ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B64
(2016) 2 ΑΑΔ 54
3 Φεβρουαρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ στές]
ΣΠΕ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ-ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΛΤΔ
(ΠΡΩΗΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ.) ΛΤΔ),
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 84/2015)
Ποινή ― Ο περί Πτωχεύσεως Νόμος Κεφ. 105 ― Απόκρυψη εγγράφου που επηρεάζει την περιουσία πτωχεύσαντος, ενώ εναντίον του είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής και άλλα συναφή αδικήματα ― Έφεση από κατηγόρους εναντίον επιβληθεισών ποινών, τριάντα και είκοσι ημερών με αναστολή τριών χρόνων, ως έκδηλα ανεκαρκείς ― Επέμβαση Εφετείου και αντικατάσταση τους με ποινές δώδεκα και εννέα μηνών με αναστολή.
Έξοδα ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα εναντίον καταδικασθέντος σε ποινή φυλάκισης με αναστολή ― Επέμβαση Εφετείου και αντικατάσταση διαταγής περί εξόδων ― Περιπτώσεις όπου δεν ενδείκνυται η επιδίκαση εξόδων όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης.
Ιδιωτική ποινική Υπόθεση ― Παρατήρηση Εφετείου ότι για σοβαρά αδικήματα πολίτες αναλαμβάνουν την ιδιωτική δίωξη των ενόχων, ενώ η πολιτεία απουσιάζει, χωρίς να υπάρχει εμφανής εξήγηση.
Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή στις οκτώ από τις δώδεκα κατηγορίες που αρχικά αντιμετώπιζε και οι οποίες αφορούσαν σε πράξεις στις οποίες προέβη, κατά παράβαση άρθρων του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5. Οι υπόλοιπες τέσσερις κατηγορίες αποσύρθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε μικρής διάρκειας ποινές φυλάκισης, τις οποίες οι κατήγοροι εφεσίβαλαν ως έκδηλα ανεπαρκείς.
Τα γεγονότα όπως αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο, ήταν ότι, ενώ στις 12.10.2005 εκδόθηκε εναντίον του Εφεσίβλητου Διάταγμα Παραλαβής, στις 17.11.2005 ο Εφεσίβλητος συνήψε με τους Εφεσείοντες συμφωνία δανείου ύψους Λ.Κ.7.000, ήτοι €11.960. Στις 15.2.2007 εφοδίασε τον Επίσημο Παραλήπτη με κατάσταση των περιουσιακών του υποθέσεων, παραλείποντας όμως να αναφέρει για την ύπαρξη της πιο πάνω συμφωνίας δανείου. Επίσης, στις 12.3.2007, υπέβαλε αίτηση στο Δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος παραλαβής. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, παρέλειψε να αναφέρει την ύπαρξη της πιο πάνω συμφωνίας δανείου και ότι εξακολουθούσε να είναι οφειλέτης προς τους Εφεσείοντες, δυνάμει αυτής της συμφωνίας.
Ενόψει των πιο πάνω, οι Εφεσείοντες καταχώρησαν ιδιωτική ποινική υπόθεση, προσάπτοντας εναντίον του Εφεσίβλητου διάφορες κατηγορίες, δυνάμει του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 και των σχετικών Κανονισμών και του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ο συνήγορός του υιοθέτησε την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, στην οποία αναφέρονταν οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου ο οποίος ήταν ηλικίας 33 ετών, άνεργος και νυμφευμένος με 35χρονη Ρουμάνα, επίσης άνεργη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, ηλικίας 6 και 4 ετών. Καταγραφόταν μεταξύ άλλων ότι η οικογένεια επιβλέπεται από το Γραφείο Ευημερίας, από το οποίο λαμβάνει και δημόσιο βοήθημα. Ο Εφεσίβλητος στερείται οποιασδήποτε ακίνητης και κινητής περιουσίας και τα εισοδήματά του περιορίζονται στο ποσό των €600, το οποίο λαμβάνει μηνιαίως ως δημόσιο βοήθημα, ενώ εκκρεμούν εναντίον του εντάλματα, δυνάμει των οποίων πρέπει να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των €300.
Τα δάνεια με τα οποία βαρύνεται, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €95.000. Ο εφεσίβλητος προέρχεται από πολυμελή φτωχή οικογένεια με 5 τέκνα, η οποία αντιμετωπίζει χρόνια «ψυχο-κοινωνικά-οικονομικά» προβλήματα, τα οποία επηρέασαν τη λειτουργικότητά της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη από την μια τη σοβαρότητα των αδικημάτων, το γεγονός ότι οι κατηγορίες 2-5 και 7-9 επισύρουν ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια, ενώ η κατηγορία 11 ποινή φυλάκισης μέχρι 2 χρόνια ή €2.563 πρόστιμο ή και τα δύο και από την άλλη, όλα τα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιόν του και ιδιαίτερα την άμεση παραδοχή του Εφεσίβλητου και την καθυστέρηση που επήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, καθώς και τη συνακόλουθη μεταβολή των περιστάσεων του, επέβαλε στην 8η και 9η κατηγορία 30 μέρες φυλάκισης στην κάθε μια και 20 μέρες φυλάκισης στην 11η κατηγορία, διατάσσοντας όπως οι ποινές αναστέλλονταν για περίοδο 3 χρόνων. Στις υπόλοιπες κατηγορίες, δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή, θεωρώντας ότι αυτές καλύπτονταν από τα γεγονότα των κατηγοριών στις οποίες επέβαλε ποινή. Ως προς τα έξοδα, δεν εξέδωσε οποιοδήποτε διάταγμα.
Οι κατήγοροι-Εφεσείοντες εφεσίβαλαν τις ποινές.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Ο ποινές ήταν έκδηλα ανεπαρκείς.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη ότι υπήρξε καθυστέρηση στην άσκηση της ποινικής δίωξης.
γ) Εσφαλμένα διέταξε την αναστολή της ποινής φυλάκισης.
δ) Εσφαλμένα στέρησε από τον επιτυχόντα διάδικο τα έξοδά του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εκείνο που είχε σημασία, δεν ήταν ποιος ευθυνόταν για την καθυστέρηση, αλλά για το ότι επήλθε καθυστέρηση η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσίβλητου.
2. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου, δεν φαινόταν για την παρατηρηθείσα καθυστέρηση να ευθύνονταν οι Εφεσείοντες.
3. Παρά τα πιο πάνω, ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης (10 χρόνια από τη διάπραξη του πρώτου αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής), μεταβλήθηκαν ουσιαστικά οι συνθήκες του Εφεσίβλητου. Παντρεύτηκε, απέκτησε δύο παιδιά, τα οποία η σύζυγός του εγκατέλειψε, με αποτέλεσμα να είναι ο μόνος προστάτης.
4. Υπό τις περιστάσεις, δεν προέκυπτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στον παράγοντα καθυστέρησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο σε νομολογία ανέφερε στην απόφαση του, ότι το θέμα της καθυστέρησης δεν ήταν αρκετό για να διαφοροποιήσει το είδος της ποινής. Η σχετική προσέγγιση ήταν ορθή.
5. Παρά την ορθή καθοδήγηση ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων, το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια της εξατομίκευσης της ποινής έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου, αγνοώντας παντελώς τα όσα προηγουμένως ανέφερε ότι «η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επιφέρει εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όσο και για το κοινό γενικότερα».
6. Ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης εξισορρόπησης των διαφόρων στοιχείων, κατέληξε στην επιβολή σύντομης διάρκειας ποινών φυλάκισης για σοβαρότατα αδικήματα για τα οποία το στοιχείο της αποτρεπτικότητας θα έπρεπε να ήταν πρώτο στο μυαλό του πρωτόδικου δικαστηρίου.
7. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Εφεσίβλητος σε σχέση με τη διάπραξη των αδικημάτων δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση, προέκυπτε ότι οι ποινές που του επιβλήθηκαν ήταν εντελώς ανεπαρκείς και θα έπρεπε να αυξηθούν στους 12 μήνες φυλάκιση στις κατηγορίες 8 και 9 και σε 9 μήνες στην κατηγορία 11.
8. Το ύψος της ποινής αναμφίβολα θα ήταν μεγαλύτερο αν δεν προσμετρούσε προς όφελος του Εφεσίβλητου η παραδοχή του.
9. Όμως, ενόψει των άθλιων προσωπικών περιστάσεων του Εφεσίβλητου και ιδιαίτερα του γεγονότος ότι ήταν και συνεχίζει να είναι ο μόνος προστάτης των δύο ανήλικων παιδιών του, ηλικίας 6 και 4 ετών, καθώς και όλων των υπολοίπων περιστάσεων της υπόθεσης, με ιδιαίτερη έμφαση στην καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής και τη σημαντική αλλαγή στις περιστάσεις του Εφεσίβλητου, οι ποινές θα έπρεπε να ανασταλούν για περίοδο τριών χρόνων.
10. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολογώντας την απόφασή του να μην εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή εις βάρος του Εφεσίβλητου για τα έξοδα, με αναφορά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 Α.Α.Δ. 543, έκρινε ότι όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης δεν ενδείκνυται η επιδίκαση εξόδων.
11. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, η πολύ σύντομη φυλάκιση που επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο, τελικά αναστάληκε και ως εκ τούτου δεν υπήρχε λόγος να μην διαταχθεί η πληρωμή όλων των εξόδων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων και των δικηγορικών, εφόσον πρόκειται για ιδιωτική ποινική υπόθεση.
Παρατήρηση Εφετείου:
«Όλο και πιο συχνά διαπιστώνουμε ότι για σοβαρά αδικήματα πολίτες αναλαμβάνουν την ιδιωτική δίωξη των ενόχων, ενώ η πολιτεία απουσιάζει, χωρίς να υπάρχει εμφανής εξήγηση. Αδικήματα όπως αυτά που αντιμετωπίζει εδώ ο Εφεσίβλητος είναι πολύ σοβαρά, εφόσον επηρεάζουν την ασφάλεια των συναλλαγών του τόπου και κατά την ταπεινή μας άποψη η πολιτεία θα πρέπει να έχει η ίδια τον έλεγχο της διαδικασίας».
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σενέκκη κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 285,
Attorney-General of the Republic v. Djeredjian a.ο. (1967) 2 C.L.R. 158,
Ζησιμίδη ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 269,
Stambouli & Bitton Ltd v. Χρίστου (2005) 2 Α.Α.Δ. 457,
Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 Α.Α.Δ. 543.
Έφεση κατά Ποινής.
Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Οικονόμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 9342/2011), ημερομηνίας 30/3/2015.
Δ. Καλλής, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Κυριακίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή στις οκτώ από τις δώδεκα κατηγορίες που αρχικά αντιμετώπιζε και οι οποίες αφορούν σε πράξεις στις οποίες προέβη, κατά παράβαση άρθρων του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5. Οι υπόλοιπες τέσσερις κατηγορίες αποσύρθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή. Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε μικρής διάρκειας ποινές φυλάκισης, τις οποίες οι κατήγοροι εφεσιβάλλουν ως έκδηλα ανεπαρκείς.
Τα γεγονότα όπως αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο, είναι ότι, ενώ στις 12.10.2005 εκδόθηκε εναντίον του Εφεσίβλητου Διάταγμα Παραλαβής, στις 17.11.2005 ο Εφεσίβλητος συνήψε με τους Εφεσείοντες συμφωνία δανείου ύψους Λ.Κ.7.000, ήτοι €11.960. Στις 15.2.2007 εφοδίασε τον Επίσημο Παραλήπτη με κατάσταση των περιουσιακών του υποθέσεων, παραλείποντας όμως να αναφέρει για την ύπαρξη της πιο πάνω συμφωνίας δανείου. Επίσης, στις 12.3.2007, υπέβαλε αίτηση στο Δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος παραλαβής. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, παρέλειψε να αναφέρει την ύπαρξη της πιο πάνω συμφωνίας δανείου και ότι εξακολουθούσε να είναι οφειλέτης προς τους Εφεσείοντες, δυνάμει αυτής της συμφωνίας.
Ενόψει των πιο πάνω, οι Εφεσείοντες καταχώρησαν ιδιωτική ποινική υπόθεση, προσάπτοντας εναντίον του Εφεσίβλητου διάφορες κατηγορίες, δυνάμει του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 και των σχετικών Κανονισμών και του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Συγκεκριμένα, ο Εφεσίβλητος κατηγορείτο ότι:-
1η κατηγορία:- Απέκρυψε έγγραφο που επηρεάζει την περιουσία του, ενώ εναντίον του είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής - Άρθρα 2, 27 και 116(δ) του Κεφ. 5, Καν. 73 των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών και του Άρθρου 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
3η κατηγορία:- Δόλια συμπλήρωσε την Κατάσταση Περιουσιακών του Υποθέσεων και στη συνέχεια την παρέδωσε στον Επίσημο Παραλήπτη, παραλείποντας να αναφέρει την ύπαρξη της συμφωνίας δανείου - Άρθρα 2, 27 και 116(ζ) του Κεφ. 5, Καν. 73 των σχετικών Κανονισμών και Άρθρο 29 του Κεφ. 154.
4η κατηγορία:- Δόλια απέκρυψε σε ένορκη δήλωση που ορκίστηκε, η οποία συνόδευε την αίτηση που καταχώρησε στο δικαστήριο για παραμερισμό του διατάγματος παραλαβής, την ύπαρξη της συμφωνίας δανείου και ψευδώς δήλωσε ότι είχε εξοφλήσει όλα τα οφειλόμενα χρέη του - Άρθρα 2 και 116(ζ) του Κεφ. 5 και Άρθρο 29 του Κεφ. 154.
5η κατηγορία:- Ψευδώς καταχώρησε έγγραφο που σχετίζεται με την περιουσία προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 116(στ) του Κεφ. 5 και Άρθρο 29 του Κεφ. 154.
7η κατηγορία:- Ουσιαστική παράλειψη εκ μέρους του στην Έκθεση Κατάστασης, η οποία επηρέαζε τις περιουσιακές του υποθέσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 116(η) του Κεφ. 5 και του Άρθρου 29 του Κεφ. 154.
8η κατηγορία:- Απέκρυψε χρέος στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του για ακύρωση διατάγματος παραλαβής, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 116(θ) του Κεφ. 5 και 29 του Κεφ. 154.
9η κατηγορία:- Απέκρυψε χρέος στην Έκθεση Κατάστασης με πρόθεση καταδολίευσης, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 116(θ) του Κεφ. 5 και Άρθρο 29 του Κεφ. 154, και
11η κατηγορία:- Ψευδώς ορκίστηκε ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 111, 117 και 29 του Κεφ. 154.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ο ευπαίδευτος συνήγορός του υιοθέτησε την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, στην οποία αναφέρονταν οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου ο οποίος ήταν ηλικίας 33 ετών, άνεργος και νυμφευμένος με 35χρονη Ρουμάνα, επίσης άνεργη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, ηλικίας 6 και 4 ετών. Το Γραφείο Ευημερίας χαρακτήρισε τη σχέση μεταξύ τους ως διαταραγμένη, με συχνές εντάσεις, οι οποίες κατά καιρούς οδηγούν την οικογένεια σε κατάσταση κρίσης. Η σύζυγός του, δύο μήνες πριν την επιβολή ποινής (30.3.2015), εγκατάλειψε τη συζυγική οικία και δεν είχε πλέον οποιαδήποτε επικοινωνία με τον Εφεσίβλητο και τα παιδιά τους. Ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου ισχυρίστηκε ότι η σύζυγος του βρισκόταν εκτός Κύπρου, με αποτέλεσμα ο Εφεσίβλητος να αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα και φύλαξη των παιδιών του, με τα οποία διαμένει στο υπόγειο της πατρικής του κατοικίας. Η οικογένεια επιβλέπεται από το Γραφείο Ευημερίας, από το οποίο λαμβάνει και δημόσιο βοήθημα. Ο Εφεσίβλητος στερείται οποιασδήποτε ακίνητης και κινητής περιουσίας και τα εισοδήματά του περιορίζονται στο ποσό των €600, το οποίο λαμβάνει μηνιαίως ως δημόσιο βοήθημα, ενώ εκκρεμούν εναντίον του εντάλματα, δυνάμει των οποίων πρέπει να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των €300. Τα δάνεια με τα οποία βαρύνεται, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €95.000. Προέρχεται από πολυμελή φτωχή οικογένεια με 5 τέκνα, η οποία αντιμετωπίζει χρόνια «ψυχο-κοινωνικά-οικονομικά» προβλήματα, τα οποία επηρέασαν τη λειτουργικότητά της, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του πατέρα το 1996. Η μητέρα του κατηγορουμένου αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία την έχουν αποδιοργανώσει, ενώ το «χαμηλό δυναμικό» της την εμπόδιζε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των 5 παιδιών της παρά τις προσπάθειές της στο μέτρο των δυνατοτήτων της. Η δε οικογένεια δεχόταν συνδρομή τόσο από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, όσο και από παράγοντες της κοινότητας στην οποία διαμένει η οικογένεια, με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργικότητάς της. Μετά τον θάνατο του πατέρα της οικογένειας ο Εφεσίβλητος κλήθηκε να διαχειριστεί την απώλεια και να ανταποκριθεί στις πολλαπλές ανάγκες και πρακτικές δυσκολίες της οικογένειας. Ο θάνατος του πατέρα του ως αναφέρεται στην Έκθεση, έχει στιγματίσει τον Εφεσίβλητο, ο οποίος φοίτησε μέχρι την Β΄ Τάξη Γυμνασίου οπόταν και διέκοψε τη φοίτησή του καθότι τόσο ο ίδιος, όσο και τα αδέλφια του έπρεπε να εργαστούν για να συνεισφέρουν στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Έχει κατά καιρούς εργαστεί σε οικοδομικές, υδραυλικές εργασίες και πλύσιμο αυτοκινήτων. Είχε προσληφθεί σε μόνιμη θέση στην Επαρχιακή Διοίκηση αλλά τερματίστηκε η απασχόλησή του και τα τελευταία τρία χρόνια διατηρεί καφενείο στην κοινότητα Αστρομερίτη. Τα πιο πάνω γεγονότα δεν έχουν αμφισβητηθεί από τους Εφεσείοντες.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, κάλεσε το πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπόψη κατά την επιβολή ποινής τις επιπτώσεις στον Εφεσίβλητο από την καθυστέρηση που σημειώθηκε από την εξιχνίαση της υπόθεσης μέχρι την καταχώρηση της στο δικαστήριο. Ο συνήγορος του Εφεσίβλητου εισηγήθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι υπήρξε ριζική μεταβολή των συνθηκών του, αφού στο μεταξύ ο Εφεσίβλητος είχε αποκτήσει δύο τέκνα, των οποίων μάλιστα είναι ο μοναδικός προστάτης, μετά που τα εγκατέλειψε η μητέρα τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη από την μια τη σοβαρότητα των αδικημάτων, το γεγονός ότι οι κατηγορίες 2-5 και 7-9 επισύρουν ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια, ενώ η κατηγορία 11 ποινή φυλάκισης μέχρι 2 χρόνια ή €2.563 πρόστιμο ή και τα δύο και από την άλλη, όλα τα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιόν του και ιδιαίτερα την άμεση παραδοχή του Εφεσείοντος και την καθυστέρηση που επήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, καθώς και τη συνακόλουθη μεταβολή των περιστάσεων του Εφεσίβλητου, επέβαλε στην 8η και 9η κατηγορία 30 μέρες φυλάκισης στην κάθε μια και 20 μέρες φυλάκισης στην 11η κατηγορία, διατάσσοντας όπως οι ποινές ανασταλούν για περίοδο 3 χρόνων. Στις υπόλοιπες κατηγορίες, δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή, θεωρώντας ότι αυτές καλύπτονται από τα γεγονότα των κατηγοριών στις οποίες επέβαλε ποινή. Ως προς τα έξοδα, δεν εξέδωσε οποιοδήποτε διάταγμα.
Οι κατήγοροι-Εφεσείοντες εφεσίβαλαν τις ποινές, θεωρώντας με τον πρώτο λόγο έφεσης ότι οι ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς, με το δεύτερο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη ότι υπήρξε καθυστέρηση στην άσκηση της ποινικής δίωξης, με την τρίτη ότι εσφαλμένα διέταξε την αναστολή της ποινής φυλάκισης και με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα στέρησε από τον επιτυχόντα διάδικο τα έξοδά του.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, εισηγήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα, με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υπερβολικές υπό τις περιστάσεις και ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου.
Θα ασχοληθούμε πρώτα με το δεύτερο λόγο έφεσης, που αφορά στο θέμα της καθυστέρησης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες υποστήριξε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση εκ μέρους των πελατών του στην άσκηση ποινικής δίωξης. Οι Εφεσείοντες επεσήμανε, διαπίστωσαν τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, μετά την έκδοση απόφασης ερήμην του Εφεσίβλητου στην Αγωγή 3800/08 και μετά που αποφάσισαν να προχωρήσουν με μέτρα εκτέλεσης για να εισπράξουν το επιδικασθέν σ' αυτούς ποσό. Πιο συγκεκριμένα, εξήγησε, το πρώτο αδίκημα διαπράχθηκε χωρίς οι Εφεσείοντες να το γνωρίζουν, στις 17.11.2005, με τη σύναψη δανείου και την απόκρυψη του γεγονότος ότι εναντίον του Εφεσίβλητου εξεδόθη Διάταγμα Παραλαβής. Οι Εφεσείοντες διαπίστωσαν την αρχική δόλια απόκρυψη, όταν θα προχωρούσαν σε μέτρα εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης και για το σκοπό αυτό καταχώρησαν σχετική αίτηση οικονομικής εξέτασης του Εφεσίβλητου στις 4.3.2010, οπότε πληροφορήθηκαν στις 22.3.2011 ότι εναντίον του Εφεσίβλητου είχε εκδοθεί από 17.10.2005 Διάταγμα Παραλαβής. Μετά την πιο πάνω πληροφόρηση, οι Εφεσείοντες απέσυραν την αίτηση οικονομικής εξέτασης και καταχώρησαν στις 5.4.2011 ιδιωτική ποινική υπόθεση.
Εκείνο που κατά την άποψή μας έχει σημασία, δεν είναι ποιος ευθύνεται για την καθυστέρηση, αλλά για το ότι επήλθε καθυστέρηση η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσίβλητου. Όμως θα πρέπει να πούμε ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, δεν φαίνεται για την καθυστέρηση να ευθύνονται οι Εφεσείοντες, αφού από τις 22.3.2011 που πληροφορήθηκαν για την ύπαρξη του Διατάγματος Παραλαβής, μέχρι τις 5.4.2011 που καταχώρησαν την ποινική υπόθεση, ελάχιστος χρόνος διέρρευσε. Ούτε για τη διάρρευση του χρόνου από 5.4.2011 που καταχώρησαν την υπόθεση μέχρι τις 30.3.2015 που επιβλήθηκε ποινή, μπορεί να ευθύνονται οι Εφεσείοντες, αφού η καθυστέρηση οφείλεται στον τρόπο που αντέδρασε ο Εφεσίβλητος στις κατηγορίες.
Παρά τα πιο πάνω, ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης (10 χρόνια από τη διάπραξη του πρώτου αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής), μεταβλήθηκαν ουσιαστικά οι συνθήκες του Εφεσίβλητου. Παντρεύτηκε, απέκτησε δύο παιδιά τα οποία η σύζυγός του εγκατέλειψε, με αποτέλεσμα να είναι ο μόνος προστάτης. Υπό τις περιστάσεις, δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στον παράγοντα καθυστέρησης. Κατ' αρχάς το πρωτόδικο δικαστήριο στηριζόμενο στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σενέκκη κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 285, αναφέρει στη σελίδα 11 της απόφασής του για την ποινή, ότι το θέμα της καθυστέρησης δεν είναι αρκετό για να διαφοροποιήσει το είδος της ποινής. Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Συνάγεται επομένως σαφώς, ότι δεν ευσταθεί το παράπονο ότι το δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στον παράγοντα αυτό.
Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά στο παράπονο ότι η ποινή που τελικά επιβλήθηκε, είναι έκδηλα ανεπαρκής. Θα πρέπει να πούμε από την αρχή ότι όλα τα αδικήματα είναι σοβαρά, γι' αυτό εξ άλλου και ο νομοθέτης προβλέπει για ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια, πλην του αδικήματος στην 11η κατηγορία για την οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 2 χρόνια ή/και πρόστιμο μέχρι €2.563.
Ο σχετικός Νόμος με τη θέσπιση των συγκεκριμένων αδικημάτων, αποσκοπεί στην προστασία των πιστωτών, στην ασφάλεια των συναλλαγών, στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα σε μια υγιή οικονομία. Όλα τα αδικήματα που διέπραξε ο Εφεσίβλητος εμπεριέχουν το στοιχείο της καταδολίευσης και της αποκόμισης κέρδους, τα οποία αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες. Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στις υποθέσεις Attorney-General of the Republic v. Djeredjian a.ο. (1967) 2 C.L.R. 158, Ζησιμίδη ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 269 και Stambouli & Bitton Ltd v. Χρίστου (2005) 2 Α.Α.Δ. 457, καθοδήγησε ορθά τον εαυτό του ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων.
Ο Εφεσίβλητος αντιμετώπιζε επίσης και το αδίκημα της παροχής ψευδούς όρκου, το οποίο είναι εξίσου σοβαρό, ανεξάρτητα αν η ανώτατη ποινή που προβλέπεται στο Νόμο είναι δύο χρόνια και όχι πέντε όπως στις υπόλοιπες κατηγορίες. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατά την άποψή μας αναφέρθηκε στην Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, για να τονίσει την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, ενόψει της σοβαρότητας του αδικήματος.
Παρά την ορθή καθοδήγηση ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων, το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια της εξατομίκευσης της ποινής έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου, αγνοώντας παντελώς τα όσα προηγουμένως ανέφερε ότι «η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επιφέρει εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όσο και για το κοινό γενικότερα». Ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης εξισορρόπησης των διαφόρων στοιχείων, κατέληξε στην επιβολή σύντομης διάρκειας ποινών φυλάκισης για σοβαρότατα αδικήματα για τα οποία το στοιχείο της αποτρεπτικότητας θα έπρεπε να ήταν πρώτο στο μυαλό του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Εφεσίβλητος σε σχέση με τη διάπραξη των αδικημάτων δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση, θεωρούμε ότι οι ποινές που του επιβλήθηκαν ήταν εντελώς ανεπαρκείς και θα πρέπει να αυξηθούν στους 12 μήνες φυλάκιση στις κατηγορίες 8 και 9 και σε 9 μήνες στην κατηγορία 11. Το ύψος της ποινής αναμφίβολα θα ήταν μεγαλύτερο αν δεν προσμετρούσε προς όφελος του Εφεσίβλητου η παραδοχή του, η οποία με βάση τις αρχές που τέθηκαν στην Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, μειώνει αισθητά την ποινή που επιβάλλεται.
Όμως, ενόψει των άθλιων προσωπικών περιστάσεων του Εφεσίβλητου και ιδιαίτερα του γεγονότος ότι ήταν και συνεχίζει να είναι ο μόνος προστάτης των δύο ανήλικων παιδιών του, ηλικίας 6 και 4 ετών, καθώς και όλων των υπολοίπων περιστάσεων της υπόθεσης, με ιδιαίτερη έμφαση στην καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής και τη σημαντική αλλαγή στις περιστάσεις του Εφεσίβλητου, κρίνουμε ότι οι ποινές θα πρέπει να ανασταλούν για περίοδο τριών χρόνων.
Τέλος, θα ασχοληθούμε με τον τέταρτο λόγο έφεσης, που αφορά στην αποστέρηση από τους Εφεσείοντες των δικηγορικών και άλλων εξόδων τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο αιτιολογώντας την απόφασή του να μην εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή εις βάρος του Εφεσίβλητου για τα έξοδα, με αναφορά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 Α.Α.Δ. 543, έκρινε ότι όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης δεν ενδείκνυται η επιδίκαση εξόδων.
Δεν συμφωνούμε με τον τρόπο που προσέγγισε το θέμα η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής. Στην πιο πάνω υπόθεση στην οποία έκαμε αναφορά, διατάχθηκε η καταβολή εξόδων από την κατηγορούμενη, ενώ της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών χωρίς να δοθεί τουλάχιστον αναστολή στην πληρωμή τους, ενώ διαρκούσε ο εγκλεισμός της στη φυλακή. Το Εφετείο θεώρησε εσφαλμένη την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, τονίζοντας ότι ένας κατηγορούμενος όταν καταδικάζεται σε άμεση φυλάκιση δεν είναι ορθό να επωμίζεται και μέρος των εξόδων της διαδικασίας. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, η πολύ σύντομη φυλάκιση που επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο, τελικά αναστάληκε και ως εκ τούτου δεν υπήρχε λόγος να μην διαταχθεί η πληρωμή όλων των εξόδων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων και των δικηγορικών, εφόσον πρόκειται για ιδιωτική ποινική υπόθεση.
Προτού δώσουμε την τελική μας κατάληξη, να μας επιτραπεί ένα σχόλιο. Όλο και πιο συχνά διαπιστώνουμε ότι για σοβαρά αδικήματα πολίτες αναλαμβάνουν την ιδιωτική δίωξη των ενόχων, ενώ η πολιτεία απουσιάζει, χωρίς να υπάρχει εμφανής εξήγηση. Αδικήματα όπως αυτά που αντιμετωπίζει εδώ ο Εφεσίβλητος είναι πολύ σοβαρά, εφόσον επηρεάζουν την ασφάλεια των συναλλαγών του τόπου και κατά την ταπεινή μας άποψη η πολιτεία θα πρέπει να έχει η ίδια τον έλεγχο της διαδικασίας.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, θεωρούμε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν είναι υπέρμετρα ανεπαρκείς και ως εκ τούτου η έφεση επιτυγχάνει. Οι ποινές αυξάνονται από 30 ημέρες σε 12 μήνες φυλάκισης στις κατηγορίες 8 και 9 και από 20 μέρες σε 9 μήνες φυλάκισης στην κατηγορία 11. Όλες οι ποινές για τους λόγους που εξηγήσαμε, αναστέλλονται για τρία χρόνια από 30.3.2015 που επιβλήθηκε αρχικά ποινή από το πρωτόδικο δικαστήριο. Όλα τα έξοδα της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων και των δικηγορικών εξόδων, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, τα οποία καθορίζουμε στο ποσό των €1.500, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.