ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B125
(2016) 2 ΑΑΔ 185
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 47/2014]
29 Φεβρουαρίου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ALIBRAHIM MUHY IDDIN
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
---------
Eιρ. Τουμάζου (κα) για Νικ. Χαραλαμπίδου (κα), για τον εφεσείοντα.
Ξ. Ξενοφώντος (κα), δημόσιος κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Εφεσείων παρών.
---------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει η Μιχαηλίδου, Δ. και με αυτή συμφωνεί ο Γιασεμή, Δ. Εγώ θα δώσω διιστάμενη απόφαση.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Πληροφορίες που δόθηκαν στις 14.11.2013, στο γραφείο συλλογής πληροφοριών στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου, σε σχέση με αδίκημα κατοχής πλαστών χαρτονομισμάτων και πλαστών ευρωπαϊκών διαβατηρίων, οδήγησαν στην έκδοση δικαστικού εντάλματος έρευνας σε κατοικία στη Γεροσκήπου.
Κατά την διενέργεια εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, εντός του διαμερίσματος, ιδιοκτήτης και ένοικος του οποίου ήταν ο εφεσείων, εντοπίστηκε σε άλλο δωμάτιο ακόμα ένα πρόσωπο, αργότερα κατηγορούμενος 2, το οποίο χρησιμοποιείτο ως γραφείο, απ΄ όπου ξεκίνησε η έρευνα των αστυνομικών οργάνων. Εντοπίστηκαν από τον αστυφύλακα ΜΚ3, λοχ. 1833, Ι. Χριστοδούλου, εντός ψάθινου καλάθου, «κάτω από το σακούλι με τα σκουπίδια», πέντε δέσμες με εκατοδόλλαρα Αμερικής, οι τέσσερις από τις οποίες ήταν δεμένες με άσπρο χαρτί στο οποίο αναγραφόταν «One Hundred», και μια άλλη δέσμη, δεμένη με δύο λαστιχάκια. Ο ΜΚ3 αμέσως τα υπέδειξε στους κατηγορούμενους, τους επέστησε την προσοχή τους στο Νόμο και τους ρώτησε να του αναφέρουν το λόγο που βρίσκονταν κρυμμένα στο σημείο εκείνο. Τόσο ο εφεσείων, όσο και ο κατηγορούμενος 2, του απάντησαν: «Εν νε δικά μου». Στη συνέχεια, εφεσείων και κατηγορούμενος 2, συνελήφθηκαν για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας. Κατά τη σύλληψη του εφεσείοντος για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας, ο εφεσείων πρόβαλε άρνηση.
Εναντίον του εφεσείοντος (κατηγορούμενου 1) και του δεύτερου προσώπου (κατηγορούμενος 2) καταχωρίστηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου οι ακόλουθες κατηγορίες:
1. Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154,
2. Κατοχή παραχαραγμένου νομίσματος, κατά παράβαση των άρθρων 2, 5(2) του περί Νομίσματος (Παραχάραξη και άλλα Συναφή Θέματα) Νόμου 110(Ι)/2004 και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα,
3. Παράνομη παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στη 2η κατηγορία ο κατηγορούμενος 2 αθωώθηκε και απαλλάχθηκε κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, για να ακολουθήσει η απαλλαγή του με την έκδοση της τελικής απόφασης του Κακουργιοδικείου και για το αδίκημα της συνωμοσίας ως ανωτέρω, για λόγους που δεν άπτονται της ενώπιον μας έφεσης και δεν θα μας απασχολήσουν. Αντιθέτως ο εφεσείων κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ένοχος στη 2η κατηγορία για την οποία του επιβλήθηκε ποινή πενταετούς φυλάκισης.
Έρεισμα της 2ης κατηγορίας είναι το άρθρο 5(2) του περί Νομίσματος (Παραχάραξη και Άλλα Συναφή Θέματα) Νόμου του 2004, Ν. 110(Ι)/2004, οι πρόνοιες του οποίου διαλαμβάνουν:
«(2) Κάθε πρόσωπο που κατέχει, έχει υπό τον έλεγχο του, παραλαμβάνει ή εξασφαλίζει παραχαραγμένο νόμισμα και προτίθεται να το χρησιμοποιήσει για πληρωμή, εν γνώσει του ότι τέτοιο νόμισμα είναι παραχαραγμένο, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα έξι έτη.»
Ο εφεσείων κατά την ανακριτική του κατάθεση ημερομηνίας 14.11.2013 (Τεκμήριο 25Β), πρόβαλε διάφορες αιτιάσεις και εξηγήσεις τις οποίες επανέλαβε με την ανώμοτη του δήλωση ενώπιον του Κακουργιοδικείου, με κάποιες διαφοροποιήσεις, όπως εντοπίστηκαν από το Κακουργιοδικείο, έχοντας ως σταθερό πυρήνα την έλλειψη γνώσης για το περιεχόμενο του καλάθου, χωρίς να αμφισβητήσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ανεύρεση των παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων. Προς ενίσχυση της αλήθειας του λόγου του πρόβαλε και τα ακόλουθα: δεν είχε καθαρίσει το σπίτι ούτε και είχε αλλάξει το σακούλι του συγκεκριμένου καλάθου τους τελευταίους δύο μήνες. Από δε τις 18.2.2013 μέχρι 19.9.2013 απουσίαζε στην Αίγυπτο. Φεύγοντας, άφησε τα κλειδιά του σπιτιού του σε φίλο και ομοεθνή του, για να διαχειρίζεται το διαμέρισμα. Το εν λόγω πρόσωπο το είχε καταγγείλει στην Αστυνομία σε ανύποπτο χρόνο στις 10.10.2013, γιατί τον υποψιαζόταν για κλοπή διαφόρων αντικειμένων από το διαμέρισμα και από το χώρο εργασίας του, δίδοντας και σχετική προς τούτο κατάθεση στην Αστυνομία. Γεγονότα παραδεκτά από την Κατηγορούσα Αρχή, η οποία δέχεται μάλιστα, ότι εναντίον του εν λόγω προσώπου που κατονόμασε ο εφεσείων, εξεδόθη ένταλμα σύλληψης και έκτοτε το πρόσωπο αυτό διαφεύγει της σύλληψης. Ως υπερασπιστική πρόταση του εφεσείοντος, τέθηκαν εξ υπαρχής ήδη με την ανακριτική του κατάθεση, οι υποψίες του για την τοποθέτηση των πλαστών χαρτονομισμάτων στον κάλαθο, εναντίον του εν λόγω φίλου του ο οποίος ενδεχομένως, όπως είπε, να τοποθέτησε τα χρήματα εκεί για να τον ενοχοποιήσει ή ακόμα και εναντίον του συγκατηγορούμενου του, ο οποίος σημειώνουμε βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο και είχε, είπε, αυτή τη δυνατότητα: λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι και ακολουθήσει η είσοδος των αστυνομικών, καθόταν στο δωμάτιο που βρισκόταν ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και δίπλα του ο κάλαθος, ενώ ο ίδιος έφτιαχνε καφέ στην κουζίνα.
Το Δικαστήριο κρίνοντας ως αξιόπιστη και καθόλα πειστική τη μαρτυρία που προσήχθη από την Κατηγορούσα Αρχή, εξετάζοντας την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος, αποφάσισε να μην της προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα κρίνοντας ορθά με παραπομπή στη νομολογία, ότι η αξία της είναι μάλλον περιορισμένη αφού δεν υποβάλλεται στη δοκιμασία της αντεξέτασης (Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Δημοσθένους κ.α. ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129, Ιωάννου και Σιμιανός ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195, R. v. Frost (1964) 64 Cr. App. R. 284). Δεν περιορίστηκε όμως το Δικαστήριο σε γενικό αφορισμό. Αντιπαράθεσε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος, με την αξιόπιστη όπως τη δέχθηκε μαρτυρία του ΜΚ3 και με την ανακριτική του κατάθεση για να καταγράψει και τα ακόλουθα, στις σ. 209 και 213 αντιστοίχως:
«Στην ανώμοτη του δήλωση αναφέρει πως όταν ήλθε ο κατηγορούμενος 2 πήγε να φτιάξει καφέ κτύπησε η πόρτα μια φορά και άνοιξε χωρίς καθυστέρηση. Κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.3 ερωτήθηκε ο μάρτυρας στην προσπάθεια να δικαιολογηθεί κάποια καθυστέρηση στο άνοιγμα της πόρτας αν ο κατηγορούμενος 1 κρατούσε φλιτζάνι καφέ, του υποβλήθηκε ότι κρατούσε τέτοιο φλιτζάνι και του υποδείχθηκε η φωτογραφία 3 του Τεκμηρίου 1 στην οποία εμφανίζεται ένα φλιτζάνι.
Στην ανακριτική του κατάθεση δηλώνει πως ήλθε ο κατηγορούμενος 2 τον ενημέρωσε ότι η δουλειά ακυρώθηκε και πήγε να φτιάξει καφέ. Στην ανώμοτη του δήλωση αναφέρει πως ήλθε ο κατηγορούμενος 2 στο σπίτι του να συζητήσουν για τις δουλειές που του ανέφερε ο Κουρίδης και άρχισαν να μιλούν για δουλειές.
................................
1. Τα παραχαραγμένα χαρτονομίσματα ανευρέθηκαν η ώρα 17:00.
2. Ο κατηγορούμενος 1 καθυστέρησε για ενάμιση περίπου λεπτό να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος του από την ώρα που οι αστυνομικού έκρουσαν τη θύρα.
3. Όταν ερωτήθηκε από τον Μ.Κ.3 για ύπαρξη άλλου προσώπου στο διαμέρισμα απάντησε αρνητικά.
4. Το διαμέρισμα ήταν καθαρό και η σακούλα του καλάθου δεν ήταν σκονισμένη.»
Συνεκτιμώντας δε το σύνολο της προσαχθείσας ενώπιον του μαρτυρίας επεσήμανε τα ακόλουθα: Τα πλαστά χαρτονομίσματα ανευρέθησαν στο δωμάτιο του εφεσείοντος όπου διαμένει μόνος του εδώ και τρία χρόνια. Βρέθηκαν καλά καλυμμένα και κρυμμένα σε ψάθινο κάλαθο σκουπιδιών, ενώ τόσο το διαμέρισμα όσο και το ίδιο το πλαστικό σακούλι φαινόταν να μην είναι σκονισμένο. Η φύλαξη και η τοποθέτηση των χαρτονομισμάτων στο σημείο που ανευρέθηκαν, φανέρωνε πρόθεση απόκρυψης τους και αναδείκνυε την ένοχη γνώση του εφεσείοντος περί της πλαστότητας των χαρτονομισμάτων, όπως και προσπάθεια αποπροσανατολισμού οποιουδήποτε προσώπου ήθελε να διενεργήσει έρευνα, ώστε δύσκολα να τα εντοπίσει. Επεσήμανε ακόμα τις αντιφάσεις στις θέσεις του εφεσείοντος, όπως τις εντόπισε, μεταξύ της κατάθεσης του στην Αστυνομία και της ανώμοτης κατάθεσης του: ως προς τον χρόνο που διαμεσολάβησε μέχρι ο εφεσείων να ανοίξει την πόρτα σε κλήση της Αστυνομίας, την άρνηση του περί ύπαρξης οποιουδήποτε τρίτου προσώπου στο διαμέρισμα, σημεία που αποδείκνυαν, έκρινε, την ένοχη γνώση του εφεσείοντος. Η μεγάλη ποσότητα των ανευρεθέντων πλαστών χαρτονομισμάτων, η πολύ καλή ποιότητα της εργασίας, που φανέρωνε πρόθεση χρησιμοποίησης των χαρτονομισμάτων για πληρωμή, θεωρήθηκαν από το Κακουργιοδικείο ισχυρά στοιχεία ώστε να οδηγήσουν στην καταδίκη του εφεσείοντος.
Ορθά το Κακουργιοδικείο ερμήνευσε την νομολογία με παραπομπή στις Τίτος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409, Ξυδιάς κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174 και Blackstone's Criminal Practice, 2009, σ.484, παράγραφος Β 6-54, υπό τον τίτλο «Custody or Control», που ορίζει ότι η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) της κατοχής συναρτάται με την άμεση κατοχή ή την εξυπακοούμενη κατοχή και ότι αντικείμενα, εδώ τα παραχαραγμένα χαρτονομίσματα, θεωρούνται ότι βρίσκονται στην κατοχή προσώπου του οποίου τελούν, ακόμη και αν βρίσκονται υπό τη φύλαξη άλλου. Σε κάθε όμως περίπτωση θα πρέπει απαραιτήτως και ανεξαρτήτως της όποιας μορφής κατοχής να εξεταστεί αν συνυπάρχει και η ένοχη διάνοια (mens rea), ήτοι, γνώση της κατοχής του αντικειμένου (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256, Κούκος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 64). Το Κακουργιοδικείο επί του τελευταίου στοιχείου κατέληξε ότι η παράλειψη του εφεσείοντος να παράσχει οποιαδήποτε εξήγηση και η φύλαξη και η τοποθέτηση των πλαστών χαρτονομισμάτων στο σημείο που αυτά ανευρέθηκαν, δείκνυε πρόθεση απόκρυψης τους και αναδείκνυε, όπως το διατύπωσε, την γνώση του εφεσείοντος περί του χαραγμένου και της πλαστότητας τους:
«Υποδεικνύεται περαιτέρω πως ο κατηγορούμενος 1 δεν έχει παράσχει οποιαδήποτε εξήγηση για την κατοχή τους (δεν θα μπορούσε εξάλλου να προσφέρει αφού αρνείται την κατοχή) σε αντίθεση με την εξήγηση που πρόσφερε για την κατοχή των φωτοτυπημένων Κυπριακών χαρτονομισμάτων για τα οποία δήλωσε πως τα κατέχει για συλλεκτικό σκοπό.»
Με την παρούσα έφεση εισάγονται δώδεκα λόγοι εναντίον της καταδίκης με τον 13ο να στρέφεται εναντίον της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής. Οι λόγοι έφεσης 4, 5, 6, 7, 8 και 9 υποστηρίζονται από κοινό υπόβαθρο και θα εξεταστούν ενιαία, ενώ άλλοι λόγοι αλληλοκαλύπτονται κατά τρόπο αχρείαστα επαναληπτικό. Θα επικεντρωθούμε στους λόγους έφεσης 4, 5, 6, 7, 8 και 9 οι οποίοι κρίνουμε ότι ορίζουν και την ουσία του πράγματος.
Ο εφεσείων, παραπονείται ότι η περιστατική μαρτυρία στην οποία το Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικά για να καταδικάσει τον εφεσείοντα, δεν ήταν ικανοποιητική ώστε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής. Το δε γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη του το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας, αλλά μόνο μέρος της, οδήγησε σε λανθασμένο συμπέρασμα και αντιστροφή του βάρους απόδειξης, μετατοπίζοντας το στους ώμους του εφεσείοντος. Η τελευταία πρόταση ανάγεται στον αποκλεισμό της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντος αλλά και της παράλειψης του Δικαστηρίου να εξετάσει την εκδοχή που έθεσε ο εφεσείων, ήδη εξ υπαρχής με την ανακριτική του κατάθεση: ότι αυτός απουσίαζε από την Κύπρο για κάποιο χρονικό διάστημα και ο ανωτέρω ομοεθνής του, είχε την κατοχή του διαμερίσματος σε αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, θεωρώντας λανθασμένα ότι δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για την κατοχή τους.
Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς την αξία την οποία προσέδωσε στην ανώμοτη δήλωση, όπως προείπαμε είναι ορθή (Anastassiades ν. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Δημοσθένους κ.α. ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129, Ιωάννου και Σιμιανός (2001) 2 Α.Α.Δ. 195 και R. v. Frost (1964) 64 Cr.App.Rep. 284). Όπως ορθή είναι και η διαπίστωση του ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, την οποία βρήκε καθόλα αξιόπιστη και πειστική, απέκλειε πλέον κάθε συζήτηση ως προς την βαρύτητα που θα μπορούσε να προσδοθεί στην εν λόγω ανώμοτη δήλωση. Το θέμα αυτό δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω. Το Κακουργιοδικείο επ΄ αυτού του ζητήματος κινήθηκε εντός των ορθών παραμέτρων της νομολογίας και δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε πλημμέλεια.
Εκεί όμως όπου διαπιστώνουμε πλημμέλεια είναι η παράλειψη του Κακουργιοδικείου να εξετάσει το θέμα της εκδοχής του εφεσείοντος, όπως αυτή εισήχθη μέσα από τη γραπτή του κατάθεση εξ υπαρχής στην Αστυνομία ημερ. 14.11.2013 και τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήριο (Τεκμήριο 25Β) αποτελώντας πλέον μέρος του συνόλου της μαρτυρίας, πάνω στην οποία η Kατηγορούσα Αρχή στήριξε την υπόθεση της για να επιτύχει την καταδίκη του εφεσείοντος, όπως προδήλως αναδεικνύεται από το απόσπασμα που ακολουθεί:
«.Η αιτιολογία αυτή, δεδομένης της μη απόδοσης οιασδήποτε βαρύτητας στην ανώμοτη δήλωση για τους λόγους που ανωτέρω εξηγήθηκαν αλλά και για τους λόγους της αποδοχής της αξιόπιστης θέσης των ΜΚ3 και ΜΚ9 (ότι δηλαδή το διαμέρισμα ήταν καθαρό και η σακούλα στον κάλαθο στον οποίο ανευρέθηκαν τα παραχαραγμένα χαρτονομίσματα δεν ήταν σκονισμένη) και με γνώμονα τις αρχές που διέπουν τις ανώμοτες δηλώσεις, δεν έχει οποιαδήποτε αποδεικτική αξία.»
Η προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να εξετάζεται στο σύνολο της και δεν είναι ορθό να απομονώνονται επιμέρους στοιχεία (Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ. 195, Τσιβιτανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166 και Ξυδιάς ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 807). Τα δε γεγονότα τα οποία την συνιστούν θα πρέπει να αποδεικνύονται, όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου θα πρέπει να προκύπτει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το δε υλικό που συνθέτει η περιστατική μαρτυρία θα πρέπει να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου ώστε να δικαιολογεί και την καταδίκη. Η δε αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου, θα πρέπει να είναι άμεση αφενός, και, αφετέρου, να μην μπορεί να συμβιβαστεί με άλλη λογική ερμηνεία (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, 79 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172).
Με δεδομένο ότι η καταδίκη του εφεσείοντος στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία, η οποία πρέπει να αξιολογείται στο σύνολο και σε ενιαία προσέγγιση, το Κακουργιοδικείο όφειλε να εξετάσει την εκδοχή του εφεσείοντος όπως τέθηκε ενώπιον του από την Κατηγορούσα Αρχή με τη γραπτή του κατάθεση και που δυνατόν να γεννά αμφιβολίες. Όπως τέθηκε στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41: H υπεράσπιση αρκεί να δώσει εξήγηση που να εισηγείται μια διαζευκτική θεωρία η οποία κρίνεται ως πιθανή, συνάδουσα βεβαίως με το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, ώστε να προκληθεί υποβόσκουσα αμφιβολία (Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20 και Ξυδιάς (ανωτέρω)).
Και η διαζευκτική εκδοχή που τέθηκε εκ μέρους του εφεσείοντος όπως εισήχθη με την γραπτή του κατάθεση, έθετε ένα τέτοιο υπόβαθρο την οποία το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ώστε να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει για συγκεκριμένους λόγους που θα έπρεπε να παραθέσει. Η αντιπαράθεση της ανώμοτης δήλωσης και της ανακριτικής κατάθεσης του εφεσείοντος με την αξιόπιστη, όπως δέχθηκε, μαρτυρία του ΜΚ3, δεν εξέταζε τον πυρήνα της εκδοχής του εφεσείοντος. Περιορίστηκε, κρίνουμε, το Δικαστήριο σε μικρολεπτομέρειες της περιστατικής μαρτυρίας γύρω από τον χρόνο εισόδου των αστυνομικών οργάνων στο διαμέρισμα, την καθυστέρηση του εφεσείοντος να ανοίξει την πόρτα ή την άρνηση του ότι τρίτο πρόσωπο βρισκόταν στο διαμέρισμα παρανόμως διαμένοντος, όπως ήδη σημειώσαμε, ή σε άλλες επουσιώδεις λεπτομέρειες, κατά τρόπο μικροσκοπικό, αποσπασματικό και ελλιπή ως προς το ουσιώδες: της ένοχης γνώσης του εφεσείοντος (Ξυδιάς (ανωτέρω) και Anastassiades v. R. (1977) 2 C.L.R. 97). Και μάλιστα όταν άλλες λεπτομέρειες, όπως ότι ο κάλαθος δεν ήταν σκονισμένος και το διαμέρισμα ήταν καθαρό, ή ότι αποτσίγαρα εντός του έδειχναν «φρέσκα» εισήχθησαν εκ των υστέρων από το ΜΚ3, ενώ δεν είχαν περιληφθεί στην αρχική του κατάθεση, στοχεύοντας να καταδείξουν πρόσφατη αλλαγή του σακουλιού και κατά συνέπεια γνώση του εφεσείοντος για τα πλαστά χαρτονομίσματα.
Εδώ υπεισέρχεται ένα δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του εφεσείοντος με την οποία πλήττεται η κατάληξη του Κακουργιοδικείου να απορρίψει την εκδοχή της υπεράσπισης κατά τρόπο που ισοδυναμούσε με εναπόθεση βάρους στον εφεσείοντα να αποδείξει την αθωότητα του. Επαναλαμβάνουμε σε κάθε περίπτωση ότι είναι η Κατηγορούσα Αρχή που φέρει το βάρος της απόδειξης ενοχής του κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητα του (Charitonos a.ο v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40).
Διαχρονικά η νομολογία υποστηρίζει ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο εκεί όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή μαρτυρία ή και εκεί όπου παρουσιάζεται λογική ανακολουθία ή πλημμελής αξιολόγηση δεδομένων (Bullows v. Νεοφύτου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236). Και εδώ το Κακουργιοδικείο δεν αξιολόγησε τη διαζευτική εκδοχή που δυνατόν να οδηγούσε το Δικαστήριο σε αμφιβολία ως προς τη διάπραξη του εγκλήματος και που βεβαίως μορφοποιείται μόνο όταν η εκδοχή υποστηρίζεται από αξιόλογη σχετική μαρτυρία, όπως στην περίπτωση υπό κρίση όπου η εκδοχή του εφεσείοντος εισήχθη από την Κατηγορούσα Αρχή.
Θεωρούμε ότι η παράλειψη του Κακουργιοδικείου να στρέψει την προσοχή του και να σχολιάσει την κρίσιμη αυτή διαζευκτική εκδοχή και τις εξηγήσεις του εφεσείοντος, κρίσιμο στοιχείο που ενδεχομένως να επιδρούσε και να επηρέαζε τα ευρήματα και την κατάληξη του ως προς το στοιχείο της γνώσης, καθιστά την καταδίκη του εφεσείοντος ακροσφαλή και υποκείμενη σε ακύρωση.
Οι λόγοι έφεσης 4, 5, 6, 7, 8 και 9 επιτυγχάνουν. Εν όψει τούτων παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΦΚ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 47/2014)
29 Φεβρουαρίου 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
ALIBRAHIM MUHY IDDIN,
Εφεσείων
- V. -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
--------------------------------------
Ειρ. Τουμάζου (κα) για Νικ. Χαραλαμπίδου (κα),
για τον Εφεσείοντα.
Ξ. Ξενοφώντος (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στη βάση των γεγονότων που καταγράφονται στην απόφαση της πλειοψηφίας είμαι υποχρεωμένος να εξηγήσω στη συνέχεια τους λόγους διαφωνίας μου ως προς την κατάληξη στην οποία άγεται η πλειοψηφούσα σκέψη.
Αποτελεί νομολογιακή αρχή ότι το Δικαστήριο εξετάζει το σύνολο της μαρτυρίας και την αξιολογεί ανάλογα, με ζητούμενο πάντοτε να ικανοποιηθεί ότι η Κατηγορούσα Αρχή, έχουσα το βάρος απόδειξης, έχει αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Από τη στιγμή που το εκδικάζον Δικαστήριο απορρίπτει για καλό λόγο την εκδοχή ενός κατηγορούμενου και αντίθετα αποδέχεται τη σειρά των γεγονότων και την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, η καταδίκη είναι αναπόφευκτη, εφόσον, βεβαίως, ταυτόχρονα δεν ορθώνεται έναντι της Κατηγορούσας Αρχής απροσπέλαστος νομικός τοίχος προς όφελος του κατηγορούμενου.
Το Δικαστήριο εξετάζει διαζευκτική εκδοχή που ο κατηγορούμενος προβάλλει εφόσον αυτή λειτουργεί ως δημιουργούσα λογική αμφιβολία ως προς την ενοχή του. Η εκδοχή αυτή πρέπει να έχει υπόσταση με αναγωγή στα δεδομένα και γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά μετατρέπονται σε ευρήματα στη βάση της αξιολόγησης και αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Δεν είναι όμως κάθε διαζευκτική εκδοχή ικανή να οδηγήσει σε αμφιβολία. Το ζήτημα τέθηκε ως εξής στη Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706:
«Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική. Προς τούτο συνηγορούν οι υποθέσεις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104).»
Η θεωρία της διαζευκτικής εκδοχής λειτουργεί εκεί όπου τα γεγονότα είναι βοηθητικά προς τον κατηγορούμενο, αλλά δεν αναβαθμίζεται σε άξια λόγου εκδοχή όπου η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν την υποστηρίζει, (Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211).
Το Κακουργιοδικείο στην υπό κρίση έφεση αξιολόγησε θετικά την όλη μαρτυρία που προσέφερε η Κατηγορούσα Αρχή. Ήταν συνεπώς ανάλογα τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία και κατέγραψε ως εξής στη σελ. 213 των πρακτικών, (σελ. 24 της απόφασης):
«Για τούτο έχοντας κρίνει αξιόπιστους τους Μ.Κ.3 και Μ.Κ.9 καταγράφουμε και ως ευρήματα και ως αποδειχθέντα γεγονότα τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω ως αμφισβητούμενα. Δηλαδή:
(1) Τα παραχαραγμένα χαρτονομίσματα ανευρέθηκαν η ώρα 17:00.
(2) Ο κατηγορούμενος 1 καθυστέρησε για ενάμιση περίπου λεπτό να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος του από την ώρα που οι αστυνομικοί έκρουσαν τη θύρα.
(3) Όταν ερωτήθηκε από τον Μ.Κ.3 για ύπαρξη άλλου προσώπου στο διαμέρισμα απάντησε αρνητικά.
(4) Το διαμέρισμα ήταν καθαρό και η σακούλα του καλάθου δεν ήταν σκονισμένη.»
Το ουσιαστικό παράπονο του εφεσείοντος είναι ότι το Κακουργιοδικείο απέτυχε να εξετάσει την εκδοχή που προέβαλε τόσο στην ανακριτική του κατάθεση, όσο και στην ανόμωτη δήλωση του στο Δικαστήριο. Η εκδοχή αυτή ήταν ότι ο ίδιος μεταξύ 18.2.2013 και 15.9.2013 απουσίαζε στην Αίγυπτο, άφησε δε τα κλειδιά του ιδιόκτητου διαμερίσματος του σε ομοεθνή του για να το διαχειρίζεται. Το πρόσωπο αυτό, ο εφεσείων κατήγγειλε στην αστυνομία στις 10.10.2013, ως ύποπτο για την κλοπή διαφόρων αντικειμένων τόσο από το διαμέρισμα του, όσο και από τον χώρο εργασίας του, έδωσε δε σχετική κατάθεση και η αστυνομία εν τέλει εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του χωρίς όμως να εντοπίσει το πρόσωπο αυτό.
Στην ανόμωτη δήλωση του, ο εφεσείων δεν είπε πουθενά ότι υποψιαζόταν ότι το τρίτο αυτό πρόσωπο πιθανόν να είχε αποκρύψει τα παραχαραγμένα χαρτονομίσματα στον πάτο του ψάθινου κάλαθου που βρισκόταν στο γραφείο του. Αυτό το είπε στην ανακριτική του κατάθεση στην αστυνομία την οποία έδωσε στις 14.11.2013, το βράδυ του εντοπισμού των πλαστών χαρτονομισμάτων και της σύλληψης του εφεσείοντος. Όπως το Κακουργιοδικείο συνόψισε την ανακριτική κατάθεση, ο εφεσείων είχε πει ότι με την επιστροφή του στην Κύπρο στις 15.9.2013, διαπίστωσε να έλειπαν διάφορα αντικείμενα από το διαμέρισμα του, προσπάθησε να επικοινωνήσει με το πρόσωπο στο οποίο άφησε το διαμέρισμα του, αλλά αυτό δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Το Κακουργιοδικείο ανέφερε ως προς αυτή την πτυχή, ως προς την ανάμειξη του τρίτου προσώπου ότι:
«Ταυτόχρονα έμαθε από άλλους ότι ενώ εκείνος απουσίαζε, ο Mahmoud πωλούσε διάφορα αντικείμενα του σε χαμηλές τιμές. Γι΄ αυτό κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία. Πιστεύει ότι ο Mahmoud ενδεχομένως να τοποθέτησε τα χρήματα στο σημείο εκείνο για να τον ενοχοποιήσει. Στη συνέχεια της ανακριτικής κατάθεσης, ο κατηγορούμενος 1 επαναλαμβάνει την άγνοια του για την τοποθέτηση των χρημάτων εκεί και εκφράζει τη σκέψη πως μπορεί να τα τοποθέτησε και κάποιος άλλος ακόμη και ο κατηγορούμενος 2.»
Η πιο πάνω θέση του εφεσείοντος ήταν στην ουσία η διαζευκτική εκδοχή του. Η οποία όμως ήταν μετέωρη, χωρίς ίχνος άλλης μαρτυρίας υποστηρικτικής ή έστω ενδεικτικής ως προς την πιθανότητα να τοποθέτησε τα χρήματα το τρίτο πρόσωπο, ο Mahmoud, ή, ο τότε συγκατηγορούμενος του, ο οποίος να σημειωθεί, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε και από τις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε μαζί με τον εφεσείοντα, που ήταν πρώτον, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, δεύτερο, κατοχή παραχαραγμένου νομίσματος και, τρίτο, παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Η εκδοχή του εφεσείοντος παρέμεινε σε μια απλή τοποθέτηση, ως εικασία και μόνο και μάλιστα με διαζευκτικές τοποθετήσεις ότι πιθανόν να τοποθέτησε τα πλαστά χαρτονομίσματα ο Mahmoud ή ο κατηγορούμενος 2, ο οποίος όμως εκείνη την ώρα είχε επισκεφθεί τον εφεσείοντα στο διαμέρισμα του για να μιλήσουν για ενδεχόμενες δουλειές. Η αιτιολογία που έδωσε ο εφεσείων ότι πιθανόν να τοποθετήθηκαν τα χαρτονομίσματα από τον Mahmoud, ήταν για να τον ενοχοποιήσει. Χωρίς όμως καμιά προς τούτο αληθοφανή εξήγηση. Μάλιστα, αντιστρατεύεται και τη λογική των πραγμάτων εφόσον ο εφεσείων είχε πει ότι ο Mahmoud του έκλεβε πράγματα και τα πωλούσε σε χαμηλές τιμές προς ίδιον όφελος. Αν αυτό ήταν αληθές και τα χρήματα ανήκαν στον Mahmoud, τότε θα αναμενόταν να γινόταν χρήση τους από τον ίδιο τον Mahmoud και όχι να αφήνονταν κρυμμένα και αχρησιμοποίητα σε κάλαθο αχρήστων σε ξένο διαμέρισμα.
Στη βάση των ανωτέρω, η διαζευκτική αυτή εκδοχή του εφεσείοντος και μάλιστα με ανόμωτη δήλωση στην οποία δεν επαναλήφθηκε η θέση που πρόβαλε κατά την ανακριτική κατάθεση, δεν ήταν στην ουσία άξια περαιτέρω συζήτησης από το Κακουργιοδικείο. Είναι γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν ανέφερε ρητά στο σκεπτικό του ότι η συγκεκριμένη εκδοχή δεν ήταν αποδεκτή. H συνήγορος του εφεσείοντος έθεσε το θέμα στην πρωτόδικη αγόρευση της ότι ο εφεσείων δεν είχε γνώση της ύπαρξης των πλαστών χαρτονομισμάτων, ενώ ήταν δεδομένο ότι το διαμέρισμα χρησιμοποιείτο για κάποιο χρονικό διάστημα από άλλο άτομο το οποίο ο εφεσείων είχε καταγγείλει για κλοπή. Το Κακουργιοδικείο συζητώντας την όλη θέση της υπεράσπισης, στις σελ. 26-32, (σελ. 215-221 των πρακτικών), ανέλυσε τη νομική έννοια της κατοχής και της σύνδεσης του εφεσείοντος με τα πλαστά χαρτονομίσματα. Η μαρτυρία ήταν όντως περιστατική. Και αφού υπέδειξε το αυτονόητο ως προς την αξία της περιστατικής μαρτυρίας ως μη υποδεέστερης της άμεσης μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο υπέδειξε ότι: (i) τα πλαστά χαρτονομίσματα βρέθηκαν στο δικό του διαμέρισμα, (ii) στο διαμέρισμα ο εφεσείων διέμενε μόνος τα τελευταία τρία χρόνια, (iii) τα πλαστά χαρτονομίσματα ήταν καλά κρυμμένα σε ψάθινο κάλαθο σκουπιδιών, του οποίου το σακκούλι δεν ήταν σκονισμένο και (iv) ήταν σε δωμάτιο που χρησιμοποιείτο από τον ίδιο ως γραφείο και στο οποίο είχε συνεχώς πρόσβαση αφού εκεί είχε και τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή.
Με τα πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι αποδεικνυόταν το στοιχείο της κατοχής και της γνώσης. Απέρριψε ταυτόχρονα τη θέση του εφεσείοντος ότι είχε δύο μήνες να καθαρίσει και να αλλάξει το σακκούλι του κάλαθου. Αντιθέτως, δέχθηκε ως αξιόπιστη και ορθή τη θέση των μαρτύρων της αστυνομίας ότι το διαμέρισμα ήταν καθαρό, το σακκούλι του κάλαθου δεν ήταν σκονισμένο, μέσα σε αυτό υπήρχε φρέσκα στάκτη, ότι ο εφεσείων καθυστέρησε ενάμισυ λεπτό να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος όταν την κτυπούσαν οι αστυνομικοί, αρνήθηκε δε και την ύπαρξη άλλου προσώπου στο διαμέρισμα, ενώ εκείνη την ώρα ήταν μέσα ο πρώην κατηγορούμενος 2. Λόγω όλων των ανωτέρω, το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε καμία αξία στην ανόμωτη δήλωση και συνεπώς απέρριψε και την εκδοχή περί ανάμειξης τρίτου προσώπου στην εν αγνοία του εφεσείοντος τοποθέτηση των χαρτονομισμάτων.
Στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 296, υποδείχθηκε και πάλι ότι: «Οι διαζευκτικές πιθανότητες πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του δικαστηρίου και όχι πιθανότητες και θεωρίες άσχετες με το υλικό ενώπιον του δικαστηρίου.» Επίσης λέχθηκε ότι:
«Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αναιρέσει ή να αποκρούσει κάθε πιθανή υπεράσπιση που ενδεχομένως να είναι διαθέσιμη σε ένα κατηγορούμενο. Μόνο αν η πλευρά του κατηγορουμένου εγείρει με μαρτυρία τέτοια υπεράσπιση, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να πείσει ότι δεν ευσταθεί. (Βλ. Hill v. Baxter (1958) 1 All E.R. 193, 196 και Phipson on Evidence, 14η Έκδ., παράγραφος 4-15).»
Είναι πρόδηλο ότι ο εφεσείων δεν παρουσίασε ικανή εκδοχή για να δημιουργήσει οποιαδήποτε ρωγμή στην αξιόπιστη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Η εκδοχή του ήταν μια απλή και ταυτόχρονα αστήρικτη θέση περί της πιθανότητας και μόνο, τρίτο άτομο να ήταν υπεύθυνο για την τοποθέτηση των χαρτονομισμάτων στον πάτο του ψάθινου καλαθιού.
Συνεπώς, θα απέρριπτα την έφεση για τους λόγους που έχω καταγράψει.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ