ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B199
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 145/2014)
(Σχ. Με 146/2014)
15 Απριλίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
----------
(Ποινική Έφεση Αρ. 146/2014)
(Σχ. Με 145/2014)
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
----------
Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 145/2014.
Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 146/2014.
Γ. Αργυρού, για την Εφεσίβλητη.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 145/2014, κατηγορούμενος 2 (στο εξής εφεσείων 1) και ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 146/2014, κατηγορούμενος 1 (στο εξής εφεσείων 2) αντιμετώπισαν κοινό κατηγορητήριο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, μαζί με το Χριστάκη Κυριάκου, κατηγορούμενο 3, αποτελούμενο από 21 συνολικά κατηγορίες. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης, ο Kυριάκου παραδέχθηκε τις κατηγορίες που τον αφορούσαν και, ακολούθως, κατέστη μάρτυρας κατηγορίας.
Οι δύο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες 1-4 και 11-20, ενώ ο εφεσείων 1 αθωώθηκε στις κατηγορίες 5-8 και ο εφεσείων 2 στις κατηγορίες 9 και 10 και τους επεβλήθηκαν στις κατηγορίες 1, 3, 11, 13, 16 και 18 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων χρόνων, στις κατηγορίες 2, 4, 12, 14, 17, 19 και 20 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο χρόνων και στην κατηγορία 15 συντρέχουσα ποινή φυλάκισης ενός έτους.
Οι κατηγορίες 1, 2, 11, 12, 16 και 17 αφορούν σε συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, οι κατηγορίες 3, 13 και 18 διάρρηξη κτηρίου και κλοπή, οι κατηγορίες 4, 14 και 19 κατοχή διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυκτός, η κατηγορία 15 κακόβουλη ζημιά σε περιουσία, ενώ η κατηγορία 20 κλοπή, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα, σε συνάρτηση με τις κατηγορίες 11-19:
«Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 από κοινού, το βράδυ της 22/7/2013, συμφώνησαν από κοινού, όπως μεταβούν με το όχημα μάρκας Honda Civic σκούρου χρώματος που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 2 με συνοδηγό τον κατηγορούμενο 1 να υλοποιήσουν το σχέδιο που είχαν για κλοπή ενός αυτοκινήτου πολυτελείας όπως αναφέρεται πιο κάτω, έχοντας εν γνώσει τους στην κατοχή τους στο καπό του εν λόγω αυτοκινήτου διαρρηκτικά εργαλεία, όπως είναι τα χειροψάλιδα, ήτοι ένα κίτρινο - τεκμήριο 14 - και ένα άλλο κόκκινο, κοπίδι, λιβέρι, κατσαβίδι, αλλά και άλλα σύνεργα όπως γάντια και κουκούλες και τα διαρρηκτικά εργαλεία τα οποία ανέφερε ο Μ.Κ. 27 ότι υπήρχαν στο καπό του αυτοκινήτου στις 22/7/2013 τα οποία οι κατηγορούμενοι 1 και 2 του υπέδειξαν και τα οποία δεν έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο, συνιστούν τα διαρρηκτικά εργαλεία για τα οποία γίνεται αναφορά στην κατηγορία 19 και ιδίως αφορά το κόκκινο μεταλλικό χειροψάλιδο. Μέρος των αντικειμένων που είχαν στην κατοχή τους, αποτελούσαν και τα ρούχινα γάντια που ανευρέθησαν στις 30/7/2013 στο αυτοκίνητο ενοικιάσεως και αναγνωρίστηκαν από τον Μ.Κ. 27. Τα εν λόγω διαρρηκτικά εργαλεία κατείχοντο εν καιρώ νυκτός και εν γνώσει τους από τους κατηγορούμενους 1 και 2 και δεν έχουν προβάλει προς τούτο οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία και δεν αποδείχθηκε ότι αυτά κατείχοντο έχοντας νόμιμη δικαιολογία. Το κόκκινο μεταλλικό κοπίδι και το λιβέρι που αναγνωρίστηκαν από τον Μ.Κ. 27 ως μέρος των διαρρηκτικών εργαλείων δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε διαρρήξεις που αφορούν τις επίδικες κατηγορίες 11 έως 19. Σκοπός εκείνης της βραδιάς ήταν να κλέψουν αυτοκίνητο πολυτελείας ηλικίας κάτω των τριών ετών με σκοπό να το φυγαδεύσουν άμεσα στα κατεχόμενα μέσω του Μ.Κ. 27 και από εκεί να πωληθεί στην Αγγλία για το ποσό των € 7,000 σε κάποιον με το όνομα Νόττε.
Στην συνέχεια και πάντα έχοντας συμφωνήσει να δράσουν από κοινού, μετέβηκαν με το πιο πάνω αναφερόμενο αυτοκίνητο, στην μάντρα πώλησης αυτοκινήτων με την ονομασία DEMOS AND TAKIS MOTOR AGENCY LTD, το διέρρηξαν αφού πρώτα με το χειροψάλιδο - τεκμήριο 14 - ο κατηγορούμενος 1 έσπασε την κλειδαριά ασφαλείας και εισήλθαν εντός αυτού και έκλεψαν κλειδιά αυτοκινήτων όπως τα ανέφερε ο Μ.Κ. 26 και μέρος αυτών έχουν ανευρεθεί - τεκμήριο 35 και επιστράφησαν στον εν λόγω μάρτυρα.
Επίσης την ίδια βραδιά, οι κατηγορούμενοι 1 και 2, έχοντας και πάλι συμφωνήσει όπως δράσουν από κοινού, μετέβηκαν με το πιο πάνω όχημα στην μάντρα πώλησης αυτοκινήτων με την ονομασία A - Z - Z BUY SELL CARS LTD, ιδιοκτησίας του Μ.Κ. 20, το διέρρηξαν αφού πρώτα με το χειροψάλιδο - τεκμήριο 14 - ο κατηγορούμενος 1 έσπασε την κλειδαριά ασφαλείας και εισήλθαν εντός αυτού και παραβιάζοντας περαιτέρω ο κατηγορούμενος 1 με κατσαβίδι το παράθυρο και έκλεψαν από αυτό τα κλειδιά αυτοκινήτων που περιέγραψε ο Μ.Κ. 20 τα οποία δεν έχουν ανευρεθεί. Οι κατηγορούμενοι στην προσπάθεια τους να κλέψουν ένα αυτοκίνητο πολυτελείας που ήταν εντός της εν λόγω μάντρας, εσκεμμένα και παράνομα, έσπασαν το τζάμι του αυτοκινήτου με αριθμό εγγραφής ΚΧΚ 957 ιδιοκτησίας του Μ.Κ. 20 και το οποίο προόριζε για πώληση, διότι εμπόδιζε τους κατηγορούμενους 1 και 2 κατά την προσπάθεια τους να κλέψουν το αυτοκίνητο πολυτελείας που ήθελαν να κλέψουν, ήτοι το Χ6. Επίσης με βάση την πιο πάνω μαρτυρία, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν πρόθεση να αποξενώσουν μόνιμα τα κλοπιμαία από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.»
Για τα αδικήματα των κατηγοριών 1-4 και το αδίκημα της κατηγορίας 20, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην ενοχή των δύο εφεσειόντων, στηριζόμενο σε περιστατική μαρτυρία, ως ακολούθως:
«Συγκεκριμένα τα γεγονότα αυτά που συνθέτουν το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας, είναι η λήψη του μηνύματος για την διάρρηξη του καταστήματος E - COM, το ότι το όχημα ενοικίασης ZKRD 645 το οποίο ενοικιάστηκε από τον κατηγορούμενο 2 βρέθηκε κοντά στην σκηνή της διάρρηξης και κινείτο με μεγάλη ταχύτητα, η καταδίωξη του εν λόγω οχήματος και τελικά η ανεύρεση του στον χώρο όπου έχει ανευρεθεί κλειδωμένο και το οποίο είχε ακόμα ζεστή την μηχανή του, το ότι εντός του εν λόγω αυτοκινήτου βρέθηκαν τα κλοπιμαία αντικείμενα τα οποία αναγνωρίστηκαν από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους οι οποίοι και τα παρέλαβαν νομότυπα, το ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν κοντά από το σημείο της ανεύρεσης του εν λόγω οχήματος, το ότι εντός του οχήματος ανευρέθησαν τα διαρρηκτικά εργαλεία τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια, όπως είναι το κίτρινο χειροψάλιδο, το κόκκινο μεταλλικό κοπίδι, το λιβέρι (το κλειδί αλλαγής τροχών υπήρχε και κατά το στάδιο της ενοικίασης και συνεπώς δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως διαρρηκτικό εργαλείο), ως επίσης και τα γάντια που επίσης κατατέθησαν ως τεκμήρια, το ότι ανευρέθηκε γενετικό υλικό τόσο του κατηγορουμένου 1, όσο και του κατηγορουμένου 2 σε αντικείμενα - τεκμήρια - που βρέθηκαν εντός του πιο πάνω αυτοκινήτου όπως περιγράφεται στο τεκμήριο 102 το περιεχόμενο του οποίου είναι παραδεκτό γεγονός και πιο συγκεκριμένα στις σελίδες 7 έως 12 του εν λόγω τεκμηρίου και όπου τα αντικείμενα στα οποία βρέθηκε το γενετικό υλικό έχουν κατατεθεί ως τεκμήρια στο Δικαστήριο.
Όλη αυτή η αλληλουχία και αλυσίδα γεγονότων σε συνδυασμό με την ανεύρεση γενετικού υλικού των κατηγορουμένων σε τεκμήρια που ανευρέθησαν εντός του εν λόγω οχήματος, δεν αφήνει στο Δικαστήριο κανένα περιθώριο παρερμηνείας ή αμφιβολίας, διότι με βάση τα εν λόγω γεγονότα και ιδίως την ανεύρεση γενετικού υλικού και των δύο κατηγορουμένων στο αυτοκίνητο ενοικίασης όπου βρέθηκαν τα κλοπιμαία και το οποίο μάλιστα ήταν και κλειδωμένο, αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν και κατείχαν, συνωμοτόντας προς αυτό, εν καιρώ νυκτός τα διαρρηκτικά εργαλεία όπως έχουν περιγραφεί πιο πάνω και που έχουν κατατεθεί ως τεκμήρια και οι κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν έχουν προβάλει οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία για την κατοχή τους.
Επίσης η ανεύρεση των κλοπιμαίων εντός του πιο πάνω αυτοκινήτου και σε συνδυασμό με τα πιο πάνω γεγονότα και χωρίς να υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου το παραμικρό στοιχείο ή μαρτυρία ή εξήγηση για την ανεύρεση των κλοπιμαίων στο εν λόγω αυτοκίνητο που να δημιουργεί έστω και την παραμικρή αμφιβολία ή να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν εμπλέκονται με τις κατηγορίες 1 έως 4 και στην κατηγορία 20, πείθει το Δικαστήριο ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 είναι οι μόνοι και άμεσα εμπλεκόμενοι, συνυπεύθυνοι από κοινού αφού αποδεικνύεται η ταυτόχρονη εμπλοκή τους και συνεπώς η συνωμοσία τους με την διάρρηξη του καταστήματος E - COM και την κλοπή από αυτό των οθονών οι οποίες ανευρέθησαν εντός του οχήματος και παραδόθησαν στον νόμιμο δικαιούχο, ήτοι τον κ. Διονύση Καρακατσιάνη, ως επίσης το ίδιο συμβαίνει και με την υπόθεση κλοπής του φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή που αφορά την κατηγορία 20, ο οποίος τελικά παραδόθηκε στον νόμιμο ιδιοκτήτη του, ήτοι την εταιρεία PRIMETEL. Επίσης με βάση τα πιο πάνω γεγονότα και την χρονική στιγμή που έγιναν αλλά και με βάση τα ευρήματα, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν σκοπό την μόνιμη αποξένωση των κλοπιμαίων από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Συνεπώς η κατηγορούσα αρχή πέτυχε και απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων των εν λόγω κατηγοριών και οι κατηγορούμενοι 1 και 2 κρίνονται ένοχοι στις εν λόγω κατηγορίες.»
Οι λόγοι έφεσης που προβλήθηκαν κατά της καταδίκης είναι πανομοιότυποι και στις δύο εφέσεις και έτσι θα εξεταστούν μαζί. Αρχικά υποβλήθηκαν 12 λόγοι έφεσης, κατά το στάδιο όμως της ακρόασης αποσύρθηκαν τέσσερις από αυτούς και έτσι παρέμειναν προς εξέταση οι ακόλουθοι λόγοι:
(α) Λανθασμένα και αντινομικά έγινε αποδεκτή η κατάθεση εγγράφων ως τεκμηρίων κατά την επανεξέταση (1ος λόγος),
(β) το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα και αναιτιολόγητα δέχθηκε μέρος της μαρτυρίας έξι συνολικά μαρτύρων κατηγορίας, ενώ απέρριψε την υπόλοιπη μαρτυρία τους (2ος λόγος),
(γ) κατά παράβαση του δικαίου της απόδειξης ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένη διαδικασία ως προς απόδειξη προηγούμενης αντιφατικής δήλωσης του ΜΚ27 (3ος λόγος),
(δ) η καταδίκη των εφεσειόντων στις κατηγορίες 1 και 2 έγιναν χωρίς το δικαστήριο να προβεί σε ευρήματα για να στηρίξει την καταδίκη τους και προβαίνοντας σε εσφαλμένη συλλογιστική (4ος λόγος),
(ε) λανθασμένα κρίθηκε ο πρώην συγκατηγορούμενος 3, ΜΚ27, αξιόπιστος μάρτυρας και λανθασμένα έκρινε ότι θα στηριζόταν στη μαρτυρία του χωρίς ανάγκη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας, αφού είχε άμεση μαρτυρία που ενοχοποιούσε τους εφεσείοντες (8ος και 10ος λόγος),
(στ) εσφαλμένα αξιολογήθηκε η περιστατική μαρτυρία για να καταλήξει το δικαστήριο σε συμπέρασμα ενοχής στις κατηγορίες 1 - 4 και 20 (11ος λόγος),
(ζ) εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο ότι μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ27 ερχόταν σε αντίθεση με παραδεκτό γεγονός (12ος λόγος).
Ο ΜΚ27, πρώην συγκατηγορούμενος των εφεσειόντων, υπήρξε ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας σε συνάρτηση με τις κατηγορίες 11 - 19. Θα εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης 3, 8, 10 και 12, που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ27.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι προσέγγισε τον εν λόγω μάρτυρα, αφού προειδοποίησε τον εαυτό του για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να στηριχθεί στη μαρτυρία του, χωρίς να αναζητήσει άλλη ενισχυτική μαρτυρία, όπως απαιτεί η νομολογία. Ακολούθως, προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ως ακολούθως:
«Το Δικαστήριο έχει παρακολουθήσει με εξαιρετικά πάρα πολλή προσοχή τον εν λόγω μάρτυρα κατά την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, αφού η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, ήταν η πιο άμεση και λεπτομερής αναφορικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 22/7/2013 και η κατηγορούσα αρχή προέβαλε τον εν λόγω μάρτυρα ως την ναυαρχίδα του οπλοστασίου της απέναντι στους κατηγορούμενους. Το Δικαστήριο παρακολούθησε τον μάρτυρα τόσο κατά την κυρίως εξέταση του, όσο και κατά την αντεξέταση του, με ιδιαίτερη και επαυξημένη προσοχή και επιφυλακτικότητα, ακριβώς λόγω της ιδιότητας του ως συναυτουργού και πρώην συγκατηγορούμενου των κατηγορουμένων 1 και 2. Το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι μάρτυρας της αλήθειας. Προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να πει την αλήθεια, αφού προηγουμένως υλοποίησε την ευθύς εξ΄ αρχής δήλωση του όπως παραδεχθεί τις κατηγορίες που τον αφορούσαν, για τις οποίες όταν έδιδε μαρτυρία, εξέτιε την εξάμηνη ποινή φυλάκισης που του έχει επιβληθεί από το παρόν Δικαστήριο και που αφορούσαν τις κατηγορίες 11 έως 19. Το Δικαστήριο έχει πειστεί για την ανιδιοτέλεια του αφού ο εν λόγω μάρτυρας όταν έδιδε μαρτυρία είχε χάσει την ελευθερία του, ως επίσης το Δικαστήριο έχει πειστεί ότι ο μάρτυρας ήταν ήδη αποφασισμένος από πριν να δώσει μαρτυρία όχι μόνο για να πληρώσει για τις παράνομες πράξεις του, αλλά κυρίως στο να πει την αλήθεια η οποία εκφράστηκε από την αρχή της σύλληψης του από την αστυνομία και την συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές. Ο εν λόγω μάρτυρας παρέθεσε με σαφήνεια, πληρότητα, λεπτομέρεια και παραστατικότητα, όλα όσα εκτυλιχθεί στις 22/7/2013 και που αφορούν τις κατηγορίες 11 έως 19 και το Δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να στηριχθεί στην μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, χωρίς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής ή άλλης μαρτυρίας, αφού το Δικαστήριο έχει ουσιαστικά άμεση μαρτυρία για τα όσα έχουν εκτυλιχθεί μέχρι την σύλληψη του Μ.Κ. 27 και που ενοχοποιούν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τους κατηγορούμενους 1 και 2. Η αξιοπιστία του επίσης δεν έχει κλονιστεί κατά το στάδιο της αντεξέτασης η οποία ήταν επίμονη και επίπονη. Αναγνώρισε τεκμήρια τα οποία αποτελούσαν μέρος των κλοπιμαίων, ως επίσης και τα διαρρηκτικά εργαλεία, τόσο αυτά που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, όσο και αυτά τα οποία δεν έχουν κατατεθεί αλλά έχει κάνει ειδική αναφορά, ως θα εκτεθούν στα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Αναφορικά με τις υποδείξεις σκηνών, ως επίσης και τα ανευρεθέντα σε βαρέλι κλειδιά που αποτελούσαν μέρος των κλοπιμαίων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι υποδείξεις των σκηνών ήταν ορθές και νομότυπες και αποτελεί επουσιώδης λεπτομέρεια και ήσσονος σημασίας το κατά πόσο το σακούλι - τεκμήριο 26 - ήταν στον χώρο όπου έχει γίνει η διάρρηξη ή κατά πόσο το είχαν μαζί τους οι κατηγορούμενοι 1 και 2, αφού ούτως ή άλλως δεν αποτελεί επίδικο θέμα το τεκμήριο 26 ως προιόν κλοπής. Ούτως ή άλλως αυτό που έχει σημασία είναι η ανεύρεση των κλειδιών που ήταν μέρος της κλαπείσας περιουσίας και δεν έχει σημασία αν αυτά βρέθησαν από πληροφορία από αξιόπιστο άτομο όπως φαίνεται μέσα από το τεκμήριο 36 ή από τον Μ.Κ. 27.
Επίσης το Δικαστήριο έχει πειστεί για τις λεπτομέρειες και τον τρόπο δράσης των κατηγορουμένων 1 και 2, τον ρόλο τους, το σχέδιο που έχουν καταστρώσει και που έβαλαν σε εφαρμογή, τον τρόπο μετάβασης τους στις σκηνές των διαρρήξεων και τα διαρρηκτικά εργαλεία που είχαν στην κατοχή τους και που υπέδειξαν και στον Μ.Κ. 27 τα οποία βρίσκονταν στο καπό του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος με συνοδηγό τον πρώτο κατηγορούμενο και στο πίσω κάθισμα ήταν ο εν λόγω μάρτυρας, τον τρόπο διάρρηξης των κτηρίων και τον τρόπο εισόδου σε αυτά, τον τρόπο δράσης σε αυτά και τον τρόπο εξόδου από αυτά, τον τρόπο που προσπάθησαν να διαφύγουν από τις σκηνές και να αποκρύψουν τεκμήρια και γενικά διαφώτισε ο εν λόγω μάρτυρας με την μαρτυρία του για τα όσα έλαβαν χώρα στις 22/7/2013. Αναφορικά με την κατάθεση του - τεκμήριο 101 - το οποίο απτόταν του ζητήματος της απόπειρας παρέμβασης από τους κατηγορούμενους 1 και 2 μέσω δικηγόρου όπως αλλάξει την κατάθεση του, αυτό δεν διαδραματίζει οποιονδήποτε ρόλο ή βαρύτητα αφού αυτό αφορά γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την σύλληψη του μάρτυρα και ειδικότερα ουδεμία βαρύτητα έχει η οποιαδήποτε απόκλιση του μάρτυρα κατά την αντεξέταση του από το εν λόγω τεκμήριο, του κατά πόσο δηλαδή εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο που κατονομάστηκε ή όχι κατά την διαδικασία προσωποκράτησης και ουδόλως έβλαψε την αξιόπιστη εικόνα του ως μάρτυρα. Κρίνεται ως ήσσονος σημασίας κατά πόσο το αυτοκίνητο Ηonda Civic ήταν μπλε σκούρο ή αν ήταν μολυβί και μπλέτιζε αφού αυτό που έχει σημασία είναι το γεγονός ότι ο Μ.Κ. 27 έκανε αναφορά για το ίδιο αυτό καθ΄ εαυτό αυτοκίνητο που εν πάση περιπτώσει ήταν σκούρου χρώματος, ως αποδέχεται και αποτελεί εύρημα και συμπέρασμα του Δικαστηρίου. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο αποδέχεται την μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ως αληθή και αξιόπιστη.»
Σε συνάρτηση με τον 3ο λόγο έφεσης, ο κ. Σαουρής παρέπεμψε στα πρακτικά και στην αντεξέταση του ΜΚ27 όπου, σε ερώτηση κατά πόσο ο δικηγόρος που τον αντιπροσώπευσε στην αίτηση προσωποκράτησης ήταν ο κ. Καλλής, αυτός απάντησε αρνητικά. Ακολούθως, έγινε προσπάθεια από το συνήγορο των εφεσειόντων να του θέσει αντίθετη δήλωσή του, η οποία περιέχεται σε κατάθεση που έδωσε και στην οποία αναγνώρισε την υπογραφή του και, μετά από ένσταση της κατηγορούσας αρχής, το έγγραφο κατατέθηκε ως Τεκμ. 101. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά:
«Ε. Εγώ σου λέω ήταν ο δικηγόρος σου στην προσωποκράτηση ή όχι;
Α. Όχι.
Ε. Ωραία. Δες αυτή την κατάθεση. Είναι δική σου κατάθεση; Είναι δική σου η
υπογραφή τούτη δαμέ;
Α. Μάλιστα.
Ε. Δαμέ (Δείχνει στο έγγραφο).
Α. Μάλιστα.
Ε. Να σου διαβάσω ένα απόσπασμα.
κ. Αργυρού: Είναι Τεκμήριο; Να μπει Τεκμήριο πριν να διαβαστεί. Κάνω ένσταση διότι θα ρωτηθεί ο μάρτυρας για κάτι που δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Θα πρέπει να κάνει εύρημα. Εγώ αυτή την κατάθεση δεν την χρησιμοποίησα. Δεν αφορά την ουσία γι΄αυτό και δεν χρησιμοποιήθηκε. Από την στιγμή που ο συνάδελφος θέλει να την χρησιμοποιήσει για σκοπούς αξιοπιστίας να την δείξει στο μάρτυρα, να τη βάλει ενώπιον του Δικαστηρίου και να επανεξετασθεί αν χρειαστεί. Δεν αφορά την ουσία. Είναι για τον εμπρησμό που δεν κατηγορούνται οι δύο κατηγορούμενοι. Αν θέλει να την χρησιμοποιήσει θα πρέπει να γίνει Τεκμήριο. Σε τέτοιες περιπτώσεις που αρνείται κάτι του διαβάζει το απόσπασμα και του λέει αν το είπε. Αν επιμένει τότε γίνεται Τεκμήριο ως μαρτυρία αντιφατική για να το αποδείξει. Αυτή είναι η σωστή η διαδικασία. Δεν έχω μαζί μου το δίκαιο της απόδειξης αλλά είναι γνωστό. Γιατί να το βάλω Τεκμήριο; Μπορεί να συμφωνήσει ότι το είπε στην κατάθεση. Ότι το είπε σε κατάθεση. Να το θυμηθεί και να συμφωνήσει.
Δικαστήριο: Θα το ζητήσετε να γίνει Τεκμήριο κύριε Σαουρή; Αν δεν υπάρχει στο τέλος της μέρας το Τεκμήριο στο φάκελο του Δικαστηρίου πώς μπορώ να εξάξω συμπέρασμα;
κ. Σαουρής: Να το κάνω Τεκμήριο.
κ. Αργυρού: Δεν έχω ένσταση να κατατεθεί.
Δικαστήριο: Κατατίθεται και σημειώνεται ως Τεκμήριο 101 γραπτή κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας 27 ημερομηνίας 30/07/2013 με ώρα έναρξης 04:10 πμ με 04:45 πμ.»
Το παράπονο των εφεσειόντων είναι ότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του Criminal Procedure Act 1865, η οποία ακολουθείται στην Κύπρο με βάση το άρθρο 3 του περί Αποδείξεως Νόμου. Και αυτό, παρά το ότι σημειώνεται στο διάγραμμα αγόρευσης ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στην απόκλιση του μάρτυρα από το τεκμήριο ως προς την αξιοπιστία του.
Δεν κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 32 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, «Αν, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης μάρτυρα επί προηγούμενης δήλωσής του σχετικής με την υπό εκδίκαση υπόθεση, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη μαρτυρία του στην εν λόγω διαδικασία, ο μάρτυρας αυτός δεν παραδέχεται ρητώς ότι έκανε μια τέτοια δήλωση, δύναται να παρουσιαστεί μαρτυρία ότι ο μάρτυρας προέβη στη δήλωση αυτή, αλλά πριν δοθεί τέτοια μαρτυρία πρέπει να δοθούν στο μάρτυρα επαρκείς λεπτομέρειες για προσδιορισμό της συγκεκριμένης περίπτωσης και να ερωτηθεί αν πράγματι προέβη σε μια τέτοια δήλωση ή όχι.» Το άρθρο αυτό είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 4 του Αγγλικού Criminal Procedure Act 1865 που εξακολουθεί να ισχύει στην Κύπρο, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.
Το άρθρο 33 του περί Αποδείξεως Νόμου αναφέρεται σε έγγραφες δηλώσεις, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, και προνοεί ως ακολούθως:
«Μάρτυρας δύναται να αντεξεταστεί αναφορικά με προηγούμενες γραπτές του δηλώσεις ή δηλώσεις του που έχουν καταγραφεί, οι οποίες σχετίζονται με την ουσία της υπό εκδίκαση υπόθεσης, χωρίς να παρουσιαστεί το σχετικό έγγραφο στο μάρτυρα. Σε περίπτωση όμως που σκοπείται να αντικρουστεί ο μάρτυρας με την παρουσίαση του σχετικού εγγράφου, προτού γίνει τούτο το Δικαστήριο εφιστά την προσοχή του μάρτυρα στα σημεία του εγγράφου που θα χρησιμοποιηθούν για το σκοπό της αντίκρουσής του:
Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της δίκης, να απαιτήσει την προσαγωγή του εγγράφου για να το εξετάσει και δύναται να κάνει τέτοια χρήση του εγγράφου για τους σκοπούς της δίκης, ως το δικαστήριο κρίνει ότι είναι σκόπιμο.»
Το άρθρο αυτό είναι σχεδόν το ίδιο με το άρθρο 5 του Criminal Procedure Act του 1865 που εξακολουθεί να ισχύει στην Κύπρο σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Αποδείξεως Νόμου. Συνακόλουθα, η νομολογία που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5 μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία του άρθρου 33.
Περιληπτικά αναφέρουμε ότι το πρόσωπο που αντεξετάζει ερωτά το μάρτυρα αν έχει προβεί προηγουμένως σε οποιανδήποτε δήλωση που είναι ασυμβίβαστη με τη μαρτυρία που έχει δώσει στο Δικαστήριο και, ακολούθως, αφού του δείξει το έγγραφο, τον ερωτά αν επιμένει στη μαρτυρία που έδωσε στο Δικαστήριο. Αν ο μάρτυρας είναι διατεθειμένος να αλλάξει την προφορική του μαρτυρία, έτσι που να συνάδει με το περιεχόμενο του εγγράφου, η αξιοπιστία του ενδεχομένως να έχει κλονιστεί. Αν όμως επιμένει στη μαρτυρία που έχει δώσει στο Δικαστήριο, το πρόσωπο που αντεξετάζει μπορεί, είτε να δεχθεί τη μαρτυρία του, είτε να προχωρήσει να την αντικρούσει με την κατάθεση του εγγράφου. Νοείται ότι το περιεχόμενο της προηγούμενης δήλωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μαρτυρία προς απόδειξη του περιεχομένου της. Η αντίφαση χρησιμοποιείται για σκοπούς κατάρριψης της αξιοπιστίας του μάρτυρα, για τα όσα ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ίδιος ο συνήγορος των εφεσειόντων επέλεξε να καταθέσει το έγγραφο ως τεκμήριο, όπως προκύπτει από το πιο πάνω πρακτικό, βεβαίως μετά από σχετική υπόδειξη του Δικαστηρίου. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, το Δικαστήριο διατηρούσε πάντοτε την ευχέρεια να ζητήσει να επιθεωρήσει το έγγραφο και να το χρησιμοποιήσει όπως νομίζει το ίδιο ορθό. Πέραν τούτου, ουδεμία βαρύτητα δόθηκε στο γεγονός αυτό κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ27 και ούτε μπορούσε να δοθεί, καθότι αφορούσε θέμα άσχετο με την ουσία της εξεταζόμενης υπόθεσης.
Οι λόγοι έφεσης 8 και 10 αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ27 και την αποδοχή της, χωρίς να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία.
Έχουμε παραθέσει πιο πάνω την αξιολόγηση που έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο για το ΜΚ27, αφού προειδοποίησε δεόντως τον εαυτό του σύμφωνα με τη νομολογία (Λοίζου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 546) για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να στηριχθεί σε μαρτυρία συναυτουργού, χωρίς την αναζήτηση άλλης ενισχυτικής μαρτυρίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων παραπονείται ότι το Δικαστήριο έμεινε μόνο με την εντύπωση ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας, χωρίς να αναφερθεί, έστω, σε κάποια επιβεβαιωτική μαρτυρία των λεγομένων του. Διερωτάται, επίσης, ο συνήγορος ποια ήταν η άμεση μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το Δικαστήριο.
Στην υπόθεση Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 362, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Σαουρής, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Η πεποίθηση του Δικαστή πως ένας μάρτυρας λέγει την αλήθεια, ασφαλώς είναι το καλύτερο εχέγγυο της ετυμηγορίας του. Η πεποίθηση όμως αυτή δεν αρκεί να βεβαιώνεται αλλά και να αιτιολογείται με συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης όταν σ' αυτήν υπάρχουν γεγονότα που καθιστούν αναγκαία την αιτιολόγηση. Αυτό δεν έχει γίνει στην εξεταζόμενη υπόθεση. Ο Δικαστής είχε μεν την πεποίθηση πως ο Τζιαπούρας είπε ενώπιόν του την αλήθεια, αλλά τα αντικειμενικά στοιχεία που προσκομίστηκαν, και που έχουμε απαριθμήσει, καταδεικνύουν πως ο Τζιαπούρας δεν έπρεπε να θεωρηθεί μάρτυρας της αλήθειας, αλλά αντίθετα αναξιόπιστος.»
Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους για τους οποίους θεώρησε τον ΜΚ27 αξιόπιστο, καθώς και τους λόγους που δεν έκρινε ότι απαιτείτο η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι ο ΜΚ27 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μάρτυρας της αλήθειας, έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας. Ο ΜΚ27 υπήρξε συναυτουργός και ενήργησε μαζί με τους εφεσείοντες και η μαρτυρία του ως προς τον τρόπο που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα ήταν βεβαίως άμεση. Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου γίνεται αναφορά στη μαρτυρία του ΜΚ27 και παραπομπή σε διάφορα τεκμήρια. Δε θεωρούμε ότι απαιτείτο πιο λεπτομερής παράθεση των όσων αναφέρθηκαν από τον εν λόγω μάρτυρα. Ούτε κρίνουμε ότι ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ27 δεν έγινε σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας.
Με τον 12ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η κατάθεση του Αστ. 4052 Μ. Ιωάννου, η οποία έγινε παραδεκτό γεγονός (Τεκμήριο 36), έρχεται σε αντίφαση με την μαρτυρία του ΜΚ27, καθιστώντας τη μαρτυρία του ΜΚ27 αναξιόπιστη.
Στην κατάθεση του Αστ. 4052 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Υπηρετώ στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και είμαι αποσπασμένος στο Κλιμάκιο Πληροφοριών. Σήμερα 25/07/13 και περί ώρα 11.10 έλαβα πληροφορία από αξιόπιστο άτομο ότι στην οδό Κρυστάλλη σε ανοιχτό χώρο δίπλα από την οικία αρ. 11Α, μέσα σε βαρέλι, υπάρχουν κλειδιά αυτοκινήτων τα οποία αποτελούν προϊόν κλοπής. Αμέσως μετέβηκα στο μέρος όπου και εντόπισα το βαρέλι και εντός αυτού μέσα σε νάιλον διαφανές σακούλι υπήρχαν κλειδιά αυτοκινήτων. Τότε ειδοποίησα τον Υπ/νο του Κλιμακίου Πληροφοριών ο οποίος με τη σειρά του ειδοποίησε το ΤΑΕ Λ/σού και στο μέρος έφθασε ο Α/Αστ. 589 ο οποίος και παρέλαβε το σακούλι με τα κλειδιά.»
Ο ΜΚ27 ανέφερε, τόσο κατά την κυρίως εξέτασή του, όσο και κατά την αντεξέταση, ότι η διαδικασία ανεύρεσης των κλειδιών έγινε κατόπιν δικής του υποδείξεως και στην παρουσία του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται με την ανεύρεση των κλειδιών, τόσο στη σελ. 20, όσο και στις σελ. 50 - 51 της απόφασής του, ως ακολούθως:
Στη σελ. 20 αναφέρει ότι ο ΜΚ27 «αναγνώρισε τα κλοπιμαία κλειδιά - τεκμήριο 35 - και το σακούλι όπου τα τοποθέτησαν - τεκμήριο 26, την σκηνή της ανακοπής και της σύλληψης του». Περαιτέρω, στην ίδια σελίδα, όπου γίνεται αναφορά στην αντεξέτασή του, καταγράφεται ότι ο ΜΚ27, αρνούμενος υποβολή ότι στόχος του ήταν η ενοχοποίηση των κατηγορουμένων 1 και 2, λέγοντας ότι «ήταν συνεπεία της υπόδειξης του που ανευρέθησαν μέρος των κλοπιμαίων και αρνήθηκε σχετική υποβληθείσα θέση ότι αυτά βρέθησαν μετά από λήψη πληροφορίας, δίνοντας την δική του εκδοχή για το πώς περιήλθε στην αντίληψη του η ρίψη των κλοπιμαίων στο βαρέλι όπου έκανε αναφορά.»
Στις σελίδες 50-51 της απόφασής του το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση του ΜΚ27, αναφέρεται στο ζήτημα που εγείρεται με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης. Το σχετικό απόσπασμα αναφέρεται στη σελίδα 8, πιο πάνω.
Έχοντας υπόψη ότι το εγειρόμενο ζήτημα αποτελεί λεπτομέρεια περιορισμένης σημασίας, δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε ουσιώδες σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου, έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας.
Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι κατά την επανεξέταση του ΜΚ9 το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε να κατατεθεί ως Τεκμήριο 62 απόδειξη παραλαβής τεκμηρίων, και ως Τεκμήριο 63 γραπτή συγκατάθεση για έρευνα ημερομηνίας 30.7.2013, απορρίπτοντας την ένσταση της υπεράσπισης. Το ίδιο έγινε με το Τεκμήριο 64 που κατέθεσε ο ίδιος μάρτυρας και με τα Τεκμήρια 77-81 που κατέθεσε ο ΜΚ16, χωρίς ένσταση, εφόσον υποβολή ένστασης, κατά την εισήγηση του συνηγόρου, θα υποδήλωνε ασέβεια προς το Δικαστήριο, λόγω των προηγούμενων σχετικών του αποφάσεων. Αποτελεί θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου ότι δεν επιτρέπεται κατάθεση εγγράφων στην επανεξέταση και πως αυτό συνάγεται από το γενικό κανόνα ότι η επανεξέταση πρέπει να περιορίζεται σε θέματα που προέκυψαν από την αντεξέταση και κανένα νέο ζήτημα δεν μπορεί να εισαχθεί, εκτός με άδεια του Δικαστή.
Από την άλλη, η πλευρά της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι από τη στιγμή που η υπεράσπιση αμφισβήτησε, δι' υποβολών, την ύπαρξη των εν λόγω τεκμηρίων και από τη στιγμή που δεν ζητήθηκε η κατάθεσή τους για να πληγεί η αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα ως όφειλε να πράξει, το έπραξε η εφεσίβλητη στο στάδιο της επανεξέτασης για να προστατεύσει την αξιοπιστία του μάρτυρα, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι αυτά υπήρχαν.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης, τα Τεκμήρια 62-64 και 78-81 κατατέθηκαν κατά το στάδιο της επανεξέτασης. Το Τεκμήριο 64 κατατέθηκε χωρίς να εγερθεί ένσταση από την υπεράσπιση και τα Τεκμήρια 77-81 με ρητή αναφορά ότι δεν υπήρχε ένσταση. Συνακόλουθα, η κατάθεση των Τεκμηρίων 64 και 77-81 δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Κατά το στάδιο της αντεξέτασης του ΜΚ9, όταν ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε οθόνες που παρέδωσε στον παραπονούμενο έναντι απόδειξης παραλαβής, με υποβολή της υπεράσπισης, αμφισβητήθηκε ότι η παράδοση έγινε έναντι απόδειξης παραλαβής. Κατά την επανεξέταση, επιχειρήθηκε η κατάθεση της απόδειξης παραλαβής τεκμηρίων και εγέρθηκε ένσταση στη βάση ότι δεν επιτρέπεται η κατάθεση τεκμηρίων σ΄ αυτό το στάδιο, καθότι η υπεράσπιση δεν θα είχε τη δυνατότητα αντεξέτασης. Το Δικαστήριο επέτρεψε την κατάθεση θεωρώντας ότι πρόκειται για θέμα διευκρινιστικού χαρακτήρα που ηγέρθηκε από την αντεξέταση. Προχώρησε, όμως, το Δικαστήριο να αναφέρει ότι από τη στιγμή που η υπεράσπιση δεν ζήτησε την κατάθεση του εγγράφου κατά το στάδιο της αντεξέτασης, δεν μπορεί να εγείρεται ένσταση στη βάση ότι δεν υπάρχει δυνατότητα αντεξέτασης, καθότι θα του παρεχόταν τέτοια δυνατότητα εφόσον ζητούσε την κατάθεση του εγγράφου ως τεκμηρίου τότε. Αναφορικά με το Τεκμήριο 63, που είναι γραπτή συγκατάθεση έρευνας που δόθηκε από τον εφεσείοντα 1, η αναγκαιότητα κατάθεσής του προέκυψε, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, λόγω υποβολής εκ μέρους της υπεράσπισης, κατά την αντεξέταση του ΜΚ9, ότι ο εφεσείων 1 δεν υπέγραψε καμία γραπτή συγκατάθεση έρευνας. Το έγγραφο τελικά επιτράπηκε να κατατεθεί ως τεκμήριο, παρά το ότι δεν επρόκειτο για έγγραφο που λήφθηκε από το ΜΚ9, αλλά από άλλο μάρτυρα που είχε καταθέσει προηγουμένως στο Δικαστήριο, και μετά από δήλωση του εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής ότι ο μάρτυρας που έλαβε την εν λόγω συγκατάθεση μπορούσε να επανακλητευθεί για να αντεξεταστεί για το θέμα αυτό.
Αποτελεί βασικό κανόνα της επανεξέτασης ότι αυτή πρέπει να περιορίζεται σε θέματα που έχουν εγερθεί κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης. Στην προκείμενη περίπτωση φαίνεται από τα πρακτικά ότι η ανάγκη καταχώρησης των τεκμηρίων προέκυψε όταν κατά την αντεξέταση αμφισβητήθηκε η ύπαρξη των συγκεκριμένων εγγράφων, θέτοντας με αυτό τον τρόπο την αξιοπιστία του ΜΚ9 εν αμφιβόλω. Στόχος της επανεξέτασης ήταν η αποκτάσταση της αξιοπιστίας του εν λόγω μάρτυρα. Με αυτά τα δεδομένα δεν κρίνουμε μοιραία την απόφαση του Δικαστηρίου να αποδεχτεί την κατάθεση των Τεκμηρίων 62 και 63 στο στάδιο της επανεξέτασης. Θεωρούμε, όμως, εσφαλμένη την αναφορά του στο ότι η υπεράσπιση είχε υποχρέωση να ζητήσει την κατάθεση των εν λόγω εγγράφων κατά την αντεξέταση, καθώς επίσης και ότι δεν τέθηκε η δυνατότητα στην υπεράσπιση να αντεξετάσει επί των εγγράφων αυτών. Τονίζουμε ότι δεν είναι σύνηθες και είναι επιθυμητό, για προφανείς λόγους, όπως αποφεύγεται η κατάθεση οποιουδήποτε τεκμηρίου κατά το στάδιο της επανεξέτασης, δεν υπάρχει όμως οποιοσδήποτε απόλυτος κανόνας αποκλεισμού τέτοιας μαρτυρίας σε περιπτώσεις όπως την παρούσα, όπου η ανάγκη προέκυψε από την αντεξέταση. Εν πάση περιπτώσει, η κατάθεση των συγκεκριμένων τεκμηρίων δεν είχε οποιανδήποτε ουσιαστική επίπτωση στην υπόθεση, ούτε επηρέασε τις αρχές της δίκαιης δίκης, ούτε μας υπεδείχθη από τον ευπαίδευτο συνήγορο κάτι τέτοιο, έτσι ώστε να μπορούσε να αποτελέσει λόγο για ανατροπή της.
Η κατάθεση των εγγράφων, Τεκμηρίων 62-64, δεν ήταν αναγκαία για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής από την στιγμή που, όπως αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφασή του, σε συνάρτηση με την παραλαβή τεκμηρίων, «τα εν λόγω τεκμήρια αναγνωρίστηκαν από τους άμεσα ενδιαφερόμενους οι οποίοι κατέθεσαν ενόρκως στο Δικαστήριο και οι μαρτυρίες τους, ως θα αναφερθεί εκτενώς πιο κάτω, κρίνονται ως αξιόπιστες και συνεπώς εξαλείφεται η οποιαδήποτε αμφισβήτηση αυτής της διαδικασίας παραλαβής και παράδοσης των τεκμηρίων ως φαίνεται με τις αποδείξεις παραλαβής τεκμηρίων». Σε συνάρτηση με το έγγραφο συγκατάθεσης έρευνας, αναφέρεται ότι το «Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί αναφορικά με το νομότυπο της έρευνας στο αυτοκίνητο ενοικίασης, διότι όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, η έρευνα είχε ξεκινήσει όταν ήδη υφίστατο ένταλμα έρευνας, ήτοι το τεκμήριο 34 και έτσι εξαλείφονται οι οποιεσδήποτε ενστάσεις ή αμφιβολίες αναφορικά με την νομιμότητα της έρευνας αφού οι οποιεσδήποτε ενστάσεις με βάση το έντυπο συγκατάθεσης από τον κατηγορούμενο δεν μπορούν να έχουν οποιανδήποτε βαρύτητα εν όψει του τεκμηρίου 34 το οποίο εκδόθηκε πριν την έναρξη της έρευνας.»
Συνακόλουθα, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη μέρος της μαρτυρίας των ΜΚ2, ΜΚ9, ΜΚ12, ΜΚ16, ΜΚ18 και ΜΚ30, ενώ απέρριψε άλλο μέρος της μαρτυρίας τους και πως η αιτιολογία που δόθηκε ήταν ανεπαρκής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις νομολογιακές αρχές που διέπουν τη δυνατότητα αποδοχής μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και απόρριψης άλλου, και, αφού έκρινε τους πιο πάνω μάρτυρες αξιόπιστους, απόρριψε μέρος της μαρτυρίας τους, η οποία αναφέρεται στις κατηγορίες 5 - 10, στις οποίες τελικά οι εφεσείοντες αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφασή του.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι ανεπίτρεπτη (βλ. Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 CLR 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 CLR 257, Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 AAΔ 391, Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1Γ ΑΑΔ 1215 και Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1A ΑΑΔ 454 , Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη Πολιτική Έφεση 136/2010 ημερομηνίας 24.4.2015), ECLI:CY:AD:2015:A287.
Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τον κάθε μάρτυρα ξεχωριστά και αιτιολόγησε την απόφασή του να μην αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας των πιο πάνω μαρτύρων, κάτι που οδήγησε και στην αθώωση των εφεσειόντων σε κάποιες κατηγορίες. Δε θεωρούμε ότι απαιτείται να αναφερθούμε σε λεπτομέρεια στην αξιολόγηση που προέβη το Δικαστήριο, παρά μόνο στην διαπίστωσή μας ότι δεν υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του, ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η καταδίκη των εφεσειόντων στις κατηγορίες 1 και 2 στη βάση του ισχυρισμού ότι το Δικαστήριο δεν έχει προβεί σε ευρήματα για να στηρίξει την καταδίκη και προέβη σε λανθασμένη συλλογιστική.
Οι κατηγορίες 1 και 2 αφορούν το αδίκημα της συνομωσίας. Το Δικαστήριο στην απόφασή του παραθέτει στις σελίδες 55 - 59 την περιστατική μαρτυρία επί της οποίας στηρίζονται οι κατηγορίες. Όπως δε προκύπτει από το απόσπασμα που παραθέσαμε στην αρχή της απόφασής μας εξηγείται η συλλογιστική του Δικαστηρίου ως προς την κατάληξή του για την ενοχή τους. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στο συμπέρασμα ενοχής. Η μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν τέτοια, που στην απουσία οποιασδήποτε άλλης λογικής εξήγησης από τους εφεσείοντες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες συνωμότησαν με στόχο τη διάρρηξη του καταστήματος Ε - COM και την κλοπή από αυτό των οθονών και του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Συνακόλουθα, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον εντέκατο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην ενοχή τους στις κατηγορίες 1 - 4 και 20 στη βάση περιστατικής μαρτυρίας, χωρίς όμως να αιτιολογεί γιατί αυτή η μαρτυρία καταλήγει να στηρίζει ταυτόχρονα απόδειξη ενοχής για συνωμοσία και για διάρρηξη και κλοπή και λανθασμένα συνδέει την ενοχή των εφεσειόντων με την ανυπαρξία λογικής ή άλλης εξήγησης ως προς τα γεγονότα εκ μέρους της υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προέβη σε παράθεση των νομολογιακών αρχών που διέπουν την αντίκριση περιστατικής μαρτυρίας, ανέφερε στη σελίδα 57 τα ακόλουθα:
«Το Δικαστήριο έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές ως προς την αποδεικτική βαρύτητα της περιστατικής μαρτυρίας του γενετικού υλικού, κρίνει ότι έχει ενώπιον του τέτοια ισχυρή και αδιάσειστη περιστατική μαρτυρία, η οποία στο σύνολο της και δεμένη ως αλυσίδα γεγονότων, οδηγεί με ασφάλεια σε ένα και μόνο συμπέρασμα, ήτοι στην εμπλοκή των κατηγορουμένων 1 και 2 στα αδικήματα των κατηγοριών 1 έως 4 και στην κατηγορία 20 και δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να αφήνει έστω και την παραμικρή αμφιβολία ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων και δεν έχει δοθεί από πλευράς υπεράσπισης, οποιαδήποτε λογική ή άλλη εξήγηση ως προς τα γεγονότα αυτά, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται η θεμελιώδης αρχή ότι η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή των κατηγορουμένων.»
Ακολούθως, παρέθεσε τα γεγονότα που συνθέτουν το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας που έλαβε υπόψη του, τα οποία παραθέτουμε στις σελίδες 4-5 πιο πάνω.
Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί, για τους λόγους που εξηγήθηκαν στον τέταρτο λόγο έφεσης.
Σε συνάρτηση με την έφεση κατά της ποινής, αυτή περιορίστηκε στην έφεση 145/2014, στο δεύτερο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή υπάρχει μεγάλη ανισοσκέλεια στην ποινή που επιβλήθηκε στον πρώην συγκατηγορούμενο 3 από αυτή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα 1. Ο κατηγορούμενος 3 είχε παραδεχθεί ενοχή στις κατηγορίες 11 μέχρι 19 και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης έξι μηνών στις κατηγορίες 11, 13, 16 και 18, τριών μηνών στις κατηγορίες 12, 14, 17 και 19 και ενός μηνός στην κατηγορία 15. Είναι γεγονός ότι υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση στην ποινή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο 3 από αυτήν που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα 1, γεγονός που επισημαίνεται και στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση, το οποίο επεξηγεί τους λόγους της διαφοροποίησης:
«Δεν διαφεύγει βεβαίως και της προσοχής του Δικαστηρίου η έκταση της ποινής που επιβλήθηκε στον πρώην κατηγορούμενο 3, αλλά ουδεμία σύγκριση δύναται να γίνει με τις περιστάσεις των κατηγορουμένων 1 και 2, διότι ο κατηγορούμενος 3 ήταν λευκού ποινικού μητρώου, παραδέχθηκε ενοχή από την πρώτη στιγμή στην αστυνομία και μετέπειτα στο Δικαστήριο ως ήταν εξ΄ αρχής η πρόθεση του όπως εκφράστηκε στο Δικαστήριο, συνεργάστηκε με την αστυνομία, απολογήθηκε, ο βαθμός και η έκταση της εμπλοκής του ήταν τέτοιας σημασίας, βαρύτητας και έκτασης που διέφερε με αυτήν των κατηγορουμένων 1 και 2, και γενικά η περίπτωση του κατηγορουμένου 3 διαφέρει κατά πολύ με αυτήν των κατηγορουμένων 1 και 2 οι οποίοι συνέχισαν την παραβατική τους συμπεριφορά αμετανόητοι μέχρι που συνελήφθησαν αφού προηγουμένως έχουν διαφύγει της σύλληψης τους στις 22/7/2013 σε αντίθεση με ότι έγινε δηλαδή με τον κατηγορούμενο 3.»
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, ο κατηγορούμενος 3, μετά τη διάπραξη των αδικημάτων που σχετίζονται με την πρώτη διάρρηξη και κλοπή, στην οποία ο βαθμός εμπλοκής του ήταν περιορισμένος, εγκατέλειψε τους κατηγορούμενους 1 και 2, παραδέχθηκε ενοχή σε αρχικό στάδιο στην Αστυνομία, δεν συμμετείχε στη διάπραξη των αδικημάτων που σχετίζονται με τη δεύτερη διάρρηξη και κλοπή, ήταν λευκού ποινικού μητρώου, παραδέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και εξέφρασε τη μεταμέλειά του, βοηθώντας με αυτό τον τρόπο στην εξιχνίαση των αδικημάτων και, επιπρόσθετα, πρόσφερε τον εαυτό του ως μάρτυρα κατηγορίας. Τα στοιχεία αυτά διαφοροποιούν ουσιωδώς την περίπτωση του κατηγορούμενου 3 από τον εφεσείοντα 1, ο οποίος, μαζί με τον εφεσείοντα 2, συνέχισαν την παραβατική τους συμπεριφορά και σε διάστημα ορισμένων ημερών διέπραξαν τα αδικήματα των κατηγοριών 1 μέχρι 4, παραμένοντας αμετανόητοι μέχρι τέλους. Ο εφεσείων 1, επιπρόσθετα, βαρύνεται με προηγούμενη καταδίκη, για την οποία του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης, και, σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την αποφυλάκισή του, διέπραξε τα υπό κρίση αδικήματα. Οι διαφοροποιήσεις αυτές, οι οποίες είναι σημαντικές, δεν μπορεί παρά να αντανακλώνται στην επιβληθείσα ποινή.
Ως εκ των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και δίκαιη και δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας. Η σημαντική διαφοροποίηση των ποινών που επεβλήθηκαν στον πρώην κατηγορούμενο 3 και στον εφεσείοντα στην έφεση 145/2014 δικαιολογείται επαρκώς, με βάση τα γεγονότα και τα περιστατικά της υπόθεσης, και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή εκτίμησης των γεγονότων, αλλά ούτε και θεωρούμε ότι δικαιολογείται οποιονδήποτε αίσθημα άνισης μεταχείρισης του εφεσείοντα στην Έφεση 145/2014.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ