ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C486
(2016) 2 ΑΑΔ 1005
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΑΡ. 372
(Ποιν. Υπ. 32370/14)
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
18 Oκτωβρίου, 2016
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Π. ΠΑΝΑΓΗ,
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ,
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΙ
1. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
2. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ
3. ΑΝΤΡΕΑ ΑΡΤΕΜΗ
4. ΑΝΔΡΕΑ ΗΛΙΑΔΗ
5. ΓΙΑΝΝΗ ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ
6. ΓΙΑΝΝΗ ΚΥΠΡΗ
Κατηγορουμένων
---------
Π. Ευθυβούλου (κα), Αν. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την
Κατηγορούσα Αρχή.
Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα), για την Κατηγορούμενη 1.
Δ. Αραούζος με Κ. Δαμιανού και Ν. Κωνσταντινίδη, για τον
Κατηγορούμενο 2.
Χρ. Τριανταφυλλίδης και Δ. Αραούζος, για τον Κατηγορούμενο 3.
Ε. Ευσταθίου με Δ. Νικολετόπουλο, για τον Κατηγορούμενο 4.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Κατηγορούμενο 5.
Ηλ. Στεφάνου, για τον Κατηγορούμενο 6.
----------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στην υπόθεση αρ. 32370/2014 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ομού τη δεύτερη κατηγορία περί χειραγώγησης της αγοράς, στην οποία έχουν κληθεί, μετά το εκ πρώτης όψεως στάδιο, σε απολογία. Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην οδηγία 116-2005-03 του 2011 που εξέδωσε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ), η οποία δημοσιεύθηκε ως ΚΔΠ 406/2011, περί Μεθόδων Χειραγώγησης της Αγοράς και έχει ειδικότερα ως ακολούθως:
«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Χειραγώγηση της αγοράς, κατά παράβαση των άρθρων 19, ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(2) και 23(3) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005 (116(Ι)/2005) και του άρθρου 4(δ)(iv) της σχετικής οδηγίας 116-2005-03 του 2011 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
Οι κατηγορούμενοι 1 μέχρι και 6 μεταξύ 14/06/2012 και 26/06/2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά, δηλαδή ενώ οι κατηγορούμενοι 2 μέχρι και 6 ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της 1ης κατηγορούμενης, της οποίας οι τίτλοι ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, παρέλειψαν να προβούν στις δέουσες ενέργειες έτσι ώστε να εκδοθεί από την 1η κατηγορούμενη δημόσια ανακοίνωση σημαντικού γεγονότος, δηλαδή ότι οι κεφαλαιουχικές ανάγκες της είχαν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το ποσό των €200 εκατομμυρίων που είχε ανακοινωθεί στις 10/05/2012.»
Η εν λόγω ΚΔΠ406/2011 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Ε.Ε.Δ.) στις 17.10.2011, καταργήθηκε δε και αντικαταστάθηκε ρητώς υπό Οδηγίας με τον ίδιο τίτλο, υπ΄αριθμόν ΚΔΠ 469/2012, η οποία δημοσιεύθηκε στην Ε.Ε.Δ. στις 26.11.2012 με ισχύ από της δημοσιεύσεως της.
Το υπόβαθρο επί του οποίου διενεργήθηκε η κατάργηση και η αντικατάσταση της ΚΔΠ 406/2011 από την ΚΔΠ 469/2012 ήταν κοινό στην ενώπιον του Κακουργιοδικείου διαδικασία, προκύπτον από την Ετήσια Έκθεση της ΕΚΚ για το έτος 2012 (Τεκμήριο 245), τέθηκε δε από το Κακουργιοδικείο ως ακολούθως:
«Στις 15.3.2012 το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 570/2009 Μιχάλης Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας εξέδωσε απόφαση με την οποία ακύρωσε την εκεί προσβαλλόμενη (άσχετη με την παρούσα) απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λόγω κακής σύνθεσης.
Στις 20.6.2012 το Υπουργικό Συμβούλιο λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση στην πιο πάνω προσφυγή ανακάλεσε τους διορισμούς όλων των μελών της ΕΚΚ, καθότι στις συνεδρίες του ημερ. 14.9.2011 και 27.9.2011 ήταν παρόντες ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω και ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος και κατά συνέπεια οι αποφάσεις για τους εν λόγω διορισμούς έπασχαν λόγω παράβασης των αρχών λειτουργίας του. Στη συνέχεια το Υπουργικό Συμβούλιο με αποφάσεις του ημερ. 20.6.2012 και 3.9.2012 προχώρησε στον εκ νέου διορισμό των μελών της ΕΚΚ»
Στην ίδια Έκθεση, παρ. 5.4.1, υπό τον τίτλο Αναδημοσίευση Οδηγιών, αναφέρονται τα ακόλουθα που τέθηκαν ενώπιον μας:
«Η ανάγκη για τον επαναδιορισμό του Συμβουλίου της ΕΚΚ που προέκυψε από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περισσότερες λεπτομέρειες για την οποία αναφέρονται στο τμήμα 4.3 της παρούσας έκθεσης, (Θέμα επαναδιορισμού του Συμβουλίου της ΕΚΚ) επηρέασε, μεταξύ άλλων, όλες τις υφιστάμενες Οδηγίες της ΕΚΚ οι οποίες εκδόθηκαν και δημοσιεύθηκαν από την ΕΚΚ στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ενόψει του γεγονότος ότι η έκδοση και δημοσίευση των Οδηγιών πήγαζε από αποφάσεις οργάνων των μελών του οποίου οι διορισμοί ανακλήθηκαν, το οποίο ενδεχομένως να οδηγούσε σε νομικά προβλήματα στο μέλλον, η ΕΚΚ προέβηκε σε αναδημοσίευση όλων των Οδηγιών της. Παράλληλα με την αναδημοσίευση, στις Οδηγίες ενσωματώθηκαν, για σκοπούς διευκόλυνσης του κοινού, όλες οι τροποποιήσεις τους μέχρι την ημερομηνία αναδημοσίευσης. Οι Οδηγίες που έχουν αναδημοσιευτεί κατά τη διάρκεια του έτους περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Α της παρούσας έκθεσης.»
Στα πλαίσια της απόφασής του, περί στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο δεν δέχθηκε εισήγηση των κατηγορουμένων ότι θα μπορούσε, ως ποινικό δικαστήριο, να διενεργήσει παρεμπίπτοντα έλεγχο της ΚΔΠ 406/2011, με αναφορά στην κακή σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο είχε διορίσει τα μέλη της ΕΚΚ Το Κακουργιοδικείο επικαλέστηκε τη νομολογιακή αρχή ότι τέτοιος παρεμπίπτων διοικητικός έλεγχος δεν είναι απεριόριστος, αλλά είναι επιτρεπτός εάν και εφόσον εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας ή υπέρβασης νομοθετικής εξουσιοδότησης (ultra vires).
Αμέσως μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης και αφού οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν σε απολογία και ως προς την κατηγορία 2, κατόπιν αιτήσεως τους, το Κακουργιοδικείο εξέτασε και ενέκρινε αίτημα τους για παραπομπή δύο νομικών ερωτημάτων προς το Ανώτατο Δικαστήριο αναφορικά με τον «παρεμπίπτοντα έλεγχο της ΚΔΠ 406/2011» ως ακολούθως:
«i. Κατά πόσο το Κακουργιοδικείο δικαιούται και οφείλει να ασκήσει παρεμπίπτοντα έλεγχο αναφορικά με τη νομιμότητα και ή εγκυρότητα της ΚΔΠ 406/2011, η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και η οποία είχε συσταθεί και ή συγκροτηθεί με τον τρόπο που αναφέρεται στην Ενδιάμεση Απόφαση του Δικαστηρίου ημ. 27.4.16, ως θα επιβάλλετο να πράξει σε περίπτωση που εγείρετο θέμα αντισυνταγματικότητας ή ultra vires.
ii. Στην περίπτωση που το πιο πάνω ερώτημα απαντηθεί καταφατικά, ποια είναι η έκταση και τα όρια τέτοιου παρεμπίπτοντος ελέγχου από το Κακουργιοδικείο; Διαφέρουν ή είναι τα ίδια με τον έλεγχο που θα διενεργούσε ένα Διοικητικό Δικαστήριο;»
Δεν αμφισβητήθηκε η αρχή ότι ο ποινικός δικαστής δεν έχει δικαιοδοσία και δεν μπορεί να διαπιστώσει παρεμπιπτόντως την ακυρωσία διοικητικής πράξης εκτός στην περίπτωση που εξετάζει τη νομιμότητα ατομικής πράξης προκειμένου να επιβάλει ποινή σε εκείνο προς τον οποίο απευθύνεται η πράξη, λόγω παράβασης της συμπεριφοράς την οποία αυτή καθορίζει (Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπαντωνίου (1992) 2 ΑΑΔ 403). Δεν αμφισβητήθηκε ούτε η αρχή πως οι κανονιστικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου δεν μπορούν να προσβληθούν απ΄ευθείας ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά μπορούν να εξεταστούν παρεμπιπτόντως στα πλαίσια προσφυγής η οποία στρέφεται εναντίον ατομικής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε κατ΄εφαρμογήν της κανονιστικής. Επίσης έγινε δεκτό ότι τα ποινικά δικαστήρια, όταν εκδικάζουν υπόθεση για παράβαση ενός κανονισμού, μπορούν να εξετάσουν εισήγηση ότι ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε ultra vires ή ότι είναι αντισυνταγματικός (Γ.Σ. ΠΟΒΕΚ ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις 5869/2013-5873/2013, ημερομηνίας 16.3.2016).
Εκείνο που έθεσαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των κατηγορουμένων ήταν ότι, υπό τις περιστάσεις, θα πρέπει η σχετική εξουσία του ποινικού δικαστή να διευρυνθεί και να θεωρηθεί ότι το Κακουργιοδικείο έχει εξουσία να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της ΚΔΠ 406/2011 με αναφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα, έστω και αν δεν πρόκειται για περίπτωση αντισυνταγματικότητας ή ultra vires. Εισηγήθηκαν ότι η εξ υπαρχής παράνομη συγκρότηση της ΕΚΚ έχει αναγνωρισθεί, εξ ου και το Υπουργικό Συμβούλιο προχώρησε σε ανάκληση της ΚΔΠ 406/2011 και υιοθέτηση νέας ΚΔΠ χωρίς αναδρομική ισχύ. Θα ήταν παράδοξο και θα συνιστούσε έλλειμμα στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης η δυνατότητα να βασιστεί καταδίκη επί Κανονισμού που ανακλήθηκε ως παράνομος, τη στιγμή που επιτρέπεται παρεμπίπτων έλεγχος σε υποθέσεις αντισυνταγματικότητας ή ultra vires.
Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, υποδεικνύοντας ότι, ως άνω, το ζήτημα έχει αποφασιστεί από το Κακουργιοδικείο στα πλαίσια της απόφασής του για στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, εισηγήθηκε ότι δεν πρόκειται για ζήτημα «που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης», όπως ρητά προβλέπεται από το άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εφόσον τέθηκε ήδη ως επιχειρηματολογία για απόρριψη της δεύτερης κατηγορίας και αποφασίστηκε. Η ορθότητα δε της σχετικής απόφασης δεν μπορεί να ελεγχθεί με επιφύλαξη νομικού ερωτήματος. Περαιτέρω, δεν τίθεται θέμα καινοφανούς ζητήματος, εφόσον η νομολογία είναι σαφής. Παρέπεμψε δε στη νομολογία εκείνη που, ως άνω, προσδιορίζει τα όρια του ελέγχου που μπορεί να ασκήσει ο ποινικός δικαστής, σε περιπτώσεις συνταγματικότητας και υπέρβασης εξουσίας.
Η παραπομπή νομικών ερωτημάτων προς κρίση από το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να γίνεται με φειδώ προς αποφυγή πολλαπλότητας διαδικασιών (Μαυρονικόλας ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λάρνακος (1991) 2 ΑΑΔ 534) [και στο βαθμό που η απάντηση στο Νομικό Ερώτημα είναι αναγκαία για τη συνέχιση της διαδικασίας (Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 CLR 63]. Θα πρέπει δε να αφορά σε νομικά ερωτήματα που εγείρονται, εκκρεμούσης της δίκης, ενώ το καινοφανές του νομικού ζητήματος πρέπει απαρέγκλιτα να λαμβάνεται υπόψη (Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Γεώργιος Μ. Πικής, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 340).
Εν προκειμένω, δεν επιδείχθηκε η απαιτούμενη φειδώ. Το ζήτημα είχε αποφασιστεί προηγουμένως στα πλαίσια της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Μάλιστα, πέραν τούτου, όπως διαπιστώνεται από την Αίτηση του Αντρέα Αρτέμη, Πολιτική Αίτηση Αρ. 82/15, ημερομηνίας 7.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D484 και από τη σχετική απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ.17.6.2015, που τέθηκε ενώπιον μας, παρόμοιο ζήτημα είχε τεθεί πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, όταν οι συνήγοροι ζήτησαν, επί των ίδιων γεγονότων που τώρα επικαλούνται, όπως το Κακουργιοδικείο εξετάσει ζήτημα μη ύπαρξης ποινικού αδικήματος αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία. Το Κακουργιοδικείο όμως απέρριψε την εισήγηση και άφησε το ζήτημα ανοικτό για να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας στο τέλος της δίκης. Υπ΄αυτές τις περιστάσεις κρίνουμε ότι, δεν χωρούσε αποδοχή του αιτήματος για επιφύλαξη νομικών ερωτημάτων.
Αλλά, στρεφόμενοι, εν πάση περιπτώσει και επί της ουσίας, διαπιστώνουμε ότι η όλη επιχειρηματολογία βασίστηκε σε νομολογία που αφορά, είτε στον παρεμπίπτοντα έλεγχο ατομικών διοικητικών πράξεων, είτε στον έλεγχο του κατά πόσον ένας, εν ισχύι, κανονισμός δεν πρέπει να τύχει εφαρμογής από το ποινικό δικαστήριο επειδή είναι αντισυνταγματικός ή εκδόθηκε καθ΄υπέρβαση εξουσίας.
Εν προκειμένω, όμως, ο επίμαχος κανονισμός, η ΚΔΠ 406/2011, έχει ήδη καταργηθεί και αντικατασταθεί, από το αρμόδιο όργανο, μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο γεγονότων που αποτέλεσαν κοινό υπόβαθρο. Δεν παραμένει οτιδήποτε άλλο προς άσκηση «παρεμπίπτοντος ελέγχου».
Το ζήτημα των συνεπειών που προκύπτουν από την κατάργηση του κανονισμού δεν έχει την έννοια του «παρεμπίπτοντος ελέγχου» ατομικής διοικητικής πράξης, ούτε την έννοια της μη εφαρμογής ισχύοντος Κανονισμού λόγω αντισυνταγματικότητας ή ultra vires.
Υπό το φως των ανωτέρω, η παρούσα δεν είναι περίπτωση που χωρεί γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με τα νομικά ερωτήματα που παραπέμφθηκαν.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Α. Ρ. Λιάτσος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ. Ν. Γιασεμή, Δ.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΜΣ