ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Π. Χατζηπαναγιώτου, για τον Εφεσείοντα. Ειρήνη Νεοφύτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-01-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΟΥΖΕ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 37/2014, 25/1/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:B29

(2016) 2 ΑΑΔ 23

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 37/2014)

 

25 Ιανουαρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΟΥΖΕ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

________________________

 

Π. Χατζηπαναγιώτου, για τον Εφεσείοντα.

Ειρήνη Νεοφύτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

________________________

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων, Χαράλαμπος Μουζέ, προσβάλλει, ως λανθασμένη κατά νόμο, την καταδίκη του στις δύο κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπισε πρωτοδίκως στην ποινική υπόθεση αρ. 1846/2010, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.  Αυτές αφορούσαν τα αδικήματα της κατοχής και της χρήσης, αντίστοιχα, οικοδομής, χωρίς «πιστοποιητικό έγκρισης από την Αρμόδια Αρχή».  Εδράζονταν δε και οι δύο στο άρθρο 10(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, το οποίο, με τις πρόνοιές του, καθιστά παράνομες τις προαναφερθείσες αντίστοιχες δραστηριότητες.

 

Οι λεπτομέρειες σε σχέση με τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων είναι ακριβώς οι ίδιες και για τις δύο κατηγορίες.  Σύμφωνα δε με αυτές, όπως καταγράφεται στο κατηγορητήριο, ο εφεσείων κατέχει και χρησιμοποιεί συγκεκριμένη οικοδομή, η οποία περιγράφεται ως «κτηνοτροφικά υποστατικά από ευτελή υλικά», η οποία βρίσκεται «σε οικιστική περιοχή, εντός του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 80, Φ/Σχ. 50/36 χωρίο, στο χωρίο Κιβισίλι της επαρχίας Λάρνακος».  Με τη συμπλήρωση της ακρόασης της υπόθεσης, η εκδικάσασα Δικαστής, αφού ικανοποιήθηκε ότι είχαν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα και στις δύο κατηγορίες.  Συνακόλουθα, του επέβαλε ποινή προστίμου και, επίσης, τον διέταξε να προβεί στην κατεδάφιση της διαπιστωθείσας, ως άνω, παράνομης οικοδομής.  Τα υποστατικά, τα οποία αυτή περιλαμβάνει, αναφέρονται λεπτομερώς στην πρωτόδικη απόφαση που αφορά στην ποινή, η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν έχει εφεσιβληθεί, ως προς οποιαδήποτε πτυχή της. 

 

Ο εφεσείων προσβάλλει μόνο την καταδίκη του στις εν λόγω δύο κατηγορίες.  Ως μοναδικό δε λόγο έφεσης προβάλλει τη θέση ότι η κατηγορούσα αρχή δεν έχει αποδείξει ότι η υπό αναφορά οικοδομή κατασκευάστηκε μετά το 1946, που είναι το έτος κατά το οποίο το Κεφ. 96 τέθηκε σε ισχύ.  Αφορμή για τον πιο πάνω λόγο έφεσης αποτέλεσε, προφανώς, παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την πιο πάνω πτυχή.  Συγκεκριμένα, αυτό, αφού διαπίστωσε ότι τα υποστατικά που κατέχει και χρησιμοποιεί ο εφεσείων αποτελούν «οικοδομές» εντός της εννοίας του άρθρου 2 του Κεφ. 96, συνέχισε, παρατηρώντας, στη σελίδα 25 του κειμένου της αιτιολογημένης απόφασής του, τα εξής:-

 

«Περαιτέρω, εφόσον ανεγέρθηκαν μετά το 1946, αυτές εμπίπτουν στην κατηγορία των οικοδομών, για τις οποίες απαιτείται άδεια οικοδομής και κατ' επέκταση πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή, καθότι πρόκειται για οικοδομές που ανεγέρθηκαν μετά την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ το Κεφ. 96, ήτοι την 1/9/1946.»

 

 

 

Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο συνήγορος, ο οποίος χειρίστηκε, εκ μέρους του εφεσείοντος, πρώτη φορά την υπόθεση αυτή, λαμβάνοντας ως αφορμή την πιο πάνω παρατήρηση του Δικαστηρίου, εισηγήθηκε ότι δεν είχε προσκομιστεί μαρτυρία κατά την πρωτόδικη διαδικασία, από την οποία να αποδεικνύεται το προαναφερθέν στοιχείο.  Σε απάντηση, η συνήγορος της εφεσίβλητης παρέπεμψε σε συγκεκριμένο εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, το οποίο, αφού εξέτασε ό,τι θεωρούσε ως σχετική επί του θέματος μαρτυρία, κατέληξε, σε σχέση με τα υπό αναφορά υποστατικά, πως «δεν χωρεί αμφιβολίας ότι αυτά ανεγέρθηκαν πολύ μεταγενέστερα του έτους 1946».

 

Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο πιο πάνω συμπέρασμα, σε σχέση με το εν λόγω γεγονός, αφού συνεκτίμησε τη μαρτυρία που είχε προσκομίσει η κατηγορούσα αρχή, υπό μορφή, κυρίως, φωτογραφικού υλικού, από το οποίο φαίνονται τα υποστατικά που συναποτελούν την υπό αναφορά οικοδομή και τα υλικά από τα οποία αυτή είναι κατασκευασμένη· πρόκειται, όντως, για ευτελή υλικά.  Το σημαντικό, όμως, ως προς την πτυχή αυτή, είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου δεν έχει αμφισβητηθεί με σχετικό λόγο έφεσης.  Επομένως, παραμένει αδιαμφισβήτητο το εύρημά του, στη βάση αυτή, ότι η οικοδομή ανεγέρθηκε μετά το 1946, διαπίστωση η οποία κρίνει και το αποτέλεσμα της έφεσης. 

 

Υπό τις περιστάσεις, όμως, της παρούσας υπόθεσης, κρίνεται ορθό να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις και ως προς την ουσία του προβαλλόμενου λόγου έφεσης.  Κατ' αρχάς, λοιπόν, να σημειωθεί πως ο χρόνος ανέγερσης μιας οικοδομής δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο των αδικημάτων του άρθρου 10(1) του Κεφ. 96, το οποίο, συγκεκριμένα, προβλέπει τα εξής:-

 

«10. - (1) Ουδέν πρόσωπο κατέχει ή χρησιμοποιεί ή ενεργεί, ώστε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να κατέχει ή να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή ή τμήμα οικοδομής, μέχρις ότου εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή σε σχέση με την εν λόγω οικοδομή ή τμήματος αυτής, ανεξάρτητα αν χορηγήθηκε άδεια για την οικοδομή ή τμήμα της, με βάση το άρθρο 3 του παρόντος Νόμου.»

 

 

 

Επιβεβαίωση για τη διαπίστωση, ανωτέρω, προσφέρει σχετική παρατήρηση στην υπόθεση ΄Επαρχος Πάφου ν. Ηλιάδη κ.ά. (2005) 2 Α.Α.Δ. 231, στη σελίδα 235, ότι, εκεί, τα υποστατικά που βρίσκονταν σε συγκεκριμένο τεμάχιο γης ήταν παράνομα, «αφού δεν είχε εκδοθεί γι' αυτά πιστοποιητικό εγκρίσεως».

 

Είναι, όμως, επίσης, ορθό να αναφερθεί ότι ο υπό εξέταση λόγος έφεσης, προφανώς, δεν έχει εγερθεί αναίτια, πέραν και της σχετικής παρατήρησης, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Επάρχου Λεμεσού (1997) 2 Α.Α.Δ. 152, είχε, ουσιαστικά, κριθεί ότι το άρθρο 10(1) εφαρμόζεται στην περίπτωση που υπάρχει αναγκαιότητα για εξασφάλιση άδειας οικοδομής, δυνάμει του Κεφ. 96.  Επομένως, στην περίπτωση εκείνη, αποφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί αδίκημα δυνάμει του εν λόγω άρθρου, σε σχέση με οικοδομή, η οποία, όπως διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, είχε ανεγερθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Κεφ. 96.

 

Υπό το φως, όμως, της κατάληξης, ανωτέρω, σε σχέση με το εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με την περίοδο εντός της οποίας ανεγέρθηκε η υπό αναφορά οικοδομή, δηλαδή μετά την 1.9.1946, ημερομηνία κατά την οποία το Κεφ. 96 τέθηκε σε ισχύ, η συζήτηση η οποία έχει μόλις προηγηθεί είναι, εκ των πραγμάτων, περιττή.

 

Η έφεση, λοιπόν, για το λόγο που αναφέρεται πιο πάνω, απορρίπτεται.  Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

                                                     Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

 

                                                     Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

                                                  Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο