ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B435
(2016) 2 ΑΑΔ 805
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 44/2015)
16 Σεπτεμβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους (κα), για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ex tempore
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο Εφεσείων, που ήταν πρώτος κατηγορούμενος στην υπόθεση 13921/2014 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης ποινής ως προϊόν άνισης μεταχείρισης (disparity) εις βάρος του και επομένως ως άδικη υπό τις περιστάσεις. Βασίζεται στο γεγονός ότι στον ίδιο τον Εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3½ ετών ενώ στον συγκατηγορούμενό του, πρώην δεύτερο κατηγορούμενο ενώπιον του Κακουργιοδικείου, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών, όμως, η ποσότητα ναρκωτικών για την οποία κατηγορούνταν οι δύο κατηγορούμενοι ήταν περίπου ένα κιλό για τον Εφεσείοντα - πρώτο κατηγορούμενο και περίπου δύο κιλά για τον πρώην δεύτερο κατηγορούμενο. Οι κατηγορίες αφορούσαν σε κατοχή και προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή κάνναβης.
Τα γεγονότα και ο ρόλος των δύο κατηγορούμενων περιγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την επιβολή ποινής. Την 1.1.2014, μετά από πληροφορία, ανευρέθηκαν σε πρατήριο βενζίνης στο Καλό Χωριό Λάρνακας οι δύο κατηγορούμενοι και εκεί διαπιστώθηκαν τα γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο των κατηγοριών και της καταδίκης τους. Στην πραγματικότητα και οι δύο κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν τις κατηγορίες, συνεργάστηκαν με τις αστυνομικές αρχές και όταν κατηγορήθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου παραδέχθηκαν ενοχή, δείχνοντας έτσι και την έμπρακτη μεταμέλειά τους. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν του τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις και των δύο κατηγορουμένων και στην περίπτωση του Εφεσείοντα έλαβε υπόψιν του και το ύψος της ποινής 4ετούς φυλάκισης που είχε επιβάλει στον πρώην συγκατηγορούμενό του Μάριο Αντωνίου, στις 10.2.2015. Η ποινή στον Εφεσείοντα επιβλήθηκε στις 6.3.2015.
Το Κακουργιοδικείο, αφού έλαβε υπόψιν του το ύψος της ποινής των τεσσάρων ετών που επέβαλε στον δεύτερο κατηγορούμενο για κατοχή και προμήθεια 1980,30 γραμμαρίων καννάβεως, ότι στην περίπτωση του Εφεσείοντα η ποσότητα καννάβεως ήταν 993.4 γραμμάρια και αφού συνυπολόγισε και το γεγονός ότι ο Εφεσείων βαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη, η οποία όμως δεν ήταν παρομοίας φύσεως, επέβαλε στον Εφεσείοντα την προαναφερθείσα ποινή της φυλάκισης 3½ ετών σε κάθε μία από τις δύο κατηγορίες της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β. Οι ποινές συνέτρεχαν τόσο για τον Εφεσείοντα όσο και για τον πρώην κατηγορούμενο 2.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα μας κάλεσε να μειώσουμε την ποινή φυλάκισης των 3½ ετών που επεβλήθη στον πελάτη του για το λόγο ότι, τηρουμένων των αναλογιών, ο Εφεσείων είναι θύμα άνισης μεταχείρισης εκ μέρους του Κακουργιοδικείου. Εισηγήθηκε ότι ουσιώδης παράγων και ουσιώδες στοιχείο στην επιμέτρηση της ποινής στην περίπτωση της κατοχής και προμήθειας ναρκωτικών είναι η ποσότητα των ναρκωτικών.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής αναφορικά με τους παράγοντες, ελαφρυντικούς και επιβαρυντικούς, που λαμβάνονται υπόψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής, σε υποθέσεις κατοχής και προμήθειας ναρκωτικών. Η ποσότητα βεβαίως είναι ένας ουσιαστικός παράγων ο οποίος λαμβάνεται υπόψιν. Όμως, δεν είναι ο μόνος παράγων. Ούτε και η ποινή προσλαμβάνει τη μορφή μηχανιστικής μαθηματικής πράξης με καθοριστικό και μόνο παράγοντα την ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών. Είναι η ευρύτερη, ποινικά κολάσιμη, συμπεριφορά του κατηγορούμενου που κυρίως επιμετρείται. Και, στην προκείμενη περίπτωση, η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του Εφεσείοντα ήταν παρόμοια με εκείνη του πρώην δεύτερου κατηγορούμενου. Ο ρόλος των δύο κατηγορουμένων δεν διαφοροποιείται. Οι συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα δεν διαφοροποιούνται. Η παραδοχή των δύο κατηγορουμένων, η συνεργασία τους με τις αστυνομικές αρχές και η μεταμέλεια τους επίσης είναι οι ίδιες. Η μόνη διαφορά μεταξύ των αδικημάτων που διέπραξαν οι δύο κατηγορούμενοι ήταν ως προς την ποσότητα, που ήταν διπλάσια περίπου για τον δεύτερο κατηγορούμενο σε σχέση με τον πρώτο κατηγορούμενο - Εφεσείοντα.
Όμως, ο Εφεσείων βαρύνετο και με μια προηγούμενη καταδίκη, επομένως δεν ήταν λευκού ποινικού μητρώου σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο 2 ο οποίος ήταν λευκού ποινικού μητρώου και επομένως δικαιούτο στην επιείκεια του Δικαστηρίου ένεκα του λευκού του ποινικού μητρώου.
Η αρχή της ίσης μεταχείρισης συγκατηγορουμένων καθιερώθηκε στη νομολογία με σκοπό τη θεραπεία οποιασδήποτε αίσθησης αδικίας και άνισης μεταχείρισης που μπορεί να αισθανθεί ένας κατηγορούμενος συγκρίνοντας την ποινή που του επιβάλλεται με την ποινή που επιβλήθηκε σε άλλο συγκατηγορούμενό του. Δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών και ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε υπόθεσης, δεν θα πρέπει οποιοσδήποτε κατηγορούμενος να τυγχάνει αυστηρότερης μεταχείρισης από εκείνη που έτυχε ο συγκατηγορούμενος ή οι συγκατηγορούμενοί του.
Όπως τονίζεται σχετικά στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση αρ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779:
«Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει την ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον της δικαιοσύνης. Στην έκταση που καλύπτει την επιβολή ποινής είναι υποχρέωση του Δικαστηρίου να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσους βρίσκονται στην ίδια θέση. Αλλως η ανισότητα προκαλεί, δικαιολογημένα, αισθήματα αδικίας. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε η φράση «ίσοι ενώπιον του νόμου», δεν σημαίνει αριθμητική εξίσωση, αλλά ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων. Όπως καθορίστηκε στην απόφαση Koukos v. Police (1986) 2 CLR 1 «για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική». Περαιτέρω, η όποια ανισότητα στη μεταχείριση αδικοπραγούντων πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά ή νομικά κριτήρια (D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2η έκδοση, σελ. 71). Η διαφοροποίηση στην ποινή ανόμοιων καταστάσεων δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας και δεν αποκλείονται βεβαίως εύλογες διακρίσεις που μπορεί και πρέπει να γίνονται λόγω της διαφορετικής φύσης της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Όπου ένας παραβάτης διαθέτει ευεργέτημα το οποίο δεν διαθέτει άλλος συγκατηγορούμενός του καλύπτεται και από ανάλογο ελαφρυντικό, το οποίο επιβάλλεται να αντανακλάται στο ύψος και στη διαφοροποίηση της ποινής.»
Στην προκείμενη περίπτωση, αφού λάβαμε υπόψιν τόσο τις συνθήκες όσο και όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, θεωρούμε πως η επιβολή ποινής 3½ ετών στον Εφεσείοντα και τεσσάρων ετών στον πρώην κατηγορούμενο 2, υπό τις περιστάσεις, δεν συνιστά άνιση μεταχείριση εις βάρος του Εφεσείοντα. Δεν θεωρούμε δηλαδή ότι ο Εφεσείων - κατηγορούμενος 1 έτυχε άδικης ή άνισης μεταχείρισης από το Κακουργιοδικείο σε σύγκριση με τον δεύτερο κατηγορούμενο. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση απορρίπτεται.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.