ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Φ.Φανής, για τον εφεσείοντα Χρ.Μούσκος, για τον Εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-09-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ, Πoινική ΄Εφεση αρ. 100/2014, 27/9/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D448

(2016) 2 ΑΑΔ 816

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                          oινική ΄Εφεση αρ. 100/2014)

 

27 Σεπτεμβρίου, 2016

 

Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες

 

ΠΑΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Εφεσείων

        ν.

        ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ

         

        Εφεσίβλητος

        - - - - - - - - -

Φ.Φανής, για τον εφεσείοντα

Χρ.Μούσκος, για τον Εφεσίβλητο

  - - - - - - - - -

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

           Α Π Ο Φ Α Σ Η

      

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων - κατηγορούμενος αντιμετώπιζε πρωτοδίκως διάφορες κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα ως προς την άσκηση επαγγέλματος κτηματομεσίτη χωρίς τη σχετική άδεια κατά παράβαση διαφόρων διατάξεων του περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10 και άλλα συναφή. 

 

Η υπόθεση κατεχωρήθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 13.12.2012 και ο εφεσείων με απάντηση μη παραδοχής, εμφανίστηκε σε διάφορες δικασίμους της υπόθεσης.  Μάλιστα, όπως μας ετέθη ως κοινό έδαφος, προσωρινό διάταγμα που εξεδόθη εναντίον του εκ συμφώνου κατέστη απόλυτο.  Στη συνέχεια όμως κατά τη δικάσιμο της 31.10.2013, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο δικηγόρος του δήλωσε ότι είχαν γίνει προσπάθειες να επικοινωνήσουν με αυτόν πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα.  Ως εκ τούτου, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και κατασχέθηκε ποσό της εγγύησης του.  Στις 5.12.2013 ημερομηνία που ορίστηκε για έλεγχο του εντάλματος σύλληψης  όχι μόνο δεν εμφανίστηκε ο εφεσείων αλλά ούτε και ο δικηγόρος του το έπραξε.  Η υπόθεση παρέμεινε για περαιτέρω έλεγχο στις 3.2.2014, κατά την οποία δικάσιμο η δικηγόρος που εμφανίστηκε γι΄αυτόν δεν ανέφερε οτιδήποτε για την απουσία του.  Στις 19.3.2014 ο κ.Φανή, ο δικηγόρος που εμφανίστηκε και ενώπιον μας για τον εφεσείοντα, ανέφερε ότι ο πελάτης του απουσιάζει μόνιμα στο εξωτερικό και δεν έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του με αποτέλεσμα να αιτηθεί αδείας για απόσυρση από δικηγόρος του.  Το αίτημα εγκρίθηκε και το Δικαστήριο επαναόρισε την υπόθεση στις 16.4.2014 και πάλι για έλεγχο του εντάλματος.  Την ως άνω ημερομηνία αφού επιβεβαιώθηκε από την Αστυνομία η απουσία του εφεσείοντα στο εξωτερικό η κατηγορούσα αρχή ανέφερε ότι ο εφεσείων ήταν παρών σε αρκετές δικασίμους και στη συνέχεια επέλεξε να μην εμφανίζεται πλέον.  Ως εκ τούτου αιτήθηκε από το Δικαστήριο να ενεργοποιήσει την εξουσία του και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του εφεσείοντα.  Το Δικαστήριο αποφάσισε ως εξής: «Ασκώντας τη διακριτική εξουσία που μου παρέχει η συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 63, 89 και 113 του Κεφ.155 και λαμβάνοντας καθοδήγηση από το Σύγγραμμα Blackstone, Criminal Practice, 2002, σελ.1399 το αίτημα εγκρίνεται.  Η υπόθεση ορίζεται για απόδειξη στις 28.04.2014 στις 09.00.  Το ένταλμα σύλληψης του κατηγορουμένου ακυρώνεται.»

 

 

Στις 28.4.2014 όντως το Δικαστήριο προχώρησε με απόδειξη της υπόθεσης και ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα και του επέβαλε χρηματική ποινή στις 5 κατηγορίες που αντιμετώπιζε συνολικού ποσού €2.100.  Προσθέτως εξέδωσε διάταγμα με το οποίο «απαγορεύετο στον εφεσείοντα να ασκεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο «οιανδήποτε ενέργεια σχετική με την κτηματομεσιτεία χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο σχετικό μητρώο και χωρίς να έχει εν ισχύ την απαιτούμενη άδεια».

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση έχοντας στην ουσία ένα παράπονο, ότι δηλαδή λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το ένταλμα σύλληψης και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και στην καταδίκη του εφεσείοντα in absentia.  Παρά το ότι οι λόγοι έφεσης είναι αριθμητικά τρεις όλοι ανάγονται στον πιο πάνω πυρήνα της εσφαλμένης, κατά την κρίση του εφεσείοντα, ενέργειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του κατηγορουμένου.  ΄Ολη η επιχειρηματολογία και των δύο ευπαιδεύτων συνηγόρων περιστράφηκε σ΄αυτό το σημείο.  Ομοίως και εμείς θα ασχοληθούμε επί του θέματος που εκ των πραγμάτων καθορίζει και την όλη εξέλιξη της διαδικασίας. 

 

Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο που καθορίζει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκδικάζει ποινικές υποθέσεις στην απουσία κατηγορουμένου καθορίζεται από το άρθρο 89(1) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.154 το οποίο έχει ως εξής:

 

Άρθρο 89(1):

«Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπιν απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.

            .............................».

 

(Σχετικά επίσης είναι τα άρθρα 63 και 112 της Ποινικής Δικονομίας).

 

 

Είναι γεγονός ότι η παρουσία ενός κατηγορουμένου σε μια δίκη μπορεί ταυτόχρονα να νοηθεί και σαν δικαίωμα και σαν υποχρέωση.  Η διφυής αυτή φύση διέπεται από τις αρχές που αφορούν την προστασία της έννομης τάξης η οποία καθορίζεται από την ανάγκη σεβασμού της δικαστικής διαδικασίας ως προαπαιτούμενο για την ύπαρξη της.  Επίσης διέπεται από τις αρχές προστασίας του ατομικού δικαιώματος της παρουσίας ενός ατόμου σε διαδικασία που τον αφορά, ποινικής υφής, με τις συνέπειες που μπορεί αυτή να έχει. 

 

Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία, αλλά και το κείμενο του πιο πάνω άρθρου, το θέμα ανάγεται - και σωστά - σαν θέμα που αφορά άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ως του μόνου κριτή εξισορρόπησης της διφυούς φύσεως της παρουσίας του κατηγορούμενου, ανάλογα ως δικαιώματος και ως υποχρεώσεως.

 

Η συμπεριφορά του ίδιου του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με τη φύση της υπόθεσης και την ποινή που δύναται να επιβληθεί είναι δύο βασικοί παράμετροι που το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ασκώντας τη σχετική διακριτική του εξουσία.  Ωστόσο και σε σοβαρές υποθέσεις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκαση στην απουσία του κατηγορουμένου, αν η απουσία του είναι αποτέλεσμα οικειοθελούς πράξης με σκοπό την παρεμπόδιση της πορείας της δικαιοσύνης.  

 

Στο Σύγγραμμα των κ.κ. Λοίζου και Πική Criminal Procedure in Cyprus, αναφέρονται και τα εξής (στη σελίδα 79):

 

            "The accused has a right to be present at his trial, a right safeguarded by the provisions of Articles 12 and 30 of the Constitution and those of Article 6 of the European Convention on Human Rights, ratified by Law 118 of 1968.  Further he has a duty to be present at his trial unless his appearance has been dispensed with under Cap.155 and in particular sections 45(1) and 63(3).  In the case of The Republic v. Demetriades and Another, the Supreme Court held (Hadjianasstassiou, J., dissenting) that the obligation cast on the accused to be present at his trial is not inconsistent and does not frustrate his right to attend.  Reasonable force may be exercised to bring the accused before the Court.  Exceptionally, the Court may decide, in the exercise of its discretion, to proceed with the hearing of a serious criminal case in the absence of the accused; reasons relating to the proper administration of justice may dictate such course, especially where the absence of the accused is the product of a deliberate act, intended to frustrate the course of justice..)

            (ο τονισμός είναι δικός μας) 

 

 

Από παλαιά η νομολογία ασχολήθηκε με το θέμα.  Σχετικές είναι οι ακόλουθες αποφάσεις: Christos Kapodistria v. Petrakis 22 C.L.R. 181, Niazi Ahmed v. The Police 19 C.L.R. 127, Socratis v. The Police (1967) 2 C.L.R. 26, The Republic v. Demetriades and another (1973) 11 J.S.C. 1458, Ioannis Socratis alias "Kokkalos" v. The Police (1967) 2 C.L.R. 26Μichael ν. the Police (1987) 2 C.L.R. 78.

 

 

Στην υπόθεση R. v. Jones (RE W)(NO 2) (1972) 2 All E.R.  σελ. 731 τονίστηκε πως παρόλο ότι ως γενικός κανόνας ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να είναι παρών στη δίκη του, εάν οικειοθελώς απεκδύεται του δικαιώματος του, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να συνεχίσει την διαδικασία στην απουσία του.  Το Αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την διακριτική του εξουσία να συνεχίσει στην απουσία του κατηγορούμενου αφού ενώ γνώριζε την ημέρα συνέχισης της δίκης, παρέλειψε να εμφανισθεί.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι μας παρέπεμψαν και σε πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την Αριστοδήμου ν. ΚΟΤ (2007) 2 Α.Α.Δ. 193, Τσαγκάρη ν. Ντατίδου (2012)2 Α.Α.Δ. 183 και Ποταμός ν. Alpha Bank Cyprus (Ltd) (2012)2 A.A.Δ. 167Στην τελευταία αυτή απόφαση αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 172:

 

«Είναι καλά νομολογημένη αρχή ότι κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση έχει δικαίωμα να είναι παρών κατά τη δίκη του και να ακούεται, γι' αυτό, άλλωστε, κλητεύεται. Σε περιπτώσεις συνοπτικής δίκης, το ζήτημα της παρουσίας ή μη κατηγορουμένου διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 89(1)*** του Νόμου. Κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο θα προχωρήσει στην απουσία κατηγορουμένου να ακούσει την υπόθεση και να επιβάλει ποινή ή να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για να είναι αυτός παρών, επαφίεται στη διακριτική του εξουσία, η οποία ασκείται δικαστικά. Κατά την άσκησή της, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως η φύση και η σοβαρότητα των κατηγοριών, κατά πόσο αυτές ενέχουν το στίγμα της ανεντιμότητας, το είδος και το ύψος της ποινής που επιβάλλεται για τέτοιου είδους κατηγορίες, εάν ο κατηγορούμενος βαρύνεται ή όχι με προηγούμενες καταδίκες - (βλ. Niazi Ahmed v. Police 19 C.L.R. 127· Michael a.o. v. Police (1987) 2 C.L.R. 78 και Αριστοδήμου v. Κ.Ο.Τ. (2007) 2 Α.Α.Δ. 193) - κατά πόσο αυτός έχει παραιτηθεί οικειοθελώς του δικαιώματος να είναι παρών, ή, καίτοι απών, εκπροσωπείται από συνήγορο και δηλώνει ότι επιθυμεί να είναι παρών.»

 

 

Στην υπόθεση Λουκαϊδης ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 36/14 ημερ. 9.12.2014 επαναλήφθηκε η προηγούμενη νομολογία και η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε σχέση με το άρθρο 89(1) ανωτέρω.  Επικυρώθηκε δε η πρωτόδικη προσέγγιση να προχωρήσει το Δικαστήριο στην επιβολή ποινής στην απουσία του εφεσείοντα.

 

Στο Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016 σελ.1923 υπό τον τίτλο Failure of an accused to appear τονίζεται η σημασία του οικειοθελούς της παραίτησης εκ του δικαιώματος παρουσίας, αλλά και ταυτόχρονα επιδοκιμάζεται η ανάγκη εξέτασης του θέματος υπό το πρίσμα πάντοτε των συμφερόντων της δικαιοσύνης  "With due regard for the interest of justice".  {Βλ. επίσηςR (Drinkwater) v. Solibull Magistrates' Court (2012) 176 JP 401 και R (Killick) ν. West London Magistrates' Court (2012) EWHC 3864 (Admin) at (17)}. 

 

Στη Hayward & Οrs, R v {2001} ΕWCA Crim 168 (31st January, 2001) αφού έγινε ευρεία ανασκόπηση της ευρωπαϊκής και αγγλικής νομολογίας, το Δικαστήριο προχώρησε στη διατύπωση 5 βασικών αρχών[1] για καθοδήγηση ως προς την εκδίκαση υποθέσεων στην απουσία κατηγορουμένου.  Επίσης  χρήσιμη είναι και η υπόθεση Regina v. Jones {2002} UKHL 5 (20th February 2002) στην οποία αναφέρεται ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στη νομολογία του ΕΔΑΔ που να εισηγείται καν ότι εκδίκαση ποινικής υπόθεσης ενός κατηγορουμένου στην απουσία του είναι ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Παρατηρούμε ότι προκύπτει από τη νομολογία πως η κρατούσα τάση είναι η εκδίκαση να λαμβάνει χώρα στην παρουσία του κατηγορουμένου.  Εξίσου όμως δυναμικά προκύπτει η ανάγκη διασφάλισης του κύρους της διαδικασίας ως μέρος της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου να πράττει διαφορετικά αν το θεωρεί ότι η πορεία αυτή προστατεύει και διαφυλάσσει το κύρος της διαδικασίας.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση τα ακόλουθα είναι σχετικά:

 

(α)  Ο εφεσείων για αρκετό χρονικό διάστημα γνώριζε τις επίδικες ημερομηνίες και ήταν παρών σε αυτές.  Μάλιστα, όπως μας έχει λεχθεί, συγκατατέθηκε στην έκδοση συντηρητικού διατάγματος εναντίον του, εκκρεμούσης της δίκης.

 

(β)  Ο εφεσείων δια δικής του επιλογής προτίμησε να μην εμφανιστεί περαιτέρω στην εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης που τον αφορούσε και που γνώριζε ότι υπήρχε.  Μάλιστα δια των λεγομένων των δικηγόρων του στο πρωτόδικο Δικαστήριο προκύπτει ότι δεν τους πληροφόρησε δεόντως για την απουσία του στο εξωτερικό ούτε και τους έδωσε σχετικές οδηγίες.  Προφανώς γι΄αυτό το λόγο ζήτησαν άδεια να αποσυρθούν από το Δικαστήριο. 

 

(γ)  Είχαν τεθεί κατά πάντα χρόνο όλα τα αναγκαία προαπαιτούμενα για να είναι ο εφεσείων παρών στη δίκη του.

 

(δ)  Η φύση της υπόθεσης ως εκ των εκτεθέντων στο κατηγορητήριο αδικημάτων δεν ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογείτο επιβολή ποινής φυλάκισης.

 

(ε)  Το περιεχόμενο του διατάγματος εναντίον του εφεσείοντα δεν ήταν τέτοιας υφής και εμβέλειας ώστε να καταστρατηγείτο θεμελιώδες δικαίωμα του, αφού στην πραγματικότητα εκ του ιδίου του νόμου δεν εδικαιούτο να ασκεί επάγγελμα κτηματομεσίτη χωρίς άδεια.  Το εν λόγω διάταγμα στην ουσία του επαναλαμβάνει την εκ του νόμου προνοούμενη διάταξη.

 

Ως εκ των πιο πάνω είναι φανερό ότι είναι ο ίδιος ο εφεσείων ο οποίος απεκδύθηκε του δικαιώματος του να είναι παρών στη δίκη του, δείχνοντας αδιαφορία για την εξέλιξη και το αποτέλεσμα της.  Παρόμοια ήσαν τα περιστατικά στην υπόθεση R. v. Jones (ανωτέρω). Το είδος της ποινής και του εκδοθέντος διατάγματος διαφοροποιούν την υπόθεση αυτή από την Αριστοδήμου ν. ΚΟΤ (ανωτέρω).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επέμενε ιδιαίτερα στο ότι ήταν λάθος η ενέργεια του Δικαστηρίου ενώ είχε αποφασίσει προηγουμένως ότι το ενδεδειγμένο μέτρο ήταν η έκδοση εντάλματος σύλληψης, «να αναιρέσει την απόφαση του αυτή» με το να ακυρώσει το ένταλμα και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.  Ουσιαστικά ο κ.Φανή είχε την πεποίθηση ότι το Δικαστήριο μόνο μία φορά ασκεί τη σχετική διακριτική του εξουσία και αφ΄ης στιγμής την ασκήσει δεν δικαιούται να τη διαφοροποιήσει. 

 

Διαφωνούμε πλήρως με αυτή την προσέγγιση η οποία όχι μόνο αντίκειται στον ίδιο το Νόμο αλλά και πλήττει την εγγενή εξουσία  του Δικαστηρίου να ελέγχει και να διασφαλίζει τη διαδικασία και να επεμβαίνει με το δέοντα τρόπο αναλόγως με τις δικονομικές εξελίξεις και τα αιτήματα που του υποβάλλονται.  Η κατηγορούσα αρχή εν προκειμένω στο στάδιο που ερεύνησε πλέον τα πράγματα ως προς την απουσία του εφεσείοντα, θεώρησε ορθό ενεργοποιώντας τη σχετική δυνατότητα της Ποινικής Δικονομίας να αιτηθεί ακύρωση του εντάλματος και εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του εφεσείοντα.  Το Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση του, το επέτρεψε.   Όχι μόνο δεν βρίσκουμε ο,τιδήποτε μεμπτό στην πρωτόδικη διαδικασία αλλά θα πρέπει να πούμε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα ενέχει το στοιχείο περιφρόνησης προς τη δικαστική διαδικασία, αφού πρώτα επέλεξε να μη παρουσιαστεί σ΄αυτή, τώρα να παρουσιάζεται ως παραπονούμενος για την εξέλιξη αυτή.  Συνεπώς η πρωτόδικη προσέγγιση λειτούργησε ως διασφάλιση του κύρους της διαδικασίας, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €1,500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

                                                          ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1]22. In our judgment, in the light of the submissions which we have heard and the English and European authorities to which we have referred, the principles which should guide the English courts in relation to the trial of a defendant in his absence are these:

1. A defendant has, in general, a right to be present at his trial and a right to be legally represented.

2. Those rights can be waived, separately or together, wholly or in part, by the defendant himself. They may be wholly waived if, knowing, or having the means of knowledge as to, when and where his trial is to take place, he deliberately and voluntarily absents himself and/or withdraws instructions from those representing him. They may be waived in part if, being present and represented at the outset, the defendant, during the course of the trial, behaves in such a way as to obstruct the proper course of the proceedings and/or withdraws his instructions from those representing him.

3. The trial judge has a discretion as to whether a trial should take place or continue in the absence of a defendant and/or his legal representatives.

4. That discretion must be exercised with great care and it is only in rare and exceptional cases that it should be exercised in favour of a trial taking place or continuing, particularly if the defendant is unrepresented.

5. In exercising that discretion, fairness to the defence is of prime importance but fairness to the prosecution must also be taken into account. The judge must have regard to all the circumstances of the case including, in particular:

(i) the nature and circumstances of the defendant's behaviour in absenting himself from the trial or disrupting it, as the case may be and, in particular, whether his behaviour was deliberate, voluntary and such as plainly waived his right to appear;

(ii) whether an adjournment might result in the defendant being caught or attending voluntarily and/or not disrupting the proceedings;

(iii) the likely length of such an adjournment;

(iv) whether the defendant, though absent, is, or wishes to be, legally represented at the trial or has, by his conduct, waived his right to representation;

(v) whether an absent defendant's legal representatives are able to receive instructions from him during the trial and the extent to which they are able to present his defence;

(vi) the extent of the disadvantage to the defendant in not being able to give his account of events, having regard to the nature of the evidence against him;

(vii) the risk of the jury reaching an improper conclusion about the absence of the defendant;

(viii) the seriousness of the offence, which affects defendant, victim and public;

(ix) the general public interest and the particular interest of victims and witnesses that a trial should take place within a reasonable time of the events to which it relates;

(x) the effect of delay on the memories of witnesses;

(xi) where there is more than one defendant and not all have absconded, the undesirability of separate trials, and the prospects of a fair trial for the defendants who are present.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο