ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα. Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, με Μ. Αβρααμίδου (κα), Δημόσιο Κατήγορο, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-11-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΤΕΡ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΙΤΤΑΚΗΣ ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ.124/2016, 9/11/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:B513

(2016) 2 ΑΑΔ 1085

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ.124/2016)

 

9 Νοεμβρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,  ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΑΤΕΡ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΙΤΤΑΚΗΣ ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, με Μ. Αβρααμίδου (κα), Δημόσιο Κατήγορο, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, ιερέας, κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία για το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου, ήτοι ποσού €3200, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών.

 

Η κοινή συνισταμένη όλων των λόγων έφεσης σχετίζεται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου. Προσβάλλεται επίσης, ως ιδιαζόντως υπερβολική και/ή λανθασμένη, η ποινή της φυλάκισης. Προτού όμως ενδιατρίψουμε με περισσότερη λεπτομέρεια στους ενώπιόν μας λόγους έφεσης, είναι σκόπιμο να παραθέσουμε τα σημαντικά ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως αυτά προέκυψαν από την αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας που πρόσφερε η πλευρά της Εφεσίβλητης - Κατηγορούσας Αρχής:

 

Ο παραπονούμενος, ΜΚ1, αντιμετώπιζε κατά τον επίδικο χρόνο, αρχές του 2012, σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Εταιρεία του, η οποία ασχολείτο με μεταλλικές κατασκευές, κλιματιστικά και κατασκευή κατοικιών, είχε εκκαθαριστεί λόγω υποχρεώσεών της προς τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Επιταγές που εκδόθηκαν και για τις οποίες είχε ο ίδιος ευθύνη, ύψους €23000, παρέμεναν ακάλυπτες, με αποτέλεσμα ο παραπονούμενος να οδηγηθεί στο δικαστήριο, αντιμετωπίζοντας τρεις ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις. Ευρισκόμενος στην απελπιστική αυτή κατάσταση απευθύνθηκε σε ιερωμένο, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με τον Εφεσείοντα, για να τον βοηθήσει. Ο Εφεσείοντας του ανέφερε ότι θα προσπαθούσε να πωλήσει στην εκκλησία ένα χωράφι ιδιοκτησίας του παραπονούμενου στο χωριό Αγιος Επιφάνειος, έτσι ώστε να εισπράξει χρήματα και να ξοφλήσει τις υποχρεώσεις του. Του ζήτησε επίσης το ποσό των €3200, προς το σκοπό πληρωμής των φόρων μεταβίβασης του εν λόγω τεμαχίου γης και προκειμένου ακόμη να είναι σε καλύτερη θέση να διαπραγματευθεί το όλο χρέος του παραπονούμενου. Στις αρχές Ιουνίου 2012 ο παραπονούμενος, εμπιστευόμενος τον Εφεσείοντα λόγω και του σχήματός του, έδωσε σε αυτόν το πιο πάνω ποσό, χρήματα τα οποία εξασφάλισε η σύζυγος του παραπονούμενου, ΜΚ2, από την πώληση των χρυσαφικών της οικογένειας στον ΜΚ6, έμπορο πολυτίμων μετάλλων. Τελικά οι προσπάθειες για συμβιβασμό των ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων ναυάγησαν και ο Εφεσείοντας κατακράτησε το επίδικο ποσό, αρνούμενος ότι του δόθηκε από τον παραπονούμενο.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, και οι δώδεκα λόγοι έφεσης που αφορούν την προσβολή της καταδίκης, ουσιαστικά συμπλέκονται. Στο σύνολό τους πλήττουν ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας. Προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των βασικών μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής και, επίσης λανθασμένα, οδηγήθηκε στην απόρριψη της εκδοχής του Εφεσείοντα, όπως αυτή προωθήθηκε, ουσιαστικά, μέσα από την δική του μαρτυρία.

 

Πάγια ευθυγραμμισμένη είναι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα του περιθωρίου επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί την ενώπιόν του μαρτυρία και προβαίνει στα ανάλογα ευρήματα. Όπως είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε στην πρόσφατη απόφασή μας Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερομηνίας 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:

 

«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου  βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης  σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»

 

 

 

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα εξετάσουμε, σε μια ενότητα λόγω της συνάφειάς τους, τους ενώπιόν μας λόγους έφεσης.

 

Θεμέλιο για την καταδίκη του Εφεσείοντα αποτέλεσε η μαρτυρία του παραπονούμενου, ο οποίος κατέθεσε ως πρώτος μάρτυρας κατηγορίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την ουσιαστική του θέση, σύμφωνα με την οποία, υπό τις συνθήκες που έχουν ήδη καταγραφεί, είχε δώσει το επίδικο ποσό στον Εφεσείοντα. Η βασική αυτή θέση του παραπονούμενου, ενισχύθηκε από τη μαρτυρία της δικηγόρου του, ΜΚ4. Σύμφωνα με αυτήν, ο Εφεσείοντας, στις 5.6.2012, στην αυλή του δικαστηρίου, παραδέχθηκε ότι κρατούσε το επίδικο ποσό το οποίο και του είχε δώσει ο παραπονούμενος. Κατέθεσε συγκεκριμένα η ΜΚ4, κατά την κυρίως εξέτασή της:

 

«Ερώτησα τον πάτερ, κρατάτε τα λεφτά των φόρων; Εδωσε ο Ανδρέας Παντελή τα λεφτά των φόρων και κρατάτε τα; Και μου λέει, ναι και έβγαλε από την τζέπη του μια δέσμη χαρτονομίσματα ευρώ και μου τα έδωσε και τα έβαλε πίσω στην τζέπη του

 

Αντεξεταζόμενη δε:

 

«Ε. Σου επιβεβαίωσε ότι κρατούσε τα λεφτά των φόρων ή σου είπε ποτέ ο κατηγορούμενος ότι αυτά τα λεφτά μου τα έδωσε ο Ανδρέας Παντελής για τους φόρους;

Α. Εγώ ρώτησα τον πάτερ, «Πάτερ, έδωσεν σας τα λεφτά ο Ανδρέας Παντελή για τους φόρους και κρατάτε τα;». Τζιαι λαλεί μου ναι, και έφκαλε από την τζέπη του μια δέσμη χαρτονομίσματα και έδειξε μου.»

 

Η πλευρά του Εφεσείοντα επιχείρησε να πλήξει την αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας της ΜΚ4 προβάλλοντας δύο, εκ της φύσεώς τους, αντικρουόμενες εκδοχές: αφενός ότι η συγκεκριμένη μάρτυρας υπέπεσε σε αντιφάσεις επί του θέματος και αφετέρου ότι ο Εφεσείων, λόγω προβλήματος ακοής που αντιμετωπίζει, απάντησε χωρίς να αντιληφθεί την ερώτηση της ΜΚ4.

 

Οι προσεγγίσεις αυτές όμως δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας. Κατ΄ αρχάς οι εξεταζόμενες θέσεις της ΜΚ4 παρέμειναν αναλλοίωτες καθόλη τη διάρκεια της ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου μαρτυρίας της. Οι αναφορές της ευπαιδεύτου δικηγόρου του Εφεσείοντα περί διαφορετικών τοποθετήσεων εδράζονται στην εσφαλμένη, με όλο το σεβασμό, αντίληψη της σειράς των γεγονότων, όπως αυτά είχαν παρατεθεί από τη ΜΚ4. Συγκεκριμένα, στην αυλή του δικαστηρίου κατά την πιο πάνω ημερομηνία έλαβαν χώραν, διαδοχικά, δύο γεγονότα κατά τα οποία ο Εφεσείοντας μίλησε για τα λεφτά, τις €3200. Το πρώτο ήταν αυτό που έχουμε περιγράψει πιο πάνω και το δεύτερο αμέσως μετά και αφορούσε ερώτηση του παραπονούμενου προς τον Εφεσείοντα κατά πόσο κρατά τα λεφτά των φόρων και αναφορά του τελευταίου ότι τα κρατά και θα μείνουν στην κατοχή του. Είναι αυτές τις δύο διαφορετικές περιπτώσεις, και το διαφορετικό λεκτικό που τις καλύπτει, που χρησιμοποίησε η πλευρά του Εφεσείοντα προκειμένου να ενσπείρει αμφιβολίες ως προς τη συνοχή και το αξιόπιστο της μαρτυρίας της ΜΚ4.

 

Σε ό,τι αφορά το επικαλούμενο πρόβλημα ακοής, η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντα συναρτάται με τα όσα κατέθεσε στο δικαστήριο ο ΜΥ3, ωτορινολαρυγγολόγος του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, σε ακουογράφημα του Εφεσείοντα, στο οποίο προέβηκε το Φεβρουάριο του 2016, τέσσερα δηλαδή χρόνια μετά τα επίδικα γεγονότα, διαπιστώθηκε πρόβλημα βαρυκοϊας. Κατέθεσε όμως, ταυτόχρονα, ότι ο Εφεσείοντας ήταν σε θέση να ακούει στα πλαίσια μιας συνομιλίας, ιδίως όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερος θόρυβος στο περιβάλλον. Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι η επίκληση προβλήματος ακοής συνιστούσε απέλπιδα προσπάθεια του Εφεσείοντα να αντικρούσει τα όσα προβλήθηκαν από τη ΜΚ4. Πέραν του ότι δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς την έκταση του προβλήματος ακοής του Εφεσείοντα κατά τον επίδικο χρόνο, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες, σύμφωνα με τη μαρτυρία, έλαβε χώραν ο διάλογος μεταξύ ΜΚ4 και Εφεσείοντα ήταν τέτοιες που επέτρεπαν στον Εφεσείοντα, κατ΄ ακολουθία των όσων κατέθεσε ο ΜΥ3, να έχει πλήρη αντίληψη των διαμειφθέντων  μεταξύ του και της ΜΚ4.

 

Η πλευρά του Εφεσείοντα επιχείρησε περαιτέρω να πλήξει την πρωτόδικο κατάληξη περί αξιοπιστίας του παραπονούμενου, προβάλλοντας ότι είναι αντιφατική με αυτή της συζύγου του, ΜΚ2, αλλά και ότι είναι αφύσικη σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βίωνε. Συγκεκριμένα, υπεβλήθη ότι η υπό αναφορά μαρτυρία διίσταται ως προς το ζήτημα της ταυτότητας των προσώπων που βοήθησαν οικονομικά τον παραπονούμενο προκειμένου να αποφυλακισθεί και ότι η απελπιστική οικονομική κατάσταση του παραπονούμενου δεν δικαιολογούσε την κατοχή του επίδικου ποσού των €3200, που ισχυριζόταν ότι έδωσε στον Εφεσείοντα.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Είναι χωρίς σημασία το κατά πόσο παρατηρείται ή όχι οποιαδήποτε διάσταση σε σχέση με τα πρόσωπα που έδωσαν λεφτά στον παραπονούμενο για να καταστεί δυνατή η αποφυλάκισή του. Αυτό διότι συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα χρήματα αυτά συγκεντρώθηκαν και πληρώθηκαν και ο παραπονούμενος αποφυλακίστηκε πριν από την 1.6.2012. Τα λεφτά του επίδικου ποσού των €3200 δόθηκαν στον Εφεσείοντα μετά την 1.6.2012, ήτοι στις 5.6.2012. Είναι χρήματα που είχαν άλλη πηγή προέλευσης, δηλαδή την επιταγή ημερομηνίας 1.6.2012, ύψους €3600, που εκδόθηκε στο όνομα της ΜΚ2 από τον ΜΚ6, αγοραστή πολυτίμων μετάλλων, στον οποίο η ΜΚ2 πώλησε τα χρυσαφικά της οικογένειας. Η εν λόγω επιταγή κατατέθηκε ως τεκμήριο 10 στην πρωτόδικη διαδικασία και η προσπάθεια της πλευράς του Εφεσείοντα να αμφισβητήσει ότι δικαιούχος ήταν η ΜΚ2 είναι έκθετη σε απόρριψη, αφού υπάρχει σαφής μαρτυρία ως προς τις συνθήκες λήψης της επιταγής, τον αριθμό ταυτότητας της δικαιούχου και την είσπραξη του ποσού από την ΜΚ2, σύζυγο του παραπονούμενου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεν χωρούν περιθώρια επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και προέβη στα ανάλογα ευρήματα. Η προσέγγιση του δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτή και επαρκώς αιτιολογημένη. Οι οποιεσδήποτε μικροαντιφάσεις μεταξύ των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά και η όποια μαρτυρία περιστρεφόταν γύρω από άλλα ζητήματα, όπως η αρπαγή του αυτοκινήτου του Εφεσείοντα από τον παραπονούμενο, αφορούσαν ζητήματα επουσιώδη και πέραν της σφαίρας του πυρήνα της υπόθεσης και ορθά δεν επέδρασαν στην τελική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω, η απόρριψη της εκδοχής του Εφεσείοντα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενδελεχούς εξέτασης της μαρτυρίας του και απόρροια των αφύσικων και αντιφατικών τοποθετήσεών του, όπως λεπτομερώς καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Κατ΄ ακολουθία, οι λόγοι έφεσης που αφορούν την καταδίκη απορρίπτονται.

 

Σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή των δέκα μηνών άμεσης φυλάκισης, προβάλλεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Εφεσείοντα, καθώς επίσης και οι επιπτώσεις και συνέπειες από την καταδίκη σε ποινή φυλάκισης. Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι η πάροδος τεσσάρων ετών μέχρι και την επιβολή ποινής ήταν παράγοντας που θα έπρεπε να είχε ληφθεί δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Ο Εφεσείων, 52 ετών, είναι οικογενειάρχης και πατέρας δύο παιδιών, ενός ενήλικου και ενός ανήλικου. Ηταν λευκού ποινικού μητρώου, εργαζόταν ως καθηγητής θρησκευτικών και έχει κάποια, όχι σοβαρά, προβλήματα υγείας.

 

Το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας είναι σοβαρής μορφής και αντιμετωπίζεται από το νόμο με ποινή φυλάκισης μέχρι και 14 έτη. Το πρωτόδικο δικαστήριο  εκτιμώντας τη σοβαρότητα του αδικήματος, τόνισε τις επιπτώσεις που ενέχει στην εμπιστοσύνη που θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου. Η ραγδαία αύξηση της συχνότητας διάπραξης αδικημάτων αυτής της μορφής, λήφθηκε επίσης υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο, στα πλαίσια της δικαστικής του γνώσης, προκειμένου να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής σε μια προσπάθεια αναχαίτισής τους και προστασίας της κοινωνίας.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327, Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779 και Hamisi Mwinyi Selmani κα v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5.10.2016).

 

Όπως ήδη λέχθηκε, το αδίκημα στο οποίο έχει βρεθεί ένοχος ο Εφεσείων μετά από ακροαματική διαδικασία, είναι σοβαρής μορφής, αφού αναφέρεται στην ύπαρξη και διατήρηση της εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Τα δικαστήρια έχουν υποχρέωση να προσφέρουν την κατάλληλη προστασία, τιμωρώντας τα πρόσωπα που παραβιάζουν την εμπιστευτική αυτή σχέση. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι η κατάλληλη ποινή είναι εκείνη της φυλάκισης (Αθανασιάδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 701, 707).

 

Στην παρούσα περίπτωση η επιλογή επιβολής ποινής φυλάκισης, ως θέμα αρχής, ήταν ορθή και δικαιολογημένη, με βάση όχι μόνο το είδος του αδικήματος, αλλά και τις περιστάσεις που το περιέβαλλαν. Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων, εκμεταλλευόμενος το σχήμα του και την απελπιστική θέση του παραπονούμενου, απέκτησε την εμπιστοσύνη του και χωρίς ίχνος δισταγμού ή μεταμέλειας οικειοποιήθηκε το επίδικο ποσό, γνωρίζοντας τις άθλιες οικονομικές συνθήκες του θύματος και το γεγονός ότι τα χρήματα αυτά προήλθαν από την πώληση των χρυσαφικών της οικογένειας του παραπονούμενου. Επιπρόσθετα, στοιχείο επίσης επιβαρυντικό, είναι το ότι δεν υπήρξε κανενός είδους αποζημίωση μέχρι και σήμερα, ούτε, βεβαίως και οποιαδήποτε μεταμέλεια του Εφεσείοντα.

 

Ούτε και η επίκληση καθυστέρησης στην περάτωση της υπόθεσης καθιστά τρωτή την πρωτόδικη προσέγγιση εν σχέσει με την ποινή. Η καθυστέρηση, ως μετριαστικός παράγοντας, συναρτάται με τη μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη, αλλά και με το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, κατ΄ ακολουθία του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κα (2001) 2 ΑΑΔ 617, Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543). Στην υπό κρίση περίπτωση, το αδίκημα διαπράχθηκε τον Ιούνιο του 2012 και τον ίδιο χρόνο καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα, η οποία αποσύρθηκε λόγω αδυναμίας επίδοσής της. Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 2013 καταχωρήθηκε η παρούσα ποινική υπόθεση. Η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας έλαβε χώραν τον Σεπτέμβριο του 2015 και ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2016. Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι για μέρος της καθυστέρησης ευθυνόταν και ο Εφεσείοντας, ο οποίος ζήτησε σε δύο περιπτώσεις αναβολή, επικαλούμενος ιατρικούς λόγους. Πολύ περισσότερο όμως, στην προκείμενη περίπτωση δεν αναφέρθηκε ο,τιδήποτε που να φανερώνει ότι εξαιτίας της όποιας καθυστέρησης στην προώθηση και περάτωση της υπόθεσης,  ο Εφεσείοντας  επηρεάσθηκε δυσμενώς, ως αποτέλεσμα αλλαγής οποιωνδήποτε συνθηκών που μεσολάβησαν, ούτως ώστε να υπάρχει και οποιαδήποτε επίδραση επί της ποινής.

 

Συνακόλουθα, το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε μέσα στις ορθές τους διαστάσεις τόσο τη σοβαρότητα του αδικήματος, όσο και τα ελαφρυντικά του Εφεσείοντα και τις επιπτώσεις, προς την κατεύθυνση μετριασμού της ποινής. Υπό το πρίσμα αυτό, ορθά κατέληξε τόσο ως προς την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής φυλάκισης, όσο και ως προς το ύψος της.

 

Ως προς το ζήτημα αναστολής της ποινής, το πρωτόδικο δικαστήριο, ασκώντας την εξουσία του, έκρινε ότι δεν υπήρχαν τέτοια περιστατικά που να τη δικαιολογούσαν, σημειώνοντας την παράλειψη του Εφεσείοντα να αποζημιώσει τον παραπονούμενο και την απουσία οποιωνδήποτε στοιχείων μεταμέλειας.

 

Οπως εντοπίζεται στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 939:

 

«Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

 

 

Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει περιθώριο επέμβασής μας και δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου στον τρόπο που ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου.   Η προσέγγισή του ως προς το ζήτημα της αναστολής, ήταν ορθή και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία. Η σοβαρότητα των περιστατικών που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση, η όλη διαγωγή του Εφεσείοντα και η απουσία στοιχείων έμπρακτης μεταμέλειας, δεν επέτρεπαν αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα και οι πιθανές επιπτώσεις άμεσης ποινής φυλάκισης, λαμβάνονται μεν υπόψιν, αλλά δεν είναι παράγοντες που εξετάζονται αποσπασματικά και ανεξάρτητα από τις όλες περιστάσεις της υπόθεσης και από μόνοι τους δεν δικαιολογούσαν την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο