένη περίοδο. Οι εφεσείοντες κατά την περίοδο του διατάγματος να διαμένουν στην περιοχή Λευκωσίας και ως επιτηρών λειτουργός διορίζεται ο κηδεμονευτικός λειτουργός για την περιοχή αυτή. Οι εφεσείοντες οφείλουν να επικοινωνούν με τον επιτηρούντα λειτουργό σύμφωνα με τις οδηγίες του και να γνωστοποιούν σε αυτόν οποιαδήποτε αλλαγή του τόπου διαμονής τους.

 

Δικαστήριο προς Εφεσείοντες:

 

Θα εξηγήσουμε βεβαίως τι σημαίνει αυτό και είμεθα βέβαιοι ότι και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, αλλά και οι γονείς, θα εξηγήσουν περισσότερο. Σημαίνει ότι η ποινή φυλάκισης είναι ποινή φυλάκισης αλλά δεν ενεργοποιείται άμεσα, διότι κρίναμε ότι θα πρέπει να σας δοθεί άλλη μια ευκαιρία, με την προϋπόθεση ότι δεν διαπράξετε θα άλλο αδίκημα. Αυτό σημαίνει ότι, εάν μέσα στα επόμενα τρία χρόνια δεν διαπράξετε οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση, δεν θα κληθείτε να υπηρετήσετε την ποινή φυλάκισης. Αν όμως διαπράξετε οποιοδήποτε άλλο τέτοιο αδίκημα, θα μπορεί το Δικαστήριο να σας επιβάλει ποινή για το αδίκημα εκείνο αλλά και να διατάξει να υπηρετήσετε το υπόλοιπο της ποινής φυλάκισης που σας έχει επιβληθεί και η οποία σήμερα ανεστάλη. Επομένως πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην επιείκεια που ο Νόμος έχει επιδείξει σε κάθε ένα από εσάς σε σχέση με τη μελλοντική σας συμπεριφορά. 

 

Εξηγείται επίσης σε απλή και κατανοητή γλώσσα στους εφεσείοντες το περιεχόμενο και οι συνέπειες της εφαρμογής του διατάγματος επιτήρησης.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Καταγράφοντας τη διαφορετική μου άποψη, σημειώνεται η κατά συστηματικό τρόπο σχετική νομολογία ότι το ποινικό μέτρο πρωτίστως καθορίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει και την ανάλογη ευθύνη, (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 και Ναζίπ ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 808, ECLI:CY:AD:2014:B880). Με αυτή την αρχή ως δεδομένη, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται εκεί όπου η ποινή είναι εκδήλως ανεπαρκής ή υπερβολική, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, ή άλλως πως αναδεικνύει σφάλμα αρχής, (Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551, Mixaylov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175 και Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785).

 

Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι τρεις εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι μετά από δική τους παραδοχή σε αριθμό κατηγοριών που αφορούσαν διάρρηξη κτιρίων και κλοπή. Οι εφεσείοντες 1 και 3 παραδέχθησαν συνολικά 16 υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών και ο εφεσείων 2 συνολικά 5 ανάλογες υποθέσεις. Οι διαρρήξεις συντελούνταν με την παραβίαση παραθύρων και μπαλκονόπορτων με τη χρήση φυσικής βίας ή σπάζοντας το γυαλί με αιχμηρό όργανο και έλαβαν χώραν μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2013. Το σύνολο του κλοπιμαίου ποσού ανέρχεται στο ποσό των €14.827, ελάχιστο δε ποσό έχει επιστραφεί, ενώ ορισμένοι από τους παραπονούμενους δήλωσαν ότι δεν είχαν παράπονο ή δεν επιθυμούσαν να αποζημιωθούν. Τα κλοπιμαία αντικείμενα αφορούσαν σε τηλεοράσεις, ποτά, χρήματα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και χρυσαφικά.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη όλες τις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων, το νεαρό της ηλικίας τους, το λευκό ποινικό μητρώο τους, καθώς και την παραδοχή τους, επέβαλε ποινές φυλάκισης 12 μηνών στους εφεσείοντες 1 και 3 και στον εφεσείοντα 2 ποινή φυλάκισης εννέα μηνών στις ανάλογες κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο καθένας με διαταγή οι ποινές να συντρέχουν. Στον καθορισμό του ύψους των ποινών το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την ανάγκη για αποτροπή με αναφορά στη σχετική νομολογία, καθώς και όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που επηρέαζαν το εύρος της ποινής. Εξέτασε στη συνέχεια την πιθανότητα αναστολής των ποινών με ορθή καθοδήγηση στη νομολογία ότι πρώτα το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν αναστολή, (Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373 και Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94). Κατέγραψε επίσης το αυτονόητο ότι η αναστολή δεν επιβάλλεται ως μέτρο επιείκειας ή ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη, ούτε και η επιλογή της τιμωρίας του παραβάτη με ποινή φυλάκισης πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής. 

 

Υπό το φως του συνόλου των περιστατικών, το Δικαστήριο έκρινε ότι όλα τα υπέρ των εφεσειόντων δεδομένα είχαν λειτουργήσει υπέρ τους ώστε να κρατηθεί η ποινή σε σχετικά χαμηλό πλαίσιο. Οι σχετικοί παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για να προσμετρήσουν στην επιλογή των 12 μηνών και 9 μηνών αντίστοιχα ήταν το λευκό ποινικό μητρώο, η παραδοχή των αδικημάτων, η  νεαρή ηλικία των εφεσειόντων, τα ιδιαίτερα προβλήματα ψυχικής υγείας του εφεσείοντος 3, αλλά και του εφεσείοντος 2, καθώς επίσης και το χρόνο που είχε παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων. Τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί το Σεπτέμβριο του 2013 και η ποινή επεβλήθη το Φεβρουάριο του 2016. Το σύνολο των περιστατικών των διαρρήξεων και κλοπών μαζί με τη σοβαρότητα των αδικημάτων, η επαναλαμβανόμενη εγκληματική δράση των εφεσειόντων, αλλά και η ανάγκη αποτροπής αδικημάτων της φύσης αυτής κρίθηκαν ως παράγοντες που δεν δικαιολογούσαν αναστολή.

 

Οι εφέσεις δεν στοχεύουν στην ανατροπή ή διαφοροποίηση των ποινών φυλάκισης, αλλά μόνο στην ανατροπή της απόφασης του Δικαστηρίου να μην τις αναστείλει. Οι συνήγοροι επικαλέστηκαν προς τούτο την πάροδο του χρόνου και τις προσωπικές συνθήκες ενός εκάστου των εφεσειόντων. Θεωρούν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως θέμα αρχής διότι το ύψος της ποινής που επέβαλε συσχετίστηκε και με το κατά πόσο θα μπορούσε ταυτόχρονα να ληφθεί υπόψη και στη διακριτική του ευχέρεια για αναστολή.

 

Είναι γεγονός ότι με την τελευταία τροποποίηση το 2003 στον περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως Εις Ωρισμένας Περιπτώσεις στον Νόμο αρ. 95/1972, παρέχεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια αναστολής αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου. Η νομολογία που έχει αναπτυχθεί στο θέμα δεν υπήρξε πάντοτε σταθερή. Υπάρχουν αποφάσεις όπως η Αργυρίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449, που θεωρούν ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν περιορίζεται από συγκεκριμένες παραμέτρους ιδιαίτερα σε σχέση με τους παράγοντες εκείνους που ήδη λήφθηκαν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Συνεπώς η δυνατότητα αναστολής δεν περιορίζεται με οποιοδήποτε τρόπο και επαφίεται στη θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατ' έφεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τα όλα δεδομένα μιας υπόθεσης και την αντίληψη που έχει γι' αυτά το Δικαστήριο.

 

Υπάρχουν άλλες πιο πρόσφατες αποφάσεις όπως η Σώζου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 260, ECLI:CY:AD:2016:B178 και η Σιδερένος ν. Αστυνομίας, (2016) 2 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2016:B271, όπου το Εφετείο αρνήθηκε να επέμβει στην πρωτόδικη κρίση να μην αναστείλει τις ποινές φυλάκισης, κρίση που ουσιαστικά ανάγετο στη διακριτική του ευχέρεια. Στη Σώζου τονίστηκε ιδιαίτερα ότι κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών διαφοροποιώντας έτσι στην ουσία την απόφαση στην Αργυρίδης. Κρίθηκε επίσης ότι τα αδικήματα που είχε εκεί διαπράξει ο εφεσείων ήταν εξ αντικειμένου πολύ σοβαρά και η επιβολή άμεσης φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη σε βαθμό που εάν το Εφετείο επενέβαινε στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, «... θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σε ό,τι αφορά την ποινική μεταχείριση επίδοξων παραβατών και ταυτόχρονα θα έπληττε την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και θα αποδυνάμωνε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των ποινών που θα πρέπει να επιβάλλονται σε αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως.». Πρόκειτο για αδικήματα ληστείας, επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης που διέπραξε ο εφεσείων, χρήστης ναρκωτικών. Προκειμένου να εξοφλήσει οφειλές προς τον προμηθευτή του εισήλθε με κουκούλα και γάντια σε αρτοποιείο απειλώντας την υπάλληλο την οποία και έπιασε από το μπράτσο αναγκάζοντας την να ανοίξει το ταμείο για να αποκομίσει το περιεχόμενο των €325. Κατά την προσπάθεια του να διαφύγει τη σύλληψη, επιτέθηκε και στους αστυνομικούς προκαλώντας τους κακώσεις και εκδορές.

 

Στη Σιδερένος, η οποία αφορούσε πάλι κατηγορίες καλλιέργειας φυτών κάνναβης, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με το Εφετείο να μην επεμβαίνει στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την ποινή. Αναφερόμενο στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να συνυπολογίσει το σύνολο των περιστάσεων και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου, έκρινε ότι ορθά ασκήθηκε αρνητικά η διακριτική πρωτόδικη ευχέρεια εφόσον δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που περιλάμβαναν τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του δράστη, την απεξάρτηση του από τα ναρκωτικά μετά τη διάπραξη των αδικημάτων και πριν την επιβολή της ποινής, το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων, τρία περίπου έτη, την παραδοχή του έστω μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και το λευκό ποινικό του μητρώο. Όπως σημείωσε το Εφετείο: «Δεν φαίνεται να διέφυγε του πρωτοδίκου Δικαστηρίου οποιοσδήποτε μετριαστικός παράγοντας, γι' αυτό και επέβαλε την επιεική ποινή φυλάκισης των 6 μηνών, και όχι μεγαλύτερη.».

 

Επομένως είναι ορθό και επιβαλλόμενο, το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων στην προσπάθεια του να καθορίσει το ορθό ποινικό μέτρο εξατομικεύοντας την ποινή στο πρόσωπο του δράστη, αλλά και τα περιστατικά της  υπόθεσης. Ο συνυπολογισμός των μετριαστικών παραγόντων που είναι αναγνωρισμένοι από τη νομολογία θα πρέπει να έχει όχι μόνο λεκτική αναγνώριση, αλλά και το ανάλογο αντίκρυσμα στην ποινή, (ΑΒΕ ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513 και Γιαννακάκης ν. Αστυνομίας, (2016) 2 Α.Α.Δ. 364, ECLI:CY:AD:2016:B211). Οι μετριαστικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της ποινής δεν μπορούν ταυτόχρονα χωρίς να υπάρχει κάποια ιδιαιτερότητα στην υπόθεση να προσμετρήσουν και για σκοπούς αναστολής της ποινής. Το σύνολο των περιστάσεων και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου θα πρέπει μαζί να αναδύουν μια εικόνα που να δικαιολογεί τον μη εγκλεισμό του παραβάτη στη φυλακή. Ένα παράδειγμα είναι τα δεδομένα της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρυσάνθου (2016) 2 Α.Α.Δ. 584, ECLI:CY:AD:2016:B305, όπου στον εφεσίβλητο αφού επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 3 και 9 μηνών για κατοχή φαρμάκου τάξεως Β΄, προσμέτρησαν ως ιδιαίτεροι παράγοντες για αναστολή της ποινής, η πάροδος του χρόνου των έξι ετών, η οποία οφειλόταν στην καθυστέρηση της καταχώρησης του κατηγορητηρίου δύο χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος, την αθώωση του πρωτοδίκως μετά από ακροαματική διαδικασία και την ανατροπή από το Εφετείο της αθωωτικής αυτής ετυμηγορίας. Πέραν του μεγάλου χρονικού διαστήματος που αντικειμενικά πλέον είχε διαρρεύσει, είχαν μεσολαβήσει και άλλα ουσιώδη γεγονότα όπως ο αρραβώνας του εφεσίβλητου, ο προγραμματισμός γάμου μετά από λίγους μήνες και η απόκτηση παιδιού από τη σχέση αυτή. 

 

Όπου δεν υπάρχουν κάποια δεδομένα που να υποδεικνύουν την ανάγκη αναστολής, το θέμα παραμένει όπως αναφέρθηκε στην αρχή, πρωτίστως ζήτημα πρωτόδικης διακριτικής ευχέρειας στην οποία δεν χωρεί επέμβαση εκτός εάν υπάρχει λάθος αρχής. Από τις πρώτες υποθέσεις που απασχόλησαν το Εφετείο μετά την τροποποίηση του Νόμου ώστε να επανέλθει η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ήταν η Μερχής ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 147 και η Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161. Στην πρώτη το Εφετείο αρνήθηκε να επέμβει στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει ποινή φυλάκισης 45 ημερών για αδίκημα εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις εφόσον ούτε τα περιστατικά της υπόθεσης, ούτε οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος όπως εκτίθενται στο σκεπτικό δικαιολογούσαν αναστολή, σημειώνοντας ότι το ποσό της εκδοθείσας αρχικά επιταγής που οδήγησε εν τέλει στην κατηγορία, παρέμενε απλήρωτο. Αντίθετα, στη δεύτερη, η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα ως προς τη διαταγή αναστολής της ποινής επί ποινών 2, 3 και 4 μηνών, απερρίφθη κρίνοντας ότι τα αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, είχαν διαπραχθεί υπό τον έλεγχο τρίτου προσώπου, η εφεσίβλητη δεν απεκόμισε οποιοδήποτε ουσιαστικό όφελος, είχε εκδοθεί διάταγμα μερικής αποζημίωσης σύμφωνα με δική της εισήγηση, και, κυρίως, χωρίς την παραδοχή της θα ήταν δύσκολο να αποδειχθούν οι κατηγορίες αφού οι γραφολόγοι αδυνατούσαν να καθορίσουν το πρόσωπο που υπόγραψε τις επιταγές.

 

Εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέν λάθος αρχής διέπραξε, ορθά συνυπολόγισε όλους τους παράγοντες και εύλογα αποτίμησε την υπόθεση έχοντας υπόψη την ολότητα της εγκληματικής δράσης των εφεσειόντων, την αποκόμιση μεγάλου χρηματικού ποσού από το σύνολο των διαρρήξεων και κλοπών, δηλαδή, €14.827 (σημειώνεται ότι στην Αργυρίδης, η λεία των διαρρήξεων περιπτέρων και αρτοποιΐων ήταν του ύψους των €2.500), και δόθηκε η ορθή νομολογιακή έμφαση στην αποτροπή παρομοίων δραστηριοτήτων που πλήττουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, οι οποίοι πρέπει να είναι και να παραμένουν ασφαλείς στις οικίες τους και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες τους.

 

Μη διαπιστωθέντος οποιουδήποτε προβλήματος στην πρωτόδικη κρίση, θα απέρριπτα όλες τις εφέσεις.

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Το υπόλοιπο των ποινών αναστέλλεται. Εκδίδεται διάταγμα επιτήρησης.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο