ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B826
(2015) 2 ΑΑΔ 886
16 Δεκεμβρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7/2015)
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αναγνωριστική μαρτυρία ― Έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου, από το εκ πρώτης όψεως στάδιο ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία ήταν χαμηλής ποιότητας και κατεδείκνυε πως η οπτική αναγνώριση του εφεσίβλητου είχε γίνει κατά παράβαση των διαδικασιών αναγνώρισης αγνώστου υπόπτου, ως αυτές καθορίζονται από σχετική Αστυνομική Διαταγή και τη νομολογία, έτσι που να μη στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Επέμβαση Εφετείου ― Πλημμελής εφαρμογή του νόμου ― Ύπαρξη και άλλης μαρτυρίας πέραν εκείνης που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αναγνωριστική εν τη εννοία των νομολογημένων αρχών.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αναγνωριστική μαρτυρία ― Εφαρμοστέες αρχές και νομολογία.
Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε πρωτόδικα δύο κατηγορίες για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ειδικότερα, κατηγορήθηκε ότι παράνομα επιτέθηκε σε δύο πρόσωπα και τους προξένησε πραγματική σωματική βλάβη.
Στα πλαίσια της εξέτασης του κατά πόσο είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προσαγωγή του εφεσίβλητου ενώπιον του Δικαστηρίου οφειλόταν κυρίως στην αναγνώρισή του από τον ΜΚ1, ο οποίος τον είχε δει στη σκηνή του εγκλήματος και τον είχε αναγνωρίσει στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων μέρες μετά, στις 8.9.2013, όπως τον αναγνώρισε και στο εδώλιο. Στο εδώλιο τον είχε αναγνωρίσει και ο ΜΚ2.
Θεωρώντας, έτσι, ότι επρόκειτο για υπόθεση βασισμένη σε μαρτυρία οπτικής αναγνώρισης (visual identification), εξέτασε τη μαρτυρία που σχετιζόταν με την αναγνώριση του εφεσίβλητου υπό το φως της σχετικής νομολογίας και ειδικότερα με αναφορά στις κατευθυντήριες αρχές που καθιερώθηκαν στη θεμελιακή υπόθεση R. v. Turnbull [1976] 3 All ER 549, ως επίσης και με αναφορά στην υπόθεση Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 160. Εξέτασε το ζήτημα και υπό το φως της Αστυνομικής Διαταγής Αρ. 3/08 η οποία καθορίζει τις ακολουθητέες διαδικασίες κατά την αναγνώριση προσώπων. Σ' αυτά τα πλαίσια, αναφέρθηκε στην αρχή που προκύπτει πως, ενόψει των κινδύνων που ενυπάρχουν σε μια οπτική αναγνώριση, όταν η υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου βασίζεται κυρίως σε μαρτυρία αναγνώρισης, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση, το Δικαστήριο εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή την ποιότητα τέτοιας μαρτυρίας με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Turnbull, οι οποίες σκοπό έχουν να διασφαλίσουν την ποιότητα της μαρτυρίας, αποκλείοντας, στο μέτρο του δυνατού, τους κινδύνους σφάλματος στην οπτική αναγνώριση.
Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις παραπάνω κατευθυντήριες γραμμές και στο περιεχόμενο της προαναφερθείσας Αστυνομικής Διαταγής, θεώρησε ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή, υπό το πρίσμα των ανωτέρω και για τους λόγους που εξήγησε, κατεδείκνυε πως η οπτική αναγνώριση του εφεσίβλητου από τους ΜΚ1 και ΜΚ2 είχε γίνει κατά παράβαση των διαδικασιών αναγνώρισης αγνώστου υπόπτου, ως αυτές καθορίζονται από την Αστυνομική Διαταγή και τη νομολογία και ήταν πολύ χαμηλής ποιότητας. Τόσο, μάλιστα, και καθόλου πειστική, ώστε να ήταν «σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει πάνω σε αυτή την καταδίκη του εφεσίβλητου». Ως αποτέλεσμα τούτου, θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση και αθώωσε τον εφεσίβλητο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση εναντίον της αθωωτική απόφασης με βάση το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.
Η έφεση προέβαλλε καθηκόντως ως προεξάρχον ζήτημα τη θέση ότι στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή, ως περίπτωση εμπίπτουσα στο Άρθρο 137(1)(α)(iii).
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Υπήρξε πλημμελής εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων, δεδομένου ότι,
α) το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι στην περίπτωση είχαν εφαρμογή οι αρχές της απόφασης Turnbull (κατωτέρω) και
β) λανθασμένα θεώρησε ότι είχε εφαρμογή η Αστυνομική Διάταξη 3/08 ως προς τις μεθόδους αναγνώρισης υπόπτου σε αστυνομικό σταθμό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ουσία έγκειτο στο κατά πόσο όντως υπήρχε άλλη μαρτυρία πέραν της μαρτυρίας εκείνης που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αναγνωριστική εν τη εννοία της υπόθεσης Τurnbull. Η απάντηση ήταν καταφατική.
2. Ο εφεσίβλητος σε κανένα στάδιο δεν αμφισβήτησε ότι ήταν παρών στο επεισόδιο. Ήταν όμως η θέση του, όπως την προέβαλε στην κατάθεσή του προς την αστυνομία και όπως την έθεσε ο δικηγόρος του αντεξετάζοντας τους παραπονούμενους, ότι είναι οι παραπονούμενοι που είχαν εκδηλώσει απειλητικές διαθέσεις εναντίον του και ότι το μόνο που έκανε ήταν να σπρώξει ελαφρώς τον ΜΚ1 όταν ο τελευταίος προσπάθησε να τον κτυπήσει. Ειδικότερα, ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι κάποιος τρίτος, που δεν γνωρίζει, είναι που είχε ψεκάσει τους παραπονούμενους με το σπρέι.
3. Πέραν τούτου, κατά την αντεξέταση του ΜΚ1 δηλώθηκε ρητά με αναφορά στον εφεσίβλητο από το συνήγορο του ότι «το ότι ήταν ο μόνος που είχε μακριά μαλλιά θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σου».
4. Υπό το φως τέτοιας μαρτυρίας, η σύνδεση του εφεσίβλητου με τη σκηνή του επεισοδίου, προέκυπτε πέραν από την όποια μαρτυρία οπτικής αναγνώρισης, με βάση το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, ήτοι τα μακριά μαλλιά, το οποίο μόνο ο εφεσίβλητος είχε μεταξύ των εμπλεκομένων στο επεισόδιο, με αποτέλεσμα να αποκλείονται οποιαδήποτε άλλα από τα παρόντα πρόσωπα.
5. Υπό τέτοιες περιστάσεις, υπήρχε μαρτυρία που συνέδεε τον εφεσίβλητο η οποία και θα έπρεπε να αφεθεί να αξιολογηθεί στο τέλος στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης, με δεδομένο, ως μη αμφισβητούμενο αλλά, αντίθετα, ως κοινός τόπος, ότι ο μόνος «μακρομάλλης» στο επεισόδιο ήταν ο εφεσίβλητος και με τελικό ζητούμενο το κατά πόσο αυτός ενήργησε όπως οι παραπονούμενοι ισχυρίζονταν.
6. Επομένως υπήρχε πλημμελής εφαρμογή του Νόμου με βάση τα γεγονότα, που ήταν αποδεκτά έστω και στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, ότι δηλαδή ο εφεσίβλητος ήταν και παρών στο επεισόδιο και έφερε μακριά μαλλιά, χαρακτηριστικό που μόνος εκ των παρισταμένων είχε.
Η έφεση επέτυχε. Διατάχθηκε η συνέχιση της
διαδικασίας ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου.
Ενόψει της διαπίστωσης ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση, εκδόθηκε διαταγή από το Εφετείο όπως η διαδικασία να συνεχίσει με ύψιστη προτεραιότητα ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου σύμφωνα με όσα προβλέπει η ποινική δικονομία.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
R. v. Turnbull [1976] 3 All ER 549,
Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 160,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού, Ποινική Έφεση αρ. 145/2013, κ.ά., ημερ. 19.12.2014,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (2013) 2 Α.Α.Δ. 601.
Έφεση εναντίον Αθώωσης.
Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2167/2014), ημερομηνίας 22/12/2014.
Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Παναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ..
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε πρωτόδικα δύο κατηγορίες για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ειδικότερα, κατηγορήθηκε ότι στις 18.8.2013 και περί ώρα 05.30, παρά τον κυκλικό κόμβο του λιμανιού Λάρνακας, παράνομα επιτέθηκε σε δύο πρόσωπα και τους προξένησε πραγματική σωματική βλάβη.
Η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε ως μάρτυρες τους δύο εν λόγω παραπονούμενους (ΜΚ1 και ΜΚ2, αντίστοιχα) οι οποίοι αναφέρθηκαν στα γεγονότα που συνθέτουν το επίδικο περιστατικό. Ήταν η εκδοχή τους ότι, μετά από λεκτική αντιπαράθεση με νεαρά πρόσωπα και στα πλαίσια επίθεσης που δέχθηκαν, ένας εξ αυτών που έφερε μακριά μαλλιά («μακρομάλλης») τους ψέκασε στα μάτια με σπρέι. Ως μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής παρουσιάστηκε και ο αρχιαστυφύλακας 2189 Λοΐζος Αντωνίου, ο οποίος ανέφερε υπό ποίες περιστάσεις εντοπίστηκε αργότερα ο εφεσίβλητος. Παρουσίασε δε και την κατάθεση του τελευταίου προς την αστυνομία, με την οποία τοποθετεί τον εαυτό του στο επεισόδιο, δίδοντας όμως διαφορετική εκδοχή απ' ότι οι παραπονούμενοι.
Στα πλαίσια της εξέτασης του κατά πόσο είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προσαγωγή του εφεσίβλητου ενώπιον του Δικαστηρίου οφειλόταν κυρίως στην αναγνώρισή του από τον ΜΚ1, ο οποίος τον είχε δει στη σκηνή του εγκλήματος και τον είχε αναγνωρίσει στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων μέρες μετά, στις 8.9.2013, όπως τον αναγνώρισε και στο εδώλιο. Στο εδώλιο τον είχε αναγνωρίσει και ο ΜΚ2.
Θεωρώντας, έτσι, ότι επρόκειτο για υπόθεση βασισμένη σε μαρτυρία οπτικής αναγνώρισης (visual identification), εξέτασε τη μαρτυρία που σχετιζόταν με την αναγνώριση του εφεσίβλητου υπό το φως της σχετικής νομολογίας και ειδικότερα με αναφορά στις κατευθυντήριες αρχές που καθιερώθηκαν στη θεμελιακή υπόθεση R. v. Turnbull [1976] 3 All ER 549, ως επίσης και με αναφορά στην υπόθεση Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 160. Εξέτασε το ζήτημα και υπό το φως της Αστυνομικής Διαταγής Αρ. 3/08 η οποία καθορίζει τις ακολουθητέες διαδικασίες κατά την αναγνώριση προσώπων. Σ' αυτά τα πλαίσια, ορθά αναφέρθηκε στην αρχή που προκύπτει πως, ενόψει των κινδύνων που ενυπάρχουν σε μια οπτική αναγνώριση, όταν η υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου βασίζεται κυρίως σε μαρτυρία αναγνώρισης, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση, το Δικαστήριο εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή την ποιότητα τέτοιας μαρτυρίας με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Turnbull, οι οποίες σκοπό έχουν να διασφαλίσουν την ποιότητα της μαρτυρίας, αποκλείοντας, στο μέτρο του δυνατού, τους κινδύνους σφάλματος στην οπτική αναγνώριση.
Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις παραπάνω κατευθυντήριες γραμμές και στο περιεχόμενο της προαναφερθείσας Αστυνομικής Διαταγής, θεώρησε ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή, υπό το πρίσμα των ανωτέρω και για τους λόγους που εξήγησε, κατεδείκνυε πως η οπτική αναγνώριση του εφεσίβλητου από τους ΜΚ1 και ΜΚ2 είχε γίνει κατά παράβαση των διαδικασιών αναγνώρισης αγνώστου υπόπτου, ως αυτές καθορίζονται από την Αστυνομική Διαταγή και τη νομολογία και ήταν πολύ χαμηλής ποιότητας. Τόσο, μάλιστα, χαμηλής ποιότητας και καθόλου πειστική, ώστε να ήταν «σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει πάνω σε αυτή την καταδίκη του εφεσίβλητου». Ως αποτέλεσμα τούτου, θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση και αθώωσε τον εφεσίβλητο, εξ ου και η παρούσα έφεση, με την οποία διατυπώνονται δύο λόγοι έφεσης, ως κατωτέρω.
Δεδομένης της αθώωσης πρωτοδίκως ο Γενικός Εισαγγελέας ως εφεσείων οφείλει να περάσει το σκόπελο που ορθώνεται έναντι του με βάση το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Στην πλέον πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού, Ποινική Έφεση αρ. 145/2013, κ.ά., ημερ. 19.12.2014, στο σκεπτικό της απόφασης που οδήγησε στην απόρριψη της έφεσης καταγράφεται το όλο ιστορικό και το δικαιοδοτικό πλαίσιο λειτουργίας του εν λόγω άρθρου. Η έφεση προβάλλει καθηκόντως ως προεξάρχον ζήτημα τη θέση ότι στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή, ως περίπτωση εμπίπτουσα στο Άρθρο 137(1)(α)(iii). Ο μοναδικός λόγος έφεσης, η πλημμελής εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων, υποστηρίζεται από δύο αιτιολογίες: πρώτον ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι στην περίπτωση είχαν εφαρμογή οι αρχές της Turnbull και δεύτερο λανθασμένα θεώρησε ότι είχε εφαρμογή η Αστυνομική Διάταξη 3/08 ως προς τις μεθόδους αναγνώρισης υπόπτου σε αστυνομικό σταθμό.
Ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του εφεσείοντα Γενικού Εισαγγελέα, δεν αμφισβήτησε ότι το Δικαστήριο μπορεί να σταματήσει την υπόθεση όταν η ποιότητα της αναγνωριστικής μαρτυρίας είναι πτωχή και δεν υποστηρίζεται από άλλη μαρτυρία, παραπέμποντας στον Archbold 2009, 14-12, όπου με αναφορά στην Turnbull σημειώνεται ότι: «When the quality of the identifying evidence is poor and unsupported, the trial judge should withdraw the case from the jury.». Εισηγήθηκε όμως ότι θέμα εξέτασης υπό το πρίσμα των καθοδηγητικών αρχών της Turnbull, τίθεται όταν μια υπόθεση βασίζεται αποκλειστικά ή ουσιωδώς σε αναγνωριστική μαρτυρία (visual identification). Παρέπεμψε σχετικά στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2008, F.18.20, όπου αναφέρεται ότι: «A Turnbull direction need not be provided unless the prosecution case depends wholly or substantially on visual identification .» και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (2013) 2 Α.Α.Δ. 601, όπου παρομοίως ελέγχθη ότι: «Κατ' αρχή θα πρέπει να επισημάνουμε ότι θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην Turnbull, εγείρεται μόνο όταν η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εξαρτάται, αποκλειστικά ή ουσιαστικά, από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση.»
Όμως εν προκειμένω, εισηγήθηκε ο κ. Παπανικολάου, η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή ουσιωδώς στην αναγνώριση του εφεσίβλητου στον αστυνομικό σταθμό, αλλά υπήρχε άλλη μαρτυρία, την οποία υπέδειξε, ανεξάρτητη από την τέτοια αναγνώριση, η οποία συνέδεε τον εφεσίβλητο με τη διάπραξη των αδικημάτων. Εισηγήθηκε δε, καταλήγοντας σε σχέση με την πρώτη αιτιολογία του λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αφήσει την υπόθεση να προχωρήσει και να αξιολογήσει τη μαρτυρία η οποία συνδέει τον εφεσίβλητο ως το δράστη με το περιστατικό και η οποία στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, ανεξάρτητα από τη μαρτυρία σε σχέση με αναγνώριση του στον αστυνομικό σταθμό.
Σε σχέση με τη δεύτερη αιτιολογία εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη του την Αστυνομική Διάταξη 3/08 η οποία, μη δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως έγγραφο περί του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε δικαστική γνώση.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου διαφώνησε με τη θέση της άλλης πλευράς ότι η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής δεν βασιζόταν αποκλειστικά ή ουσιωδώς σε αναγνωριστική μαρτυρία. Τέτοια ήταν η περίπτωση και υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι, στους οποίους αναφέρθηκε με λεπτομέρεια, ώστε να διενεργηθεί μια σωστή αναγνωριστική διαδικασία και να εφαρμοστούν οι αρχές της Turnbull. Για το ζήτημα της Αστυνομικής Διαταγής 3/08 παρέπεμψε στην προαναφερθείσα υπόθεση Θεοδωρίδης, όπου οι σχετικές Αστυνομικές Διατάξεις χαρακτηρίσθηκαν ως προσαρμοσμένες προς και ως απηχούσες τις αρχές της νομολογίας ως προς την παραδεκτή διαδικασία για αναγνώριση προσώπων. Κατέληξε δε εισηγούμενος ότι το Δικαστήριο ορθά απέρριψε την υπόθεση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, προστατεύοντας με αυτό τον τρόπο τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσίβλητου και διασφαλίζοντας το ακριβοδίκαιο της όλης διαδικασίας.
Η ουσία έγκειται στο κατά πόσο όντως υπήρχε άλλη μαρτυρία πέραν της μαρτυρίας εκείνης που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αναγνωριστική εν τη εννοία της υπόθεσης Τurnbull. Η απάντηση είναι καταφατική.
Ο εφεσίβλητος σε κανένα στάδιο δεν αμφισβήτησε ότι ήταν παρών στο επεισόδιο. Ήταν όμως η θέση του, όπως την προέβαλε στην κατάθεσή του προς την αστυνομία και όπως την έθεσε ο δικηγόρος του αντεξετάζοντας τους παραπονούμενους, ότι είναι οι παραπονούμενοι που είχαν εκδηλώσει απειλητικές διαθέσεις εναντίον του και ότι το μόνο που έκανε ήταν να σπρώξει ελαφρώς τον ΜΚ1 όταν ο τελευταίος προσπάθησε να τον κτυπήσει. Ειδικότερα, ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι κάποιος τρίτος, που δεν γνωρίζει, είναι που είχε ψεκάσει τους παραπονούμενους με το σπρέι.
Πέραν τούτου, κατά την αντεξέταση του ΜΚ1 δηλώθηκε ρητά με αναφορά στον εφεσίβλητο από το συνήγορο του ότι «το ότι ήταν ο μόνος που είχε μακριά μαλλιά θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σου».
Υπό το φως τέτοιας μαρτυρίας, η σύνδεση του εφεσίβλητου με τη σκηνή του επεισοδίου, προέκυπτε πέραν από την όποια μαρτυρία οπτικής αναγνώρισης, με βάση το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, ήτοι τα μακριά μαλλιά, το οποίο μόνο ο εφεσίβλητος είχε μεταξύ των εμπλεκομένων στο επεισόδιο, με αποτέλεσμα να αποκλείονται οποιαδήποτε άλλα από τα παρόντα πρόσωπα. Υπό τέτοιες περιστάσεις, υπήρχε μαρτυρία που συνέδεε τον εφεσίβλητο η οποία και θα έπρεπε να αφεθεί να αξιολογηθεί στο τέλος στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης, με δεδομένο, ως μη αμφισβητούμενο αλλά, αντίθετα, ως κοινός τόπος, ότι ο μόνος «μακρομάλλης» στο επεισόδιο ήταν ο εφεσίβλητος και με τελικό ζητούμενο το κατά πόσο αυτός ενήργησε όπως οι παραπονούμενοι ισχυρίζονται. Επομένως υπήρχε πλημμελής εφαρμογή του Νόμου με βάση τα γεγονότα, που ήταν αποδεκτά έστω και στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, ότι δηλαδή ο εφεσίβλητος ήταν και παρών στο επεισόδιο και έφερε μακριά μαλλιά, χαρακτηριστικό που μόνος εκ των παρισταμένων είχε.
Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Ενόψει της διαπίστωσης ότι στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση, η διαδικασία να συνεχίσει με ύψιστη προτεραιότητα ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου σύμφωνα με όσα προβλέπει η δικονομία.
Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσεται η συνέχιση
της διαδικασίας ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου.