ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B438
(2016) 2 ΑΑΔ 810
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ. 109/2016)
20 Σεπτεμβρίου, 2016
Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΛΛΗΣ
Εφεσείων
ν.
AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
- - - - - - - - -
Α.Μιχαήλ, (κα.), για τον εφεσείοντα
Σ.Συμεού, - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων - κατηγορούμενος 2 σε ποινική υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου είχε βρεθεί ένοχος κατόπιν παραδοχής στην κατηγορία διάρρηξης κατοικίας κατά παράβαση των άρθρων 291, 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 όπως τροποποιήθηκε (1η κατηγορία) και στην κατηγορία της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, όπως επίσης τροποποιήθηκε (2η κατηγορία).
Με βάση τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ο εφεσείων μεταξύ των ημερομηνιών 13.4.2012 και 16.4.2012 στο Μούτταλο της επαρχίας Πάφου διέρρηξε και εισήλθε στην κατοικία του παραπονούμενου Χ.Χ΄Χαραλάμπους και διέπραξε μέσα σ΄αυτήν κακούργημα δηλαδή την κλοπή που αναφέρεται στην 2η κατηγορία. Συγκεκριμένα κλάπηκαν 2 τηλεοράσεις, 1 ηλεκτρονικός υπολογιστής, κλειδιά αυτοκινήτου, καθώς και χρυσαφικά. (Η αξία των κοσμημάτων ενώ παρουσιάζεται στο κατηγορητήριο να είναι €30.000 στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται δεκτό ότι η αξία είναι πολύ μικρότερη).
Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν πρωτοδίκως άμεσες ποινές φυλάκισης 6 και 4 μηνών οι οποίες συνέτρεχαν και εισήγηση για αναστολή των ποινών απορρίφθηκε. Ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με 2 λόγους έφεσης. Ο 1ος λόγος αφορά τη θέση του ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά τη φραστική αναφορά δεν αποδίδει στην πραγματικότητα τη βαρύτητα που άρμοζε στο σύνολο των ελαφρυντικών που την αφορούν, ειδικά τις προσωπικές του παραστάσεις, (τα δύο ανήλικα παιδιά του που διαμένουν μαζί του, κάτω από τη δική του φροντίδα), το χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής (4 και πλέον χρόνια), το λευκό του ποινικό μητρώο και την έμπρακτη μεταμέλεια του.
Ο 2ος λόγος αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία και παρέλειψε να αναστείλει την ποινή φυλάκισης που επέβαλε σε συνάρτηση με τις προσωπικές του συνθήκες και το χρόνο που διέρρευσε μέχρι την επιβολή ποινής.
Τα παράπονα του εφεσείοντα θα εξεταστούν αφού πρώτα σκιαγραφηθούν σε συντομία τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση.
Στις 16.4.2012 καταγγέλθηκε στην Αστυνομία ότι μεταξύ 13.4.2012 και 16.4.2012 διαρρήχθηκε η οικία του παραπονούμενου στον Μούτταλο Πάφου, από την οποία κλάπηκαν 2 τηλεοράσεις αξίας €900, 1 ηλεκτρονικός υπολογιστής αξίας €500, διάφορα χρυσαφικά και το αυτοκίνητο της Toyota Corolla που ήταν σταθμευμένο και κλειδωμένο στην αυλή της εν λόγω κατοικίας.
Η Αστυνομία αξιοποιώντας πληροφορίες, ερεύνησε αυθημερόν το διαμέρισμα του Α.Αντωνίου (κατηγορούμενου 1, πρωτοδίκως) στο οποίο εντόπισε τη μια από τις δύο κλαπείσες τηλεοράσεις και τον κλαπέντα ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ακολούθησε προφορική ανάκριση του κατηγορούμενου 1 ο οποίος, αφού ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων και κατονόμασε ως συνεργάτη του τον εφεσείοντα, οδήγησε την Αστυνομία στο χώρο όπου ήταν σταθμευμένο το κλαπέν αυτοκίνητο αναφέροντας πως τα κλειδιά του αυτοκινήτου τα είχε ο εφεσείων. Αποκαλύφθηκε, και είναι μέρος των γεγονότων που αποδέχεται το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν από τον εφεσείοντα ως εκδίκηση προς τον παραπονούμενο που είναι θείος του, λόγω προβλημάτων περιουσιακής φύσεως που είχε η οικογένεια του εφεσείοντα με τον παραπονούμενο. Να σημειωθεί επίσης ότι η κλαπείσα περιουσία σχεδόν στην ολότητα της ανευρέθηκε και παραδόθηκε στον παραπονούμενο.
΄Εχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των πιο πάνω λόγων έφεσης και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία των δύο πλευρών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έχει καθοδηγηθεί από τη νομολογία ως προς τη σοβαρότητα αδικημάτων που αφορούν διαρρήξεις και κλοπές. Όπως είχαμε την ευκαιρία πρόσφατα στην υπόθεση Bandits v. Aστυνομίας, ποιν.υποθ. 94/15 ημερ. 21.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:B696 να επαναλάβουμε: «Οι κλοπές, διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης», οπότε η ποινή πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Παρά το ότι οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη δέον να λαμβάνονται υπόψη, αυτό δεν πρέπει να γίνεται στο βαθμό και κατά την έκταση που να εξουδετερώνει το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής.
΄Εχοντας τα πιο πάνω κατά νου, καθώς επίσης και το γεγονός ότι το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας τιμωρείται κατά το ανώτατο όριο 7 ετών φυλάκισης (αρ.292 του Ποινικού Κώδικα), κρίνουμε ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 6 μηνών δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έκδηλα υπερβολική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο βαθμό που ήταν θεμιτό έλαβε υπόψη ένα προς ένα τα ελαφρυντικά που αφορούσαν τον τριανταενιάχρονο εφεσείοντα και ιδιαίτερα την παραδοχή του, το λευκό ποινικό μητρώο και τις προσωπικές του περιστάσεις. Επίσης σημειώνοντας την πορεία της υπόθεσης από την καταχώρηση της μέχρι τέλους αφού ανέφερε ότι το μεγαλύτερο μέρος της καθυστέρησης οφείλεται στον εφεσείοντα, εξήγησε γιατί ο παράγοντας της καθυστέρησης δεν μπορούσε να λειτουργήσει εξ ολοκλήρου υπέρ του εφεσείοντα. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία από την ευπαίδευτη συνήγορο στην ανάγκη παρουσίας του εφεσείοντα στην οικογενειακή εστία σε συνάρτηση με τα δυο του παιδιά. Ωστόσο το γεγονός αυτό έχει τεθεί και έχει ληφθεί υπόψη στο βαθμό που ήταν θεμιτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι δε λοιπές του περιστάσεις σταθμίστηκαν σε ορθό πλαίσιο και η ποινή με κανένα τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική. Διαφωνούμε ακόμη με τη θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο κίνητρο της διάπραξης των αδικημάτων.
Όπως έχει νομολογηθεί το ποινικό μέτρο καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει και την ευθύνη προς τούτο. Το δε Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, ή υπερβολική, ή αναδεικνύει σφάλμα αρχής. (Βλ. Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, Βezanidis ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785). Θεωρούμε καταληκτικά ότι ο 1ος λόγος έφεσης δεν έχει αντίκρισμα και θα πρέπει να απορριφθεί.
Ως προς το 2ο λόγο που αφορά την ορθότητα ή μη της μη αναστολής της ποινής φυλάκισης, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε ορθά τους παράγοντες σε συνάρτηση με τη νομολογία και ορθά έκρινε ότι δεν παρήχετο περιθώριο για αναστολή της ποινής φυλάκισης, σημειώνοντας ότι οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες περιστάσεις του εφεσείοντα όπως και όλοι οι λοιποί μετριαστικοί παράγοντες λήφθηκαν υπόψη με αποτέλεσμα τον περιορισμό του χρόνου της ποινής φυλάκισης. Όμως, δεν είναι τέτοιας έκτασης και φύσης που να δικαιολογούσαν την αναστολή, αφού το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του δράστη, συνολικά ορώμενα, δεν είχαν τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να προσμετρήσουν υπέρ της αναστολής (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας κ.ά. Ποιν. έφ. 27/16 κ.ά. ημερ. 19.7.2016).
Η έφεση απορρίπτεται.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.