ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:B38

(2016) 2 ΑΑΔ 44

27 Ιανουαρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΛΟΪΖΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 194/2015)

 

 

Ποινή ― Επέμβαση με τεχνικά μέσα σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή (Η/Υ) τα οποία δεν εκπέμπονται δημόσια, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 5 του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου του 2004 Ν.22(ΙΙΙ)/2004 ― Έφεση εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 22 μηνών που επιβλήθηκε κατόπιν παραδοχής ― Απόρριψη λόγων έφεσης περί παρείσφρησης σφαλμάτων αρχής.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου, να μην αναστείλει την ποινή φυλάκισης 22 μηνών που του επέβαλε, ύστερα από παραδοχή, για το αδίκημα της επέμβασης με τεχνικά μέσα σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή (Η/Υ) τα οποία δεν εκπέμπονται δημόσια, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 5 του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου του 2004 Ν.22(ΙΙΙ)/2004.

 

Ο εφεσείων προέβαλε ότι στην πρωτόδικη απόφαση είχαν παρεισφρήσει τρία σφάλματα αρχής που δικαιολογούσαν αναστολή της επιβληθείσας ποινής.

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων τοποθέτησε παράνομα μηχανισμούς γνωστούς ως «skimming devices» και μικροκάμερα σε αυτόματη ταμειακή μηχανή (ΑΤΜ) καταστήματος Τράπεζας στον Πρωταρά, με τους οποίους μπορούσε να καταγράψει αριθμούς πιστωτικών καρτών και μυστικούς αριθμούς (PIN) κατά την εκτέλεση συναλλαγών από κατόχους καρτών.

Η αστυνομία, αφού διαπίστωσε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της Τράπεζας ότι ο παράνομος τεχνικός εξοπλισμός στην ΑΤΜ τοποθετήθηκε από τον εφεσείοντα, ενήργησε ώστε να εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης. Ο εφεσείων είχε καταφύγει στις κατεχόμενες περιοχές, κατέληξε στη Βουλγαρία όπου στις 25.4.15, συνελήφθη δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ) και ακολούθως εκδόθηκε στην Κύπρο.

 

Για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων βαρυνόταν με μία προηγούμενη καταδίκη στην οποία του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών για σωρεία (147) κατηγοριών που αφορούσαν αδικήματα κατάρτισης και κυκλοφορίας πλαστής τραπεζικής κάρτας, αφαίρεσης στοιχείων από αρχείο προσωπικού χαρακτήρα και κλοπή. Μάλιστα κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε  υπόψη και άλλη υπόθεση, που αντιμετώπιζε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν έλαβε υπόψη - αφού ούτε η Κατηγορούσα Αρχή ούτε η Υπεράσπιση το ανάφεραν - ότι ο εφεσείων αποφυλακίστηκε στις 28.11.11 κατόπιν Προεδρικού Διατάγματος αναστολής της ποινής που του επιβλήθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση 10572/10, υπό τον όρο ότι δεν θα διέπραττε άλλο αδίκημα για περίοδο 3 ετών από την ημέρα αποφυλακίσεως του.  Με αποτέλεσμα, η ανασταλείσα ποινή των 4 μηνών και 27 ημερών που είχε επωφεληθεί με το Προεδρικό Διάταγμα να ενεργοποιηθεί με την επιβολή της προσβαλλόμενης ποινής.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιλογή του είδους και του ύψους της ποινής υπέπεσε σε τρία σφάλματα αρχής καθότι:

 

α)  χρησιμοποίησε εσφαλμένη καθοδήγηση ή και νομολογία,

 

β)  έκρινε ότι ο εφεσείοντας δεν υπέστη εξωδικαστική τιμωρία που ως παράγοντας είναι σχετικός με το είδος και ύψος της ποινής που θα έπρεπε να του επιβληθεί,

 

γ)  δεν προσμέτρησε την ενεργοποίηση της προεδρικής αναστολής της ποινής φυλάκισης και

 

δ)  ως αποτέλεσμα των πιο πάνω σφαλμάτων, δεν ανέστειλε την ποινή φυλάκισης που επέβαλε.

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η λανθασμένη καθοδήγηση από τη νομολογία για κατάληξη στο μέτρο της ποινής δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου, αλλά στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνοντας αναφορά στην υπόθεση Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 699, δεν υπέπεσε στο καταλογιζόμενο σφάλμα.

 

2.  Η υπόθεση αυτή αφορούσε κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το αδίκημα που διέπραξε ο εφεσείοντας ήταν προπαρασκευαστικό του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστών πιστωτικών καρτών εφόσον και τα δύο αδικήματα πλήττουν το ίδιο έννομο αγαθό εκείνο της ασφάλειας των συναλλαγών.

 

3.  Έπετο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έσφαλε επί του προκειμένου και ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε, τη στιγμή μάλιστα που το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητώς διαχώρισε τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσείοντας από τα αδικήματα στα οποία αφορούσε η αυθεντία που ανέφερε.

 

4.  Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, η ταλαιπωρία που υπέστη ο εφεσείοντας με τον εγκλεισμό του στις τουρκικές φυλακές ήταν το αποτέλεσμα διάπραξης νέων αδικημάτων και συγκεκριμένα της κατάρτισης πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων, τα οποία χρησιμοποίησε για να επιτύχει παράνομη είσοδο στη χώρα αυτή προκειμένου να αποφύγει την ποινική του δίωξη στην Κύπρο.

 

5.  Το στοιχείο της εξωδικαστηριακής τιμωρίας, ως παράγοντα μετριασμού της ποινής, εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ' εαυτή η διάπραξη ενός αδικήματος επιφέρει, άνευ ετέρου, στο δράστη άμεσες και σοβαρές ζημιογόνες συνέπειες.

 

6.  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης εγειρόταν προς εξέταση το συνολικό τιμωρητικό αποτέλεσμα που θα είχε η ποινή για τον εφεσείοντα ως αποτέλεσμα της παράλειψης των δύο παραγόντων της δίκης - της Κατηγορούσας Αρχής και της Υπεράσπισης - να αναφέρουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων έτυχε του ευεργετήματος της αναστολής έκτισης ποινής 4 μηνών και 27 ημερών με προεδρικό Διάταγμα, η οποία ενεργοποιήθηκε με την καταδίκη του σε 22 μήνες φυλάκιση και που οδήγησε σε συνολική έκτιση ποινής φυλάκισης 26 μηνών και 27 ημερών. Ήταν ορθή η σχετική νομική θέση ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το προαναφερθέν στοιχείο ήταν παράγοντας σχετικός με την συνολικότητα της ποινής και στην κατάλληλη περίπτωση το Εφετείο έχει εξουσία να επέμβει.

 

7.  Όμως συνεκτιμώντας ότι η ποινή φυλάκισης ύψους 22 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για ένα πολύ σοβαρό αδίκημα που επιφέρει κατ' ανώτατο όριο ποινής 5 χρόνια φυλάκιση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσείοντας είχε προηγούμενη καταδίκη για συναφή αδικήματα, το συνολικό τιμωρητικό αποτέλεσμα των 26 μηνών και 27 ημερών που επήλθε ως αποτέλεσμα της ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής δεν ήταν υπερβολικό υπό τις περιστάσεις.

 

8.  Με την απόρριψη των καταλογισθέντων στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφαλμάτων αρχής εκθεμελιωνόταν και ο τρίτος λόγος έφεσης. Συνακόλουθα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για αναστολή της ποινής.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 699,

 

Jamas v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 10,

 

Gregoriou a.ο. v. Police (1987) 2 C.L.R. 212,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617,

 

Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 556.

 

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Νικολάου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1809/2015), ημερομηνίας 14/8/2015.

 

Γ. Πολυχρόνης, για Εφεσείοντα.

 

Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος, για Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

Cur. adv. vult.

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου που συνεδριάζει στο Παραλίμνι επέβαλε, μετά από παραδοχή, στον εφεσείοντα άμεση ποινή φυλάκισης 22 μηνών για το αδίκημα της επέμβασης με τεχνικά μέσα σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή (Η/Υ) τα οποία δεν εκπέμπονται δημόσια, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 5 του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου του 2004 (Ν.22(ΙΙΙ)/2004, στο εξής ο Νόμος).

 

Ο εφεσείων θεωρεί ότι στην πρωτόδικη απόφαση έχουν παρεισφρήσει τρία σφάλματα αρχής που δικαιολογούν αναστολή της επιβληθείσας ποινής, τα οποία θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση. Έχουν ως ακολούθως:-

 

Kατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων τοποθέτησε παράνομα μηχανισμούς γνωστούς ως «skimming devices» και μικροκάμερα σε αυτόματη ταμειακή μηχανή (ΑΤΜ) καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στον Πρωταρά, με τους οποίους μπορούσε να καταγράψει αριθμούς πιστωτικών καρτών και μυστικούς αριθμούς (PIN) κατά την εκτέλεση συναλλαγών από κατόχους καρτών.

 

Η επέμβαση στην προαναφερθείσα ΑΤΜ περιήλθε σε γνώση της αστυνομίας, άνδρες της οποίας έθεσαν το μέρος υπό διακριτική παρακολούθηση στις 21.6.2013. Με αποτέλεσμα, στις 9.40 μ.μ., να αντιληφθούν τον εφεσείοντα να επισκέπτεται την ΑΤΜ, οι κινήσεις του οποίου ενέβαλαν τους καιροφυλακτούντες αστυνομικούς σε υποψίες και για το λόγο αυτό, κατά την αποχώρηση του, τον ανέκοψαν και τον ρώτησαν για το σκοπό της εκεί παρουσίας του. Απάντησε ότι πήγε για ανάληψη και συγκατατέθηκε να υποβληθεί σε σωματική έρευνα, υπό την προϋπόθεση να μη γίνει σε δημόσιο μέρος. Στη συνέχεια όμως διέλαθε της προσοχής των αστυνομικών και τράπηκε σε φυγή, κατορθώνοντας τελικά να διαφύγει της καταδίωξης.

 

Η αστυνομία, αφού διαπίστωσε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της Τράπεζας ότι ο παράνομος τεχνικός εξοπλισμός στην ΑΤΜ τοποθετήθηκε από τον εφεσείοντα, ενήργησε ώστε να εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης. Ο εφεσείων όμως είχε καταφύγει στις κατεχόμενες περιοχές και στη συνέχεια στην Τουρκία με πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα, όπου και συνελήφθη για παράνομη είσοδο στη χώρα αυτή και κρατήθηκε στις τουρκικές φυλακές από 17.3.14 μέχρι 9.4.15. Ακολούθως, μέσω Ελλάδας, κατέληξε στη Βουλγαρία όπου, στις 25.4.15, συνελήφθη δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ) και ακολούθως εκδόθηκε στην Κύπρο.

 

Με την έκδοση του στην Κύπρο, ο εφεσείων, κατηγορήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όπως έχει αναφερθεί παραδέχθηκε ενοχή και του επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη ποινή, η οποία διατάχθηκε να αρχίσει από 25.4.15 που συνελήφθη στη Βουλγαρία.

 

Για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων βαρυνόταν με μία προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση 10572/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην οποία του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών για σωρεία (147) κατηγοριών που αφορούσαν αδικήματα κατάρτισης και κυκλοφορίας πλαστής τραπεζικής κάρτας, αφαίρεσης στοιχείων από αρχείο προσωπικού χαρακτήρα και κλοπή. Μάλιστα κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε  υπόψη και άλλη υπόθεση, η υπ' αρ. 15786/10, που αντιμετώπιζε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν έλαβε υπόψη  - αφού ούτε η Κατηγορούσα Αρχή ούτε η Υπεράσπιση το ανάφεραν - ότι ο εφεσείων αποφυλακίστηκε στις 28.11.11 κατόπιν Προεδρικού Διατάγματος αναστολής της ποινής που του επιβλήθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση 10572/10, υπό τον όρο ότι δεν θα διέπραττε άλλο αδίκημα για περίοδο 3 ετών από την ημέρα αποφυλακίσεως του. Με αποτέλεσμα η ανασταλείσα ποινή των 4 μηνών και 27 ημερών που επωφελήθηκε με το Προεδρικό Διάταγμα να ενεργοποιηθεί με την επιβολή της προσβαλλόμενης ποινής.

 

Είναι ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιλογή του είδους και του ύψους της ποινής υπέπεσε σε τρία σφάλματα αρχής καθότι (α) χρησιμοποίησε εσφαλμένη καθοδήγηση ή και νομολογία (1ος λόγος έφεσης), (β) έκρινε  ότι ο εφεσείοντας δεν υπέστη εξωδικαστική τιμωρία που ως παράγοντας είναι σχετικός με το είδος και ύψος της ποινής που θα έπρεπε να του επιβληθεί (2ος λόγος έφεσης), (γ) δεν προσμέτρησε την ενεργοποίηση της προεδρικής αναστολής της ποινής φυλάκισης (4ος λόγος έφεσης) και (δ) ως αποτέλεσμα των πιο πάνω σφαλμάτων, δεν ανέστειλε την ποινή φυλάκισης που επέβαλε (3ος λόγος έφεσης).

Στο επίκεντρο του 1ου λόγου έφεσης βρίσκεται η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 699, η οποία αφορούσε τη διάπραξη του αδικήματος της πλαστογραφίας του Άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και για το οποίο η προβλεπόμενη κατ' ανώτατο όριο ποινή είναι η 14ετής φυλάκιση, ενώ η αντίστοιχη του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσείοντας είναι η 5ετής φυλάκιση.

 

Η άντληση καθοδήγησης από την εν λόγω απόφαση, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, συνιστά σφάλμα αρχής εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε εσφαλμένη καθοδήγηση και ή νομολογία κατά την επιβολή της ποινής, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρής διαφοράς στο ανώτατο όριο ποινής του αδικήματος της Rares (ανωτέρω) από το αδίκημα που διέπραξε ο εφεσείοντας. Παρέπεμψε συναφώς στην Jamas v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 10.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, δεν περιέπεσε στο σφάλμα που του καταλογίζει ο εφεσείοντας εφόσον στην απόφαση του σαφώς κάμνει αναφορά ότι η σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσείοντας αντανακλάται από το ανώτατο όριο ποινής των 5 χρόνων φυλάκισης που προβλέπει ο Νόμος.

 

Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Όπως λέχθηκε και στη Jamas (ανωτέρω) η λανθασμένη καθοδήγηση από τη νομολογία για κατάληξη στο μέτρο της ποινής δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου, αλλά στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνοντας αναφορά στη Rares (ανωτέρω) δεν υπέπεσε στο καταλογιζόμενο σφάλμα. Η υπόθεση αυτή αφορούσε κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το αδίκημα που διέπραξε ο εφεσείοντας ήταν προπαρασκευαστικό του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστών πιστωτικών καρτών εφόσον και τα δύο αδικήματα πλήττουν το ίδιο έννομο αγαθό:- Αυτό της ασφάλειας των συναλλαγών, που όπως τονίστηκε στην Rares «. οι  πιστωτικές κάρτες έχουν καταστεί το κατ' εξοχήν μέσο συναλλαγής στη σύγχρονη κοινωνία, ώστε η ασφάλεια των συναλλαγών με αυτές να καθίσταται πρωταρχική ανάγκη για διασφάλιση της νομιμότητας των εμπορικών ηθών». Έπεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έσφαλε επί του προκειμένου και ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, τη στιγμή μάλιστα που το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητώς διαχώρισε τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσείοντας από τα αδικήματα της αυθεντίας που ανέφερε, τονίζοντας ότι για το πρώτο αδίκημα ο Νόμος προνοεί ως ανώτατο όριο ποινής τα 5 χρόνια φυλάκισης και για τα αδικήματα της αυθεντίας, που ανάφερε, 14 χρόνια φυλάκισης.

 

O δεύτερος λόγος έφεσης έχει ως πραγματικό υπόβαθρο την ταλαιπωρία που υπέστη ο εφεσείων με τον εγκλεισμό του στις τουρκικές φυλακές, η οποία σύμφωνα με το συνήγορο του αποτελεί αναγνωρισμένο από τη νομολογία (Gregoriou a.ο. v. Police (1987) 2 C.L.R. 212, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 Α.Α.Δ. 355 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617) παράγοντα εξωδικαστικής τιμωρίας, τον οποίο λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη.

 

Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση του συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της θέσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η ταλαιπωρία που υπέστη ο εφεσείοντας με τον εγκλεισμό του στις τουρκικές φυλακές «. ήταν αποτέλεσμα των κακών και παρανόμων επιλογών του . οι οποίες αποβλέπουν αποκλειστικά σε προσπάθεια του να αποφύγει τις ποινικές του ευθύνες στην Κύπρο» και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να έχουν «.  θετικό αποτέλεσμα από ό,τι η τιμωρία του για τα προηγούμενα αδικήματα που διέπραξε».

 

Εξετάσαμε το παράπονο του εφεσείοντα επί του θέματος και καταλήξαμε ότι η νομολογία την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του - κυρίως η Gregoriou (ανωτέρω) - δεν εφαρμόζεται στα περιστατικά της υπόθεσης. Στην εν λόγω υπόθεση οι τρεις νεαροί εφεσείοντες είχαν απαγάγει δεσμοφύλακα των κεντρικών φυλακών και αφού τον κλείδωσαν σε μπάνιο δραπέτευσαν. Έπεσαν όμως στα χέρια των παρακείμενων τουρκικών δυνάμεων κατοχής και κατά τη διάρκεια της κράτησης τους για μερικούς μήνες κακοποιήθηκαν βάναυσα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη σε άσχημη κατάσταση στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και αφού επανασυνελήφθηκαν καταδικάστηκαν για τα αδικήματα της απόδρασης και της απαγωγής δεσμοφύλακα σε 18 μήνες φυλάκιση, την οποία θα εξέτειναν μετά την εκπνοή του υπολοίπου της ποινής που είχε παραμείνει πριν την απόδρασή τους.  Στη βάση αυτών των ιδιαζόντων περιστατικών το Εφετείο ακύρωσε την ποινή που επιβλήθηκε στους τρεις νεαρούς για τα αδικήματα της απαγωγής και της απόδρασης, στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

        «We are of the opinion that it was wrong in principle to impose on these three young appellants sentences of imprisonment to be served after the expiry of the sentences which they were serving at the time, because no matter how serious were the offences which they committed they were punished much more severely than it could ever be envisaged by the Criminal Code due to the inhuman and degrading manner in which they were treated by their captors in the Turkish occupied area of Cyprus.

 

We have, therefore, decided in this really unprecedented case to take the exceptional course of setting aside the sentences passed on the appellants, so that they will be released after they will complete their prison sentences which they were serving at the time when they were sentenced by the trial Court.»

 

Τα περιστατικά όμως της παρούσας υπόθεσης είναι εντελώς διαφορετικά από τα περιστατικά της Gregoriou. Στην παρούσα η ταλαιπωρία που υπέστη ο εφεσείοντας με τον εγκλεισμό του στις τουρκικές φυλακές ήταν το αποτέλεσμα διάπραξης νέων αδικημάτων και συγκεκριμένα της κατάρτισης πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων, τα οποία χρησιμοποίησε για να επιτύχει παράνομη είσοδο στη χώρα αυτή προκειμένου να αποφύγει την ποινική του δίωξη στην Κύπρο. Τα περιστατικά επομένως της παρούσας είναι ουσιωδώς ανόμοια με τα ιδιάζοντα περιστατικά της Gregoriou και καταλήγοντας διατυπώνουμε την άποψη ότι το στοιχείο της εξωδικαστηριακής τιμωρίας, ως παράγοντα μετριασμού της ποινής, εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ' εαυτή η διάπραξη ενός αδικήματος επιφέρει, άνευ ετέρου, στο δράστη άμεσες και σοβαρές ζημιογόνες συνέπειες.

 

Ενόψει των πιο πάνω ούτε ο 2ος λόγος έφεσης ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης εγείρει προς εξέταση το συνολικό τιμωρητικό αποτέλεσμα που θα έχει η ποινή για τον εφεσείοντα ως αποτέλεσμα της παράλειψης των δύο παραγόντων της δίκης - της Κατηγορούσας Αρχής και της Υπεράσπισης - να αναφέρουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων έτυχε του ευεργετήματος της αναστολής έκτισης ποινής 4 μηνών και 27 ημερών με προεδρικό Διάταγμα, η οποία ενεργοποιήθηκε με την καταδίκη του σε 22 μήνες φυλάκιση και που οδήγησε σε συνολική έκτιση ποινής φυλάκισης 26 μηνών και 27 ημερών.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία που επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα, αλλά και με την Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 556, τόσο η Υπεράσπιση όσο και η Κατηγορούσα Αρχή - κυρίως η Κατηγορούσα Αρχή - έχουν καθήκον να αναφέρουν στο εκδικάζον Δικαστήριο τα γεγονότα που σχετίζονται με την ανασταλείσα ποινή για να ληφθούν υπόψη κατά την επιβολή της νέας ποινής, ώστε το σύνολο επιβληθείσας και ενεργοποιηθείσας ποινής να μην είναι υπερβολικό. Στην παρούσα περίπτωση το στοιχείο αυτό δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά το συνήγορο του εφεσείοντα αυτό, ως παράγοντας σχετικός με τη συνολικότητα της ποινής, δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου.

 

Δεν διαφωνούμε με τη νομική θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι σύμφωνα με τη νομολογία το προαναφερθέν στοιχείο ήταν παράγοντας σχετικός με την συνολικότητα της ποινής και στην κατάλληλη περίπτωση το Εφετείο έχει εξουσία να επέμβει. Όμως συνεκτιμώντας ότι η ποινή φυλάκισης  ύψους 22 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για ένα πολύ σοβαρό αδίκημα που επιφέρει κατ' ανώτατο όριο ποινής 5 χρόνια φυλάκιση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσείοντας είχε προηγούμενη καταδίκη για συναφή αδικήματα, καταλήξαμε ότι το συνολικό τιμωρητικό αποτέλεσμα των 26 μηνών και 27 ημερών που επήλθε ως αποτέλεσμα της ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής δεν είναι υπερβολικό υπό τις περιστάσεις και ως εκ τούτου απορρίπτεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά την αναστολή της επιβληθείσας ποινής, έχει προωθηθεί με υπόβαθρο τη θέση ότι ενόψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε στα τρία προαναφερθέντα σφάλματα αρχής, η ποινή θα πρέπει να ανασταλεί. Πρόκειται, όπως γίνεται αντιληπτό, για παράπονο που με την απόρριψη των καταλογισθέντων στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφαλμάτων αρχής έχει εκθεμελιωθεί και ως εκ τούτου θεωρούμε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για αναστολή της ποινής.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση, ορθή από κάθε άποψη, επικυρώνεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο