ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B494
(2016) 2 ΑΑΔ 1051
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 178/2014
(Σχ. με 179/2014)
24 Oκτωβρίου , 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΑΒΒΑΣ Χ'' ΓΙΩΡΚΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσειόντων
ν.
ΑΡΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Μ. ΠΑΤΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσιβλήτων
--------
Ποινική Έφεση Αρ. 179/2014
(Σχ. με 178/2014)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΑΒΒΑΣ Χ'' ΓΙΩΡΚΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσειόντων
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΤΗ
Εφεσίβλητου
Α. Τερέντης, για Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις
Β. Νικολαϊδου (κα), για Εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις
.....
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δόθηκε αυθημερόν)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα των δύο πιο πάνω ποινικών εφέσεων ήταν παραπονούμενη (κατήγορος) στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 4689/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που συνεδριάζει στο Παραλίμνι, με την οποία είχε προσάψει στην εφεσίβλητη της ποινικής έφεσης 178/14 (κατηγορουμένης 1, στο εξής η εφεσίβλητη) και στο φερόμενο ως διευθυντή της εφεσίβλητο στη δεύτερη ποινική έφεση 179/12 (κατηγορούμενο 4, στο εξής ο εφεσίβλητος) κατηγορίες για ανάκληση πληρωμής χωρίς εύλογη αιτία 12 επιταγών κατά παράβαση των άρθρων 305(Α)(2)[1] και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Για απόδειξη των κατηγοριών, κατέθεσαν για την εφεσείουσα δύο μάρτυρες - ο υπάλληλος της ΣΠΕ Κάτω Πάφου Γ. Ηλία (ΜΚ1) και ο βοηθός διευθυντής της εφεσείουσας Κ. Μιχαήλ (ΜΚ2) με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των οποίων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε εξ ιδίας πρωτοβουλίας την προσκομισθείσα μαρτυρία αναφορικά με το κατά πόσο αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων, κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε και ενόψει τούτου προχώρησε σε αθώωση και απαλλαγή των εφεσιβλήτων με σχετική - ενδιάμεση, όπως την αποκάλεσε - απόφαση. Και αυτό στη βάση ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του (α) δεν αποδείκνυε τη νομική οντότητα της εταιρείας «. δηλαδή κατά πόσο είναι νομότυπα εγγεγραμμένη και εξακολουθεί να υφίσταται», (β) δεν καθόριζε τη σχέση μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου τη στιγμή που αυτός «. κατηγορείται ότι ως διευθυντής ή και ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο συνέδραμε και παρακίνησε την κατηγορούμενη 1 στην έκδοση των επίδικων επιταγών» και (γ) δεν αποδείκνυε ότι ο εφεσίβλητος ήταν εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει για την εφεσίβλητη/εταιρεία. Σ΄ ότι δε αφορά τα κοινώς δηλωθέντα ως παραδεκτά γεγονότα, παρατήρησε ότι «Η δήλωση και έγκριση ως παραδεκτού γεγονότος ότι η υπογραφή επί των επίδικων επιταγών τεκ. 1-12 ανήκει στον κατηγορούμενο 4, ελλείψει των πιο πάνω, δεν είναι δυνατό να οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόφαση να καλέσει τους κατηγορούμενους 1 και 4 σε απολογία (βλ. ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΕΙΑ ΚΟΛΙΑΝΤΡΗΣ ΛΤΔ. ν. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ (2005) 2 Α.Α.Δ. 243, ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΑΪΚΗ v. 1.KOMBOS INVESTMENTS LTD. κ.ά., Ποινική Έφεση 98/11 ημερ. 7.12.2012)».
Η εφεσείουσα αντέδρασε στην αθώωση και απαλλαγή των εφεσιβλήτων από το εκ πρώτης όψεως στάδιο με τις υπό κρίση εφέσεις, στις οποίες διατυπώνει πέντε πανομοιότυπους λόγους έφεσης. Συγκεκριμένα διατείνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν προσκομίσθηκε ενώπιον του μαρτυρία που να αποδείκνυε τη νομική οντότητα της εφεσίβλητης, τη σχέση που αυτή είχε με τον εφεσίβλητο και την ανάκληση των επιταγών (Λόγοι έφεσης 1, 2 και 3). Περαιτέρω, πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι με βάση τη μαρτυρία δεν τεκμηριώθηκαν οι κατηγορίες λόγω κενών στην ύπαρξη πρωτογενών γεγονότων (Λόγος έφεσης 4) και εσφαλμένα δεν κάλεσε σε απολογία την εφεσίβλητη/εταιρεία ώστε να αποδειχθεί στο βαθμό που προβλέπεται από το Νόμο το εύλογο της μη εξόφλησης των επίδικων επιταγών (Λόγος έφεσης 5).
Οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης αναπτύχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας σε δύο πανομοιότυπα διαγράμματα αγόρευσης - ένα για κάθε έφεση - ενώ η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Έχουμε μελετήσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται στο διάγραμμα αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας. Καταλήξαμε πως ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε γνώση των νομικών αρχών για την κλήση ενός κατηγορούμενου σε απολογία - τις οποίες και προσδιόρισε με αναφορά στη Δικαστική Πρακτική του 1962, στην Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9 και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 - εντούτοις απέτυχε να τις εφαρμόσει στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Συγκεκριμένα:-
Σ΄ ό,τι αφορά τη νομική οντότητα της εφεσίβλητης είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε αφενός ότι με την ενώπιον του μαρτυρία είχε εγερθεί το νομικό μαχητό τεκμήριο της κανονικότητας και αφετέρου ότι υπήρξε παραδοχή ότι η εφεσίβλητη ήταν εταιρεία νομότυπα εγγεγραμμένη. Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα υπενθυμίζεται ότι η ύπαρξη διαδίκου αποτελεί προϋπόθεση για την όποια διεκδίκηση και στην περίπτωση που καταδεικνύεται ότι συγκεκριμένος διάδικος λειτουργούσε ως εταιρεία, η μαρτυρία αυτή είναι αρκετή για την έγερση του προαναφερθέντος τεκμηρίου (βλ. Khanji v. Latouros Winners Cars Ltd (2012) 1(B) A.A.Δ. 996 και Κ.Ν.G. Αutoparts Ltd v. Ιωάννου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 689).
Στην υπό εξέταση περίπτωση με βάση τη μαρτυρία του ΜΚ1 - η μαρτυρία του οποίου δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση - η εφεσίβλητη είχε ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό στη ΣΠΕ Κάτω Πάφου στο όνομα της - Αρτοβιομηχανία Μ. Πατής Λτδ - και της παραχωρήθηκε βιβλιάριο επιταγών από το οποίο εξέδιδε επιταγές με εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να τις υπογράφει τον εφεσίβλητο ο οποίος είχε προς τούτο δώσει και δείγμα υπογραφής του. Τα στοιχεία αυτά, αφ΄ εαυτών, ήταν αρκετά για έγερση του προαναφερθέντος τεκμηρίου, επιπροσθέτως του γεγονότος ότι η Υπεράσπιση σε καμιά περίπτωση δεν αμφισβήτησε τις αναφορές των ΜΚ1 και 2 ότι η εφεσίβλητη ήταν εταιρεία. Αντίθετα η γραμμή της Υπεράσπισης είχε με την αντεξέταση του ΜΚ2 περιοριστεί μόνο στο ότι οι επιταγές ανακλήθηκαν δικαιολογημένα από τον εφεσίβλητο, θέμα το οποίο ήταν και το μόνο που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει. Επιπρόσθετα όμως τούτων, με τη μαρτυρία του ο ΜΚ2 είχε, μεταξύ άλλων, καταθέσει ως τεκμ. 18 γραπτή συμφωνία μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης για επίλυση των διαφορών τους ως και αντίγραφο της αγωγής 486/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος, με την οποία η εφεσείουσα αξίωνε εναντίον της εφεσίβλητης αποζημιώσεις για κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση της εν λόγω συμφωνίας. Στο πλαίσιο δε της αγωγής αυτής, η οποία καταχωρίστηκε διαρκούσης της ποινικής διαδικασίας για τις επίδικες επιταγές, η εφεσίβλητη καταχώρισε Υπεράσπιση (τεκμ.21) στην οποία ρητώς παραδέχεται ότι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης νομότυπα εγγεγραμμένη στην Κύπρο.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν τέθηκε ενώπιον του μαρτυρία που να αποδεικνύει την ύπαρξη της εφεσίβλητης ως εταιρείας, σφάλμα που προφανώς εμφιλοχώρησε στη βάση της λανθασμένης αντίληψης πως για το θέμα αυτό θα έπρεπε να προσκομισθεί ειδική μαρτυρία για την εγγραφή της εφεσίβλητης στον Έφορο εταιρειών.
Σε έκδηλο σφάλμα υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και σ΄ ό,τι αφορά τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του για τον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος, όπως έγινε παραδεκτό από την Υπεράσπιση με σχετική δήλωση, ήταν το πρόσωπο που είχε υπογράψει τις επιταγές, το οποίο σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του ΜΚ1 είχε προς τούτο σχετική εξουσιοδότηση από την εφεσίβλητη. Περαιτέρω, σ΄ ό,τι αφορά το πρόσωπο που έδωσε τις εντολές για τη μη πληρωμή των επιταγών, διέφυγε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν θέση και της Υπεράσπισης ότι οι εντολές δόθηκαν από τον εφεσίβλητο και επί του προκειμένου είναι ακατανόητο το τι σχετικά διατυπώνεται στην πρωτόδικη απόφαση. Δηλαδή «. παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω εντολές φέρουν σφραγίδα της κατηγορουμένης 1 εταιρείας, εντούτοις η υπογραφή που υπάρχει στις εντολές μη πληρωμής δεν έχει τεθεί σε ποιον ανήκει. Ο Μ.Κ.1 δεν ανέφερε τίποτε περί τούτου. Ανάφερε μόνο περί οδηγιών ανάκλησης και ότι το έντυπο υπογράφεται από τον πελάτη, χωρίς όμως να πει ποιος στην υπό κρίση υπόθεση υπέγραψε τα έντυπα έτσι ώστε αφενός μεν να υπάρχει η σύνδεση του κατηγορούμενου 4 με την υπογραφή στα τεκμήρια 13 και 13(α) και αφετέρου με την κατηγορούμενη 1 της οποίας η σφραγίδα έχει τεθεί επί των εν λόγω τεκμηρίων και που θα είχε ως αποτέλεσμα την απόδειξη του συστατικού στοιχείου της ανάκλησης της πληρωμής των επίδικων επιταγών.» Παραπέμπουμε σχετικά στη σελ. 32 των πρακτικών όπου κατά την αντεξέταση του ΜΚ2 του υποβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων ότι «. ο λόγος που σταμάτησε τις πληρωμές ο κ. Πατής είναι ακριβώς λόγω της αγωγής και συγκεκριμένα λόγω διαφωνίας με το υπόλοιπο το οποίο χρεώνετο» και «. ότι δικαιολογημένα ο κ. Πατής και η εταιρεία έκαμαν ανάκληση των επιταγών».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επί των υπό αναφορά σημείων δεν είχε τεθεί ενώπιον του μαρτυρία είναι εσφαλμένη. Όπως εσφαλμένη είναι και η απόφασή του ότι δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία για τη σχέση μεταξύ εφεσίβλητης εταιρείας και εφεσίβλητου, τη στιγμή που ο εφεσίβλητος ήταν το εξουσιοδοτημένο από την εφεσίβλητη πρόσωπο να υπογράφει επιταγές και αυτός - ως είχε εξουσία - έδωσε και τις εντολές για τη μη πληρωμή τους. Προφανώς επί του θέματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε λανθασμένη καθοδήγηση από τις Γαλακτοκομεία Κολιαντρής Λτδ και Καϊκη (ανωτέρω) όπου, υπό τα περιστατικά των εν λόγω υποθέσεων, κρίθηκε πως η υπογραφή ενός προσώπου σε επιταγή χωρίς οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία δε στοιχειοθετεί από μόνη της το στοιχείο της συνδρομής στη διάπραξη του αδικήματος της έκδοσης επιταγής, παραγνωρίζοντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του στην υπό κρίση υπόθεση όπου η συνδρομή του εφεσίβλητου στη διάπραξη των υπό αναφορά αδικημάτων είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως με τις εντολές που έδωσε για μη εξαργύρωση των επιταγών.
Για όλα τα πιο πάνω οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με €1.500 συν ΦΠΑ έξοδα προς όφελος της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, ο δε φάκελος της υπόθεσης παραπέμπεται στον ίδιο Δικαστή για ολοκλήρωση της υπόθεσης.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 305Α.-(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή έχει καταστεί πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές: