ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B266
(2016) 2 ΑΑΔ 423
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση 137/2015
2 Ιουνίου 2016
(ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ
Εφεσίβλητου
---------
Π. Αβρααμίδης με Μ. Κλεοβούλου, για την εφεσείουσα.
Χρ. Χατζηλοΐζου, για τον εφεσίβλητο.
-----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού από τις κατηγορίες της παράνομης κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Α (0,6931 γραμ. κοκαΐνης), της παράνομης κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β (130.9171 γραμ. φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη) και της παράνομης κατοχής του τελευταίου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (κατηγορίες 1, 2 και 3 αντίστοιχα).
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της αθωωτικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επί αθωωτικής απόφασης, το πρώτο που πρέπει να εξετάζεται από το Εφετείο είναι η ένταξη της υπόθεσης σε μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ρητά καθορίζονται στο άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως σταθερά έχει εξηγηθεί από τη νομολογία. Αναφορά μπορεί να γίνει στην πλέον πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Μάρκου Κυπριανού, Ποιν. Εφ. αρ. 162/2013, ημερ. 19.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D981, όπου αναλύεται όλη η προγενέστερη νομολογία. Εν προκειμένω ο Γενικός Εισαγγελέας, εφεσιβάλλοντας την αθωωτική πρωτόδικη απόφαση, προωθεί τη θέση του περί εσφαλμένης απόφασης με δύο λόγους έφεσης, ήτοι ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το νόμο επί των πραγματικών γεγονότων» και ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε πλημμελώς μαρτυρία ή και δεν έλαβε υπόψη του ή και παραγνώρισε τη μαρτυρία του ΜΚ3, αστυφύλακα 193, Δ. Σωκράτους, την οποία όφειλε να λάβει υπόψη του».
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης με την αιτιολογία τους που ακολουθεί εντάσσονται πράγματι στις προϋποθέσεις (ii) και (iii) του εδαφίου (1)(α) του άρθρου 137, παρόλο που το εν λόγω άρθρο λανθασμένα δεν μνημονεύεται στο εφετήριο και το σχετικό διάγραμμα. Είναι υποχρεωτικό για τον εφεσείοντα, Γενικό Εισαγγελέα, να προσδιορίζει με ακρίβεια στο εφετήριο σε ποιες προϋποθέσεις του άρθρου 137 εμπίπτει έφεση επί αθωωτικής απόφασης. Προς τούτο γίνεται η ανάλογη προτροπή προς τους συντάκτες εφετηρίων.
Εν πάση περιπτώσει, πέραν των πιο πάνω, δεν έγινε οποιαδήποτε εισήγηση από τον εφεσίβλητο ότι η περίπτωση δεν εντάσσεται στις πρόνοιες του άρθρου 137 και προχωρούμε επί της ουσίας.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσέφερε η κατηγορούσα αρχή, η διερεύνηση της υπόθεσης από την αστυνομία έγινε στις 26.7.2010 όταν ελήφθη από την ΥΚΑΝ πληροφορία ότι την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος είχε μεταβεί σε ανοικτό χώρο πλησίον της οικίας του, απ΄όπου παρέλαβε ένα χάρτινο σακούλι τσιμέντου που βρισκόταν πίσω από πέτρινο περιτοίχισμα. Σύμφωνα με την πληροφορία, αφού άνοιξε το χάρτινο σακούλι, πήρε από μέσα ένα νάιλον σακούλι και ακολούθως τοποθέτησε το χάρτινο σακούλι στο σημείο απ΄ όπου το παρέλαβε.
Ενεργώντας επί τη βάσει της εν λόγω πληροφορίας, μέλη της ΥΚΑΝ μεταξύ των οποίων ο ΜΚ3 μετέβησαν στο μέρος όπου εντόπισαν πράγματι το χάρτινο σακούλι. Έθεσαν τη σκηνή υπό παρακολούθηση χωρίς αποτέλεσμα και ακολούθως διενήργησαν έρευνα στην οικία του εφεσίβλητου και πάλιν χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια τον κάλεσαν και μετέβησαν στο σημείο που βρισκόταν το χάρτινο σακούλι όπου ο ΜΚ3 διενήργησε έρευνα με αποτέλεσμα τον εντοπισμό, σε συσκευασίες των ουσιών που αναγράφονται στο κατηγορητήριο. Ειδικότερα στο χάρτινο σακούλι υπήρχαν τέσσερις συσκευασίες από νάιλον με ξηρή φυτική κάνναβη και δίπλα βρέθηκε συσκευασία από νάιλον με την κοκαΐνη. Στο χάρτινο σακούλι επίσης, βρέθηκε μια ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας.
Επί των εν λόγω τεκμηρίων απομονώθηκε γενετικό υλικό το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ γενετικού υλικού που απομονώθηκε από παρειακό επίχρισμα το οποίο ελήφθη από τον εφεσίβλητο, σε βαθμό βεβαιότητας τέτοιο ώστε το Δικαστήριο επί αδιαμφισβήτητης επιστημονικής μαρτυρίας να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι στοιχειοθετήθηκε με την αναγκαία λογική βεβαιότητα η ύπαρξη του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στα εν λόγω τεκμήρια.
Ειδικότερα, το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου απομονώθηκε επί των τεκμηρίων ως ακολούθως:
«-Ποσότητα άσπρης σκόνης μέσα σε τεμάχιο διαφανές νάιλον σφραγισμένο δια καψίματος-επίχρισμα από την εξωτερική πλευρά του τεμαχίου διαφανές νάιλον.
-Ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης μέσα σε νάιλον διαφανές σακούλι-επίχρισμα από το άνοιγμα του σακουλιού.
-Ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης μέσα σε νάιλον διαφανές σακούλι-επίχρισμα από την εξωτερική πλευρά του σακουλιού.
-Ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης μέσα σε νάιλον διαφανές σακούλι-επίχρισμα από το άνοιγμα του σακουλιού.
-Ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης μέσα σε νάιλον διαφανές σακούλι-επίχρισμα από την εξωτερική πλευρά του σακουλιού.
-Μαύρη ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας με άσπρο καπάκι-επίχρισμα από την οθόνη.
-Μαύρη ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας με άσπρο καπάκι-επίχρισμα από την εσωτερική πλευρά του καλύμματος των μπαταριών και από τις δύο μπαταρίες.»
Ο κατηγορούμενος προώθησε ενόρκως τη θέση ότι τα ανευρεθέντα δεν ήταν δικά του και ότι ουδέποτε τα είχε ανοίξει. Αρνήθηκε και ότι επισκέφθηκε το χώρο όπου ανευρέθηκαν. Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του, κρίνοντας ότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη μαρτυρία και δη με την επιστημονική μαρτυρία σε σχέση με το γενετικό υλικό, εκ της οποίας προκύπτει, όπως δέχθηκε, ότι σε κάποια άγνωστη χρονική στιγμή τα τεκμήρια βρέθηκαν στη φυσική κατοχή του κατηγορούμενου, αποκλείοντας ότι η εναπόθεση του γενετικού του υλικού θα μπορούσε να αποδοθεί σε τυχαίο γεγονός.
Προβαίνοντας σε εύρημα για κατοχή, το Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη του το γεγονός πως ο εφεσείων υπήρξε χρήστης ναρκωτικών ουσιών στο παρελθόν και γνώριζε τι είναι η κοκαΐνη και η κάνναβη και προχώρησε σε ανάλυση της νομικής πτυχής με αναφορά στην έννοια της κατοχής που νομολογιακά προσδιορίστηκε ως υποδηλούσα κατοχή ή έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου (μεταξύ άλλων Queiss v. Republic (1987) 2 CLR 49). Δεν άφησε αμφιβολίες το Δικαστήριο ότι εννοούσε την κατοχή υπ΄ αυτή την έννοια και ορθά έπραξε. Όπως στη νομολογία διευκρινίστηκε, περιστατική μαρτυρία, προερχόμενη ιδίως από επιστημονικές εξετάσεις, όπως αυτές σε επίπεδο μοριακής γενετικής, είναι ιδιαιτέρως σημαντική λόγω της φύσης της, σε βαθμό ώστε, στην κατάλληλη περίπτωση, να επαρκεί να θεμελιώσει, ακόμα και από μόνη της, ενοχή (Σάββας Πλαστήρας Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195, Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 571 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Παναγιώτη Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 ΑΑΔ 525).
Εν προκειμένω, ορθά έκρινε το Δικαστήριο ότι υπήρχε σαφής και ικανή περιστατική μαρτυρία που στοιχειοθετούσε την εμπλοκή του εφεσίβλητου με την υπόθεση. Η προσπάθειά του να αποστασιοποιηθεί και οι εξηγήσεις που έδωσε ο ίδιος και η μητέρα του ως προς τη χρήση των νάιλον σακουλιών, εντός των οποίων βρέθηκαν τα ναρκωτικά, δεν αποτελούσαν πειστική εκδοχή, ούτε το Δικαστήριο οφείλει να ασχολείται με απομακρυσμένα σενάρια ή εκδοχές που δεν συμβιβάζονται με την πραγματική μαρτυρία. Η αδιαμφισβήτητη ταύτιση των νάιλον σακουλιών με χρήση τους από τον εφεσίβλητο δεν θα μπορούσαν, υπό τις περιστάσεις και ελλείψει οποιασδήποτε άλλης λογικής πιθανότητας, παρά να οδηγήσουν στο εύρημα περί κατοχής των ναρκωτικών από τον κατηγορούμενο.
Παρά, όμως, το ορθό εύρημα περί κατοχής, το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο θεωρώντας ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να συνδέει την άσκηση της διαπιστωθείσας κατοχής με την αναγραφόμενη στο κατηγορητήριο ημερομηνία, ούτε μαρτυρία πως τα ναρκωτικά βρίσκονταν στο συγκεκριμένο σημείο εν γνώσει του.
Το περιεχόμενο της πληροφορίας που τον συνέδεε με τον επίδικο χρόνο και τόπο δεν ελήφθη υπόψη γιατί το Δικαστήριο θεώρησε πως τέτοια μαρτυρία, προερχόμενη από ανώνυμη πληροφορία, παρέμεινε στο επίπεδο υποψίας και δεν μπορούσε να γίνει «αποδεκτή», όπως το έθεσε. Παρά τη χρήση της λέξης αυτής, είναι φανερό ότι δεν απέκλεισε τη μαρτυρία υπό την έννοια της μη αποδεκτής (inadmissible) μαρτυρίας, εφόσον σε ένσταση κατά το χρόνο προσαγωγής της πληροφορίας με τον ισχυρισμό ότι επρόκειτο περί εξ ακοής μαρτυρίας, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι «είναι θέμα αξιολόγησης» και δέχθηκε την πληροφορία ως μαρτυρία, υποκείμενη βεβαίως σε αξιολόγηση, ως προς τη βαρύτητά της, υπό το φως των προνοιών του άρθρου 27 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9.
Κατ΄αρχάς, ως προς το γεγονός ότι δεν κλήθηκε ως μάρτυρας ο πληροφοριοδότης, σημειώνουμε ότι δεν τέθηκε ζήτημα δυσμενούς επηρεασμού ή μη δίκαιης δίκης. Πέραν τούτου, η πληροφορία δεν μεταφέρθηκε μεν στο Δικαστήριο από τον πρώτο αστυνομικό που την έλαβε, όμως στην ουσία της αποδείχθηκε ακριβής. Επιπρόσθετα δεν υποδείχθηκε, ούτε διαφάνηκε οποιοδήποτε κίνητρο για οποιοδήποτε να αποκρύψει ή να παραποιήσει το μη ουσιώδες, υπό τις περιστάσεις, ζήτημα του χρόνου. Εκείνο που είχε σημασία υπό τέτοιες περιστάσεις είναι ακριβώς η επιβεβαίωση της πληροφορίας ως προς την ουσία της. Διαφοροποιείται, έτσι, η περίπτωση ως προς τα γεγονότα της από τις υποθέσεις Genemp Trading Ltd ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα [2013] 1 ΑΑΔ 2059 και Pakistan Cables Limited v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1711, όπου δόθηκε καθοριστική σημασία στο γεγονός ότι δεν κλητεύθηκε, χωρίς να δοθεί εξήγηση, μάρτυρας που θα μπορούσε να δώσει πρωτογενή και όχι εξ ακοής μαρτυρία.
Εύλογα μπορούσε, υπό το σύνολο των περιστάσεων και έπρεπε να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα αναφορικά με την αποδειχτική αξία στο σύνολό της πρόσφατης και καθ΄όλα επιβεβαιωμένης ως προς την ουσία της πληροφορίας.
Άλλη πτυχή της έφεσης αφορά το γεγονός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο υπόψη κατ΄ ισχυρισμόν συμπεριφορά του εφεσίβλητου όταν του είχαν υποδειχθεί τα ναρκωτικά στον χώρο. Ο ΜΚ3 ανέφερε σχετικά ότι μετά που επιστήθηκε η προσοχή του εφεσίβλητου στο νόμο, αυτός δήλωσε ότι δεν αισθανόταν καλά και ζήτησε ένα ποτήρι νερό το οποίο χρησιμοποίησε για να αυτοτραυματισθεί στο μέτωπο. Ήταν συμπεριφορά που κατά την κατηγορούσα αρχή υποδήλωνε ένοχη διάνοια και παρά ταύτα το Δικαστήριο ουδόλως ασχολήθηκε με αυτή τη πτυχή, παραλείποντας να αξιολογήσει προσφερθείσα μαρτυρία, αποκλείοντάς την έτσι πλημμελώς.
Δεν κρίνουμε όμως αναγκαίο να εξετάσουμε αυτή τη πτυχή, εφόσον αυτή η συμπεριφορά θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί, κατά την κατηγορούσα αρχή, σε σχέση με την ένοχη διάνοια του εφεσιβλήτου ως προς την οποία όμως το Δικαστήριο, ως άνω, κατέληξε, ούτως ή άλλως, σε διαπίστωση περί κατοχής υπό την έννοια που εξηγήσαμε.
Η αποδοχή της μαρτυρίας που αφορούσε τον χρόνο και τον χώρο θα έπρεπε να οδηγήσει σε καταδίκη στις κατηγορίες 1 και 2. Όμως αυτό ισχύει άνευ ετέρου για την πρώτη κατηγορία. Σε ότι αφορά τη δεύτερη κατηγορία υπάρχει πρόβλημα εφόσον, εκ λάθους όπως διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, αντί της ορθής ημερομηνίας 26.7.2010, στην οποία αναφέρθηκε η μαρτυρία, αναγράφηκε η ημερομηνία 26.7.2009. Επρόκειτο, συνεπώς, για ελαττωματικό κατηγορητήριο, σε ότι αφορά τη δεύτερη κατηγορία εν τη εννοία του άρθρου 83(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και γι΄αυτό έχρηζε μεταβολής, ακόμα και αυτεπάγγελτα. Όμως, παρά την εισήγηση που έγινε για τροποποίηση του κατηγορητηρίου, το Δικαστήριο δεν εξέτασε ζήτημα τροποποίησης, θεωρώντας προφανώς τούτο αχρείαστο ενόψει της προοπτικής για απόρριψη, ούτως ή άλλως, των κατηγοριών. Εφόσον τούτο δεν έγινε πρωτοδίκως, θα εξετάσουμε τώρα πλέον το ζήτημα.
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Ανδρέας Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 458, η θέσπιση των προνοιών των άρθρων 83, 84 και 85 του Κεφ. 155 στοχεύει στην παροχή δυνατότητας για απονομή δικαιοσύνης στις περιπτώσεις όπου, παρά την απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, οι κατηγορούμενοι θα μπορούσαν να αθωωθούν λόγω απλών παρατυπιών, όπως ήταν η περίπτωση εν προκειμένω. Επρόκειτο για γραμματικό απλώς λάθος χωρίς η διόρθωση του να επηρεάζει καθ΄οιονδήποτε τρόπο τον εφεσείοντα. Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155 και θεωρώντας ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για εφαρμογή του άρθρου αυτού, όπως είχε διαπιστωθεί και στην υπόθεση Κυριάκου, με βάση τις εξουσίες που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο και στο άρθρο 145(3)(α)(i) του Κεφ. 155, διατάσσεται η τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την προσθήκη νέας κατηγορίας στην οποία ως χρόνος να καθορίζεται η «26.7.2010» ως η ορθή ημερομηνία αντί της 26.7.2009, απλής και τυπικής εν προκειμένω λανθασμένης ημερομηνίας ως προς το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων εφόσον η όλη μαρτυρία αφορούσε το έτος 2010 και ο εφεσίβλητος καταδικάζεται για το αδίκημα της νέας αυτής κατηγορίας.
Σε ότι αφορά την 3η κατηγορία, πέραν της αποδειχθείσας κατοχής, θα πρέπει να εξεταστεί το επιπρόσθετο στοιχείο της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους. Σύμφωνα με το άρθρο 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/1977, όπως τροποποιήθηκε) η κατοχή ποσότητας 30 ή περισσοτέρων γραμμαρίων κάνναβης ή παραγώγων αυτής δημιουργεί μαχητό τεκμήριο κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο. Τούτο, δεν μεταθέτει το νομικό βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο το οποίο παραμένει καθ΄ όλη τη διάρκεια της δίκης στους ώμους της κατηγορούσας αρχής. Ο κατηγορούμενος έχει απλώς το βάρος να δημιουργήσει λογική αμφιβολία, χωρίς όμως να υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθείς ή βάσιμοι. Δεν είναι συνεπώς αναγκαίο για τον κατηγορούμενο να προσαγάγει μαρτυρία προκειμένου να δημιουργήσει λογική αμφιβολία. Η μαρτυρία μπορεί να προέρχεται είτε από τον ίδιο, είτε από την κατηγορούσα αρχή (Μαυρικίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 359, Σκούλλου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 87, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 211, Phipson on Evidence 16η έκδοση, σελ. 133, παρ. 6-14, Blackstone's Criminal Practice 2004, σελ. 2054, F.3.32, Cross on Evidence, 6η έκδοση σελ. 140).
Στην υπόθεση Hurbanek ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 524, η τοποθέτηση 67 γραμμαρίων κάνναβης σε μικρές ποσότητες σε νάιλον σακουλάκια, λήφθηκε ιδιαίτερα υπόψιν ως στοιχείο που δεν συνήδε με προσωπική χρήση.
Εν προκειμένω, η ποσότητα ήταν μεγάλη και θέτει σε λειτουργία το τεκμήριο του άρθρου 30Α, το οποίο βεβαίως θα πρέπει να λειτουργήσει με τις περιοριστικές αρχές που παραθέσαμε ανωτέρω. Όμως, με δεδομένη τη διαπίστωση περί κατοχής, η πιθανότητα η κάνναβης να κατείχετο από τον εφεσίβλητο για δική του χρήση και όχι για σκοπούς προμήθειας σε τρίτο, όχι μόνο δεν προβλήθηκε ή δεν εντοπίζεται στη μαρτυρία, αλλά έρχεται και σε τέλεια αντίθεση με την όλη υπεράσπισή του περί παντελούς αποσύνδεσής του από την κατοχή των ναρκωτικών, όπως παρατηρήθηκε σε παρόμοιες περιπτώσεις στις υποθέσεις Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 301 και Emegoakor ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 31. Η ποσότητα της κάνναβης, ο τρόπος συσκευασίας της σε νάιλον σακούλια, η ανεύρεση της μαζί με ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας, δεν αφήνουν, υπό τις περιστάσεις, καμιά αμφιβολία ότι στοιχειοθετείται και η 3η κατηγορία.
Ως εκ των άνω, η αθώωση ακυρώνεται και ο εφεσίβλητος καταδικάζεται στις κατηγορίες 1 και 3. Περιπλέον, καταδικάζεται στη νέα κατηγορία 2, απαλλασσόμενος από την παλαιά κατηγορία 2.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π