ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B78
(2016) 2 ΑΑΔ 67
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 2/2014
10 Φεβρουαρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
Α. Κ. CHARALAMBOUS LTD
Εφεσείουσας
ν.
1. Ε.D. SWEET HART FASHION LIMITED
2. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εφεσιβλήτων
--------
κ. Θ. Θωμά, για εφεσείουσα
κ. Ε. Νεοκλέους, για κ. Ε. Ευσταθίου, για εφεσίβλητους
.........
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν παραπονούμενη (κατήγορος) στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 18691/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία είχε προσάψει εναντίον των εφεσιβλήτων (κατηγορουμένων 1 και 2, αντιστοίχως) τέσσερις κατηγορίες για έκδοση δύο επιταγών χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση των άρθρων 305(Α)(1), 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. Αφορούσαν τις επιταγές της Τράπεζας Κύπρου υπ΄ αρ. 93477206 ημερ. 30.6.11 για το ποσό των €3.000 και 93477215 ημερ. 15.6.11 για το ποσό των €2.000, τις οποίες έκδωσε η εφεσίβλητη 1 με την υπογραφή της διευθύντριας της εφεσίβλητης 2 επ΄ ονόματι της A. K. Charalambous Ltd.
Με το πέρας της υπόθεσης για την παραπονούμενη, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν για απόδειξη των κατηγοριών η διευθύντρια της Α. Χαραλάμπους (ΜΚ.1) και ο υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου Κ. Κυπριανού (ΜΚ.2), το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων, τους οποίους αθώωσε και απάλλαξε δυνάμει του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.154. Και αυτό για δύο, ανεξάρτητους μεταξύ τους, λόγους. O πρώτος ότι δεν υπήρχε εγγεγραμμένη νομική οντότητα με την επωνυμία A.K. CHARALAMBOUS LTD και συνεπώς δεν υπήρχε παραπονούμενος εφόσον εγγεγραμμένη νομική οντότητα ήταν η Α.Κ. CHARALAMBOUS TOPLINE LTD και, ο δεύτερος, η προσαχθείσα μαρτυρία είχε κενό για το χρόνο έκδοσης των επιταγών και για την κατάσταση του λογαριασμού κατά τον εν λόγω χρόνο προς διαπίστωση ύπαρξης ένοχης πρόθεσης των εφεσιβλήτων/κατηγορουμένων.
Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, την οποία, μετά από άδεια του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, προσβάλλει με τρεις λόγους έφεσης. Ο πρώτος γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την ενώπιον του μαρτυρία, η ορθή αξιολόγηση της οποίας οδηγούσε στο μόνο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων, ο δεύτερος ασχολήθηκε με το όνομα της εφεσείουσας στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και, ο τρίτος, γιατί ασχολήθηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο με επί μέρους ζητήματα, παραγνωρίζοντας ότι στο στάδιο αυτό είναι αρκετό η προσκόμιση αξιόπιστης μαρτυρίας.
Οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης προωθήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας με λιτό διάγραμμα αγόρευσης, στο οποίο διατυπώνεται ως νομική θέση ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης η αθώωση και απαλλαγή των εφεσιβλήτων στο εκ πρώτης όψεως στάδιο αντιστρατεύεται το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τα άρθρα 20, 29 και 305(Α)(1) του Ποινικού Κώδικα.
Όπως γίνεται αντιληπτό προέχει η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, ο οποίος αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η σαφής παραδοχή της Άντρης Χαραλάμπους (Μ.Κ.1) πως εγγεγραμμένη εταιρεία είναι μόνον η οντότητα «Α. Κ. CHARALAMBOUS TOPLINE LIMITED), και όχι οι παραπονούμενοι «Α. Κ. CHARALAMBOUS LTD» σφραγίζει την τύχη του κατηγορητηρίου. Εφ' όσον απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας κάθε ποινικής δίωξης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη του παραπονουμένου, η παραδοχή της Άντρης Χαραλάμπους (Μ.Κ.1) οδηγεί στην απόρριψη της υπόθεσης.»
Επί του προκειμένου ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας δεν διαφωνεί πως εγγεγραμμένη νομική οντότητα είναι η A.K. Charalambous Topline Ltd και όχι η A.K. Charalambous Ltd, που είναι η παραπονούμενη/κατήγορος εταιρεία. Ούτε διατυπώνει οποιοδήποτε παράπονο πως η κατονομαζόμενη στην επιταγή εταιρεία (αποδέκτης) - η Α.Κ. Charalambous Ltd - υποδηλεί με εύλογη βεβαιότητα (άρθρο 6(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262) ότι αφορά την Α.Κ. Charalambous Topline Ltd. Aν αυτό ήταν το παράπονο της εφεσείουσας τότε θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο λανθασμένης προσέγγισης του ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως έγινε και στην Ιacovou Brothers (Concrete) Ltd v. Action Construction & Development Ltd, Ποιν. Έφεση 184/2014 ημερ. 10.2.16, ECLI:CY:AD:2016:D77 που έκδωσε το παρόν Εφετείο αμέσως προηγουμένως με αναφορά στις παρ. 242 και 246 του συγγράμματος Halsbury΄s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 3 και στο σύγγραμμα Byles on Bills of Exchange and Cheques, 29η έκδοση, σελ. 32 κ.ε. Το παράπονο όμως της εφεσείουσας επί του υπό συζήτηση ζητήματος είναι απλώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να εξετάσει το όνομα του δικαιούχου της επιταγής (αποδέκτη/παραπονούμενου) στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο της δίκης, αλλά να το εξετάσει στο τελικό στάδιο.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας. Σύμφωνα με το άρθρο 4[1] του Ποινικού Κώδικα (όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν. 164(1)/2003), απαραίτητη προϋπόθεση για ύπαρξη «επιταγής» είναι και η ύπαρξη φυσικού ή νομικού προσώπου προς το οποίο η Τράπεζα καλείται να πληρώσει συγκεκριμένο ποσό. Η ανυπαρξία όμως τέτοιου προσώπου δεν καθιστά την γραπτή εντολή του εκδότη προς την Τράπεζα «επιταγή» εν τη εννοία του Νόμου και κατά συνέπεια το ζήτημα θα πρέπει να εξετάζεται στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, όπως έγινε και στην παρούσα υπόθεση.
Ενόψει των πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης, όπως αυτός προωθήθηκε, δεν ευσταθεί. Με αποτέλεσμα η έφεση να είναι καταδικασμένη σε απόρριψη χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των υπολοίπων δύο οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, είναι γενικοί και αόριστοι.
Μας έχει προβληματίσει το θέμα των εξόδων λόγω του ότι η υπόθεση της εφεσείουσας απορρίφθηκε για το λόγο ότι η εφεσείουσα είναι ανύπαρκτη νομική οντότητα. Κατά τη γνώμη μας θα ήταν ασυνέπεια να καταδικάσουμε μία ανύπαρκτη, όπως κρίθηκε, νομική οντότητα σε έξοδα και για το λόγο αυτό η έφεση απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] «Επιταγή» σημαίνει γραπτή εντολή του εκδότη προς Τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε δικαιούχο κομιστή, ανεξάρτητα από το αν καθίσταται πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία έκδοσής της ή/και παράδοσής της και περιλαμβάνει δίγραμμη επιταγή.