ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-04-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ, Ποινική Αίτηση Αρ. 15/2015, 18/4/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D208

(2016) 2 ΑΑΔ 343

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(Ποινική Αίτηση Αρ. 15/2015)

 

18 Απριλίου, 2016

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 43(2) ΤΟΥ ΚΕΦ. 155 (ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ)

 

ΚΑΙ

 

ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗ κας Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΝΑ ΕΓΚΡΙΝΕΙ

ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΕΘΗΚΕ ΤΗΝ

24ΗΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ

ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΤΤΟΦΗ,

ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ, ΤΟ ΒΥΡΩΝΑ ΒΥΡΩΝΟΣ,

ΤΟΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ, ΤΗΝ ΧΡΥΣΑΦΙΝΗΣ

ΚΑΙ ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΔΕΠΕ, ΤΟΝ ΠΟΛΥ ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΚΑΙ

ΤΗΝ ΣΤΕΛΛΑ ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΓΙΑ ΨΕΥΔΟΡΚΙΑ

 

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ

_________________________

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής, κ. Ανδρέας Τρύφωνος, είναι ιδιώτης και, στις 26.11.2015, παρουσίασε, σύμφωνα με το άρθρο 43(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155,   κατηγορητήριο σε αρμόδια Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για καταχώρισή του, με σκοπό την έναρξη ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης.  Η Δικαστής, μετά από μελέτη του κατηγορητηρίου, αρνήθηκε να δώσει οδηγίες για την καταχώρισή του, αιτιολογώντας, αναλόγως, την απόφασή της. 

 

Ο αιτητής, ως αποτέλεσμα της πιο πάνω άρνησης και καταφεύγοντας στη σχετική προς τούτο πρόνοια του άρθρου 43(2) του Κεφ. 155, καταχώρισε την υπό εξέταση αίτηση, με την οποία ζητά από το Ανώτατο Δικαστήριο «την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου».  Αυτή υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση και συνοδεύεται από έγγραφα, τα οποία ο ίδιος θεωρεί σχετικά.  Μεταξύ των εν λόγω εγγράφων, περιλαμβάνεται και το προς καταχώριση κατηγορητήριο, το οποίο, με τον αιτητή ως κατήγορο, στρέφεται κατά επτά, εν όλω, φυσικών και νομικών προσώπων, ως κατηγορουμένων.  Το κάθε ένα από τα πρόσωπα αυτά αντιμετωπίζει ξεχωριστή κατηγορία, έχουσες, όμως, όλες, ως νομική βάση, τα άρθρα 110 και 111 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Σύμφωνα με το προς καταχώριση κατηγορητήριο, οι επτά κατηγορούμενοι κατηγορούνται, ο κάθε ένας ξεχωριστά, για το αδίκημα της ψευδορκίας, οι έξι τελευταίοι ως συνεργοί, δυνάμει του άρθρου 20(δ) του Ποινικού Κώδικα,  στη διάπραξή του, με την παροχή συμβουλής στη φερόμενη ως πρώτη κατηγορουμένη.

 

Ο αιτητής, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα ένορκη δήλωση, την οποία έκαμε ο ίδιος, σε κάποιο χρόνο, που δεν προσδιορίζει, «μελετώντας τα πρακτικά της Εφέσεως 206/12 για την υπόθεση 1596/91», διαπίστωσε ότι συγκεκριμένη υπάλληλος δικηγορικού γραφείου, το οποίο κατονομάζει, είχε, στις 12.8.2008, προβεί σε ψευδορκία.  Τον Οκτώβριο του 2014, ενημέρωσε, σχετικά, με επιστολή του, το Γενικό Εισαγγελέα και εκείνος τον προέτρεψε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία∙ δεν αναφέρει να προέβη ποτέ σε οποιαδήποτε τέτοια καταγγελία.  Συνεχίζοντας, στην ένορκη δήλωσή του, εξηγεί πως, σε έρευνα που διενήργησε τον Αύγουστο του 2015 στο φάκελο της προαναφερθείσας υπόθεσης, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε σε αυτόν ανανέωση της σχετικής δικαστικής απόφασης, ενώ, σε έρευνα που διενήργησε στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο, διαπίστωσε ότι το σχετικό memo είχε ανανεωθεί.  Ο αιτητής, συμπληρώνοντας τα γεγονότα, ισχυρίζεται ότι, σε νέα έρευνα, που έκαμε στο Επαρχιακό Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι οι προσωρινοί φάκελοι της υπόθεσης ήταν, κατά την έκφρασή του, «εξαφανισμένοι».  Τότε, προέβη σε μελέτη του Ποινικού Κώδικα, η οποία τον οδήγησε στη διαπίστωση ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στο προς καταχώριση κατηγορητήριο προέβησαν σε ψευδορκία∙ δεν εξηγεί, όμως, πώς συνέβη αυτό και ποια ήταν η εμπλοκή τους στη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος.

 

Το υπό αναφορά αδίκημα απαντά στο άρθρο 110 του Ποινικού Κώδικα και επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι επτά έτη, άρθρο 111.  Η προβλεπόμενη, ως άνω ποινή, αναμφίβολα, του προσδίδει σχετική σοβαρότητα, στοιχείο το οποίο, σε περίπτωση καταδίκης, επαυξάνεται, αφού πρόκειται για αδίκημα ατιμωτικού χαρακτήρα, το οποίο διαπράττεται σε σχέση με δικαστική διαδικασία.  Ποινική υπόθεση δε, αφορώσα σε κατηγορία για τέτοιο αδίκημα, σύμφωνα με το άρθρο 20(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960), εκδικάζεται από το Κακουργοδικείο και, κατ' εξαίρεση, συνοπτικά, όπως προβλέπεται από το άρθρο 24(2) του ιδίου Νόμου.  Παρεμπιπτόντως, η Δικαστής δεν επέτρεψε την καταχώριση του κατηγορητηρίου, επειδή, ακριβώς, αυτό δεν παρουσιάστηκε προς καταχώριση με προοπτική την παραπομπή της σχετικής υπόθεσης για εκδίκαση από το Κακουργοδικείο, ούτε της γνωστοποιήθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας συγκατατίθετο στην εκδίκασή της συνοπτικά, από Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Με δεδομένο, λοιπόν, ότι δεν επετράπη η καταχώριση του υπό αναφορά κατηγορητηρίου, δεν είναι γνωστό ποια θα ήταν η πορεία της υπόθεσης, σε αντίθετη περίπτωση, αν, δηλαδή, αυτή θα παραπεμπόταν στο Κακουργιοδικείο, ή θα εκδικαζόταν συνοπτικά από Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου και ποιος θα ενεργούσε, ώστε να τεθεί ενώπιον του κατάλληλου δικαστηρίου.  Ασφαλώς, είναι και τούτη μια σημαντική πτυχή, η οποία χρήζει εξέτασης κατά το στάδιο που μια ποινική υπόθεση καταχωρείται στο δικαστήριο, εφόσον αυτή αφορά σε αδίκημα του Ποινικού Κώδικα και, βεβαίως, δεν εξαιρείται η περίπτωση που η καταχώρισή της γίνεται από ιδιώτη κατήγορο.  Για να ληφθεί δε απόφαση σε σχέση με το στάδιο αυτό, είναι σημαντικό να αποτιμηθεί η σχετική σοβαρότητα του αδικήματος, με αναφορά και στο υπάρχον μαρτυρικό υλικό και αυτό μπορεί να γίνει μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα, άρθρο 24(2) του Ν. 14/1960.

 

Βέβαια, όσον αφορά την υπό συζήτηση περίπτωση, από τους ισχυρισμούς, ανωτέρω, του αιτητή, δε φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία, στη βάση της οποίας θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί το εν λόγω αδίκημα.  Ωστόσο, κατά το στάδιο της καταχώρισης ενός κατηγορητηρίου, δεν απαιτείται αυτό να συνοδεύεται από τη μαρτυρία που θα παρουσιαστεί για απόδειξη των σχετικών κατηγοριών και η πρακτική αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα ποιος είναι ο κατήγορος.  Είναι δε αμέσως μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου που δυνατό να εμπλακεί ο Γενικός Εισαγγελέας, ή να επιδιωχθεί η παρέμβασή του, προκειμένου η υπόθεση να τεθεί ενώπιον του κατάλληλου για την εκδίκασή της δικαστηρίου, (βλ. άρθρα 92 έως 94 του Κεφ. 155, τα οποία έχουν εισαχθεί με τον Τροποποιητικό Νόμο Ν. 7(Ι)/2012).    

 

Το δικαίωμα ενός ιδιώτη να καταχωρίσει ποινική υπόθεση εναντίον κάποιου προσώπου αναγνωρίστηκε, στο κυπριακό δικαϊκό σύστημα, στην υπόθεση  Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363.  ΄Οπως αναφέρει στην απόφασή του ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, το εν λόγω δικαίωμα έχει την πηγή του στο κοινοδίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται στην Κύπρο δυνάμει του άρθρου 29(1)(γ) του Ν. 14/1960 και "..., it earmarks the interest of victims of crime to invoke the criminal arm of the law for their protection, ...", (σελίδα 368).  ΄Οπως δε διαπιστώνει, περαιτέρω, συναφώς:   "Not every individual has the right of private prosecution.  Only victims of crime have this right.", (σελίδα 369).  Καταλήγει δε, στην ίδια σελίδα, με την επισήμανση πως:-

 

"By allowing the appeal it must not be assumed that we decide that a citizen, however affected by the violations of the provisions of Cap. 96 or regulations made thereunder, has a right to prosecute the offender.  On the contrary, as explained in this judgment, the right to prosecute vests only in the victim of crime.  Only where the rights of an individual are directly affected, as in this case where, allegedly, the illegal structure was erected upon his land, a right to prosecute accrues."

 

 

 

Tο σκεπτικό της υπόθεσης Ttofinis v. Theocharides, ανωτέρω, υιοθετήθηκε, επανειλημμένα, με επιδοκιμασία, από μεταγενέστερη νομολογία, (βλ., μεταξύ άλλων, τις υποθέσεις Δημοσθένους ν. Τύχωνος (2013) 2 Α.Α.Δ. 22  και Παναγιώτου ν. Ευαγγέλου, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 194/2013, 2.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:B917).  Το κριτήριο, το οποίο διατρέχει τη νομολογία, σε σχέση με τη διαπίστωση του εν λόγω δικαιώματος, είναι ο άμεσος δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του ιδιώτη, ως αποτέλεσμα της διάπραξης κάποιου ποινικού αδικήματος.  Τότε μόνο γεννάται το δικαίωμά του για άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του θύτη, ως μέτρο τιμωρίας του και εξαναγκασμού του, συγχρόνως, να προβεί στην άρση της παρανομίας και, κατ' επέκταση, της προκληθείσας αδικίας.  Δεν έχει, άλλως πως, νόημα η ανάληψη της άσκησης ποινικής δίωξης από κάποιο ιδιώτη, δεδομένου ότι η ανταπόδοση της βλάβης προς το θύτη, σε μια ευνομούμενη πολιτεία, η οποία λειτουργεί στη βάση του κράτους δικαίου, δεν αποτελεί νόμιμη επιλογή του θύματος.  Εν πάση περιπτώσει, όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος, συνήθως, απουσιάζει το στοιχείο του δημοσίου συμφέροντος, που θα δικαιολογούσε την εμπλοκή της Αστυνομίας, για τη διεξαγωγή ποινικής ανάκρισης, και του Γενικού Εισαγγελέα, για την καταχώριση ποινικής δίωξης, με σκοπό την προστασία, γενικά, της κοινωνίας. 

 

Παρεμπιπτόντως, στην υπόθεση Gouriet v. Union of Post Office Workers [1977] 3 All E.R. 70 (H.L.), στην οποία βασίστηκε η προαναφερθείσα κυπριακή νομολογία και, ειδικά, η Ttofinis v. Theocharides, επισημαίνεται, στη σελίδα 97, πως το δικαίωμα ιδιώτη να ασκήσει ποινική δίωξη υπάρχει για την περίπτωση όπου μια ασύδοτη αρχή, ενώ έχει την ευθύνη για τη δίωξη ενός παραβάτη του ποινικού δικαίου, εντούτοις αδικαιολόγητα παραλείπει να ενεργήσει αναλόγως.  ΄Οπως αναφέρεται, το εν λόγω δικαίωμα, "... still exists and is a useful constitutional safeguard against capricious, corrupt or biased failure or refusal of those authorities to prosecute offenders against the criminal law." Προφανώς, όμως, το κριτήριο αυτό δε βρήκε έρεισμα στην κυπριακή νομολογία.  Στην υπόθεση Ttofinis v. Theocharides, υπάρχει η παρατήρηση, στη σελίδα 369, ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα για άσκηση ποινικής δίωξης, δυνάμει του ΄Αρθρου 113.2 του Συντάγματος, ασκείται "in addition and not in derogation of those vesting in other persons or authorities" και, επίσης, ότι η ανάλογη εξουσία της Αστυνομίας "is not exclusive but supplementary to the right of the victim of crime to prosecute the suspect".  Σίγουρα, όμως, η γενίκευση, ως ανωτέρω, του εν λόγω δικαιώματος ήταν obiter και, μάλλον, θα πρέπει να διαβάζεται υπό το φως των περιστάσεων της συγκεκριμένης εκείνης υπόθεσης, όπως και της κάθε υπόθεσης, στην οποία, λόγω περιστάσεων, αναγνωρίζεται, με βάση τη νομολογία, η ύπαρξη του δικαιώματος ιδιωτικής ποινικής δίωξης.  Κλασσική περίπτωση άσκησης του υπό αναφορά δικαιώματος, στο πλαίσιο του Ποινικού Κώδικα, είναι αυτή του αδικήματος της ακάλυπτης επιταγής, δυνάμει του άρθρου 305Α, όπου την ποινική δίωξη του παραβάτη είναι, πλέον, σύνηθες να αναλαμβάνει ο ιδιώτης, ο οποίος είναι και ο δικαιούχος της επιταγής. 

 

Αναμφίβολα, με δεδομένα τα πιο πάνω, αποτελεί βασικό αξίωμα ο παραβάτης του νόμου να λογοδοτεί στη δικαιοσύνη, για προστασία της κοινωνίας από την παρανομία.  Παρεπόμενο του αξιώματος αυτού είναι η ανάγκη εξασφάλισης, στο μέτρο του δυνατού, της ορθής παρουσίασης στο δικαστήριο μιας ποινικής υπόθεσης, η οποία καταχωρείται προς εκδίκαση, κυρίως, προς το σκοπό διασφάλισης της αρχής της δίκαιης δίκης, αλλά και για να μην καταστεί ατελέσφορη η εκδίκασή της, λόγω πλημμελών χειρισμών του οποιουδήποτε αναλαμβάνει, σε σχέση με αυτήν, το ρόλο του κατηγόρου.  Είναι δε αναγνωρισμένο πως, σε καλύτερη θέση να ενεργεί, ως ανωτέρω, βρίσκεται η Υπηρεσία της οποίας προΐσταται ο Γενικός Εισαγγελέας και οι εντεταλμένοι από αυτό δημόσιοι κατήγοροι, αφού προηγηθεί η διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιες υπηρεσίες της Αστυνομίας, ή άλλες εντεταλμένες για το σκοπό αυτό Υπηρεσίες του Δημοσίου.

 

Επομένως, αν, στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει υποψία για διάπραξη του, ομολογουμένως, σοβαρού αδικήματος της ψευδορκίας, τότε ο αιτητής οφείλει να προβεί σε καταγγελία προς την Αστυνομία, ως η υπόδειξη του Γενικού Εισαγγελέα,  η οποία, καθηκόντως, θα την διερευνήσει και, σε περίπτωση που αυτή είναι βάσιμη, θα καταχωρίσει κατηγορητήριο εναντίον παντός εμπλεκομένου στη διάπραξη του υπό αναφορά αδικήματος.  Πάντως, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, είναι πρόδηλο ότι οι ισχυρισμοί στην ένορκη δήλωση του αιτητή δεν αποκαλύπτουν ούτε τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος ούτε οποιαδήποτε εμπλοκή σε αυτό των προσώπων που αναφέρονται στο προς καταχώριση κατηγορητήριο.  Αυτό δε, ακριβώς, είναι ένας σοβαρός λόγος, γιατί η υπόθεση πρέπει να διερευνηθεί από την Αστυνομία, ώστε να διαφανεί το βάσιμο της καταγγελίας, προτού, κατά τεκμήριο, αθώα πρόσωπα αχθούν ενώπιον της ποινικής δικαιοσύνης. 

 

΄Οσον αφορά το θέμα του προσωπικού συμφέροντος του αιτητή, αν  οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα κατηγορηθούν, στη βάση καταγγελίας του, και η σχετική κατηγορία γίνει, τελικώς, αποδεκτή από το δικαστήριο και το αδίκημα αποδειχθεί, τότε, ασφαλώς, θα δικαιωθεί και ο ίδιος, αφού, ενδεχόμενη κατάληξη της κατηγορίας, ως ανωτέρω, θα ανοίξει το δρόμο για τη διόρθωση των πραγμάτων, όσον αφορά την υπόθεσή του.  Για τους λόγους, όμως, που έχουν προηγουμένως εξηγηθεί, διαπιστώνεται ότι αυτός δεν είναι, στην προκειμένη περίπτωση, το κατάλληλο πρόσωπο να προβεί στην καταχώριση του συγκεκριμένου κατηγορητηρίου. 

 

Τέλος, δοθείσας της ευκαιρίας, να σημειωθεί πως το δικαίωμα του ιδιώτη να ασκεί ποινική δίωξη, το οποίο εκπηγάζει από το κοινοδίκαιο, δεν είναι απόλυτο.  Αυτό μπορεί και πρέπει να υπαχθεί, διά νομοθετικών ρυθμίσεων, σε λογικούς περιορισμούς, ώστε η ποινική δικαιοσύνη να είναι, πλέον, εύρυθμη και ικανή, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.  Οπωσδήποτε, δεν πρέπει αυτή να εξαρτάται από τα κίνητρα, τις προθέσεις και την ικανότητα του ιδιώτη να προβεί στην καταχώριση και προώθηση μιας ποινικής υπόθεσης, η οποία μπορεί να είναι και, ιδιαίτερα, σοβαρή.  Το εν λόγω αδίκημα, στον κατ' εξοχή χώρο του κοινοδικαίου, από όπου αυτό έχει προέλθει, έχει αναγνωριστεί και νομοθετικά, με βάση το άρθρο 6 του  Prosecution of Offences Act 1985, ο οποίος έχει, συγχρόνως, θέσει περιορισμούς όσον αφορά την άσκησή του.

 

Για τους λόγους, ανωτέρω, η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                             Δ.

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο