ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133
Παυλόπουλος Αθανάσιος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 ΑΑΔ 261
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2016:B84
(2016) 2 ΑΑΔ 83
11 Φεβρουαρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
BLUE GREEN WAVE FROZEN FOOD LTD,
Εφεσείοντες,
v.
1. G & P HADJIYIANNIS LTD,
2. ΠΕΤΡΟΥ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,
3. ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 71/2014)
Ποινικός Κώδικας ― Επιταγή ― Έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, ιδιωτική ποινική υπόθεση αναφορικά με κατηγορίες για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα, αθωώνοντας και απαλλάσσοντας τους εφεσίβλητους ― Κατά πόσον ήταν ορθά τα πρωτόδικα ευρήματα περί μη υπογραφής των επιταγών από πρόσωπο που είχε δικαίωμα να τις υπογράψει, περί ύπαρξης διάστασης μεταξύ της μαρτυρίας που δόθηκε στο δικαστήριο και των λεπτομερειών στο κατηγορητήριο και περί μη στοιχειοθέτησης ένοχης διάνοιας ― Επέμβαση Εφετείου και διαταγή για επανεκδίκαση.
Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως στάδιο ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέτασε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, ζήτημα ύπαρξης διάστασης δοθείσας μαρτυρίας και κατηγορητηρίου.
Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως στάδιο ― Η προσαχθείσα μαρτυρία κρίνεται στην όψη της κατά πόσον στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και όχι υποκειμενικό, όπως είναι στο τέλος της δίκης.
Η έφεση στράφηκε εναντίον αθωωτικής απόφασης σε ιδιωτική ποινική υπόθεση. Αρχικά το κατηγορητήριο περιελάβανε τρεις κατηγορουμένους, όμως στη συνέχεια αποσύρθηκαν οι κατηγορίες 6-10 που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος 2, με αποτέλεσμα αυτός να αθωωθεί και να απαλλαγεί.
Παρέμειναν οι δύο κατηγορούμενοι-Εφεσίβλητοι 1 και 3, οι οποίοι αντιμετώπισαν αριθμό κατηγοριών, οι μεν πρώτοι για έκδοση πέντε επιταγών χωρίς αντίκρισμα, ενώ ο Εφεσίβλητος 3 για παροχή συνδρομής, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και (2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι Εφεσίβλητοι 1 διώχθηκαν ως οι εκδότες των επιταγών (κατηγορίες 1-5), ενώ ο Εφεσίβλητος 3 ως συνεργός τους (κατηγορίες 11-15) για το ότι, υπό την ιδιότητά του ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, υπέγραψε τις επιταγές για λογαριασμό των Εφεσιβλήτων 1 στις 5.1.2012, 8.1.2012, 20.1.2012, 3.2.2012 και 26.3.2012 αντίστοιχα.
Από τις πιο πάνω κατηγορίες, η κατηγορία 3 αφορούσε στην έκδοση επιταγής που ανακλήθηκε από τους εκδότες της (Εφεσίβλητοι 1), ενώ η κατηγορία 13, αφορούσε στην παροχή συνδρομής από τον Εφεσίβλητο 3 σε επιταγή που ανακλήθηκε χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε αιτιολογία.
Οι Εφεσίβλητοι δεν παραδέχθηκαν ενοχή, η υπόθεση οδηγήθηκε σε Ακρόαση και κλήθηκαν μάρτυρες από την Κατηγορούσα Αρχή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τις νομικές αρχές, στηριζόμενο μεταξύ άλλων σε διιστάμενη απόφαση του Ναθαναήλ, Δ., στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 852, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Εφεσιβλήτων 1 και 3. Όπως επεσήμανε, οι επίδικες επιταγές δεν αποτελούσαν επιταγές 'εκδοθείσες' από Εφεσίβλητους 1, οι οποίοι αποτελούν νομικό πρόσωπο το οποίο εκδίδει επιταγές διά των διευθυντών του. Και τούτο εφόσον κατά τους χρόνους έκδοσης των επίδικων επιταγών ο κατηγορούμενος αρ. 3 δεν είχε δικαίωμα, όπως έκρινε, να τις υπογράψει, αυτές δεν εξεδόθηκαν κανονικά. Έτσι, σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη, εκθεμελιωνόταν συστατικό στοιχείο τόσο του αδικήματος του Άρθρου 305(1) του Κεφ. 154, όσον και του αδικήματος του Άρθρου 305Α(2).
Πρόσθετος λόγος απόρριψης των κατηγοριών 11-15 και της συνακόλουθης αθώωσης του Εφεσίβλητου 3, ήταν και η αντινομία που έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι υπήρχε μεταξύ των πρωτογενών γεγονότων που καταγράφονταν στο κατηγορητήριο με τα οποία θα στοιχειοθετείτο η ευθύνη του Εφεσίβλητου 3 και της μαρτυρίας που τελικά προσκομίστηκε στο δικαστήριο.
Άλλος λόγος που το πρωτόδικο δικαστήριο στο εκ πρώτης όψεως στάδιο απέρριψε τις κατηγορίες οι οποίες στηρίζονταν στο Άρθρο 305Α(1) του Κεφ. 154, αποτέλεσε το γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επιταγών, οι Εφεσίβλητοι 1, κατέθεσαν στον τραπεζικό τους λογαριασμό διάφορα ποσά, με αποτέλεσμα οι επιταγές που παρουσιάζονταν στην Τράπεζα κατά την περίοδο εκείνη, να πληρώνονται κανονικά.
Ως εκ τούτου, καθοδηγούμενο από σχετική νομολογία, έκρινε περαιτέρω, ότι στα αδικήματα που στηρίζονταν στο Άρθρο 305Α(1) του Κεφ. 154, δεν στοιχειοθετείτο ένοχη διάνοια.
Οι Εφεσείοντες προσέβαλαν με την έφεση τα πιο πάνω πρωτόδικα ευρήματα.
Πρώτος λόγος έφεσης:
Αναφορικά με το κύριο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι εκθεμελιώθηκε το συστατικό στοιχείο του αδικήματος που αφορούσε στην «έκδοση» των επιταγών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι Εφεσίβλητοι τόσο με το διάγραμμά τους όσο και με τη δήλωση του δικηγόρου τους κατά την αγόρευσή του, αποδέχθηκαν τον λόγο έφεσης 1, αφού συμφώνησαν ότι ο Εφεσίβλητος 3, έστω και αν δεν ήταν Διευθυντής της Εφεσίβλητης 1 εταιρείας, εντούτοις ήταν εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές που θα εκδίδονταν.
2. Όπως ανέφερε ο συνήγορός τους, το ζήτημα αυτό δεν το έθιξαν πρωτοδίκως, εφόσον είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός. Ως εκ τούτου συμφωνήσαν, πως ήταν λανθασμένο το σχετικό εύρημα του δικαστηρίου.
Δεύτερος λόγος έφεσης:
Αναφορικά με το εύρημα ότι παρατηρήθηκε διάσταση μεταξύ της δοθείσας μαρτυρίας και των λεπτομερειών στο κατηγορητήριο αναφορικά με τις ημερομηνίες έκδοσης των επιταγών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο λόγος έφεσης ευσταθούσε.
2. Η διάσταση δεν έπρεπε να εξεταστεί σ' εκείνο το αρχικό στάδιο της δίκης, ιδιαίτερα ενόψει και της δυνατότητας που παρεχόταν για τροποποίηση του κατηγορητηρίου δυνάμει του Κεφ. 155, εάν αυτό κρινόταν αναγκαίο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Τρίτος λόγος έφεσης:
Αναφορικά με το εύρημα περί μη στοιχειοθέτησης ένοχης διάνοιας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τη στιγμή που υπήρχε εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για την εμπλοκή του Εφεσίβλητου 3 με τον τρόπο που περιεγράφη (υπογραφή επιταγών σε συνδυασμό με την επιστροφή των επιταγών από την τράπεζα των Εφεσιβλήτων 1, χωρίς να πληρωθούν), το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να τον είχε καλέσει σε απολογία.
2. Το ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο πληρώνονταν άλλες επιταγές θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί με τη μαρτυρία του υπαλλήλου της Τράπεζας (ΜΚ2) ότι οι επίδικες επιταγές επιστράφηκαν από την τράπεζα χωρίς να πληρωθούν, καθότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια.
3. Η όλη εξέταση του θέματος ενόψει της μαρτυρίας που δόθηκε, θα έπρεπε, να γίνει στο τελικό στάδιο και όχι στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Όπως είναι πάγια νομολογημένο, στο εκ πρώτης όψεως στάδιο η προσαχθείσα μαρτυρία κρίνεται στην όψη της κατά πόσον στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και όχι υποκειμενικό, όπως είναι στο τέλος της δίκης.
4. Υπό τις περιστάσεις, οι Εφεσείοντες, είχαν τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και οι Εφεσίβλητοι 1 και 3, θα έπρεπε να κληθούν σε απολογία.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 852,
Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261,
Militos Trading Limited v. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.
Έφεση κατά Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 22896/2012), ημερομηνίας 20/3/2014.
Στ. Σταύρου για Α. Σωτηρίου, για τους Εφεσείοντες.
Η. Κονναρής, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Αρχικά το κατηγορητήριο αφορούσε τρεις κατηγορουμένους, όμως στη συνέχεια αποσύρθηκαν οι κατηγορίες 6-10 που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος 2, με αποτέλεσμα αυτός να αθωωθεί και να απαλλαγεί. Παρέμειναν όμως οι δύο κατηγορούμενοι-Εφεσίβλητοι 1 και 3, οι οποίοι αντιμετώπισαν αριθμό κατηγοριών, οι μεν πρώτοι για έκδοση πέντε επιταγών χωρίς αντίκρισμα, ενώ ο Εφεσίβλητος 3 για παροχή συνδρομής, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και (2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι Εφεσίβλητοι 1 διώκονται ως οι εκδότες των επιταγών (κατηγορίες 1-5), ενώ ο Εφεσίβλητος 3 διώκεται ως συνεργός τους (κατηγορίες 11-15) για το ότι, υπό την ιδιότητά του ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, υπέγραψε τις επιταγές για λογαριασμό των Εφεσιβλήτων 1 στις 5.1.2012, 8.1.2012, 20.1.2012, 3.2.2012 και 26.3.2012 αντίστοιχα. Να διευκρινίσουμε ότι από τις πιο πάνω κατηγορίες, η κατηγορία 3 αφορούσε την έκδοση επιταγής που ανακλήθηκε από τους εκδότες της (Εφεσίβλητοι 1), ενώ η κατηγορία 13 αφορούσε την παροχή συνδρομής από τον Εφεσίβλητο 3 σε επιταγή που ανακλήθηκε χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε αιτιολογία.
Οι Εφεσίβλητοι 1 και 3 δεν παραδέχθηκαν ενοχή, με αποτέλεσμα να διεξαχθεί δίκη κατά την οποία η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε πέντε μάρτυρες. Τα βασικά γεγονότα που προκύπτουν από τη μαρτυρία τους και τα παραδεκτά γεγονότα που έγιναν, είναι ότι οι Εφεσείοντες, οι οποίοι ασχολούνται με την εμπορία κατεψυγμένων ψαριών, κατά τον ουσιώδη χρόνο προμήθευαν τους Εφεσίβλητους 1 με προϊόντα τους και οι τελευταίοι εξέδιδαν μεταχρονολογημένες επιταγές με τις οποίες πιστωνόταν ο σχετικός λογαριασμός που διατηρούσαν οι Εφεσείοντες. Τις επιταγές φαίνεται να εξέδιδε και υπέγραφε ο Εφεσίβλητος 3 ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Οι Εφεσίβλητοι 1 είχαν κοινοποιήσει στην Τράπεζά τους το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος 3 ήταν εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές. Κάθε φορά που υπάλληλος των Εφεσειόντων λάμβανε επιταγές από τους Εφεσίβλητους 1, εξέδιδε και σχετικές αποδείξεις. Οι επιταγές στη συνέχεια κατατίθεντο στον τραπεζικό λογαριασμό των Εφεσειόντων.
Μετά το πέρας της προσαγωγής της μαρτυρίας των παραπονουμένων Εφεσειόντων, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων 1 και 3 εισηγήθηκε πως δεν στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των πελατών του. Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι δεν αποδείχθηκε:- (α) ότι οι επιταγές παρέμειναν απλήρωτες και (β) ότι ο Εφεσίβλητος 3 είχε ένοχη διάνοια (mens rea).
Η πρωτόδικη δικαστής αφού εξέτασε τις νομικές αρχές, στηριζόμενη σε διιστάμενη απόφαση του Ναθαναήλ, Δ., στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 852, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Εφεσιβλήτων 1 και 3, καθότι:-
«..οι επίδικες επιταγές δεν αποτελούν επιταγές 'εκδοθείσες' από τους κατηγορούμενους αρ. 1 (Εφεσίβλητους 1) ένα νομικό πρόσωπο το οποίο εκδίδει επιταγές διά των διευθυντών του. Εφ' όσον κατά τους χρόνους έκδοσης των επίδικων επιταγών ο κατηγορούμενος αρ. 3 δεν είχε δικαίωμα να τις υπογράψει αυτές δεν εξεδόθηκαν κανονικά. Έτσι, εκθεμελιώνεται συστατικό στοιχείο τόσον του αδικήματος που διαγράφεται από το Άρθρο 305(1) του Κεφ. 154 όσον και του αδικήματος που διαγράφεται από το Άρθρο 305Α(2). Και στις δύο περιπτώσεις η στοιχειοθέτηση του αδικήματος προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, και την κανονική έκδοση της επιταγής.»
Πρόσθετος λόγος απόρριψης των κατηγοριών 11-15 και της συνακόλουθης αθώωσης του Εφεσίβλητου 3 ήταν και η αντινομία που έκρινε η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής ότι υπήρχε μεταξύ των πρωτογενών γεγονότων που καταγράφονταν στο κατηγορητήριο με τα οποία θα στοιχειοθετείτο η ευθύνη του Εφεσίβλητου 3 και της μαρτυρίας που τελικά προσκομίστηκε στο δικαστήριο. Συγκεκριμένα το δικαστήριο έκρινε ότι στις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου των αδικημάτων που αφορούσαν τον Εφεσίβλητο 3, αναφέρετο ότι αυτός, ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, υπέγραψε τις σχετικές επιταγές στις 5.1.2012, 8.1.2012, 20.1.2012, 3.2.2012 και 26.3.2012, αντίστοιχα. Όμως, το δικαστήριο, εξήγησε ότι με βάση τα παραδεκτά γεγονότα που κατατέθηκαν «ο κατηγορούμενος αρ. 3 (Εφεσίβλητος 3) απεχώρησε από την θέση του διευθυντή /συμβούλου της εταιρείας την 1.2.2011, δηλαδή αρκετούς μήνες πριν από τις ημερομηνίες αυτές.».
Άλλος λόγος που το πρωτόδικο δικαστήριο στο εκ πρώτης όψεως στάδιο απέρριψε τις κατηγορίες οι οποίες στηρίζονταν στο Άρθρο 305Α(1) του Κεφ. 154, αποτέλεσε το γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επιταγών οι Εφεσίβλητοι 1 κατέθεσαν στον τραπεζικό τους λογαριασμό διάφορα ποσά, με αποτέλεσμα οι επιταγές που παρουσιάζονταν στην Τράπεζα κατά την περίοδο εκείνη να πληρώνονται κανονικά. Ως εκ τούτου, η πρωτόδικη δικαστής, στηριζόμενη στην Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261 και Militos Trading Limited v. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609 έκρινε ότι στα αδικήματα που στηρίζονται στο Άρθρο 305Α(1) του Κεφ. 154 (κατηγορίες 1, 2, 4, 5, 11, 12, 14 και 15), δεν στοιχειοθετείται ένοχη διάνοια.
Οι Εφεσείοντες με τους πιο κάτω πέντε λόγους έφεσης, προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης θεωρώντας:-
(1) Λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος 3 μετά την αποχώρηση του από τη θέση του Διευθυντή των Εφεσειόντων 1 την 1.2.2011, δεν είχε εξουσία υπογραφής των επιταγών που εξέδιδαν οι Εφεσείοντες 1.
(2) Λανθασμένη την αθώωση και απαλλαγή του Εφεσίβλητου 3 στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την αιτιολογία της κατ' ισχυρισμό αντινομίας μεταξύ των καταγεγραμμένων στο κατηγορητήριο πρωτογενών γεγονότων και της προσκομισθείσας στο δικαστήριο μαρτυρίας.
(3) Λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν στοιχειοθετείται ένοχη διάνοια των Εφεσιβλήτων.
(4) Λανθασμένη και υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, και
(5) Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε ξεχωριστά στις κατηγορίες αρ. 3 και 13 που αντιμετώπιζαν οι Εφεσίβλητοι 1 και 3 αντίστοιχα, σε σχέση με επιταγή που ανακλήθηκε χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε αιτιολογία επί του εντύπου ανάκλησης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο κύριο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι εκθεμελιώθηκε το συστατικό στοιχείο του αδικήματος που αφορά στην «έκδοση» των επιταγών.
Οι Εφεσίβλητοι τόσο με το διάγραμμά τους όσο και με τη δήλωση του δικηγόρου τους κατά την αγόρευσή του, αποδέχθηκαν τον λόγο έφεσης 1, αφού συμφωνούν ότι ο Εφεσίβλητος 3, έστω και αν δεν ήταν Διευθυντής της Εφεσίβλητης 1 εταιρείας, εντούτοις ήταν εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές που θα εκδίδονταν. Συμφωνούν περαιτέρω ότι η εξουσιοδότηση αυτή ουδέποτε ανακλήθηκε. Όπως ανέφερε ο συνήγορός τους, το ζήτημα αυτό δεν το έθιξαν πρωτοδίκως εφόσον είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός. Ως εκ τούτου συμφωνούν ότι είναι λανθασμένο το σχετικό εύρημα του δικαστηρίου.
Με την αποδοχή του πρώτου λόγου έφεσης, ακυρώνεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι εκθεμελιώνεται τόσον το συστατικό στοιχείο του αδικήματος της έκδοσης (Άρθρο 305Α(1)), όσον και του αδικήματος που προκύπτει από το Άρθρο 305Α(2), η οποία είναι πασιφανώς εσφαλμένη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο πρόσθετα της κύριας αιτιολογίας που έδωσε για αθώωση του Εφεσίβλητου 3 από το εκ πρώτης όψεως στάδιο (έλλειψη εξουσιοδότησης για υπογραφή επιταγών), στηρίχθηκε και στη διάσταση που παρατηρήθηκε μεταξύ της μαρτυρίας που δόθηκε στο δικαστήριο και των λεπτομερειών που δίδονται στο κατηγορητήριο αναφορικά με τις ημερομηνίες έκδοσης των επιταγών (λόγος έφεσης 2). Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες 11-15 που αφορούν τον Εφεσίβλητο 3, οι μάρτυρες των παραπονουμένων ανέφεραν κατά τη μαρτυρία τους ότι οι επιταγές εκδόθηκαν στις 31.10.2011, 28.11.2011 και 3.1.2012 αντί στις ημερομηνίες που αναφέρονταν στις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου. Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων υποστήριξε ότι στο κατηγορητήριο μπροστά από κάθε ημερομηνία παροχής συνδρομής, αναφερόταν η φράση «κατά ή περί», γεγονός που καθιστά τη διάσταση περιορισμένης εμβέλειας.
Ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως ορθά επισημαίνει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, η διάσταση δεν έπρεπε να εξεταστεί σ' εκείνο το αρχικό στάδιο της δίκης, ιδιαίτερα ενόψει και της δυνατότητας που παρείχετο για τροποποίηση του κατηγορητηρίου δυνάμει του Κεφ. 155, εάν αυτό κρινόταν αναγκαίο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο για αθώωση του Εφεσίβλητου 3 έδωσε και τρίτη πρόσθετη αιτιολογία ότι δεν στοιχειοθετείτο ένοχη διάνοια, ενόψει του ότι κατά τον χρόνο έκδοσης ορισμένων επιταγών, παρουσιάστηκαν στην τράπεζα άλλες επιταγές και πληρώθηκαν κανονικά από τον επίδικο λογαριασμό στη ΣΠΕ Τραχωνίου. Οι Εφεσείοντες με τον τρίτο λόγο έφεσης παραπονούνται ότι το συγκεκριμένο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένο. Όπως εξηγεί ο δικηγόρος τους, είναι γεγονός ότι υπήρξε μαρτυρία από τον ΜΚ2 (τραπεζικό υπάλληλο) ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατατέθηκαν διάφορα ποσά στον λογαριασμό των Εφεσίβλητων 1 και πληρώθηκαν διάφορες άλλες επιταγές. Όμως, ο ΜΚ2 εξήγησε ότι παρά ταύτα, κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν μπορούσαν να πληρωθούν και οι επίδικες επιταγές, εφόσον δεν υπήρχαν επαρκή υπόλοιπα, γι' αυτό εξάλλου και επιστράφηκαν ως απλήρωτες. Αυτή την πτυχή της μαρτυρίας του ΜΚ2, το πρωτόδικο δικαστήριο την αγνόησε, εισηγήθηκε.
Και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Από τη στιγμή που υπήρχε εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για την εμπλοκή του Εφεσίβλητου 3 με τον τρόπο που περιγράψαμε (υπογραφή επιταγών σε συνδυασμό με την επιστροφή των επιταγών από την τράπεζα των Εφεσιβλήτων 1, χωρίς να πληρωθούν), το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να τον είχε καλέσει σε απολογία. Το ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο πληρώνονταν άλλες επιταγές θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί με τη μαρτυρία του υπαλλήλου της Τράπεζας (ΜΚ2) ότι οι επίδικες επιταγές επιστράφηκαν από την τράπεζα χωρίς να πληρωθούν, καθότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Εν πάση περιπτώσει, η όλη εξέταση του θέματος ενόψει της μαρτυρίας που δόθηκε θα έπρεπε, κατά την κρίση μας, να γίνει στο τελικό στάδιο και όχι στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Όπως είναι πάγια νομολογημένο, στο εκ πρώτης όψεως στάδιο η προσαχθείσα μαρτυρία κρίνεται στην όψη της κατά πόσον στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και όχι υποκειμενικό, όπως είναι στο τέλος της δίκης.
Ενόψει της επιτυχίας των πρώτων τριών λόγων έφεσης, θεωρούμε ότι η εξέταση των εναπομείναντων δύο λόγων έφεσης θα ήταν μάταιη. Υπό τις περιστάσεις καταλήγουμε ότι οι Εφεσείοντες-παραπονούμενοι τεκμηρίωσαν εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ότι οι Εφεσίβλητοι 1 και 3 θα έπρεπε να κληθούν σε απολογία.
Ενόψει της κατάληξής μας, θα πρέπει να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια κατά πόσο ενδείκνυται να παραπέμψουμε την υπόθεση στην ίδια δικαστή ή να διατάξουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133). Έχοντας υπόψη όλους τους παράγοντες που τείνουν να επηρεάσουν το συμφέρον της δικαιοσύνης, κρίνουμε ότι επιβάλλεται η επανεκδίκασή της.
Υπό τις περιστάσεις, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο μέλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας το συντομότερο δυνατό.
Τα πρωτόδικα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης. Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων €1.700 έξοδα έφεσης, πλέον ΦΠΑ.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.