ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B529
(2016) 2 ΑΑΔ 1147
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 182/2015)
18 Νοεμβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
Μεταξύ:
MAΡΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ
Εφεσείοντα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________________
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα
Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για την Εφεσίβλητη
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο Κατηγορούμενος-Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τρεις κατηγορίες για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2, 10, 12, 16, 17, 22 και 23 του περί της Καταπολέμησης και Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007 (Ν.87(1)/2007) (κατηγορίες 1, 4 και 10) και, συγκεκριμένα, ότι, σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, σε άγνωστες ημερομηνίες κατά το έτη 2009 - 2010, στο Μάμμαρι, εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά παιδί (κορίτσι), αφού, λόγω κατάχρησης θέσης φύλαξης προσώπου, προέβαινε σε σεξουαλική δραστηριότητα εις βάρος της. Συγκεκριμένα, στις κατηγορίες αναφερόταν ότι, ο Εφεσείων κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο της ανήλικης και την χαϊδευε και τη φιλούσε στα γεννητικά της όργανα και σε διάφορα άλλα σημεία του σώματός της. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, η ανήλικη ΕΠ ήταν ηλικίας 11 ετών και 3 μηνών.
Ο Εφεσείων αντιμετώπισε, επίσης, τρεις άλλες κατηγορίες για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, κατά παράβαση των άρθρων 151 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε (κατηγορίες 2, 5 και 11) και ειδικότερα ότι, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον της ΕΠ, ηλικίας 11 ετών και 3 μηνών κατά τον ουσιώδη χρόνο. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν, ουσιαστικά, στα ίδια γεγονότα.
Αντιμετώπισε, ακόμα, δύο κατηγορίες για το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση των άρθρων 91(γ) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και ειδικότερα ότι, με σκοπό να υποκινήσει την προαναφερόμενη ΕΠ να παραλείψει πράξη, την οποία είχε νομικό δικαίωμα να διενεργήσει, δηλαδή να διαμαρτυρηθεί, την απείλησε με βλάβη στο πρόσωπό της, λέγοντάς της ότι θα της κάνει κακό (κατηγορίες 3 και 6).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε οκτώ Μάρτυρες Κατηγορίας και εξέδωσε απόφαση. Έκρινε ότι, αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου-Εφεσείοντα, σ΄όλες τις προαναφερόμενες κατηγορίες. Στη συνέχεια, αφού επεξηγήθηκαν τα δικαιώματά του στον Εφεσείοντα, αυτός επέλεξε να δώσει ανώμοτη κατάθεση, η οποία, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αναπαραγωγή της αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, προς υποστήριξη της εισήγησης του για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής σε μεγάλη έκταση και λεπτομέρεια. Αξιολόγησε, επίσης, τη μαρτυρία (ανώμοτη δήλωση) του Κατηγορούμενου-Εφεσείοντα, έλαβε υπόψιν του τη θεληματική του κατάθεση στην Αστυνομία, η οποία έγινε δεκτή μετά από δίκη εντός δίκης, εξέτασε το κατά πόσον υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία, , εξέτασε την υποβολή για πολλαπλότητα του Κατηγορητηρίου, προέβη σε ευρήματα, και, τελικά, καταδίκασε τον Κατηγορούμενο-Εφεσείοντα στις προαναφερόμενες οκτώ Κατηγορίες.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με 21 λόγους έφεσης, ενώ ο 22ος λόγος έφεσης, που αφορούσε την ποινή, απεσύρθη. Οι λόγοι έφεσης 1-7, 9, 10, 12, 16-21 αφορούν σε ζητήματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας και, κατ΄ισχυρισμόν, λανθασμένης προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα θέματα αυτά. Ο λόγος έφεσης 8 αφορά στην, κατ΄ισχυρισμόν, λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη νοημοσύνη ή ευφυία της ανήλικης παραπονούμενης. Ο λόγος έφεσης 11 αφορά στην ομολογία του Κατηγορούμενου-Εφεσείοντα στην Αστυνομία, η οποία, κατά τον Εφεσείοντα, δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή λόγω παράβασης των δικαστικών κανόνων. Ο λόγος έφεσης 13 αφορά σε μη αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και σε έλλειψη τέτοιας μαρτυρίας σε σχέση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Ο λόγος έφεσης 14 αφορά, και πάλι, στο θέμα της αντίληψης και ευφυίας της παραπονούμενης και ο λόγος έφεσης 15 αφορά στην, κατ΄ισχυρισμόν, καθοδήγηση της παραπονούμενης από την ανακρίτρια Εύη Νικολάου.
Οι λόγοι έφεσης που αφορούν στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των Μαρτύρων Κατηγορίας και στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σχετίζονται, ιδιαίτερα, με τις αντιφάσεις στις οποίες, κατ΄ισχυρισμόν, υπέπεσε η παραπονούμενη, σε κατ΄ισχυρισμόν, πανομοιότυπες καταθέσεις των Μαρτύρων Κατηγορίας-Αστυνομικών Ορφανού και Χατζηγιακουμή, στην αντιφατικότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης σε σύγκριση με εκείνη του αδελφού της και σε, κατ΄ισχυρισμόν, εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας της κλινικής ψυχολόγου ΜΚ5. Οι λόγοι έφεσης 19 και 20 αφορούν σε, κατ΄ισχυρισμόν, παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να σχολιάσει μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία, ο Εφεσείων είχε προβεί και σε άσεμνες προτάσεις προς τη μητέρα της παραπονούμενης, αλλά και μαρτυρία ότι οι γονείς της παραπονούμενης απέστειλαν επιστολή στον Εφεσείοντα, μέσω δικηγόρου, ζητώντας του αποζημιώσεις ύψους €500.000.
Εξετάσαμε, με πολλή προσοχή, όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, την πρωτόδικη απόφαση, η οποία καλύπτει 57 σελίδες, τους λόγους έφεσης, τη μαρτυρία και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Ουσιαστικά, η θέση του Εφεσείοντα είναι ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, και κατέληξε, κατ΄επέκταση, σε εσφαλμένα ευρήματα. Οι αντιφάσεις στη μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης, αλλά και του αδελφού της και των γονέων της, σε συνδυασμό με την επιστολή που οι γονείς της, μέσω δικηγόρου, απέστειλαν στον Εφεσείοντα και του ζητούσαν αποζημιώσεις, οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, ότι η υπόθεση ήταν κατασκευασμένη με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση του Εφεσείοντα. Υπό τις περιστάσεις, εισηγήθηκε ο κ. Αγγελίδης, η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής θα έπρεπε να είχε απορριφθεί ως αναξιόπιστη. Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και σε σημαντικά νομικά σημεία, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα. Δεν αναζήτησε και δεν βρήκε ενισχυτική μαρτυρία, όπως θα έπρεπε, και εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα. Η, κατ΄ιχυρισμόν, ομολογία του Εφεσείοντα, η οποία δόθηκε την 21/2/2011, δεν θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, καθότι δεν δόθηκε στον Εφεσείοντα η αναγκαία προειδοποίηση, σύμφωνα με τους δικαστικούς κανόνες.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση είναι εμπεριστατωμένη και δεόντως αιτιολογημένη. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ορθά αξιολόγησε την ενώπιον της μαρτυρία, χωρίς να παραγνωρίσει οτιδήποτε το ιδιαίτερα σημαντικό, και ορθά κατέληξε σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα. Καθοδηγήθηκε από ορθές νομικές αρχές και αυθεντίες και εφάρμοσε τον Νόμο επί των γεγονότων, καταλήγοντας σε ορθά και δίκαια συμπεράσματα. Κάποιες παραλείψεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου να σχολιάσει όλες τις λεπτομέρειες της μαρτυρίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι καθιστούν την πρωτόδικη απόφαση νομικά μεμπτή ή υποκείμενη σε ανατροπή.
Συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, ειδικά, στη μαρτυρία του Λοχία Ορφανού και του Αστυφύλακα Χατζηγιακουμή, ΜΚ1 και ΜΚ2, των οποίων τη μαρτυρία δέχθηκε ως αξιόπιστη. Ο Λοχίας Ορφανός ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι, στην αρχή ο Κατηγορούμενος-Εφεσείων αρνήθηκε κάθε ανάμειξη στην υπόθεση, ακολούθως, όμως, προέβηκε σε κάποια παραδοχή, του επεστήθη η προσοχή στον Νόμο, και προέβη σε θεληματική κατάθεση, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο 9 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο ΜΚ2 ήταν το πρόσωπο που έλαβε την κατάθεση του Κατηγορούμενου, αφού προηγουμένως έλαβε το γραπτό παράπονο-καταγγελία από τους γονείς της παραπονούμενης. Ρητώς αρνήθηκε τις υποβολές της Υπεράσπισης ότι, δεν σταμάτησε τον Κατηγορούμενο μόλις άρχισε να προβαίνει σε παραδοχή, για να του επιστήσει την προσοχή του στο Νόμο. Η μαρτυρία του ΜΚ2 επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του τεκμηρίου 9, το οποίο ο Κατηγορούμενος-Εφεσείων υπέγραψε. Αναγράφεται σ΄αυτό ότι, ο Εφεσείων προβαίνει στην κατάθεση με την ελεύθερη θέληση του, αφού πληροφορήθηκε ότι δεν είναι υπόχρεος να πει οτιδήποτε, εκτός αν θέλει, και ότι, οτιδήποτε πει πιθανόν να δοθεί ως μαρτυρία. Τα κοινά σημεία στις δύο καταθέσεις των ΜΚ1 και ΜΚ2 δεν μπορεί να θεωρηθούν, από μόνα τους, ότι καθιστούν τις δύο καταθέσεις ψευδείς.
Η ΜΚ3, Α/Λοχίας Εύη Νικολάου, ήταν το πρόσωπο που έλαβε την οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονούμενης ΕΠ. Αντεξετάστηκε έντονα σε σχέση με την αντίληψη και τη νοητική ικανότητα της ΕΠ, και είπε ότι αυτή γνώριζε τι είναι η αλήθεια και το ψέμα, ότι ήταν κανονικής νοητικής αντίληψης για την ηλικία της και ότι αναφέρθηκε ολοκάθαρα σε τρία διαφορετικά περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης και εκμετάλλευσης, αλλά είχε κάποια σύγχυση σε σχέση με τις ημερομηνίες και τις μέρες.
Οι ΜΚ4 και ΜΚ6 ήταν ο πατέρας και η μητέρα της ανήλικης, αντίστοιχα. Αναφέρθηκαν στη φιλική σχέση τους με τον Εφεσείοντα και στο ότι έπαιρναν τα ανήλικα παιδιά τους στη φάρμα (μάντρα) του και, στη συνέχεια, τα έφερνε πίσω στο σπίτι ο Εφεσείων, λόγω της εμπιστοσύνης και της σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Ο γιός τους, ο ΜΚ7, ΑΠ, δώδεκα ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, τους ανέφερε ότι, σε μια επίσκεψή τους στη φάρμα του Εφεσείοντα, και ενώ η αδελφή του ήταν κάπου με τον Εφεσείοντα, αυτή επέστρεψε κλαίγοντας. Όταν τη ρώτησε γιατί έκλαιγε, ο Εφεσείων απάντησε ότι της επιτέθηκε ένα ζώο και φοβήθηκε. Από τότε, η αδελφή του έγινε αντιδραστική και μη συνεργάσιμη. Αντεξετάστηκε ο ΜΚ4 αναφορικά με, κατ΄ισχυρισμόν, άσεμνη πρόταση που έγινε από τον Εφεσείοντα στη γυναίκα του (ΜΚ6), πριν από τον ουσιώδη χρόνο. Επρόκειτο για «φλερτ», για το οποίο ο Εφεσείων του ζήτησε συγνώμη, είπε, και ο ΜΚ4 θεώρησε ότι το θέμα έληξε. Αντεξεταζόμενος αναφορικά με, κατ΄ισχυρισμόν, οικονομική εκμετάλλευση του Εφεσείοντα εξαιτίας των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, αυτός απάντησε ότι, όσο φτωχός και αν είναι, ποτέ δεν θα εκμεταλλευτεί το παιδί του. Η ΜΚ6, μητέρα της Κατηγορούμενης, αναφέρθηκε, επίσης, σε άσεμνες προτάσεις - κινήσεις του Εφεσείοντα προς την ίδια, τις οποίες κατάγγειλε στον σύζυγό της, ο οποίος της έλεγε να μη δώσει σημασία. Μετά τον Οκτώβριο του 2010, η συμπεριφορά της κόρης της (ΕΠ), άλλαξε πολύ, άρχισε να βρέχει τα ρούχα της τις νύχτες και δεν ήθελε να αλλάζει εσώρουχο. Στις 20/2/2011, μετά από τηλεφώνημα που δέχθηκε η κόρη της από τον Εφεσείοντα, ήταν φοβερά αναστατωμένη, ξέσπασε και είπε όλα όσα βίωσε από τον Εφεσείοντα και τις απειλές του εναντίον της. Η κόρη περιέγραψε λεπτομερώς τις πράξεις του Εφεσείοντα αναφορικά με τα χάδια και τα φιλιά στα γεννητικά της όργανα και στο στόμα της και σε απειλές ότι θα της έκανε κακό αν έλεγε οτιδήποτε. Η μητέρα, επίσης, αρνήθηκε υποβολές ότι η καταγγελία έγινε εκδικητικά και με σκοπό το οικονομικό όφελος από τον Εφεσείοντα.
Ο ΜΚ7, ΑΠ, αδελφός της παραπονούμενης, είπε, μεταξύ άλλων, ότι ο Εφεσείων προσπαθούσε να τον απομακρύνει, με διάφορες δικαιολογίες, όταν πήγαινε με την αδελφή του στην φάρμα του, για να μένει μόνος του (ο Εφεσείων) με την αδελφή του. Μερικές φορές εξαφανίζονταν, ο ίδιος τους φώναζε, δεν απαντούσαν, και μετά από λίγη ώρα έρχονταν και έβλεπε την αδελφή του να κλαίει, χωρίς, όμως, να του λέει το γιατί. Σε μια περίπτωση, μέσα στο αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, ο Εφεσείων έστειλε τον ΜΚ7 να κάτσει πίσω στην «κάσια», με διάφορες δικαιολογίες, και κράτησε την αδελφή του μέσα στο αυτοκίνητο, και δίπλα του. Όταν ο Εφεσείων τηλεφωνούσε στην αδελφή του της έλεγε «έλα αγάπη μου, τι κάνεις; Πότε θα έρθετε;»
Η ΜΚ5, κλινική ψυχολόγος, Παντελίτσα Μαυροκωνσταντή, είδε την ΕΠ, μετά που παραπέμφθηκε σ΄αυτήν από την Αστυνομία. Η ΕΠ της εξήγησε όλα τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης από τον Εφεσείοντα και ήταν σε θέση να περιγράψει πλήρως τα γεγονότα και τα αισθήματα της. Η νοητική λειτουργία της παραπονούμενης είναι, αδρά εκτιμώμενη, στα πλαίσια του φυσιολογικού. Κάποιες αντιφάσεις της ανήλικης δικαιολογούνται επιστημονικά, εν όψει της ηλικίας και του άγχους της για τις διαδικασίες αυτές.
Η ίδια η παραπονούμενη, ΕΠ, ήταν η τελευταία μάρτυρας κατηγορίας, και η απομαγνητοφωνημένη οπτικογραφημένη κατάθεσή της κατατέθηκε ως τεκμήριο 11. Σ΄αυτό περιγράφονται τα τρία διαφορετικά περιστατικά στην μάντρα και στο αυτοκίνητο του Εφεσείοντα. Αντεξεταζόμενη, περιέγραψε πλήρως και λεπτομερώς τι έγινε, αλλά δεν μπορούσε να τοποθετήσει τα επεισόδια χρονικά. Επέμενε, όμως, στη θέση της ότι, στις τρεις περιπτώσεις ο Εφεσείων της χαϊδεψε και της έγλειψε τα γεννητικά όργανα ενώ την απειλούσε ότι, αν πει τίποτε θα την σκοτώσει, και αυτή φοβόταν πολύ. Ήταν απόλυτη ότι όλα όσα κατάγγειλε ήταν αληθή και ότι η καταγγελία της ουδόλως σχετίζεται με οικονομική εκμετάλλευση του Εφεσείοντα.
Στην ανώμοτη δήλωσή του ο Εφεσείων ανέφερε ότι, είναι αγράμματος και όχι ιδιαίτερα ευφυής, ότι η Αστυνομία δεν ενήργησε αμερόληπτα και ότι η όλη υπόθεση είναι σκευωρία με κίνητρο και στόχο την απόσπαση χρημάτων από τον ίδιο προς όφελος της οικογένειας της παραπονούμενης. Αναφέρθηκε σε επιστολή του δικηγόρου κ. Πετρίδη, ο οποίος, εκ μέρους της παραπονούμενης και της οικογένειάς της, του ζήτησε υπέρογκα ποσά ως αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με μεγάλη προσοχή και λεπτομέρεια, προχώρησε στην παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, συνεκτιμώντας και οποιεσδήποτε αδυναμίες παρουσίαζε η μαρτυρία αυτή. Δέχθηκε, ως αξιόπιστη, τη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2. Η ΜΚ3 ήταν, επίσης, αξιόπιστη μάρτυρας. Η συμπεριφορά της ήταν πλήρως επαγγελματική και η μαρτυρία της ήταν σταθερή, ότι δεν είχε οποιοδήποτε αλλότριο κίνητρο, αλλά ούτε και καθοδήγησε με οιονδήποτε τρόπο την ανήλικη. Ο ΜΚ4, πατέρας της ανήλικης, δεν ανέφερε οτιδήποτε στη γραπτή του κατάθεση για τις άσεμνες προτάσεις-φλερτ του Εφεσείοντα προς τη σύζυγο του. Όμως, ο μάρτυρας αγωνιούσε ολοφάνερα για την ανήλικη κόρη του και, παρόλον που το μορφωτικό του επίπεδο ήταν χαμηλό και ήταν ιδιαίτερα λιγομίλητος, εντούτοις, είπε την αλήθεια. Η ΜΚ6, μητέρα της ανήλικης, έκανε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και, παρόλον που το Δικαστήριο έκρινε πως ήταν λανθασμένη η απόφαση των γονέων της ανήλικης να τους επιτρέψουν να πηγαίνουν στη φάρμα του Εφεσείοντα ασυνόδευτα, εντούτοις αυτό δικαιολογείτο από την χαμηλή τους κοινωνική μόρφωση και το γεγονός ότι ο πατέρας είχε συγχωρέσει τον Εφεσείοντα όταν ο τελευταίος του απολογήθηκε για τη συμπεριφορά του, προς τη σύζυγό του. Το γεγονός ότι οι γονείς ζήτησαν αποζημιώσεις, μέσω του δικηγόρου τους, από τον Εφεσείοντα για το κακό που προξένησε στην κόρη τους, δεν μπορούσε να εκληφθεί ως αλλότριο κίνητρο για τη συγκεκριμένη καταγγελία αλλά ούτε και καταδεικνύει οποιανδήποτε υστεροβουλία εκ μέρους των γονέων.
Ο ΜΚ7, αδελφός της παραπονούμενης, θεωρήθηκε σταθερός στη μαρτυρία του και, ουσιαστικά, υποστήριξε σε σημαντικά σημεία την εκδοχή της αδελφής του. Η ΜΚ5, κλινική ψυχολόγος, Μαυροκωνσταντή, ήταν εμπειρογνώμονας και η μαρτυρία της κρίθηκε ως αξιόπιστη, με βάση τις αρχές με τις οποίες κρίνονται οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες. Είδε επτά φορές την ανήλικη και παρουσίασε την αξιολόγηση της ως τεκμήριο 12. Σύμφωνα με την αξιολόγηση, πρόκειται για νεαρή με νοητική λειτουργία, αδρά εκτιμώμενη, στα πλαίσια του φυσιολογικού. Η παραπονούμενη παρουσίαζε οξεία διαταραχή μετά από τραυματικό στρες, είχε αναπτύξει έντονη απέχθεια για το σώμα της και ιδεοψυχαναγκαστικού τύπου φοβία για τα γεννητικά της όργανα.
Για την παραπονούμενη, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι παρουσίαζε ιδιαιτερότητες. Ήταν περίπου έντεκα ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο και το πρωτόδικο Δικαστήριο προειδοποίησε επαρκώς τον εαυτό του για τους κινδύνους που υπάρχουν στις περιπτώσεις μαρτυρίας νεαρών ατόμων, για σεξουαλικά αδικήματα, όπου απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία (Δέστε Markis alias Petinos v. Police (1961) CLR 230, Ττοουλιάς v. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258 και A.G. of Hong Kong v. Wong Mug-Ping (1987) 2 All E.R. 488). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επίσης, δεν παραγνώρισε τις κάποιες αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε η παραπονούμενη στην περιγραφή των γεγονότων και τη σύγχυσή της για τη χρονική περίοδο που συνέβησαν τα επίδικα γεγονότα. Όμως, η παραπονούμενη ήταν αυθόρμητη στη μαρτυρία της, πολύ περιγραφική και πειστική. Τα επεισόδια ήταν τρία και ήταν διαφορετικά και περιλάμβαναν χάδια και στοματική επαφή του Εφεσείοντα με τα γεννητικά της όργανα, κράτημα εκ μέρους της του δικού του γεννητικού μορίου, κατόπιν παρότρυνσής του, και, ακόμα, εισδοχή του δακτύλου του στα γεννητικά της όργανα.
Είναι γεγονός ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε αντίφαση στη μαρτυρία του ΜΚ7 και της ΜΚ8 αναφορικά με το κατά πόσον η ΜΚ8 έκλαιγε όταν επέστεφε με τον Εφεσείοντα στο μέρος της φάρμας του, στο οποίο βρισκόταν ο ΜΚ7. Δεν έδωσε, ακόμα, σημασία στο κατά πόσον η ΜΚ8 αντελήφθη αν το αντρικό μόριο του Εφεσείοντα, όταν του το κρατούσε, ήταν σκληρό ή όχι. Δε δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στις περιθωριακές αυτές παραλείψεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εν όψει της ενδελεχούς και λεπτομερούς, κατά τα άλλα, ανάλυσης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται στη βάση των ουσιαστικών σημείων της και όχι των λεπτομερειών. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό ή το λανθασμένο στην αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.
Αναφορικά με τη μαρτυρία του Κατηγορούμενου-Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, αυτός προέβη σε ανώμοτη δήλωση, η οποία, σύμφωνα με τη Νομολογία, έχει περισσότερο πειστική παρά αποδεικτική αξία (Δέστε Σοφοκλέους v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 385, Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22 και Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 515). Όπως τονίστηκε στην R. v. Coughlan (1976) 64 Cr. App. R. 11, μια ανώμοτη δήλωση δεν πρέπει να μη λαμβάνεται καθόλου υπόψιν, αλλά η ενδεχόμενη αξία της είναι πειστική, μάλλον, παρά αποδεικτική. Τα ίδια λέχθηκαν και στην Σίφουνας κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91.
Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το περιεχόμενο της ανώμοτης κατάθεσης του Εφεσείοντα, ως ερχόμενο σε αντίθεση με την αξιόπιστη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά και με τη θεληματική κατάθεση που ο ίδιος έδωσε στην Αστυνομία την 21/2/2011. Για τη θεληματική του κατάθεση στην Αστυνομία, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι, η ομολογία ενός εγκλήματος, εφόσον γίνεται δεκτή ως εκούσια, μπορεί, από μόνη της, να θεμελιώσει την καταδίκη του Κατηγορούμενου. Η ομολογία ενοχής έχει χαρακτηριστεί και ως η κορωνίδα των μαρτυριών (Δέστε Παναγή (Καυκαρής) v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203). Εκτός από το ζήτημα της δεκτότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και τη βαρύτητα της θεληματικής κατάθεσης του Εφεσείοντα, καθοδηγούμενο από ορθές νομικές αρχές και αυθεντίες (Δέστε Demetriades v. R. (1956) 21 CLR 180, στη σελ. 183). Παρά το ότι δέχθηκε την κατάθεση ως θεληματική, κατά την ολοκλήρωση της δίκης εντός δίκης, την επανεξέτασε και στο στάδιο της ολοκλήρωσης της δίκης, μέσα στο πλαίσιο της όλης μαρτυρίας. Με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, διαπίστωσε ότι δε συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για παρέκκλιση από το συμπέρασμα ότι η κατάθεση αυτή ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του Εφεσείοντα και ότι, σ΄αυτήν θα έπρεπε να δοθεί και βαρύτητα εφόσον ήταν συνάδουσα με την αλήθεια των γεγονότων, όπως αυτά είχαν διακριβωθεί (Δέστε Μάρτιν v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 62).
Εξετάζοντας τη θεληματική κατάθεση του Εφεσείοντα, τεκμήριο 9, παρατηρούμε ότι, σ΄αυτήν υπάρχει η απαραίτητη προειδοποίηση σύμφωνα με τους δικαστικούς κανόνες και δεν τίθεται ζήτημα αποκλεισμού της, εφόσον και θεληματική ήταν αλλά και βαρύτητα είχε, ως επιβεβαιώνουσα τη μαρτυρία μαρτύρων κατηγορίας και, ειδικά, της παραπονούμενης, σε ουσιαστικά σημεία. Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναζήτησε και ενίσχυση της ορθότητας του περιεχομένου της θεληματικής κατάθεσης του Εφεσείοντα, σύμφωνα με την Καυκαρής (ανωτέρω). Το περιεχόμενο της κατάθεσης του κρίθηκε ότι, ενισχύεται από τη μαρτυρία της παραπονούμενης ΕΠ, αλλά και, σε κάποιο βαθμό, και του αδελφού της, ΜΚ7.
Για την ενισχυτική μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιέρωσε αρκετές σελίδες της απόφασης του (40-47). Tα Δικαστήρια που εκδικάζουν σεξουαλικά αδικήματα, όπως τα υπό εξέταση, σύμφωνα με κανόνα πρακτικής, αναζητούν ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Σύμφωνα με τη Νομολογία, η προσέγγιση μιας μαρτυρίας που δίδεται από παραπονούμενο πρόσωπο, αναφορικά με αδικήματα σεξουαλικής υφής, πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και με γνώμονα την κοινή λογική αλλά και την πιθανότητα το παραπονούμενο πρόσωπο να μη λέει την αλήθεια.
Το τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία επεξηγήθηκε στην καθοδηγητική υπόθεση R. V. Baskerville 12 Cr. App. R. 81. Ενισχυτική μαρτυρία είναι ανεξάρτητη μαρτυρία, η οποία επηρεάζει τον Κατηγορούμενο, συνδέοντας τον ή τείνοντας να τον συνδέσει με το έγκλημα. Είναι, δηλαδή, μαρτυρία η οποία τον εμπλέκει, υπό την έννοια του ότι, επιβεβαιώνει, σε κάποιο σημαντικό σημείο, όχι μόνο τη μαρτυρία ότι το έγκλημα διαπράχθηκε, αλλά, επίσης, ότι ο Κατηγορούμενος το διέπραξε. Η ενισχυτική μαρτυρία μπορεί να είναι είτε άμεση είτε περιστατική. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε αριθμό σχετικών αποφάσεων, παρατήρησε ότι, σε περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης δεν είναι νομικά απαραίτητη η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας για να θεμελιωθεί η καταδίκη, αλλά, ως θέμα πρακτικής, είναι επιθυμητό να αναζητείται τέτοια μαρτυρία. Σε κατάλληλες περιπτώσεις, το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει και στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας, αφού, όμως, προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από ένα τέτοιο εγχείρημα (Δέστε Σάββα v. Δημοκρατίας (1993) 1 Α.Α.Δ. 258).
Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ως ειλικρινή, γνήσια και αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, η μαρτυρία του αδελφού της παραπονούμενης, ΜΚ7, ο οποίος ήταν και αυτός αξιόπιστος μάρτυρας, συνιστά ενισχυτική μαρτυρία εκείνης της παραπονούμενης. Ο ΜΚ7, επιβεβαίωσε ότι, σε διαφορετικές περιπτώσεις, όταν αυτός και η αδελφή του βρίσκονταν μόνοι τους στη φάρμα (μάντρα) του Εφεσείοντα, ο Εφεσείων πετύχαινε να απομακρύνει τον ίδιο, με διάφορες δικαιολογίες, και έμενε μόνος του με την παραπονούμενη. Κρατούσε την παραπονούμενη από το χέρι και την απομάκρυνε. Όταν ο ΜΚ7, στη συνέχεια αναζητούσε την αδελφή του και τον Εφεσείοντα, δεν τους έβρισκε και τους καλούσε, και αυτοί επέστρεφαν μετά από πάροδο κάποιου χρόνου. Η αδελφή του ήταν αναστατωμένη και έκλαιγε, όπως είπε, αλλά αυτό (το ότι έκλαιγε) δεν επιβεβαιώθηκε από την ίδια. Ο ΜΚ7 επιβεβαίωσε μερικώς και το επεισόδιο στο διπλοκάμπινο αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, όταν ο Εφεσείων τον έβαλε, με διάφορες δικαιολογίες, να κάτσει στην «κάσια», ενώ την αδελφή του μπροστά και δίπλα του. Επίσης, επιβεβαίωσε και τα τηλεφωνήματα του Εφεσείοντα προς την αδελφή του, στα οποία την αποκαλούσε «αγάπη μου» και τη ρωτούσε πότε θα πάνε στη φάρμα.
Με τα προαναφερόμενα υπόψιν, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε τρεις περιπτώσεις, ο Εφεσείων εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά την ανήλικη ΕΠ και της επιτέθηκε άσεμνα. Επίσης, σε δύο περιπτώσεις, την απειλούσε και την εκφόβιζε να μην πει οτιδήποτε σε κανένα, αλλιώς θα της έκανε κακό. Οι επιθέσεις του Κατηγορούμενου συνοδεύονταν από την αναγκαία πρόθεση και ήταν άσεμνες, υπό την έννοια του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα και, ταυτόχρονα, συνιστούσαν και σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 12 του Νόμου 87(1) του 2007. Οι απειλές του Εφεσείοντα, με σκοπό να αποτρέψουν την ανήλικη να τον καταγγείλει, συνιστούσαν, επίσης, το ποινικό αδίκημα του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα.
Θεωρούμε όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους, για τους λόγους που εξηγήσαμε, και κρίνουμε την πρωτόδικη απόφαση ορθή και δίκαιη, τόσο όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συνακόλουθα ευρήματα, όσο και όσον αφορά τις νομικές αρχές και τη νομική καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΣ