ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B666
(2015) 2 ΑΑΔ 670
9 Οκτωβρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 107/2015)
Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα ― Επιβλήθηκε πρωτοδίκως ποινή φυλάκισης 16 μηνών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση παρά το ότι χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο αυστηρή ― Απουσία επιβαρυντικών παραγόντων, λευκό ποινικό μητρώο, εφεσείων που δεν είχε εκφράσει εμπράκτως τη μεταμέλειά του, λόγω απουσίας παραδοχής ― Οδηγούσε υπερφορτωμένο βυτιοφόρο κατά 8,5 τόνους και γνώριζε, ότι τα φρένα δεν είχαν άμεσο κράτημα.
Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα ― Όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και ο κατηγορούμενος έχει λευκό ή καλό ποινικό μητρώο, τότε, παρά το μοιραίο αποτέλεσμα, η επιβολή ποινής φυλάκισης αντενδείκνυται ― Τέτοια ποινή ενδείκνυται σε εκείνες τις περιπτώσεις που η αμέλεια του κατηγορούμενου εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας ή της εγωιστικής παραγνώρισης της ασφάλειας άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο ― Πάντοτε λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης στο σύνολό τους, περιλαμβανομένων των προσωπικών συνθηκών του κατηγορουμένου.
Ποινή ― Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όταν η ποινή είναι εκδήλως υπερβολική ― Το έκδηλο δε της ποινής πρέπει να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα επί του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα.
Ο εφεσείοντας, οδηγώντας στις 25.5.2011 φορτηγό με το οποίο ρυμουλκούσε βυτιοφόρο μεταφοράς νερού, συγκρούστηκε με άλλο όχημα το οποίο οδηγούσε ο Daniel Finbarr Galvin, κατευθυνόμενο εξ αντιθέτου, του οποίου απέκοψε την πορεία εισερχόμενος στη δική του πλευρά, με αποτέλεσμα τον κρίσιμο τραυματισμό και το θάνατο του τελευταίου.
Ως επακόλουθο, ο εφεσείοντας κατηγορήθηκε για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα (1η κατηγορία), αλλά και για άλλα οκτώ αδικήματα σχετικά με την οδήγηση του φορτηγού και τη ρυμούλκηση του βυτιοφόρου, μεταξύ των οποίων για το ότι οδηγούσε το εν λόγω όχημα ρυμουλκώντας βυτιοφόρο νερού με υπερβολικό βάρος κατά 8540 κιλά, ήτοι 48500 αντί 40000 κιλά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τις περιστάσεις του αδικήματος και αφετέρου τις περιστάσεις του εφεσείοντα, επέβαλε για την πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 16 μηνών, πλέον στέρηση δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης άδειας οδήγησης για περίοδο 20 μηνών, πλέον σημείωση 8 βαθμών ποινής στην άδεια οδήγησής του. Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες, λαμβάνοντας υπόψη την ποινή που επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία, θεώρησε ότι ήταν αρκετό να τον δεσμεύσει με εγγύηση.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων είχε λευκό ποινικό μητρώο, αλλά με καταγεγραμμένους 8 βαθμούς στην άδεια οδήγησης. Περαιτέρω, έλαβε υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, όπως εκτέθηκαν σε κοινωνικοοικονομική έκθεση που είχε ετοιμάσει το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας.
Σε ότι αφορούσε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη πως η μαρτυρία δεν κατέδειξε ότι θα μπορούσε να διατυπωθούν ευρήματα σε σχέση με ευθύνη τρίτου προσώπου, εφόσον δεν καταδείχθηκε ότι ο οδηγός ημιφορτηγού απέκοψε απότομα την πορεία του εφεσείοντα έτσι ώστε να μην του παράσχει την ευκαιρία να αντιδράσει έγκαιρα ή αποτελεσματικά, ή ότι το θύμα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση με οποιοδήποτε τρόπο.
Απέδωσε δε ιδιαίτερη σημασία σε εκείνες τις περιστάσεις που στοιχειοθετούσαν ότι ο εφεσείων εισήγαγε, με το βυτιοφόρο και το φορτίο το οποίο μετέφερε, όπως και με τον τρόπο με τον οποίο οδηγούσε το φορτηγό, θανάσιμο κίνδυνο στο δρόμο. Έλαβε προς τούτο υπόψη το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος όχι μόνο οδηγούσε ένα υπέρβαρο βυτιοφόρο που μαζί με το φορτηγό είχαν μήκος 17 μέτρων, αλλά και γνώριζε ότι όταν μεταφέρεται νερό με βυτιοφόρο, το αποτέλεσμα είναι «να μην σε κρατίζουν εύκολα τα στόπερ», κατά την έκφρασή του. Παρά ταύτα, αν και αντελήφθη ότι το ημιφορτηγό ελάττωσε ταχύτητα μπροστά του, αυτός δεν μετέβαλε τον τρόπο οδήγησής του και δεν έλαβε προφυλάξεις και εφάρμοσε τα φρένα μόνο όταν αντιλήφθηκε ότι το ημιφορτηγό δεν επρόκειτο να στρίψει δεξιά, όταν δηλαδή εκ των πραγμάτων ήταν πολύ αργά.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στις νομικές αρχές που διέπουν την επιβολή ποινής σε τέτοιες περιπτώσεις, με ευρεία αναφορά στη νομολογία.
Θεώρησε ότι ο εφεσείων είχε επιδείξει αυξημένο βαθμό αμέλειας σε βαθμό αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν το δρόμο και ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση στιγμιαίας αβλεψίας ή απροσεξίας.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε η επιβληθείσα ποινή ως υπερβολική ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση του είδους της ποινής.
Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων, ότι δεν συνέτρεχαν επιβαρυντικές περιστάσεις όπως είναι η επήρεια οινοπνεύματος ή και υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα. Αντίθετα, συνέτρεχαν ουσιαστικοί ελαφρυντικοί παράγοντες, στους οποίους αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς όμως να τους λάβει δεόντως υπόψη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εν προκειμένω το ζήτημα που αμφισβητείτο δεν ήταν το είδος της επιβληθείσας ποινής, αλλά η έκταση της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε.
2. Ήταν γεγονός ότι όντως δεν συνέτρεχαν επιβαρυντικοί παράγοντες όπως αυτοί που αναφέρονται στην υπόθεση Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562. Επιβαρυντικοί παράγοντες λ.χ., είναι η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και η υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα. Είναι επίσης γεγονός ότι συνέτρεχαν μετριαστικοί παράγοντες, όπως είναι το λευκό ποινικό μητρώο, χωρίς πάντως να παραβλέπονται οι βαθμοί ποινής και οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα.
3. Ως προς το κυρίαρχο ζήτημα, ήτοι το βαθμό αμέλειας, το Δικαστήριο τόνισε το καθήκον που βάραινε τον εφεσείοντα να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή ενόψει των κινδύνων που συνεπαγόταν η οδήγηση ενός φορτηγού με συρόμενο βυτιοφόρο, συνολικού μήκους 17 μέτρων, με το βυτιοφόρο να είναι όχι μόνο φορτωμένο, αλλά υπερφορτωμένο κατά 8,5 τόνους και τον εφεσείοντα να γνωρίζει, ως άνω, ότι τα φρένα «δεν τον κρατούσαν εύκολα». Παρά ταύτα, συνεχίζει η διαπίστωση του Δικαστηρίου, με τον τρόπο που επέλεξε να οδηγεί ο εφεσείων και αψηφώντας τον κίνδυνο, εισήγαγε ένα σοβαρότατο, θανάσιμο, κίνδυνο για την ασφάλεια και τη ζωή άλλων προσώπων στο δρόμο.
4. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη κάθε σχετικό παράγοντα και είναι φανερό ότι επέλεξε να προσδώσει τη σημασία που θεωρούσε απαραίτητη στον παράγοντα της απαράδεκτης αδιαφορίας που είχε επιδείξει ο εφεσείων για την ανθρώπινη ζωή άλλων προσώπων που εκινούντο στο δρόμο.
5. Έλαβε, επίσης, υπόψη ότι ο εφεσείων δεν είχε εκφράσει εμπράκτως τη μεταμέλειά του, ενώ η παραδοχή θα μπορούσε να λειτουργήσει μετριαστικά. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβάλει μια αυστηρή ποινή. Η θεώρησή της, αφενός υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων και αφετέρου, υπό το φως της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα που αναδεικνύονται ως δεσπόζοντα και επιβεβαιώνονται ολοένα και περισσότερο ως κοινωνική μάστιγα, δεν καταδεικνύει έκδηλη, εξ αντικειμένου, υπερβολή.
6. Παρά το αυστηρό της ποινής, δεν δικαιολογείτο εξ αντικειμένου η παρέμβαση του Εφετείου.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,
R. v. Guilfoyle [1973] 2 All ER 844,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (2015) 2 Α.Α.Δ. 647, ECLI:CY:AD:2015:B632,
Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562,
R. v. Boswell [1984] 3 All ER 353,
Χριστοφή ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 549,
Κάρτερ ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 78.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Νικολάου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1046/2012), ημερομηνίας 27/2/2015.
Χρ. Ματθαίου, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ..
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας, οδηγώντας στις 25.5.2011 φορτηγό με το οποίο ρυμουλκούσε βυτιοφόρο μεταφοράς νερού, συγκρούστηκε με άλλο όχημα το οποίο οδηγούσε ο Daniel Finbarr Galvin, κατευθυνόμενο εξ αντιθέτου, του οποίου απέκοψε την πορεία εισερχόμενος στη δική του πλευρά, με αποτέλεσμα τον κρίσιμο τραυματισμό και το θάνατο του τελευταίου.
Ως επακόλουθο, ο εφεσείοντας κατηγορήθηκε για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα (1η κατηγορία), αλλά και για άλλα οκτώ αδικήματα σχετικά με την οδήγηση του φορτηγού και τη ρυμούλκηση του βυτιοφόρου, μεταξύ των οποίων για το ότι οδηγούσε το εν λόγω όχημα ρυμουλκώντας βυτιοφόρο νερού με υπερβολικό βάρος κατά 8540 κιλά, ήτοι 48500 αντί 40000 κιλά. Παραδέχθηκε όλες τις κατηγορίες πλην της πρώτης, κατόπιν ακρόασης της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στα ακόλουθα ευρήματα:
Ο εφεσείων είχε κατεύθυνση προς Δεκέλεια και το θύμα προς Λάρνακα. Του φορτηγού του εφεσείοντα, προπορευόταν ένα ημιφορτηγό που μετέφερε φορτίο και είχε την πίσω πόρτα ανοιχτή, με αποτέλεσμα να καλύπτονται τα φώτα πέδησης και οι δείκτες πορείας δεξιά και αριστερά. Ο εφεσείων αντιλήφθηκε ότι το ημιφορτηγό ελάττωσε ταχύτητα και σταμάτησε κοντά στη συμβολή με δεξιά πάροδο, ήτοι την οδό Γοργόνων και παρέμεινε εκεί ακινητοποιημένο. Ο εφεσείων, όμως, συνέχισε να προχωρεί μέχρι που αντιλήφθηκε ότι το ημιφορτηγό δεν θα έστριβε δεξιά, οπότε εφάρμοσε φρένα, αλλά, μη μπορώντας να σταματήσει πίσω από το ημιφορτηγό, έστριψε απότομα δεξιά και εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα, αποκόπτοντας έτσι την πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε το θύμα και προκαλώντας σύγκρουση των δύο οχημάτων. Μετά τη σύγκρουση, το φορτηγό συνέχισε να κινείται και εισήλθε στην οδό Γοργόνων, όπου τελικά ακινητοποιήθηκε, αφήνοντας ίχνη τριβής του μπροστινού αριστερού τροχού μήκους 16,8 μέτρα. Άφησε και ίχνη τροχοπέδησης μήκους 34 μέτρων μέχρι το σημείο της σύγκρουσης. Άλλο εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ότι το φορτηγό είχε μήκος 6 μέτρα και πλάτος 2,5 μέτρα, το δε βυτιοφόρο είχε μήκος 10,8 μέτρα και πλάτος 2,5 μέτρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τις περιστάσεις του αδικήματος και αφετέρου τις περιστάσεις του εφεσείοντα, επέβαλε για την πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 16 μηνών, πλέον στέρηση δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης άδειας οδήγησης για περίοδο 20 μηνών, πλέον σημείωση 8 βαθμών ποινής στην άδεια οδήγησής του. Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες, λαμβάνοντας υπόψη την ποινή που επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία, θεώρησε ότι ήταν αρκετό να τον δεσμεύσει με εγγύηση.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων είχε λευκό ποινικό μητρώο, αλλά με καταγεγραμμένους 8 βαθμούς στην άδεια οδήγησης. Περαιτέρω, έλαβε υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, όπως εκτέθηκαν σε κοινωνικοοικονομική έκθεση που είχε ετοιμάσει το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων, ηλικίας 48 ετών, είναι πατέρας τριών ενηλίκων παιδιών. Το μεγαλύτερο γιο του τον απέκτησε από τον πρώτο του γάμο και δεν έχουν επικοινωνία, ενώ από το δεύτερο γάμο απέκτησε ένα γιο ηλικίας 21 ετών και μια κόρη ηλικίας 18 ετών. Εργάζεται από 13 ετών. Ασχολήθηκε επαγγελματικά ως μηχανοδηγός μέχρι τον χρόνο που έγινε το επίδικο ατύχημα. Η σύζυγός του η οποία κατάγεται από τη Ρουμανία είναι άνεργη. Ο ίδιος πάσχει από υπέρταση και κατά την κράτησή του στις κεντρικές φυλακές διαγνώστηκε κάποιο πρόβλημα νεφρών. Έλαβε, επίσης, υπόψη το Δικαστήριο αναφορές του δικηγόρου του ότι πριν από το ατύχημα ο κατηγορούμενος επρόκειτο να εργοδοτηθεί ως μηχανοδηγός στο εξωτερικό για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά λόγω του συμβάντος παρέμεινε στην Κύπρο και ότι γενικότερα υπέστη οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις τόσο η οικογένεια του όσο και ο ίδιος.
Σε ότι αφορά τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη πως η μαρτυρία δεν κατέδειξε ότι θα μπορούσε να διατυπωθούν ευρήματα σε σχέση με ευθύνη τρίτου προσώπου, εφόσον δεν καταδείχθηκε ότι ο οδηγός του ημιφορτηγού απέκοψε απότομα την πορεία του εφεσείοντα έτσι ώστε να μην του παράσχει την ευκαιρία να αντιδράσει έγκαιρα ή αποτελεσματικά, ή ότι το θύμα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση με οποιοδήποτε τρόπο.
Απέδωσε δε ιδιαίτερη σημασία σε εκείνες τις περιστάσεις που στοιχειοθετούσαν ότι ο εφεσείων εισήγαγε, με το βυτιοφόρο και το φορτίο το οποίο μετέφερε, όπως και με τον τρόπο με τον οποίο οδηγούσε το φορτηγό, θανάσιμο κίνδυνο στο δρόμο. Έλαβε προς τούτο υπόψη το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος όχι μόνο οδηγούσε ένα υπέρβαρο βυτιοφόρο που μαζί με το φορτηγό είχαν μήκος 17 μέτρων, αλλά και γνώριζε ότι όταν μεταφέρεται νερό με βυτιοφόρο, το αποτέλεσμα είναι «να μην σε κρατίζουν εύκολα τα στόπερ», κατά την έκφρασή του. Παρά ταύτα, αν και αντελήφθη ότι το ημιφορτηγό ελάττωσε ταχύτητα μπροστά του, αυτός δεν μετέβαλε τον τρόπο οδήγησής του και δεν έλαβε προφυλάξεις και εφάρμοσε τα φρένα μόνο όταν αντιλήφθηκε ότι το ημιφορτηγό δεν επρόκειτο να στρίψει δεξιά, όταν δηλαδή εκ των πραγμάτων ήταν πολύ αργά.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε βεβαίως και στις νομικές αρχές που διέπουν την επιβολή ποινής σε τέτοιες περιπτώσεις, με ευρεία αναφορά στη νομολογία. Ορθά σημείωσε ότι «. το δικαστήριο εξετάζει το κατά πόσο η πράξη ή η παράλειψη από την οποία προέκυψε το ατύχημα οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία ή σφάλμα κρίσης από πλευράς του κατηγορούμενου οπότε, ιδιαίτερα όπου δεν υπάρχουν επιβαρυντικά στοιχεία, η περίπτωση μπορεί να αντιμετωπιστεί με χρηματική ποινή, ή το κατά πόσο υπήρξε, από μέρους του, εγωιστική συμπεριφορά στο δρόμο ή αδιαφορία για την ασφάλεια τρίτων οπότε ενδείκνυται ποινή στερητική της ελευθερίας, εκτός αν πρόκειται για οριακή περίπτωση όπου το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει άλλη μεταχείριση.».
Είναι προφανές τόσο από το αιτιολογικό, όσο και από τη φύση και την έκταση της ποινής, ότι το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο εφεσείων είχε επιδείξει αυξημένο βαθμό αμέλειας σε βαθμό αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν το δρόμο και ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση στιγμιαίας αβλεψίας ή απροσεξίας. Ούτε και είναι η εισήγηση του εφεσείοντος ότι επρόκειτο για τέτοια περίπτωση, εφόσον αφενός μεν η ποινή προσβάλλεται ως υπερβολική και όχι ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, αφετέρου δε, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντος κατέληξε στην αγόρευσή του καλώντας μας να μειώσουμε την επιβληθείσα ποινή και όχι να μεταβάλουμε το είδος της.
Προς υποστήριξη της εισήγησής του, υπέδειξε ότι δεν συνέτρεχαν επιβαρυντικές περιστάσεις όπως είναι η επήρεια οινοπνεύματος ή και υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα. Αντίθετα, εισηγήθηκε ότι συνέτρεχαν ουσιαστικοί ελαφρυντικοί παράγοντες, στους οποίους αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς όμως να τους λάβει δεόντως υπόψη. Αναφέρθηκε στο λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα ο οποίος είναι επαγγελματίας οδηγός για 30 χρόνια, στην ψυχική συντριβή που υπέστη, στο γεγονός ότι από την πρώτη στιγμή έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της αστυνομίας, ότι, όντας φτωχός οικογενειάρχης με τρία παιδιά απώλεσε την εργασία του, αλλά και ευκαιρία που είχε για να εργαστεί στο εξωτερικό. Περιπλέον, ανέφερε ότι το φορτηγό το οποίο οδηγούσε ο εφεσείοντας δεν ήταν δικής του ιδιοκτησίας αλλά ανήκει σε εταιρεία η οποία και καταδικάστηκε σε χρηματική μόνο ποινή για τα αδικήματα που αφορούσαν την κατάσταση του φορτηγού.
Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την αγγλική απόφαση στην υπόθεση R. v. Guilfoyle [1973] 2 All ER 844. Βασικό κριτήριο είναι ο βαθμός αμέλειας. Όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και ο κατηγορούμενος έχει λευκό ή καλό ποινικό μητρώο, τότε, παρά το μοιραίο αποτέλεσμα, η επιβολή ποινής φυλάκισης αντενδείκνυται. Αντιθέτως, τέτοια ποινή ενδείκνυται κατ' αρχάς σε εκείνες τις περιπτώσεις που η αμέλεια του κατηγορούμενου εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας ή της εγωιστικής παραγνώρισης της ασφάλειας άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο (βλ., επίσης, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (2015) 2 Α.Α.Δ. 647, ECLI:CY:AD:2015:B632). Νοείται βέβαια πως πάντοτε λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης στο σύνολό τους περιλαμβανομένων των προσωπικών συνθηκών του κατηγορουμένου. Όμως όπως έχουμε ήδη αναφέρει, εν προκειμένω το ζήτημα που αμφισβητείται δεν είναι το είδος της επιβληθείσας ποινής, αλλά η έκταση της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε.
Είναι γεγονός ότι όντως δεν συντρέχουν επιβαρυντικοί παράγοντες όπως αυτοί που αναφέρονται στην υπόθεση Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562, όπου υιοθετήθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν ενδεικτικά στην αγγλική υπόθεση R. v. Boswell [1984] 3 All ER 353, αναφορικά με τους επιβαρυντικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε τέτοιες υποθέσεις. Επιβαρυντικοί παράγοντες λ.χ., είναι η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και η υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα. Είναι επίσης γεγονός ότι συντρέχουν μετριαστικοί παράγοντες, όπως είναι το λευκό ποινικό μητρώο, χωρίς πάντως να παραβλέπονται οι βαθμοί ποινής και οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα.
Ως προς το κυρίαρχο ζήτημα, ήτοι το βαθμό αμέλειας, το Δικαστήριο τόνισε το καθήκον που βάραινε τον εφεσείοντα να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή ενόψει των κινδύνων που συνεπαγόταν η οδήγηση ενός φορτηγού με συρόμενο βυτιοφόρο, συνολικού μήκους 17 μέτρων, με το βυτιοφόρο να είναι όχι μόνο φορτωμένο, αλλά υπερφορτωμένο κατά 8,5 τόνους και τον εφεσείοντα να γνωρίζει, ως άνω, ότι τα φρένα «δεν τον κρατούσαν εύκολα». Παρά ταύτα, συνεχίζει η διαπίστωση του Δικαστηρίου, με τον τρόπο που επέλεξε να οδηγεί ο εφεσείων και αψηφώντας τον κίνδυνο, εισήγαγε ένα σοβαρότατο, θανάσιμο, κίνδυνο για την ασφάλεια και τη ζωή άλλων προσώπων στο δρόμο.
Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όταν η ποινή είναι εκδήλως υπερβολική, εφόσον η επιμέτρηση της ποινής είναι κατά πρώτο λόγο έργο του δικάζοντος δικαστηρίου. Το έκδηλο δε της ποινής πρέπει να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα επί του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα (βλ. Χριστοφή ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 549).
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη κάθε σχετικό παράγοντα και είναι φανερό ότι επέλεξε να προσδώσει τη σημασία που θεωρούσε απαραίτητη στον παράγοντα της απαράδεκτης αδιαφορίας που είχε επιδείξει ο εφεσείων για την ανθρώπινη ζωή άλλων προσώπων που εκινούντο στο δρόμο. Έλαβε, επίσης, υπόψη ότι ο εφεσείων δεν είχε εκφράσει εμπράκτως τη μεταμέλειά του, ενώ η παραδοχή θα μπορούσε να λειτουργήσει μετριαστικά (Κάρτερ ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 78). Το αποτέλεσμα ήταν να επιβάλει μια αυστηρή ποινή. Η θεώρησή της, αφενός υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων και αφετέρου, υπό το φως της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα που αναδεικνύονται ως δεσπόζοντα και επιβεβαιώνονται ολοένα και περισσότερο ως κοινωνική μάστιγα, δεν καταδεικνύει έκδηλη, εξ αντικειμένου, υπερβολή.
Τέλος, θα σχολιάσουμε ένα άλλο ζήτημα που τέθηκε ενώπιον μας, που αφορούσε την καθυστέρηση η οποία παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης. Όπως δέχθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα, δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να καλύπτει το ζήτημα αυτό. Εν πάση δε περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με τη δέουσα προσοχή τη σχετική εισήγηση και έκρινε ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση λαμβανομένης υπόψη και της καθυστέρησης που προέκυψε με υπαιτιότητα του εφεσείοντα και του δικηγόρου του.
Υπό το φως των ανωτέρω κρίνουμε ότι, παρά το αυστηρό της ποινής, δεν δικαιολογείται εξ αντικειμένου η παρέμβαση του Εφετείου και η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.