ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D762
(2015) 2 ΑΑΔ 798
19 Νοεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στές]
ΣΥΛΒΙΑ ΧΡ. ΑΔΑΜΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πoινικές Εφέσεις Αρ. 263/2014-288/2014)
Έφεση ― Έξοδα ― Εφεσείουσα δικηγόρος, μη διάδικος σε πρωτόδικη διαδικασία, προώθησε εφέσεις με τις οποίες επιδιωκόταν να διαφοροποιηθεί η μη έγκριση του Δικαστηρίου σε σχέση με κονδύλια που αφορούσαν στα έξοδα της, από νομική αρωγή ― Προέκυπτε μεν από Δικαστήριο που ασκεί ποινική διαδικασία, αλλά όχι σε σχέση με τα πλαίσια που ορίζει ο Νόμος ― Τίθετο περαιτέρω και θέμα μη νομιμοποίησης της δικηγόρου ώστε να μπορεί να «υποκαταστήσει» την κατηγορούμενη ως εφεσείουσα ― Απορριπτική κατάληξη ― Δικαίωμα έφεσης υφίσταται μόνο εκεί, όπου ρητά παρέχεται με νομοθετική διάταξη και οι εφέσεις δεν αφορούσαν αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ή απόφαση επί ποινής.
Έφεση ― Διάδικοι ― Δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως διάδικος, πρόσωπο το οποίο δεν ήταν διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία ― Το ότι ήταν στην προκειμένη, συνήγορος της κατηγορούμενης δεν δίδει ιδίω δικαιώματι τέτοια νομιμοποίηση.
Έφεση ― Άρθρο 25 (2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ως έχει τροποποιηθεί και Άρθρα 131-147 του Κεφ. 155 ― Έφεση δύναται να ασκηθεί κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως ή της επιβαλλούσης ποινήν τοιαύτης.
Έξοδα ― Ποινικές διαδικασίες ― Έφεση στην οποία το Εφετείο παράκαμψε την πρακτική της μη επιδίκασης εξόδων σε ποινικές εφέσεις, με αιτιολόγηση το νομολογιακό έρεισμα για την περίπτωση που κάποιος ασκεί έφεση στερουμένης παντός ερείσματος και δύναται να καταδικασθεί στην καταβολή εξόδων.
Έξοδα ― Έφεση ― Ποινικές εφέσεις στερούμενες παντός ερείσματος ― Διαταγή για έξοδα, συνιστά μέσο αποθάρρυνσης εφέσεων χωρίς κανένα έρεισμα.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459,
Healy v. Ministry of Health [1954] 3 All E R 449,
Christofis v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117,
Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Χαραλάμπους (Αρ.2) (2002) 2 Α.Α.Δ. 603,
Kefalas v. The Police (1969) 2 C.L.R. 90,
Leonidou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 165,
Rodosthenous v. The Republic (1961) C.L.R. 382.
Εφέσεις εναντίον Απόφασης σε Υπολογισμό Καταλόγου Εξόδων.
Εφέσεις από την Δικηγόρο της Κατηγορούμενης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Τιμοθέου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 24279/2014), ημερομηνίας11/9/2015.
Η εφεσείουσα παρουσιάζεται προσωπικά
Ερ. Παπαλοΐζου (κα), για την Εφεσίβλητη.
Ex tempore
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι ποινικές αυτές εφέσεις έχουν κοινό αντικείμενο και ως εκ τούτου θα δώσουμε κοινή απόφαση για όλες, ενόψει μάλιστα και της συμφωνίας επί τούτου των μερών. Για σκοπούς ευκολίας θα αναφερόμαστε στην ποινική έφεση 263/14 στην οποία και οι διάδικοι έχουν καταχωρήσει τις αγορεύσεις τους, έχοντας πάντα κατά νου το σύνολο των υποθέσεων.
Στην υπόθεση αυτή, με αριθμό 263/14, παρουσιάζονται ως διάδικοι η κα Αδάμου ως εφεσείουσα και η Αστυνομία ως εφεσίβλητη. Επίσης προκύπτει ότι η έφεση έχει ως βάση ποινική διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, υπ' αριθμόν 9473/13, η οποία ως διάδικους εμφανίζει την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού ως Κατήγορο και την Τatiana Τocheva Petkova από τη Βουλγαρία, ως κατηγορούμενη. Παρόλο που δεν έχουμε ενώπιον μας τη σχετική αίτηση νομικής αρωγής είναι αδιαμφισβήτητο ότι παρεχωρήθη στην κατηγορούμενη νομική αρωγή στις 2.10.2013, για την υπεράσπιση της, στην πιο πάνω υπόθεση. Και στα πλαίσια αυτά προφανώς διόρισε την κα Αδάμου ως τη δικηγόρο της. Με την αποπεράτωση της υπόθεσης η κα Αδάμου υπέβαλε κατάλογο εξόδων με την αρίθμηση της ποινικής υπόθεσης και τον αριθμό της αίτησης νομικής αρωγής, με τον οποίο κατάλογο ζήτησε συγκεκριμένο ποσό με λεπτομέρειες εμφανίσεων για υπολογισμό από τον πρωτοκολλητή και έγκριση από το Δικαστήριο. Ο πρωτοκολλητής, στο πρώτο στάδιο, και σε μεταγενέστερο στάδιο το Δικαστήριο δεν ενέκρινε 2 σχετικά κονδύλια του καταλόγου, σημειώνοντας ότι η αναβολή προήλθε από την πλευρά της κας Αδάμου. Προφανώς η κα Αδάμου θεώρησε άδικη αυτή τη τοποθέτηση του Δικαστηρίου και καταχώρησε στις 10.11.2014 την παρούσα έφεση στην οποία όμως διάδικοι δεν είναι τουλάχιστον από πλευράς εφεσείοντα η κατηγορούμενη, αλλά η ίδια η κα Αδάμου. Προσθέτως, το σχετικό έντυπο της έφεσης έχει τον τίτλο «Τύπος Ειδοποιήσεως Εφέσεως εξ αποφάσεως Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου - Άρθρον 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960». Στην δε κατάληξη των λεπτομερειών του εντύπου παρουσιάζεται η εξής φρασεολογία «Εγώ, ο ως άνω εφεσείων δια του παρόντος υποβάλλω έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον κατά της καταδίκης και ποινής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού δι' ους λόγους εκτίθενται ανωτέρω».
Πρόκειται για ποινική έφεση, και κατά συνέπεια εφαρμόζονται οι σχετικές πρόνοιες τόσο της Ποινικής Δικονομίας όσο και του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, ως έχει τροποποιηθεί. Το Άρθρο 25(2) του Νόμου, το οποίο επικαλείται και στο ίδιο το εφετήριο η κα.Αδάμου έχει ως εξής:
«(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου πλην ως άλλως προβλέπεται εις το εδάφιον τούτο, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος ποινικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον. Πάσα τοιαύτη έφεσις δύναται να ασκηθή κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως ή της επιβαλλούσης, ποινήν τοιαύτης δι' οιονδήποτε λόγον.»
Σχετικό για το δικαίωμα έφεσης είναι και το 25(3) του Νόμου το οποίο για σκοπούς πληρότητας θα παραθέσουμε:
«(3) Παρά πάσαν διάταξιν του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού και επιπροσθέτως οιωνδήποτε υπό τούτων χορηγουμένων εξουσιών, το Ανώτατον Δικαστήριον, κατά την ακρόασιν και διάγνωσιν οιασδήποτε εφέσεως, είτε εν πολιτική είτε εν ποινική υποθέσει δεν θα δεσμεύεται υπό οιασδήποτε αποφάσεως περί πραγματικών γεγονότων του εκδικάσαντος δικαστηρίου και θα έχη εξουσίαν να αναθεωρή τας προσαχθείσας αποδείξεις, να συνάγη τα ίδια αυτού συμπεράσματα, να ακούη και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και, όπου αι περιστάσεις της υποθέσεως απαιτούσιν ούτω, να επανακροάται οιωνδήποτε μαρτύρων ήδη ακουσθέντων υπό του εκδικάσαντος δικαστηρίου, και δύναται να δώση οιανδήποτε απόφασιν ή να εκδώση οιονδήποτε διάταγμα το οποίον αι περιστάσεις της υποθέσεως δικαιολογούν, συμπεριλαμβανομένου και διατάγματος περί επανακροάσεως της υποθέσεως υπό του εκδικάσαντος αυτήν ή άλλου αρμοδίου δικαστηρίου ως θα διέτασσε το Ανώτατον Δικαστήριον»
Σημειώνουμε ότι δυνάμει του Άρθρου 25(2) έφεση δύναται να ασκηθεί κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως ή της επιβαλλούσης ποινήν τοιαύτης.
Λόγω του ότι το ίδιο το άρθρο παραπέμπει στην Ποινική Δικονομία θα πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε και τα συναφή άρθρα του Κεφ.155 Άρθρα 131-147. Σαφώς και προκύπτει απ' αυτό το Κεφάλαιο της Ποινικής Δικονομίας ότι δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό. Δηλαδή σε σχέση με αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ή απόφαση επί της ποινής. Και το Άρθρο 25 ανωτέρω είναι μέσα σε αυτές τις παραμέτρους που διαβάζεται.
Η παρούσα έφεση προφανώς και δεν αφορά καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση ή απόφαση επί της ποινής. Προκύπτει μεν από Δικαστήριο που ασκεί ποινική διαδικασία, αλλά όχι σε σχέση με τα πλαίσια που ορίζει ο Νόμος αφού εκείνο που σκοπείται να διαφοροποιηθεί είναι η μη έγκριση του Δικαστηρίου σε σχέση με συγκεκριμένα κονδύλια που αφορούν στα έξοδα της δικηγόρου. Τίθεται περαιτέρω θέμα και μη νομιμοποίησης της δικηγόρου ώστε να μπορεί να «υποκαταστήσει» την κατηγορούμενη ως εφεσείουσα εφόσον η ίδια η δικηγόρος δεν είναι διάδικος στην ποινική υπόθεση.
Η κα Αδάμου στην αγόρευση της επικαλείται το Άρθρο 13(1) και (2) του περί Νομικής Αρωγής 2002 (Ν.165(Ι)/2002), το οποίο άρθρο απλώς αναφέρεται στην εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει Διαδικαστικούς Κανονισμούς σε σχέση με τη νομική αρωγή. Επίσης αναφέρεται στον ίδιο το Διαδικαστικό Κανονισμό δηλαδή τον περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικό Κανονισμό (Αρ.1) του 2003 και ειδικά το Άρθρο 10, εδάφιο 2, το οποίο καθορίζει μεταξύ άλλων την αμοιβή του δικηγόρου σε περίπτωση ποινικών υποθέσεων και δη σε ακροάσεις. Η αιτιολογία παρουσιάζεται στην αγόρευση της ως εξής:
«Παρ' όλα ταύτα ο Πρωτοκολλητής ψήφισε τον κατάλογο εξόδων τον οποίο υπέβαλεν η Εφεσείουσα εκτός των πλαισίων που όφειλε να ενεργούσε σύμφωνα δηλαδή με τον Περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικό Κανονισμό αφαιρώντας και/ή μη ψηφίζοντας κάθε άλλη εμφάνιση της Εφεσείουσας ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το δε Πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης εσφαλμένα και χωρίς να λάβει υπόψη του τον σχετικό Περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικό Κανονισμό ενέκρινε τα έξοδα που ψήφισεν, λανθασμένα, ως ανωτέρω αναφέρω, ο Πρωτοκολλητής χωρίς να αιτιολογήσει την εν λόγω απόφαση του αφού υπέγραψεν κάτω από τις λέξεις «Τα έξοδα εγκρίνονται».
Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω ότι δεν στοιχειοθετείται δικαίωμα έφεσης ούτε για το συγκεκριμένο θέμα αφού δεν πρόκειται για αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ή απόφαση ποινής. Δεν στοιχειοθετείται επίσης η νομιμοποίηση της δικηγόρου ως εφεσείουσας. Όπως ορθά παρατήρησε η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσίβλητης δικαίωμα έφεσης υφίσταται μόνο εκεί που ρητά παρέχεται με νομοθετική διάταξη. (βλ. Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά (1990)2 Α.Α.Δ. 459, Healy v. Ministry of Health [1954] 3 All E R 449 και Christofis v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117 και Σύγγραμμα Γ.Μ.Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, σελ.287 κ.επ.). Περαιτέρω δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως διάδικος πρόσωπο το οποίο δεν ήταν διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία. Το ότι ήταν συνήγορος της κατηγορούμενης δεν του δίδει ιδίω δικαιώματι τέτοια νομιμοποίηση. Ούτε η απόφαση που μας παρέπεμψε η κα.Αδάμου, βοηθεί τη θέση της. (Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Χαραλάμπους (Αρ.2) (2002) 2 Α.Α.Δ. 603).
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται, ως επίσης απορρίπτονται και οι σχετιζόμενες μ' αυτή εφέσεις, δηλαδή οι υποθέσεις με αριθμό 264/14-288/14.
Ως προς τα έξοδα έχουμε προβληματιστεί. Είναι βέβαια γνωστό ότι η πρακτική επιβάλλει κατά κανόνα σε ποινικές εφέσεις τη μη έκδοση διαταγής για έξοδα.
Από την άλλη υπάρχει νομολογιακό έρεισμα σε περίπτωση που κάποιος ασκεί έφεση στερουμένη παντός ερείσματος, να μπορεί να καταδικασθεί στην καταβολή εξόδων. «Διαταγή για έξοδα συνιστά μέσο αποθάρρυνσης εφέσεων χωρίς κανένα έρεισμα». (βλ. Kefalas v. The Police (1969)2 C.L.R. 90, Leonidou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 165 και το Σύγγραμμα Πική (ως άνω) σελ.371). Άλλωστε η ίδια η πρόνοια του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου παρέχει τη δυνατότητα για έκδοση τέτοιας διαταγής (βλ. Rodosthenous v. The Republic (1961) C.L.R. 382 και το Άρθρο 151 της Ποινικής Δικονομίας το οποίο έχει ως εξής: «151.—(1) Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία σε κάθε διαδικασία δυνάμει του Μέρους αυτού να επιδικάζει όπως καταβληθούν από τους διαδίκους σε αυτή ή στους διαδίκους σε αυτή τέτοια έξοδα ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο: Νοείται ότι δεν εκδίδεται τέτοιο διάταγμα εναντίον Νομικού Λειτουργού. (2) Οποιαδήποτε έξοδα που επιδικάστηκαν δυνάμει του άρθρου αυτού είναι εισπρακτέα κατά τον τρόπο που προβλέπεται για την είσπραξη χρηματικών ποινών δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού»).
Σίγουρα εν προκειμένω πρόκειται για εφέσεις στερούμενες παντός ερείσματος, οπότε, κρίνουμε ορθό να καταδικαστεί η εφεσείουσα στην πληρωμή €1,500 ως συνολικό ποσό εξόδων για όλες τις πιο πάνω ποινικές εφέσεις.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.