ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B291
(2016) 2 ΑΑΔ 518
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 297/2014 και 298/2014)
17 Ιουνίου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 297/2014)
VRONTIS BUILDERS LTD,
Εφεσείουσα,
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΛΕΟΠΑ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
________________________
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 298/2014)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΡΟΝΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΛΕΟΠΑ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Γεώργιος Διογένους, μαζί με Χριστίνα Φιάκα (κα), για Αρετή Χαριδήμου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Μιχάλης Ιωάννου, μαζί με Ν. Χαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
_________________________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση στις δύο αυτές εφέσεις, που ακούστηκαν μαζί, είναι ομόφωνη μόνο ως προς την υπ' αρ. 297/2014. Θα δοθούν, συνεπώς, δύο αποφάσεις. Η πρώτη θα δοθεί από το Δικαστή Γιασεμή και με αυτή συμφωνώ, καθώς και η Δικαστής Μιχαηλίδου σε ό,τι αφορά την Ποινική ΄Εφεση Αρ. 297/2014. Η δεύτερη, η οποία αφορά την Ποινική ΄Εφεση Αρ. 298/2014, θα δοθεί από εμένα και με αυτή συμφωνεί και η Δικαστής Μιχαηλίδου. Η διαφορετική προσέγγιση του Δικαστή Γιασεμή σε σχέση με την έφεση αυτή φαίνεται στο κείμενο της απόφασής του.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αντιμετώπισαν, πρωτοδίκως, τέσσερις κατηγορίες έκαστος, για αδικήματα που οι ίδιοι φέρονταν να είχαν διαπράξει κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 297/2014, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, (η εφεσείουσα), κατηγορήθηκε για έκδοση ισάριθμων επιταγών άνευ αντικρίσματος και ο εφεσείων στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 298/2014, (ο εφεσείων), ως ο διευθυντής της, κατηγορήθηκε, με βάση το άρθρο 20 του Κεφ. 154, για παροχή συνδρομής προς αυτή. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, οι προαναφερθείσες τέσσερις επιταγές είχαν εκδοθεί προς όφελος της εφεσίβλητης εταιρείας. Αυτές, όταν παρουσιάστηκαν στην τράπεζα επί της οποίας είχαν εκδοθεί, δεν εξοφλήθηκαν, λόγω του ότι «ο λογαριασμός παγοποιήθηκε ΚΑΠ[1] και ήτο κλειστός», η δε εφεσείουσα, η οποία τις είχε εκδώσει, παρέλειψε να τις εξοφλήσει εντός δεκαπέντε ημερών από της παρουσίασής τους στην τράπεζα.
Μετά από πλήρη ακρόαση, οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες που ο κάθε ένας αντιμετώπιζε και τους επιβλήθηκε ποινή. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας του, την οποία αυτός, ήδη, εξέτισε. Ακολούθησε η καταχώριση των υπό εξέταση εφέσεων, οι οποίες εκδικάστηκαν συγχρόνως, λόγω της σχέσης τους. ΄Εχουν και οι δύο πανομοιότυπους λόγους, κάτι που δεν είναι, βέβαια, ορθό, με δεδομένο ότι οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν διαφορετικές κατηγορίες ο κάθε ένας. ΄Οπως έχει, ήδη, αναφερθεί, ο εφεσείων κατηγορήθηκε για συνέργεια, δυνάμει του άρθρου 20 του Κεφ. 154, υπό τη μορφή συνδρομής, την οποία ο ίδιος παρέσχε στην εφεσείουσα κατά το χρόνο της έκδοσης των επιταγών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα επί των γεγονότων του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, αυτός, ως ο μοναδικός διευθυντής της, ενήργησε για την έκδοση των τεσσάρων επιταγών, θέτοντας σε αυτές, ως αντιπρόσωπός της, την υπογραφή του.
΄Οπως έχουν, περαιτέρω, τα διαπιστωθέντα πρωτοδίκως γεγονότα, η έκδοση των επιταγών έλαβε χώρα στις 31.3.2011, με δικαιούχο την εφεσίβλητη, για το συνολικό ποσό των €20.200,00, προς εξόφλησή της, σε σχέση με υπηρεσίες τις οποίες αυτή είχε προσφέρει στην εφεσείουσα, στον κατασκευαστικό τομέα της βιομηχανίας. ΄Ηταν και οι τέσσερις μεταχρονολογημένες, αφού πιθανολογείτο από τον εφεσείοντα ότι, κατά το χρόνο που αναγραφόταν στην κάθε μια, θα υπήρχαν αρκετά κεφάλαια στο λογαριασμό επί του οποίου αυτές είχαν εκδοθεί, προς εξόφλησή τους. ΄Οταν εκδίδονταν οι επιταγές, υπήρχε αβεβαιότητα ως προς τούτο. Εν πάση περιπτώσει, με την παρουσίασή τους στην τράπεζα επί της οποίας αυτές είχαν εκδοθεί, για πληρωμή, η αρχική αβεβαιότητα, τελικώς, κατέστη βέβαιο αρνητικό γεγονός, αφού οι επιταγές επιστράφηκαν, με τις ενδείξεις αναγραμμένες σε αυτές «να παρουσιαστεί ξανά» και «ο λογαριασμός παγοποιήθηκε ΚΑΠ» και με την καταγραφή, στην κάθε μια, της αντίστοιχης ημερομηνίας παρουσίασής τους στην τράπεζα.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο καταδίκασε τους εφεσείοντες σε όλες τις κατηγορίες που αυτοί αντιμετώπιζαν, βασιζόμενο στα πιο πάνω γεγονότα, καθώς και σε άλλα, τα οποία έκρινε ως αληθινά∙ σε κάποια από αυτά θα γίνει αναφορά, στο βαθμό που χρειάζεται, στο κατάλληλο σημείο. Προέκυψαν όλα ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας η οποία είχε προσφερθεί κατά τη δίκη. Οδηγήθηκε δε στην πιο πάνω καταδίκη, αφού τα εφάρμοσε, συγχρόνως, στις πρόνοιες των άρθρων 305Α(1) και 20 του Κεφ. 154 και ικανοποιήθηκε ότι αποδείχθηκαν οι κατηγορίες εναντίον των εφεσειόντων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την καταδίκη τους, με πέντε λόγους έφεσης. Υπήρχε ακόμα ένας λόγος, κατά της ποινής η οποία είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα, ο οποίος, τελικώς, αποσύρθηκε. Κανένας δε από τους εναπομείναντες λόγους δεν εγείρει κάποιο θέμα σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 305Α(1). Περιορίζονται όλοι, πλην ενός, που αφορά αποκλειστικά τον εφεσείοντα, στον οποίο θα γίνει αναφορά στην πορεία, στην αμφισβήτηση της αξιολόγησης και της εκτίμησης, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, της μαρτυρίας δύο συγκεκριμένων μαρτύρων κατηγορίας, της κ. Ντίνας Νεοφύτου, (Μ.Κ.6), και της κ. Αντρονίκης Χαραλάμπους, (Μ.Κ.2). Εργάζονται, η μεν πρώτη, στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (Κύπρου), επί της οποίας οι επιταγές είχαν εκδοθεί, η δε δεύτερη, στη Σ.Π.Ε. Ανατολικής Λεμεσού, στην οποία αυτές είχαν κατατεθεί, προκειμένου να προωθείτο η παρουσίασή τους για πληρωμή.
Ποινική ΄Εφεση Αρ. 297/2014
Η εισήγηση της εφεσείουσας, βασισμένη στους πιο πάνω λόγους έφεσης, οι οποίοι λαμβάνονται από την υπ' αρ. 297/2014, είναι ότι δεν είναι ορθή η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία των προαναφερθεισών δύο μαρτύρων ήταν αξιόπιστη και, αρκούντως, σαφής, προς απόδειξη του γεγονότος της παρουσίασης των επιταγών για πληρωμή. Συγκεκριμένα, θεωρεί ως σοβαρή αντίφαση το ότι η κ. Χαραλάμπους, σε αντίθεση με την κ. Νεοφύτου, δεν αναφέρθηκε στη μαρτυρία της στον ηλεκτρονικό χειρισμό των επιταγών και ότι αυτό πλήττει καίρια την αξιοπιστία της μαρτυρίας των εν λόγω δύο μαρτύρων. Η πιο πάνω εισήγηση, βασικά, άπτεται της καθιερωμένης αρχής ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, με οποιοδήποτε τρόπο, στα ευρήματα επί των γεγονότων εκδικάσαντος δικαστηρίου, παρά μόνο αν διαπιστώνεται από τη μαρτυρία ότι αυτά δεν είναι λογικώς εφικτά, (βλ. Πέτρου κ.α. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76 και τη σχετική νομολογία που αναφέρεται σε αυτή).
Εξετάζοντας τη σχετική μαρτυρία υπό το πρίσμα της πιο πάνω αρχής, ό,τι διαπιστώνεται είναι πως η προαναφερθείσα θέση δεν ευσταθεί. Η κάθε μια από τις δύο μάρτυρες κατηγορίας αναφέρθηκε στη δική της εμπλοκή στην υπόθεση σε σχέση με την κατάθεση και παρουσίαση για πληρωμή, αντίστοιχα, των υπό αναφορά επιταγών. Αφορούσε σε διαφορετικά στάδια στην πορεία για την πληρωμή τους, η οποία, όπως είναι πλέον γνωστό, τελικώς, δεν επιτεύχθηκε. Συγκεκριμένα, η κ. Χαραλάμπους ήταν το πρόσωπο που παρέλαβε τις επιταγές, όταν αυτές παρουσιάστηκαν για κατάθεση στη Σ.Π.Ε. Ανατολικής Λεμεσού από το διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας. Μετά δε από δύο μέρες, όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία, χωρίς να επιτευχθεί ο επιδιωχθείς, ανωτέρω, σκοπός, του τις επέστρεψε. Η εν λόγω μάρτυρας δεν είχε οποιαδήποτε άλλη ανάμειξη στην υπόθεση.
Η κ. Νεοφύτου αναφέρθηκε στη διαδικασία παρουσίασης των επιταγών στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου), επί της οποίας αυτές είχαν εκδοθεί, φέρουσες την υπογραφή του εφεσείοντος, την οποία η ίδια αναγνώρισε. Εξήγησε δε, σε σχέση με το στάδιο εκείνο, ότι η παρουσίασή τους επιτεύχθηκε ηλεκτρονικά, χωρίς να γίνει φυσική παράδοσή τους στην εν λόγω τράπεζα. ΄Οταν δε διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχαν επαρκή κεφάλαια στο σχετικό λογαριασμό για να πληρωθούν και ότι ο λογαριασμός ήταν καταχωρημένος στο Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών, Κ.Α.Π., δόθηκαν οδηγίες, και πάλι ηλεκτρονικώς, στο προαναφερθέν συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, μέσω του οποίου οι επιταγές είχαν παρουσιαστεί, να τεθούν οι σφραγίδες και η ημερομηνία παρουσίασής τους για πληρωμή, οι οποίες εμφανίζονται σε αυτές. Καταληκτικά, η συζήτηση, ανωτέρω, απαντά στους σχετικούς λόγους έφεσης κατά τρόπο αρνητικό, ώστε αυτοί να διαπιστώνονται ως ανεδαφικοί και να υπόκεινται σε απόρριψη, χωρίς άλλο.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση στο πιο πάνω θέμα, σε σχέση με την αμφισβήτηση της παρουσίασης των επιταγών για πληρωμή. Αφορά στα τεκμήρια που καθιερώνουν τα εδάφιa (3) και (4) του άρθρου 305Α, στην ύπαρξη των οποίων είχε αναφερθεί ο εκδικάσας Δικαστής, προς επιβεβαίωση της απόφασής του, σε σχέση με τα, ήδη, διαπιστωθέντα, σχετικά, γεγονότα. Το στάδιο της παρουσίασης επιταγής για πληρωμή, πρέπει να αναφερθεί, είναι, όντως, σημαντικό, αφού, όπως έχει νομολογηθεί, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος το οποίο δημιουργείται με το άρθρο 305Α(1)[2] του Κεφ. 154, (βλ. Καΐκη ν. Kombos Investment Ltd κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 835).
Το βάρος απόδειξης της έκδοσης και της παρουσίασης, ακολούθως, επιταγής στην τράπεζα επί της οποίας αυτή έχει εκδοθεί, καθώς και των υπολοίπων στοιχείων τα οποία συνθέτουν το αδίκημα του άρθρου 305Α(1) το φέρει, οπωσδήποτε, η κατηγορούσα αρχή· στην προκειμένη περίπτωση την εν λόγω ιδιότητα έχει περιβληθεί η εφεσίβλητη. Προς το σκοπό δε απόσεισής του, αυτή κατέθεσε τις επίδικες επιταγές, μέσω του διευθυντή της, ο οποίος, στη μαρτυρία του, αναφέρθηκε στην έκδοση των επιταγών από την εφεσείουσα, διά της υπογραφής του εφεσείοντος, διευθυντή της, η οποία τέθηκε στην παρουσία του.
Για την απόδειξη των υπολοίπων στοιχείων του υπό αναφορά αδικήματος, ο νομοθέτης έχει προβλέψει συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία, εφόσον ακολουθείται, διευκολύνει το έργο αυτό της κατηγορούσας αρχής, προς απόδειξη της σχετικής κατηγορίας, (βλ. Ιωάννου ν. Ναναίμο Λτδ κ.ά. (2005) 2 Α.Α.Δ. 555, σελίδα 561). Η διαδικασία αυτή αφορά στα στάδια της παρουσίασης μιας επιταγής για πληρωμή της και της επιστροφής της, χωρίς ο σκοπός αυτός να επιτευχθεί, για κάποιο από τους λόγους που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 305Α. Ειδικά, το εδάφιο (4) του εν λόγω άρθρου προβλέπει για την περίπτωση που η παρουσίαση της επιταγής γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, αναφέρει δε, σχετικά, τα εξής:-
«(4)(α) Σε περίπτωση παρουσίασης επιταγής, η οποία παρουσιάσθηκε με ηλεκτρονικά μέσα, το πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου αυτή εκδόθηκε, οφείλει να παρέχει πληροφόρηση με ηλεκτρονικά μέσα στο πιστωτικό ίδρυμα, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, για τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της επιταγής, δηλαδή αν η μη πληρωμή οφείλεται σε έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή μη πληρωμής, καθώς και για την ημερομηνία παρουσίασης της επιταγής προς πληρωμή.
(β) Κατά την παραλαβή της πληροφόρησης που αποστέλλεται δυνάμει της παραγράφου (α), το πιστωτικό ίδρυμα, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, οφείλει ενυπογράφως να σφραγίζει ή να σημειώνει, στο πρωτότυπο της επιταγής, τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της επιταγής, όπως αυτός περιέχεται στην πιο πάνω πληροφόρηση, καθώς και την ημερομηνία παρουσίασης της επιταγής προς πληρωμή.
(γ) Η σφράγιση και ο λόγος επιστροφής που σημειώνεται από το πιστωτικό ίδρυμα, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, επί της επιταγής, γίνεται αποδεκτή ως μαρτυρία ενώπιον δικαστηρίου:
Νοείται ότι η σφραγίδα ή και η σημείωση του πιστωτικού ιδρύματος, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, αναφορικά με τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής και με την ημερομηνία παρουσίασης της επιταγής προς πληρωμή, αποτελούν μαχητό τεκμήριο του αληθούς του περιεχομένου τους:
..................................................................................................»
Στην παρούσα υπόθεση, δεν υπάρχει αμφισβήτηση των λόγων για τους οποίους οι επιταγές δεν έχουν πληρωθεί, όπως αυτοί φαίνονται στις σφραγίδες οι οποίες έχουν εναποτεθεί σε αυτές. Προπαντός, δεν έχει αμφισβητηθεί ο λόγος ότι «ο λογαριασμός παγοποιήθηκε ΚΑΠ», ένδειξη η οποία έχει, βασικά, την έννοια ότι ο λογαριασμός είναι κλειστός, αφού δεν επιτρέπεται η πληρωμή επιταγών που εκδίδονται από αυτόν. Η πιο πάνω ερμηνεία προκύπτει και από τις εξηγήσεις τις οποίες ο Λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, κ. Νικόλαος Τροπάρης, (Μ.Κ.5), έδωσε, διά της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας του, σε σχέση με τη λειτουργία του Κ.Α.Π. Είναι δε αξιοσημείωτο πως, για την πτυχή αυτή, δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την πλευρά των εφεσειόντων. Επομένως, παραμένει αλώβητο το σχετικό τεκμήριο του εδαφίου 4(γ) του άρθρου 305Α και, συνακόλουθα, το αληθές της σχετικής σφραγίδας επί των επιταγών. Να σημειωθεί πως ο πιο πάνω λόγος μη πληρωμής των επιταγών είναι ο ίδιος με το λόγο που αναφέρεται στις κατηγορίες, ως μέρος των λεπτομερειών των αδικημάτων στα οποία αυτές αφορούν.
Περαιτέρω, ούτε και ως προς το θέμα της παρουσίασης των επιταγών στην τράπεζα επί της οποίας αυτές είχαν εκδοθεί προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από μέρους των εφεσειόντων. Αυτοί περιορίστηκαν στην αμφισβήτηση των σχετικών ευρημάτων του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, χωρίς, όμως, επιτυχία, για το λόγο που έχει προαναφερθεί. Επομένως, ούτε και για το στοιχείο αυτό έχει διασαλευθεί το τεκμήριο, σχετικά, του προαναφερθέντος εδαφίου. Τέλος, να σημειωθεί πως δεν έχει προσβληθεί, με σχετικό λόγο έφεσης, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για αναζήτηση υποστήριξης, σε σχέση με τα πιο πάνω συστατικά στοιχεία του υπό αναφορά αδικήματος, στα εν λόγω μαχητά τεκμήρια.
Ποινική ΄Εφεση Αρ. 298/2014
Με τον εναπομείναντα λόγο έφεσης, ο οποίος λαμβάνεται από την έφεση υπ' αρ. 298/2014 και αφορά τον εφεσείοντα, προσβάλλεται, ως λανθασμένη, η απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να τον κρίνει ένοχο για παροχή συνδρομής προς την εφεσείουσα, σε σχέση με τη διάπραξη από την τελευταία των προαναφερθέντων αδικημάτων του άρθρου 305Α(1). Με εκτενή αιτιολογία, επικρίνεται, ιδιαίτερα, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας, κ. Γεώργιου Κλεόπα, (Μ.Κ.1), σε σχέση με τις αναφορές του στη γνώση του εφεσείοντος ως προς την κατάσταση του λογαριασμού επί του οποίου είχαν εκδοθεί οι επίδικες επιταγές. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά το χρόνο που αφορούσαν οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπισαν οι εφεσείοντες, ο εφεσείων ήταν ο μοναδικός διευθυντής της εφεσείουσας και είχε αποκλειστική εξουσία διαχείρισης του προαναφερθέντος λογαριασμού της. Οι κατηγορίες δε που αντιμετώπισε η εφεσείουσα, δυνάμει του άρθρου 305Α(1), αφορούσαν, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, στο ότι, κατά την παρουσίαση των επιταγών για πληρωμή, ο συγκεκριμένος λογαριασμός ήταν κλειστός, για το λόγο ότι είχε καταχωρηθεί στο Κ.Α.Π., όπως η σφραγίδα αυτή, που είχε εναποτεθεί στις επιταγές, έχει προηγουμένως εξηγηθεί.
Η συνέργεια αποτελεί ιδιαίτερο αδίκημα, η διάπραξη του οποίου μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20 του Κεφ. 154. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, ο δράστης του αδικήματος αυτού τυγχάνει μεταχείρισης ως ο αυτουργός του αδικήματος, τη διάπραξη του οποίου έχει εξυπηρετήσει με κάποιο από τους τρόπους που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο. Ουσιαστικά, τυγχάνει μεταχείρισης και αυτός ως αυτουργός για τη διάπραξη του βασικού αδικήματος, (βλ. Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, σελίδα 267).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε ο εφεσείων, όπως προκύπτει από τις λεπτομέρειές τους στο κατηγορητήριο, τον έφεραν, σύμφωνα με την πρόνοια του άρθρου 20(γ) του Κεφ. 154, ως συνεργό, ο οποίος παρέσχε συνδρομή για τη διάπραξη από την εφεσείουσα του αδικήματος του άρθρου 305Α(1), που αφορά στη μη πληρωμή επιταγής κατά την παρουσίασή της, για το λόγο ότι ο λογαριασμός επί του οποίου αυτή έχει εκδοθεί είναι κλειστός. Η συνδρομή δε αυτή συνίστατο στην υπογραφή των επίδικων επιταγών από τον εφεσείοντα, για την εφεσείουσα, υπό την ιδιότητά του ως διευθυντής της. Το γεγονός της υπογραφής των επιταγών, που συνέδραμε στη διάπραξη, ακολούθως, των αδικημάτων από την εφεσείουσα, αποτελεί την ένοχη πράξη, (actus reus), της συνέργειας. Για να υπάρχει, όμως, καταδίκη, πρέπει να διαπιστώνεται, συγχρόνως, και η ύπαρξη ένοχης γνώσης ή, όπως αλλιώς αναφέρεται, ένοχης διάνοιας, (mens rea). Το στοιχείο αυτό αφορά στην υποκειμενική υπόσταση της συνέργειας και σχετίζεται με τη γνώση που έχει ο συνεργός των περιστάσεων διάπραξης του βασικού αδικήματος, (βλ. Αλ-Χάματ και άλλων ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117, σελίδες 137 έως 138), στην προκειμένη περίπτωση, των περιστάσεων των προαναφερθέντων αδικημάτων, τα οποία διαπράχθηκαν από την εφεσείουσα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1). Ο χρόνος, κατά τον οποίο πρέπει να διαπιστώνεται η ένοχη γνώση, είναι αυτός κατά τον οποίο τελείται η ένοχη πράξη, εν προκειμένω, η υπογραφή των επιταγών στις 31.3.2011, (βλ. Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd, πιο πάνω, και Militos Trading Limited v. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609).
Στην παρούσα υπόθεση, η ένοχη γνώση του εφεσείοντος πρέπει, ακριβώς, να αναζητηθεί στο λόγο για τον οποίο δεν κατέστη εφικτή η πληρωμή των επιταγών. ΄Οπως έχουν οι κατηγορίες, τόσο αυτές που αντιμετώπισε η εφεσείουσα όσο και αυτές για παροχή συνδρομής, που αντιμετώπισε ο ίδιος, σύμφωνα με τις λεπτομέρειές τους, ως λόγος αναφέρεται το γεγονός ότι ο σχετικός λογαριασμός ήταν κλειστός, δεδομένης της καταχώρισής του στο Κ.Α.Π., όπως η περίπτωση αυτή έχει προηγουμένως εξηγηθεί. Σύμφωνα δε με τα αδιαμφισβήτητα ευρήματα, σχετικά, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, αυτό συνέβη στις 18.4.2011, ενώ οι επιταγές είχαν εκδοθεί προηγουμένως, στις 31.3.2011. Δεν υπάρχει, όμως, μαρτυρία, από την οποία μπορεί να διαπιστωθεί ότι ο εφεσείων γνώριζε, κατά την τελευταία πιο πάνω ημερομηνία, ότι θα συνέβαινε το προαναφερθέν γεγονός, δηλαδή της καταχώρισης του λογαριασμού επί του οποίου οι επιταγές είχαν εκδοθεί στο Κ.Α.Π. και, άρα, ότι αυτός θα ήταν κλειστός, για τους σκοπούς του άρθρου 305Α(1). Την άγνοια αυτή του εφεσείοντος την εντόπισε ο εκδικάσας Δικαστής και την σχολίασε στην απόφασή του, ως εξής: «Δεν γνώριζε βέβαια ο κατηγορούμενος 2 κατά την έκδοση των επιταγών στις 31-03-11 ότι στις 18-04-11 ο λογαριασμός θα έμπαινε στο ΚΑΠ ούτε υπάρχει τέτοια μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, όμως οι επιταγές δεν επιστράφηκαν μόνον με σφραγίδα ότι ο λογαριασμός παγοποιήθηκε ΚΑΠ.»
Εδώ, ακριβώς, είναι που έσφαλε το Δικαστήριο, όταν, παραγνωρίζοντας το λόγο που, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες όλων των κατηγοριών, δεν πληρώθηκαν οι επιταγές, εξέτασε την περίπτωση των εφεσειόντων ως εάν αυτοί να αντιμετώπιζαν το έτερο αδίκημα που προβλέπει το άρθρο 305Α(1), δηλαδή αυτό της μη εξόφλησης επιταγής, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της, όταν, μάλιστα, οι επιταγές δεν έφεραν ανάλογη σφραγίδα. Δεν είναι, προφανώς, τυχαία η εκτροπή αυτή από το κατηγορητήριο, με δεδομένο ότι, κατά την ακρόαση, οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση και οι συνήγοροί τους ασχολήθηκαν, σε έκταση, με τη διερεύνηση του τελευταίου πιο πάνω αδικήματος, το οποίο, όμως, δεν αντιμετώπιζαν οι εφεσείοντες, με βάση το συγκεκριμένο κατηγορητήριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυρίως εξέταση και η αντεξέταση των μαρτύρων της πλευράς της εφεσίβλητης ασχολήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, με το θέμα αυτό, η δε αναφορά στο χρόνο καταχώρισης του σχετικού λογαριασμού στο Κ.Α.Π., βασικά, έγινε ως μέρος του όλου ιστορικού της υπόθεσης. Από την έφεση, βέβαια, καλύπτεται, σε ικανοποιητικό βαθμό, το θέμα αυτό στην αιτιολογία του λόγου που αφορά στην παρούσα πτυχή της υπόθεσης.
Εν κατακλείδι, από τη συζήτηση που έχει προηγηθεί, διαπιστώνεται πως οι κατηγορίες 2, 4, 6 και 8, τις οποίες αντιμετώπισε, αποκλειστικά, ο εφεσείων, δεν έχουν αποδειχθεί και, ως εκ τούτου, η Ποινική ΄Εφεση Αρ. 298/2014 θα επιτύγχανε. Η Ποινική ΄Εφεση Αρ. 297/2014, όμως, η οποία αφορά την εφεσείουσα, για τους λόγους που έχουν προηγουμένως αναφερθεί, δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 297/2014 και 298/2014)
17 Ιουνίου 2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ.]
(Ποινική Έφεση 297/2014)
(Σχ. ΜΕ 298/2014)
ΜΕΤΑΞΥ:
VRONTIS BUILDERS LTD
Εφεσειόντων
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΛΕΟΠΑ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων
(Ποινική Έφεση 298/2014)
(Σχ. ΜΕ 297/2014)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΝΔΡΕΑ ΒΡΟΝΤΗ
Εφεσείοντος
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΛΕΟΠΑ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων
---------------------------------
Γ. Διογένους μαζί με Χρ. Φιάκα (κα) για Αρετή Χαριδήμου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Ιωάννου μαζί με Ν. Χαραλάμπους για τους Εφεσίβλητους.
Εφεσείων παρών.
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ποινική Έφεση Αρ. 298/2014
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η διαφορετική μας προσέγγιση επί της ποινικής ευθύνης του διευθυντή Ανδρέα Βρόντη, εφεσείοντα στην ποινική έφεση αρ. 298/14, δεν επηρεάζει ποσώς την παράθεση των βασικών γεγονότων όπως καταγράφονται στην απόφαση του Γιασεμή Δ. που καλύπτει την ποινική έφεση αρ. 297/14, με την ανάλυση στην οποία συμφωνούμε, καθώς και με την κατάληξη επί της ευθύνης της εφεσείουσας εταιρείας, με αποτέλεσμα την ομόφωνη απόρριψη της σχετικής έφεσης.
Η ευθύνη του εφεσείοντα διευθυντή εδράζεται στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154, με πλαγιότιτλο «Αυτουργοί». Το εν λόγω άρθρο κατηγοριοποιεί τα άτομα εκείνα που συμμετέχουν σε αδικήματα σε τέτοιο βαθμό συμμετοχής που να δύνανται να θεωρηθούν και οι ίδιοι ως ένοχοι για τα αδικήματα αυτά, με αποτέλεσμα να διώκονται ως αυτουργοί. Η παράγρ. (α) του άρθρου 20, αναφέρεται σε εκείνους που πράγματι διενεργούν την πράξη ή παράλειψη που συνιστούν το ποινικό αδίκημα, η παράγρ. (β) αφορά εκείνους που διαπράττουν ή παραλείπουν να διαπράξουν κάτι με σκοπό να καταστήσουν δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο πρόσωπο ή παρέχουν βοήθεια για τη διάπραξη του αδικήματος, η παράγρ. (γ) καλύπτει εκείνους που παρέχουν βοήθεια ή παρακινούν άλλο κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος και τέλος, η παράγ. (δ) εκείνους που συμβουλεύουν ή προάγουν άλλους για διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Οι κατηγορίες που απευθύνθηκαν στο διευθυντή, οι υπ΄ αρ. 2, 4, 6 και 8 αφορούν την έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) και (2), επί τω ότι ο διευθυντής, ως κατηγορούμενος 2, παρείχε συνδρομή στην εφεσείουσα εταιρεία με την υπογραφή της ανάλογης επιταγής που αναφέρεται στην κάθε κατηγορία με αποτέλεσμα να μην εξοφληθεί εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα, «. λόγω του ότι ο λογαριασμός παγοποιήθηκε ΚΑΠ και ήτο κλειστός ..».
Έχει σημασία η αξιολόγηση της μαρτυρίας του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και τα ευρήματα αυτού ως προς τη στοιχειοθέτηση της ποινικής ευθύνης και του διευθυντή. Πέραν των όσων αναφέρονται στην απόφαση στην Ποινική Έφεση 297/14, αποκτά ιδιαίτερη σημασία το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο διευθυντής ήταν ο μοναδικός διευθυντής της εταιρείας και προς τούτο απερρίφθη η θέση, όπως παρουσιάστηκε μέσα από την ανώμοτη δήλωση του ιδίου, ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στην έκδοση των επιδίκων επιταγών, με ταυτόχρονη απόρριψη της ένορκης μαρτυρίας του Μιχάλη Βρόντη, Μ.Υ.1, αδελφού του κατηγορουμένου 2, ότι οι επιταγές δόθηκαν στους παραπονούμενους από αυτόν στην άγνοια και χωρίς τη συγκατάθεση του κατηγορουμένου 2. Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης το εύρημα του Δικαστηρίου μετά από σχετική αξιολόγηση με ταυτόχρονη αποδοχή της μαρτυρίας του παραπονούμενου Γεώργιου Κλεόπα, ότι κατά την έκδοση των επιταγών, ο κατηγορούμενος 2 γνώριζε ότι δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια λέγοντας ότι ευελπιστούσε να τοποθετούνταν χρήματα στο λογαριασμό της εταιρείας προερχόμενα από οφειλές της κυβέρνησης. Ο Γ. Κλεόπας ανέφερε ότι ο διευθυντής, κατηγορούμενος 2, είχε παρακαλέσει τους παραπονουμένους να εκτελέσουν τις εργασίες που τους ανέθεσε και θα τους πλήρωνε όταν θα πλήρωνε η Κυβέρνηση αυτόν. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου προχωρούν στο να καταγράψουν και τους λόγους που ο διευθυντής, κατηγορούμενος 2, ήταν ένοχος με βάση το άρθρο 20 λόγω του ότι είχε πάντοτε τη νοητική γνώση ότι ο λογαριασμός κατά την έκδοση των επιταγών κατά την 31.3.2011 ήταν χρεωστικός, γνώριζε για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων και γνώριζε ότι οι επιταγές θα επιστρέφοντο. Το εύρημα είναι σαφές ότι κατά την έκδοση των επιταγών γνώριζε ότι δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή των επιταγών.
Η συνέργεια κατά το άρθρο 20 του ΚΕΦ. 154, δεν είναι στατική. Καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα της παροχής συνδρομής στη διάπραξη αδικήματος ή της παράλειψης εκείνης που συνεισφέρει στη δημιουργία και τέλεση του ποινικού αδικήματος από την αρχή της παροχής της συνδρομής μέχρι και την τυχόν αναίρεση της συνδρομής αυτής. (Πουτζιουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, σελ. 346 κ.ε.). Το άρθρο 305Α ποινικοποιεί, σύμφωνα με τον πλαγιότιτλο, την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα. Κατά τη νομολογία, (Μiltos Trading Ltd ν. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609 και Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261) η συνέργεια συντελείται κατά το χρόνο έκδοσης και υπογραφής της επιταγής. Η συνέργεια δεν είναι όμως στιγμιαία. Συνεχίζει καθ΄ όλη τη διάρκεια της διενέργειας της αξιόποινης πράξης. Η έκδοση επιταγής από την εταιρεία ως νομικό πρόσωπο καθιστά βέβαια υπεύθυνη την ίδια την εταιρεία ως την εκδότρια της επιταγής, αλλά ο διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας που υπογράφει την επιταγή δύναται να είναι ποινικά υπεύθυνος ως συνεργός νοουμένου ότι αποδεικνύεται η πρόθεση του σε σχέση με τη συνέργεια και τις περιστάσεις του αδικήματος.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η νοητική σκέψη ενός ατόμου και η πρόθεση αυτού δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης, αλλά αποδεικνύεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα που καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου. Άτομο γενικώς θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του, (Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646 και Χατζηξενοφώντος κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 316). Δεν υπήρξε εδώ εισήγηση για εύλογη αιτία για την μη εξόφληση των επιταγών όπως αναλύθηκε η έννοια και στην πρόσφατη απόφαση Nikiforos Technologies Ltd v. Στυλιανού Γ. Χρήστου, Ποιν. Εφ. 18/12 ημερ. 16.4.2014, με την θέση των εφεσειόντων, εταιρείας και διευθυντή, να εστιάζεται στην κατ' ισχυρισμόν πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα όσα άλλα αναλύθηκαν στην απόφαση στην Ποιν. Έφ. Αρ. 297/14. Ο διευθυντής υπογράφοντας τις επιταγές εν γνώσει του ότι ο λογαριασμός της εταιρείας ήταν προβληματικός και δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια ενέταξε εαυτόν στην έννοια του αυτουργού διά των διατάξεων του άρθρου 20 του ΚΕΦ. 154, θεωρούμενος ότι συνήργησε ώστε να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του εφόσον σε κανένα στάδιο πριν την επιστροφή των επιταγών δεν τις ανακάλεσε ή δεν φρόντισε να κατατεθούν τα αναγκαία κεφάλαια ώστε οι επιταγές να πληρωθούν δεόντως. Άλλωστε, όπως έχει νομολογηθεί, οι μεταχρονολογημένες επιταγές φέρουν κατά τη χρονική στιγμή της έκδοσης τους και την εξυπακουόμενη παράσταση ότι τα γεγονότα και τα δεδομένα είναι τέτοια που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, οι επιταγές κατά την παρουσίαση τους στην τράπεζα θα τιμηθούν αμέσως στην ημερομηνία που αυτές αναγράφουν ή σε μεταγενέστερο χρόνο (R v. Gilmartin [1983] Q.B. 953 και R v. Maytum-White 42 Cr. App.R. 165).
Επομένως, ο διευθυντής γνώριζε όλα τα δεδομένα, εν γνώσει του υπέγραψε τις επιταγές υπογράφων για την εκδότρια εταιρεία, γνώση απαραίτητη για την καταδίκη κάποιου ως συνεργού (Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 544, Churchill v. Walton [1967] 2 A.C. 224 και Mok Wei Tak v. R [1990] 2 A.C. 333). Όπως εξηγείται και στον Archbold (2006) σελ. 1730, παρ. 17-67, εκείνο που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι ο συνεργός κατά το χρόνο της παροχής της συνδρομής μπορούσε να αντιληφθεί ότι ήταν πραγματική η δυνατότητα ο αυτουργός (εδώ η εταιρεία), να διαπράξει το αδίκημα.
Οι κατηγορίες που απευθύνθησαν εναντίον του διευθυντή αφορούν το σκέλος εκείνο του άρθρου 305Α, ότι παρουσιαζομένων των επιταγών στο συνεργατικό ίδρυμα, αυτές δεν εξοφλήθησαν λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη δηλαδή την εταιρείας «.ήταν κλειστός κατά το χρόνο της παρουσίασης της επιταγής» και αυτό είναι εκείνο που συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση διότι πράγματι οι επιταγές επεστράφησαν λόγω του ότι ο λογαριασμός ήταν κλειστός. Ο λόγος που ήταν κλειστός ο λογαριασμός δηλαδή η ένθεση του στο ΚΑΠ, ήταν η αφορμή και εκ του περισσού ήταν που τέθηκε στις λεπτομέρειες των κατηγοριών το γεγονός ότι ο λογαριασμός, «παγοποιήθηκε ΚΑΠ», του δεδομένου αυτού μη αποτελούντος συστατικό στοιχείο του αδικήματος του άρθρου 305Α. Το συστατικό στοιχείο είναι το κλειστό του λογαριασμού, στοιχείο που περιέχεται στις κατηγορίες που απευθύνθηκαν στο διευθυντή έστω και αν το λεκτικό των λεπτομερειών δεν ήταν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο συνταγμένο.
Εν όψει των ανωτέρω, απορρίπτεται και η Έφεση υπ' αρ. 298/14.
Εν κατακλείδι και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον εκάστου εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
[1] Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών, το οποίο δημιούργησε και λειτουργεί η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, για την προστασία των εμπορικών συναλλαγών.
[2] «305Α. - (1) Πρόσωπο που εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία, κατά την οποία αυτή έχει καταστεί πληρωτέα, παρουσιάζεται στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε, δεν εξοφλείται, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο της παρουσίασης της επιταγής, και παραμένει απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών από την παρουσίασή της, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές.»