ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B29
(2016) 2 ΑΑΔ 23
25 Ιανουαρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΟΥΖΕ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 37/2014)
Οδοί και Οικοδομές ― Κατοχή και χρήση, οικοδομής, χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την Αρμόδια Αρχή ― Κατά πόσον μπορεί να στοιχειοθετηθεί αδίκημα του Άρθρου 10(1) του Κεφ. 96 σε σχέση με οικοδομή, η οποία έχει ανεγερθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Κεφ. 96 ― Η νομολογία.
Ο εφεσείων, αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα της καταδίκης του από Επαρχιακό Δικαστήριο σε δύο κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα κατοχής και χρήσης, οικοδομής, χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την Αρμόδια Αρχή με βάση το Άρθρο 10(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο εφεσείων κατέχει και χρησιμοποιεί συγκεκριμένη οικοδομή, η οποία περιγράφηκε ως κτηνοτροφικά υποστατικά από ευτελή υλικά, που βρίσκεται σε οικιστική περιοχή, εντός ακινήτου.
Με τη συμπλήρωση της ακρόασης της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα υποστατικά που κατέχει και χρησιμοποιεί ο εφεσείων αποτελούν «οικοδομές» εντός της εννοίας του Άρθρου 2 του Κεφ. 96 και προέβη μεταξύ άλλων σε εύρημα η υπό αναφορά οικοδομή κατασκευάστηκε μετά το 1946.
Αφού ικανοποιήθηκε ότι είχαν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα και στις δύο κατηγορίες.
Συνακόλουθα, του επέβαλε ποινή προστίμου και, επίσης, τον διέταξε να προβεί στην κατεδάφιση της παράνομης οικοδομής.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του στις εν λόγω δύο κατηγορίες. Ως μοναδικό δε λόγο έφεσης προέβαλε τη θέση ότι η κατηγορούσα αρχή δεν είχε αποδείξει ότι η υπό αναφορά οικοδομή κατασκευάστηκε μετά το 1946, που είναι το έτος κατά το οποίο το Κεφ. 96 τέθηκε σε ισχύ.
Υποστηρίχθηκε με τη σχετική επιχειρηματολογία στην έφεση ότι δεν είχε προσκομιστεί μαρτυρία κατά την πρωτόδικη διαδικασία, από την οποία να αποδεικνύεται το προαναφερθέν στοιχείο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο πιο πάνω συμπέρασμα, σε σχέση με το εν λόγω γεγονός, αφού συνεκτίμησε τη μαρτυρία που είχε προσκομίσει η κατηγορούσα αρχή, υπό μορφή, κυρίως, φωτογραφικού υλικού, από το οποίο φαίνονταν τα υποστατικά.
2. Το σημαντικό, όμως ήταν το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρωτόδικη κρίση δεν είχε αμφισβητηθεί με σχετικό λόγο έφεσης. Επομένως, παρέμενε αδιαμφισβήτητο το εύρημά του, στη βάση αυτή, ότι η οικοδομή ανεγέρθηκε μετά το 1946, διαπίστωση η οποία έκρινε και το αποτέλεσμα της έφεσης.
3. O χρόνος ανέγερσης μιας οικοδομής δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο των αδικημάτων του Άρθρου 10(1) του Κεφ. 96. Ήταν όμως, επίσης, ορθό να αναφερθεί ότι ο υπό εξέταση λόγος έφεσης, προφανώς, δεν είχε εγερθεί αναίτια.
4. Στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Επάρχου Λεμεσού (1997) 2 Α.Α.Δ. 152, αποφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί αδίκημα δυνάμει του εν λόγω άρθρου, σε σχέση με οικοδομή, η οποία, όπως διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, είχε ανεγερθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Κεφ. 96.
5. Υπό το φως, όμως, της κατάληξης, σε σχέση με το μη εφεσιβληθέν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την περίοδο εντός της οποίας ανεγέρθηκε η υπό αναφορά οικοδομή, δηλαδή μετά την 1.9.1946, ημερομηνία κατά την οποία το Κεφ. 96 τέθηκε σε ισχύ, η σχετική εξέταση παρείλκε.
Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παναγιώτου ν. Eπάρχου Λεμεσού (1997) 2 Α.Α.Δ. 152,
Έπαρχος Πάφου ν. Ηλιάδη κ.ά. (2005) 2 Α.Α.Δ. 231.
Έφεση κατά Απόφασης.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Μηλιώτου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1846/2010), ημερομηνίας 7/1/2014.
Π. Χατζηπαναγιώτου, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Νεοφύτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, Χαράλαμπος Μουζέ, προσβάλλει, ως λανθασμένη κατά νόμο, την καταδίκη του στις δύο κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπισε πρωτοδίκως στην ποινική υπόθεση αρ. 1846/2010, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Αυτές αφορούσαν τα αδικήματα της κατοχής και της χρήσης, αντίστοιχα, οικοδομής, χωρίς «πιστοποιητικό έγκρισης από την Αρμόδια Αρχή». Εδράζονταν δε και οι δύο στο Άρθρο 10(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, το οποίο, με τις πρόνοιές του, καθιστά παράνομες τις προαναφερθείσες αντίστοιχες δραστηριότητες.
Οι λεπτομέρειες σε σχέση με τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων είναι ακριβώς οι ίδιες και για τις δύο κατηγορίες. Σύμφωνα δε με αυτές, όπως καταγράφεται στο κατηγορητήριο, ο εφεσείων κατέχει και χρησιμοποιεί συγκεκριμένη οικοδομή, η οποία περιγράφεται ως «κτηνοτροφικά υποστατικά από ευτελή υλικά», η οποία βρίσκεται «σε οικιστική περιοχή, εντός του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 80, Φ/Σχ. 50/36 χωρίο, στο χωρίο Κιβισίλι της επαρχίας Λάρνακος». Με τη συμπλήρωση της ακρόασης της υπόθεσης, η εκδικάσασα Δικαστής, αφού ικανοποιήθηκε ότι είχαν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα και στις δύο κατηγορίες. Συνακόλουθα, του επέβαλε ποινή προστίμου και, επίσης, τον διέταξε να προβεί στην κατεδάφιση της διαπιστωθείσας, ως άνω, παράνομης οικοδομής. Τα υποστατικά, τα οποία αυτή περιλαμβάνει, αναφέρονται λεπτομερώς στην πρωτόδικη απόφαση που αφορά στην ποινή, η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν έχει εφεσιβληθεί, ως προς οποιαδήποτε πτυχή της.
Ο εφεσείων προσβάλλει μόνο την καταδίκη του στις εν λόγω δύο κατηγορίες. Ως μοναδικό δε λόγο έφεσης προβάλλει τη θέση ότι η κατηγορούσα αρχή δεν έχει αποδείξει ότι η υπό αναφορά οικοδομή κατασκευάστηκε μετά το 1946, που είναι το έτος κατά το οποίο το Κεφ. 96 τέθηκε σε ισχύ. Αφορμή για τον πιο πάνω λόγο έφεσης αποτέλεσε, προφανώς, παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την πιο πάνω πτυχή. Συγκεκριμένα, αυτό, αφού διαπίστωσε ότι τα υποστατικά που κατέχει και χρησιμοποιεί ο εφεσείων αποτελούν «οικοδομές» εντός της εννοίας του Άρθρου 2 του Κεφ. 96, συνέχισε, παρατηρώντας, στη σελίδα 25 του κειμένου της αιτιολογημένης απόφασής του, τα εξής:-
«Περαιτέρω, εφόσον ανεγέρθηκαν μετά το 1946, αυτές εμπίπτουν στην κατηγορία των οικοδομών, για τις οποίες απαιτείται άδεια οικοδομής και κατ' επέκταση πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή, καθότι πρόκειται για οικοδομές που ανεγέρθηκαν μετά την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ το Κεφ. 96, ήτοι την 1/9/1946.»
Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο συνήγορος, ο οποίος χειρίστηκε, εκ μέρους του εφεσείοντος, πρώτη φορά την υπόθεση αυτή, λαμβάνοντας ως αφορμή την πιο πάνω παρατήρηση του Δικαστηρίου, εισηγήθηκε ότι δεν είχε προσκομιστεί μαρτυρία κατά την πρωτόδικη διαδικασία, από την οποία να αποδεικνύεται το προαναφερθέν στοιχείο. Σε απάντηση, η συνήγορος της εφεσίβλητης παρέπεμψε σε συγκεκριμένο εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, το οποίο, αφού εξέτασε ό,τι θεωρούσε ως σχετική επί του θέματος μαρτυρία, κατέληξε, σε σχέση με τα υπό αναφορά υποστατικά, πως «δεν χωρεί αμφιβολίας ότι αυτά ανεγέρθηκαν πολύ μεταγενέστερα του έτους 1946».
Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο πιο πάνω συμπέρασμα, σε σχέση με το εν λόγω γεγονός, αφού συνεκτίμησε τη μαρτυρία που είχε προσκομίσει η κατηγορούσα αρχή, υπό μορφή, κυρίως, φωτογραφικού υλικού, από το οποίο φαίνονται τα υποστατικά που συναποτελούν την υπό αναφορά οικοδομή και τα υλικά από τα οποία αυτή είναι κατασκευασμένη· πρόκειται, όντως, για ευτελή υλικά. Το σημαντικό, όμως, ως προς την πτυχή αυτή, είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου δεν έχει αμφισβητηθεί με σχετικό λόγο έφεσης. Επομένως, παραμένει αδιαμφισβήτητο το εύρημά του, στη βάση αυτή, ότι η οικοδομή ανεγέρθηκε μετά το 1946, διαπίστωση η οποία κρίνει και το αποτέλεσμα της έφεσης.
Υπό τις περιστάσεις, όμως, της παρούσας υπόθεσης, κρίνεται ορθό να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις και ως προς την ουσία του προβαλλόμενου λόγου έφεσης. Κατ' αρχάς, λοιπόν, να σημειωθεί πως ο χρόνος ανέγερσης μιας οικοδομής δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο των αδικημάτων του Άρθρου 10(1) του Κεφ. 96, το οποίο, συγκεκριμένα, προβλέπει τα εξής:-
«10. - (1) Ουδέν πρόσωπο κατέχει ή χρησιμοποιεί ή ενεργεί, ώστε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να κατέχει ή να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή ή τμήμα οικοδομής, μέχρις ότου εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή σε σχέση με την εν λόγω οικοδομή ή τμήματος αυτής, ανεξάρτητα αν χορηγήθηκε άδεια για την οικοδομή ή τμήμα της, με βάση το Άρθρο 3 του παρόντος Νόμου.»
Επιβεβαίωση για τη διαπίστωση, ανωτέρω, προσφέρει σχετική παρατήρηση στην υπόθεση Έπαρχος Πάφου ν. Ηλιάδη κ.ά. (2005) 2 Α.Α.Δ. 231, στη σελίδα 235, ότι, εκεί, τα υποστατικά που βρίσκονταν σε συγκεκριμένο τεμάχιο γης ήταν παράνομα, «αφού δεν είχε εκδοθεί γι' αυτά πιστοποιητικό εγκρίσεως».
Είναι, όμως, επίσης, ορθό να αναφερθεί ότι ο υπό εξέταση λόγος έφεσης, προφανώς, δεν έχει εγερθεί αναίτια, πέραν και της σχετικής παρατήρησης, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Επάρχου Λεμεσού (1997) 2 Α.Α.Δ. 152, είχε, ουσιαστικά, κριθεί ότι το άρθρο 10(1) εφαρμόζεται στην περίπτωση που υπάρχει αναγκαιότητα για εξασφάλιση άδειας οικοδομής, δυνάμει του Κεφ. 96. Επομένως, στην περίπτωση εκείνη, αποφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί αδίκημα δυνάμει του εν λόγω άρθρου, σε σχέση με οικοδομή, η οποία, όπως διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, είχε ανεγερθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Κεφ. 96.
Υπό το φως, όμως, της κατάληξης, ανωτέρω, σε σχέση με το εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με την περίοδο εντός της οποίας ανεγέρθηκε η υπό αναφορά οικοδομή, δηλαδή μετά την 1.9.1946, ημερομηνία κατά την οποία το Κεφ. 96 τέθηκε σε ισχύ, η συζήτηση η οποία έχει μόλις προηγηθεί είναι, εκ των πραγμάτων, περιττή.
Η έφεση, λοιπόν, για το λόγο που αναφέρεται πιο πάνω, απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.