ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:B343

(2015) 2 ΑΑΔ 326

14 Μαΐου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

A.Κ.,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 177/2013)

 

 

Σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων ― Επικύρωση καταδίκης εφεσείοντα σε κατηγορίες αναφορικά με σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, κατά παράβαση άρθρων του Περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007 ― Καταδίκη η οποία στηρίχθηκε στην ανάλογη βαρύτητα που αποδόθηκε στην ομολογία του εφεσείοντος, χωρίς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, δεδομένης απρόσμενης τροπής που υπήρξε εκ της απόσυρσης του παραπόνου.

 

Απόδειξη ― Ομολογία ― Καταδίκη που εδράζεται σε ομολογία ― Επικύρωση καταδίκης η οποία στηρίχθηκε στην ομολογία του κατηγορουμένου ― Προώθηση υπόθεσης παρά την απόσυρση παραπόνου, με βάση νομολογία του ΕΔΑΔ.

 

Απόδειξη ― Ομολογία ― Καταδίκη που εδράζεται σε ομολογία ― Δεν υπάρχει αρχή δικαίου, καθολικής ή γενικής εφαρμογής, ότι η καταδίκη η οποία εξ ολοκλήρου ή κυρίως βασίζεται σε μαρτυρία προφορικής ομολογίας, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ασφαλής ή ικανοποιητική ― Aποφασίζεται στο πλαίσιο των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε υπόθεσης.

 

Απόδειξη ― Ομολογία ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Οποιαδήποτε παράλειψη του δικαστηρίου για τη διαλεύκανση γεγονότων για τα οποία υφίσταται σύγκρουση ή διαφωνία μεταξύ αξιόπιστων μαρτύρων, δημιουργεί ρήγμα στην ετυμηγορία του δικαστηρίου στο βαθμό και έκταση που συναρτάται με αυτά τα γεγονότα.

 

Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως συνολικά 21 κατηγορίες που αφορούσαν σε σεξουαλικά αδικήματα τα οποία διέπραξε σε βάρος των δύο ανήλικων κοριτσιών του, ηλικίας κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων 13 και 12 ετών αντιστοίχως, και συγκεκριμένα:

 

α)  οκτώ Κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, κατά παράβαση άρθρων του Περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007.

 

β)  εννέα Κατηγορίες πρόκλησης ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας, κατά παράβαση άρθρων του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 και,

 

γ)  τέσσερις Κατηγορίες βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

 

Οι λεπτομέρειες των αδικημάτων, όπως καταγράφηκαν στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, περιελάμβαναν πρωκτική συνουσία, εισχώρηση του δακτύλου του εφεσείοντος στον πρωκτό τους, καθώς και πρόκληση ψυχικής βλάβης, ως αποτέλεσμα των πράξεων του. Ως χρόνος διάπραξης των αδικημάτων προσδιορίστηκε το χρονικό διάστημα μεταξύ 2010 - 4ης Δεκεμβρίου 2012. Ο εφεσείων, αρνούμενος τις κατηγορίες, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε προέβη στις πράξεις που του καταλογίστηκαν.

 

Η διερεύνηση της υπόθεσης ξεκίνησε ύστερα από παράπονο-καταγγελία της μητέρας των παραπονουμένων, ότι ο σύζυγος της τα τελευταία χρόνια επιδιδόταν σε σεξουαλικές πράξεις εναντίον και των τριών ανηλίκων θυγατέρων της, όπως της εκμυστηρεύθηκαν οι ίδιες.

 

Λήφθηκε κατάθεση της μιας από τις τρεις παραπονούμενες, Ν.Κ.,  στην Αστυνομία σχετικά με αδικήματα βιασμών και σεξουαλικής εκμετάλλευσης σε βάρος της από τον εφεσείοντα. Ίδια παράπονα είχαν εκφράσει και οι αδελφές της αλλά δεν προχώρησαν εν τέλει σε γραπτή καταγγελία.

 

Η υπόθεση στη συνέχεια έλαβε μια απρόσμενη τροπή όταν οι παραπονούμενες Ν.Κ. και Π.Κ., με γραπτές καταθέσεις τους, απέσυραν τις κατηγορίες για βιασμό δηλώνοντας ότι μετά που εξομολογήθηκαν στον ιερέα αποφάσισαν να πουν την αλήθεια όπως ανέφεραν, ότι δηλαδή, ο πατέρας τους ουδέποτε τις βίασε, αυτά που είχαν καταγγείλει αρχικώς ήταν ψέμα. Είχαν συνεννοηθεί, συμφώνως με τα όσα προέβαλαν και οι τρεις να πουν την ίδια ιστορία, επειδή ο πατέρας τους τον τελευταίο καιρό ήταν αυστηρός μαζί τους.

 

Παρά την απόσυρση του παραπόνου, η Κατηγορούσα Αρχή, στηριζόμενη σε νομολογία και έχοντας ως γνώμονα την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, καταχώρισε την υπό κρίση υπόθεση. Έτσι η στάση των παραπονουμένων, με αποκορύφωμα την απόπειρα αυτοκτονίας της παραπονουμένης Ν.Κ., οδήγησε την Κατηγορούσα Αρχή, παρόλο που έκρινε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία των παραπονουμένων, να προχωρήσει την υπόθεση με όποιο διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό είχε πλέον στη διάθεση της.

 

Έτσι προώθησε την ποινική δίωξη με την εισήγηση πως οι γραπτές καταθέσεις των παραπονουμένων στην Αστυνομία και η ομολογία του εφεσείοντος, με γραπτή κατάθεση και άλλη προφορική του ενοχοποιητική δήλωση, παρείχαν ασφαλές έρεισμα για την καταδίκη του.  

 

Κάλεσε δε το Δικαστήριο να προσδώσει βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία και να καταδικάσει τον εφεσείοντα σε όλα τα αδικήματα που αντιμετώπιζε, παρόλο που οι παραπονούμενες δεν κατέθεσαν στο Δικαστήριο και δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία που να σχετίζεται με τα αποδιδόμενα στον εφεσείοντα αδικήματα.

 

Η Υπεράσπιση προώθησε  τη θέση, ότι από τη στιγμή που οι παραπονούμενες δεν κατέθεσαν, δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία ο εφεσείων θα έπρεπε να αθωωθεί.

 

Οι γραπτές καταθέσεις των παραπονουμένων κατατέθηκαν δυνάμει του περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 32(Ι)/2004.  Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως αποδοχή τους θα ήταν ανεπίτρεπτη και παρακινδυνευμένη, επιλέγοντας να μην στηριχθεί σε κανένα στοιχείο εξ ακοής μαρτυρίας, την οποία έκρινε ως ακροσφαλή, εν όψει και του ότι οι καταθέσεις έβριθαν ασαφειών και δεν αποδείκνυαν πρωκτικό βιασμό. Έτσι ο εφεσείων αθωώθηκε στις αντίστοιχες κατηγορίες.

 

Οι λοιπές κατηγορίες παρέμειναν με μόνο πλέον αποδεικτικό έρεισμα το λόγο του εφεσείοντος, όπως καταγράφηκε στις καταθέσεις του τις οποίες το Κακουργιοδικείο με την παράθεση σχετικής νομολογίας επί του ζητήματος, τις έκρινε ως νομότυπες και ως αποτέλεσμα της ελεύθερης του βούλησης, κατέληξε στην εφεσβληθείσα απόφαση.

 

Έκρινε μεταξύ άλλων ότι οι ομολογίες που περιέχονταν στις καταθέσεις του εφεσείοντα όπως αυτές κατατέθηκαν ως Τεκμήρια ήταν σαφέστατες και απέρριψε τη θέση της Υπεράσπισης για ύπαρξη ασάφειας.

 

Ο Κατηγορούμενος σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο καθόρισε στις εν λόγω ομολογίες και το χρόνο που έγιναν τα γεγονότα και τον τρόπο που προέβη στις ενέργειες του σε βάρος της κάθε μίας θυγατέρας του, παραθέτοντας μάλιστα και λεπτομέρειες.

 

Οι πιο πάνω ομολογίες ήταν σαφείς σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο και στοιχειοθετούσαν κάποια από τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος.

 

Το γεγονός ότι δεν υπήρχε εύρημα για πρωκτική παραβίαση των Παραπονουμένων δεν μπορούσε, απεφάνθη να μεταβάλει τα συμπεράσματα του αφού ήταν κοινά παραδεκτό ότι η εισχώρηση δακτύλου στον πρωκτό δεν προκαλεί οποιαδήποτε κάκωση στην πρωκτική ή περιπρωκτική χώρα.

 

Εξετάζοντας το κατά πόσο υπάρχει άλλη μαρτυρία η οποία να υποστηρίζει τα γεγονότα που περιγράφει στα Τεκμήρια 2 και 3 ο Κατηγορούμενος, το Κακουργιοδικείο επεσήμανε στοιχεία στην αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΚ2 - ψυχιάτρου Καλυβωκά.

 

Ως αποτέλεσμα της ως άνω ανάλυσης του Δικαστηρίου και των νομοθετικών προνοιών των κατηγοριών που αφορούν σε σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού (κατηγορίες 1, 3, 4 και 5), αλλά και των κατηγοριών που αφορούν σε πρόκληση ψυχικής βλάβης (κατηγορίες 2, 6, 7 και 8), κατέληξε να καταδικάσει τον εφεσείοντα στις εναπομείνασες κατηγορίες 1 - 5 ως αποδειχθείσες πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Ακολούθως, στις 18.9.2013 το Δικαστήριο του επέβαλε  ποινή φυλάκισης δύο ετών σε κάθε κατηγορία και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, έκρινε ότι δικαιολογείτο η επιβολή διαδοχικών ποινών, με τις κατηγορίες 3 και 4 να είναι συντρέχουσες, αλλά διαδοχικές με την ποινή που επιβλήθηκε στην 1η κατηγορία (σεξουαλική εκμετάλλευση της Π.Κ.), ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται σε τέσσερα χρόνια.

 

Η ασκηθείσα έφεση περιορίστηκε τελικώς μόνο ως προς την καταδίκη και στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως  λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η θεώρηση του Κακουργιοδικείου περί ύπαρξης άλλης μαρτυρίας η οποία «να υποστηρίζει τα γεγονότα» που περιγράφει στις ομολογίες του ο εφεσείων, εντοπίζοντας ως ένα τέτοιο στοιχείο την αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΚ2 Καλυβωκά, ψυχιάτρου, στην οποία ο εφεσείων της δήλωσε ό,τι σημειώθηκε στην απόφαση του Κακουργιοδικείου και που ουδεμία σχέση έχουν ή αφορούν τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων.

 

β)  Από την απόφαση διαφαινόταν  ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας κρίνοντας ότι, η βαρύτητα των ομολογιών του εφεσείοντος αφ' εαυτών, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ασφαλή καταδίκη. Αν το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν ενισχυτική μαρτυρία, τότε θα έπρεπε να προειδοποιήσει τον εαυτό του, κάτι που προφανώς παρέλειψε να πράξει.

 

γ)  Η μαρτυρία της ΜΚ2 δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις της ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

δ)  Υπήρξε παράλειψη του Δικαστηρίου να αποσαφηνίσει κατά πόσο οι ομολογίες του εφεσείοντος ήταν τέτοιου βαθμού και ποιότητας, ώστε να τους αποδοθεί η αναγκαία βαρύτητα που να οδηγεί σε καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

 

ε)  Η συμπεριφορά ή πράξεις που αποδόθηκαν στον εφεσείοντα σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 1, 3 και 4 δεν ενέπιπταν στους σκοπούς και την εμβέλεια του Νόμου και δεν είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και ως εκ τούτου, η καταδίκη στις εν λόγω κατηγορίες ήταν εσφαλμένη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Δεν υπάρχει αρχή δικαίου, καθολικής ή γενικής εφαρμογής, ότι η καταδίκη η οποία εξ ολοκλήρου ή κυρίως βασίζεται σε μαρτυρία προφορικής ομολογίας, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ασφαλής ή ικανοποιητική. Πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση να αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται στο πλαίσιο των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε υπόθεσης.

  2.   Η ομολογία, σύμφωνα με τις νομολογιακές παραμέτρους, θα πρέπει να έχει σαφές περιεχόμενο. Παραδοχή που έχει τον χαρακτήρα γνώμης, μπορεί να κριθεί ανεπαρκής. Η αξιολόγηση δε της ομολογίας αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου.

  3.   H ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντος κρίθηκε αναξιόπιστη και προσχεδιασμένη με σκοπό την αθώωση του, οι όποιοι δε ισχυρισμοί του με τους οποίους προσπάθησε να διαφύγει των θεληματικών ομολογιών, θεωρήθηκαν από το Κακουργιοδικείο εξωπραγματικοί.

  4.   Απετέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Καταθέσεις του Κατηγορουμένου Τεκμήρια 2 και 3 λήφθηκαν νομότυπα και ήταν το αποτέλεσμα της ελεύθερης του βούλησης.

  5.   Εξετάστηκε με τη μέγιστη προσοχή η μαρτυρία που περιβάλλει τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λήφθηκαν οι υπό αναφορά καταθέσεις και δεν διαπιστωνόταν οτιδήποτε επιλήψιμο.

  6.   Εκείνο που απέμενε προς απόφανση ήταν το κατά πόσο οι ομολογίες που περιγράφονταν στα εν λόγω τεκμήρια ήταν τέτοιου βαθμού και ποιότητας που να δύνατο να τους αποδοθεί βαρύτητα αρκετή ώστε να οδηγούσε σε καταδίκη του Κατηγορουμένου χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

  7.   Το Κακουργιοδικείο με πολλή προσοχή και λεπτομέρεια αξιολόγησε τις δύο καταθέσεις ομολογίες του εφεσείοντος, τόσο ως προς τη θεληματικότητα τους, όσο και ως προς την ποιότητα τους, αλλά και το βαθμό βεβαιότητας που προσέφεραν, για να θεωρήσει ότι μπορούσε να τους αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα που θα οδηγούσε σε καταδίκη του εφεσείοντος, χωρίς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας.

  8.   Ο λόγος του εφεσείοντος όπως καταγράφηκε στις ομολογίες του, ομιλούσε αφ' εαυτού. Η ομολογία του εγκλήματος από τον εφεσείοντα αποτέλεσε μέσο για εκτόνωση της βεβαρημένης συνείδησης του όπως και η δήλωση του που ακολούθησε, προς τη ΜΚ2 ψυχίατρο Καλυβωκά.

  9.   Η αυθεντικότητα των ισχυρισμών του εφεσείοντος, σε συνάρτηση με την αλήθεια του λόγου του και των φράσεων που χρησιμοποίησε ο ίδιος, καθώς και οι ειδεχθείς λεπτομερείς περιγραφές του, ενισχύει το ορθό της υιοθέτησης του Δικαστηρίου περί της θεληματικότητας της μαρτυρίας και στη συνέχεια της καταδίκης του μόνο επί του εν λόγω στοιχείου.

10. Ήταν γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρει ρητώς, ποια από τις δύο εκδοχές εμπειρογνωμώνων αποδέχθηκε και γιατί, αλλά περιορίστηκε στην έκφραση δυσαρέσκειας σχετικά με την τόσο μεγάλη διάσταση μεταξύ εμπειρογνωμόνων.

11. Εδώ όμως δεν υπήρχε καταδίκη του εφεσείοντος ως αποτέλεσμα της αποδοχής της μαρτυρίας ενός εκ των εμπειρογνωμόνων, ώστε να κριθεί ότι το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς τη μαρτυρία και την τελική του κρίση πάνω στο ζήτημα.

12. Η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων δόθηκε προς απόδειξη των κατηγοριών του βιασμού και συγκεκριμένα πρωκτικού βιασμού, κατηγορίες οι οποίες απορρίφθηκαν, από το Δικαστήριο και στις οποίες ο εφεσείων αθωώθηκε.

13. Εκείνο που κατέστη σαφές, στη βάση της επιστημονικής μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, είναι ότι σε κάθε περίπτωση, η εισχώρηση δακτύλου ή δακτύλων στην πρωκτική περιοχή ανηλίκου, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, ούτε και να γίνει αντιληπτή.

14.    Ο ισχυρισμός ότι από τη στιγμή που η επιστημονική μαρτυρία δεν απορρίφθηκε ρητά, συγκρούεται με τις ομολογίες του εφεσείοντος δεν ευσταθεί. Ούτε και η συμπληρωματική πρόταση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταδικάσει τον εφεσείοντα στη βάση των ομολογιών του, αν πρώτα δεν απέρριπτε την επιστημονική μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του, σχετικά με την κάκωση του πρωκτού, εφόσον όσον αφορά τις κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκε ο εφεσείων, δεν υπεισέρχεται η αναγκαιότητα ή ο συσχετισμός με την ενισχυτική μαρτυρία.

15. Σε καμιά περίπτωση, η μη απόρριψη της μαρτυρίας των παιδοχειρούργου (ΜΚ4) και ιατροδικαστή (ΜΚ6), έπληττε το θεμέλιο ολόκληρης της απόφασης, κατά τρόπο που να την καθιστά άκυρη και ακροσφαλή, με αποτέλεσμα την ανατροπή της.

16. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση  ότι το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας.

17. Η αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων στα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων έχει ως έρεισμα το Άρθρο 2 του Νόμου 87(Ι)/2007, όπου, μεταξύ άλλων, ορίζεται, (Άρθρο 2(γ)(ii)), η έννοια της σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

18. Ο εφεσείων, πατέρας των παραπονουμένων, αδιαμφισβήτητα και προφανώς είχε αναγνωρισμένη σχέση εξουσίας, φύλαξης, επιρροής και κηδεμονίας των ανήλικων κοριτσιών του. Ένας πατέρας που εισχωρεί το δάκτυλο του στον πρωκτό των κοριτσιών του και το χαϊδεύει στα οπίσθια, επιβάλλει τη βούληση του και καταχράται τη θέση εξουσίας στις σχέσεις του με τις ανήλικες, λαμβανομένης υπόψη της τρυφερής ηλικίας στην οποία βρίσκονταν τα κορίτσια.

19. Δεν προέκυπτε πού μπορεί να υπέβοσκε αμφιβολία σε σχέση με τα γεγονότα και τα περιβάλλοντα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ώστε να εξεταζόταν περαιτέρω το ζήτημα.

20. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν κατανοητό πως και γιατί ο συνήγορος του εφεσείοντος δεν ζήτησε οποιεσδήποτε ή περαιτέρω λεπτομέρειες, εάν κατά τον χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης ετίθετο ζήτημα σαφήνειας του κατηγορητηρίου.

21. Υπό τις περιστάσεις ο εφεσείων είχε μια καθόλα δίκαιη δίκη.  Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε τις καταθέσεις των παραπονουμένων και αξιολογώντας ορθά, μέσα στις παραμέτρους της νομολογίας τις θεληματικές καταθέσεις του εφεσείοντος, ορθά και πάλι κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Οpuz ν. Turkey, Application No. 33401/02, 9.6.2009, Τhe European Court of Human Rights,

 

ΝΧ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 503,

 

Κερκής ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 207,

 

Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166,

 

Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330,

 

Πάνοβιτς ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 310,

 

Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,

 

Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65,

 

Καύκαρος ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 110,

 

Ιωσηφίδης (Ππαϊλας) ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 204,

 

R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161,

 

Vasiliades ν. The Police (1988) 2 C.L.R. 193,

 

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ 370,

 

Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200,

 

Νετζιήπ ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Πογιατζής, Π.Ε.Δ., Καλογήρου, Α.Ε.Δ., Θωμά, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 7933/2012) ημερομηνίας 18/9/2013.

 

Σ. Αγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.

 

Ο. Σοφοκλέους (κα) και Λ. Χατζηαθανασίου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τη Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε συνολικά 21 κατηγορίες που αφορούν σε σεξουαλικά αδικήματα τα οποία διέπραξε σε βάρος των δύο ανήλικων κοριτσιών του, ηλικίας κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων 13 και 12 ετών αντιστοίχως, και συγκεκριμένα:

 

(α)  οκτώ Κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4, 10 και 17 του Περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007 (Κατηγορίες 1, 3, 4, 5, 17, 18, 19, 20),

 

(β)  εννέα Κατηγορίες πρόκλησης ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1) (2) (4) του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 (Κατηγορίες 2, 6, 7, 8, 10, 12, 14, 16, 21) και,

 

(γ) τέσσερις Κατηγορίες βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

 

Οι λεπτομέρειες των αδικημάτων, όπως καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, περιλαμβάνουν πρωκτική συνουσία, εισχώρηση του δακτύλου του εφεσείοντος στον πρωκτό τους, καθώς και πρόκληση ψυχικής βλάβης, ως αποτέλεσμα των πράξεων του. Ως χρόνος διάπραξης των αδικημάτων προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα μεταξύ 2010 - 4ης Δεκεμβρίου 2012.  Ο εφεσείων, αρνούμενος τις κατηγορίες, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε προέβη στις πράξεις που του καταλογίζονται.

 

Η διερεύνηση της υπόθεσης ξεκίνησε μετά από παράπονο-καταγγελία της μητέρας των παραπονουμένων, ότι ο σύζυγος της τα τελευταία χρόνια επιδιδόταν σε σεξουαλικές πράξεις εναντίον και των τριών ανηλίκων θυγατέρων της, όπως της εκμυστηρεύθηκαν οι ίδιες. Λήφθηκε κατάθεση της μιας από τις τρεις παραπονούμενες, Ν.Κ., στην Αστυνομία σχετικά με αδικήματα βιασμών και σεξουαλικής εκμετάλλευσης σε βάρος της από τον εφεσείοντα. Ίδια παράπονα είχαν εκφράσει και οι αδελφές της αλλά δεν προχώρησαν εν τέλει σε γραπτή καταγγελία.

 

Η υπόθεση στη συνέχεια έλαβε μια απρόσμενη τροπή όταν οι παραπονούμενες Ν.Κ. και Π.Κ., με γραπτές καταθέσεις τους (Τεκμήρια 27 και 28 αντιστοίχως), απέσυραν τις κατηγορίες για βιασμό δηλώνοντας ότι μετά που εξομολογήθηκαν στον ιερέα αποφάσισαν να πουν την αλήθεια: ο πατέρας τους ουδέποτε τις βίασε, αυτά που είχαν καταγγείλει αρχικώς ήταν ψέμα. Είχαν συνεννοηθεί και οι τρεις να πουν την ίδια ιστορία, επειδή ο πατέρας τους τον τελευταίο καιρό ήταν αυστηρός μαζί τους.

 

Παρά την απόσυρση του παραπόνου, η Κατηγορούσα Αρχή, έχοντας ως γνώμονα την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, καταχώρισε την υπό κρίση υπόθεση (Οpuz ν. Turkey, Application No. 33401/02, 9.6.2009, Τhe European Court of Human Rights). Έτσι η στάση των παραπονουμένων, με αποκορύφωμα την απόπειρα αυτοκτονίας της παραπονουμένης Ν.Κ., οδήγησε την Κατηγορούσα Αρχή, παρόλο που έκρινε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία των παραπονουμένων, να προχωρήσει την υπόθεση με όποιο διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό είχε πλέον στη διάθεση της.

 

Έτσι προώθησε την ποινική δίωξη με την εισήγηση πως οι γραπτές καταθέσεις των παραπονουμένων στην Αστυνομία και η ομολογία του εφεσείοντος, με γραπτή κατάθεση και άλλη προφορική του ενοχοποιητική δήλωση, παρείχαν ασφαλές έρεισμα για την καταδίκη του. Κάλεσε δε το Δικαστήριο να προσδώσει βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία και να καταδικάσει τον εφεσείοντα σε όλα τα αδικήματα που αντιμετώπιζε, παρόλο που οι παραπονούμενες δεν κατέθεσαν στο Δικαστήριο και δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία που να σχετίζεται με τα αποδιδόμενα στον εφεσείοντα αδικήματα.

 

Η Υπεράσπιση από την άλλη, δεν αμφισβήτησε ότι αρχικά οι θυγατέρες του εφεσείοντος είχαν υποβάλει παράπονο εναντίον του και ότι στη συνέχεια απέσυραν την καταγγελία. Προώθησε όμως τη θέση, ότι από τη στιγμή που οι παραπονούμενες δεν κατέθεσαν, δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία ο εφεσείων θα έπρεπε να αθωωθεί.

 

Οι γραπτές καταθέσεις των παραπονουμένων κατατέθηκαν δυνάμει του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 32(Ι)/2004. Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως αποδοχή τους θα ήταν ανεπίτρεπτη και παρακινδυνευμένη, επιλέγοντας να μην στηριχθεί σε κανένα στοιχείο εξ ακοής μαρτυρίας, την οποία έκρινε ως ακροσφαλή, εν όψει και του ότι οι καταθέσεις έβριθαν ασαφειών και δεν αποδείκνυαν πρωκτικό βιασμό.  Έτσι ο εφεσείων αθωώθηκε στις αντίστοιχες κατηγορίες.

 

Οι λοιπές κατηγορίες παρέμειναν με μόνο πλέον αποδεικτικό έρεισμα το λόγο του εφεσείοντος, όπως καταγράφηκε στις καταθέσεις του (τεκμήριο 2 και 3) τις οποίες το Κακουργιοδικείο με την παράθεση σχετικής νομολογίας επί του ζητήματος, τις έκρινε ως νομότυπες και ως αποτέλεσμα της ελεύθερης του βούλησης, για να καταλήξει:

 

«Στην παρούσα περίπτωση παραθέσαμε πιο πάνω αυτούσια τα κείμενα αμφότερων των Καταθέσεων Τεκμήρια 2 και 3. Θεωρούμε ότι οι ομολογίες που περιέχονται σ' αυτές είναι σαφέστατες και απορρίπτουμε τη θέση της Υπεράσπισης για ύπαρξη ασάφειας.

 

Στο Τεκμήριο 2 ο Κατηγορούμενος καθορίζει και το χρόνο που έγιναν τα γεγονότα και τον τρόπο που προέβη στις ενέργειες του σε βάρος της θυγατέρας του Π.Κ. παραθέτοντας μάλιστα και λεπτομέρειες. Επιπλέον  η έκφραση του «σε μια στιγμή αδυναμίας» δεικνύει και πρόθεση εκ μέρους του.

 

Στο Τεκμήριο 3, ο Κατηγορούμενος καθορίζει ως χρόνο που προέβη σε άσεμνες πράξεις σε βάρος της θυγατέρας του Ν.Κ. περίοδο ενός έτους πριν τη λήψη της Κατάθεσης (6/12/12), μέχρι και το καλοκαίρι του 2012. Παραθέτει και κάποιες λεπτομέρειες των πράξεων του και αναφέρει ότι προέβη στις εν λόγω πράξεις δύο - τρεις φορές.

 

Θεωρούμε τις πιο πάνω ομολογίες ως σαφείς και ότι στοιχειοθετούν κάποια από τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει εύρημα για πρωκτική παραβίαση των Παραπονουμένων δεν μεταβάλλει τα συμπεράσματα μας αφού είναι κοινά παραδεκτό ότι η εισχώρηση δακτύλου στον πρωκτό δεν προκαλεί οποιαδήποτε κάκωση στην πρωκτική ή περιπρωκτική χώρα.

 

Εξετάζοντας το κατά πόσο υπάρχει άλλη μαρτυρία η οποία να υποστηρίζει τα γεγονότα που περιγράφει στα Τεκμήρια 2 και 3 ο Κατηγορούμενος, έχουμε όντως επισημάνει στοιχεία στην αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΚ2 - Καλυβωκά ότι ο Κατηγορούμενος τής είχε δηλώσει ότι είχε κάνει «κάποιες πράξεις και σκέψεις» και ήθελε βοήθεια για να τις αποβάλει.  Επιπρόσθετα, της ομολόγησε ότι, ενώ άλειφε με λάδι ένα από τα παιδιά του, είχε την ερωτική επιθυμία και το χαΐδεψε ερωτικά. Παρόλον ότι η δήλωση του Κατηγορουμένου στη ΜΚ2 εμπεριέχει ασάφειες αφού δεν διευκρινίζει σε ποιο από τα παιδιά του προέβη στην εν λόγω πράξη, θεωρούμε ότι δεικνύει την ανώμαλη ερωτική διάθεση που ένιωθε προς τις ανήλικες θυγατέρες του

 

Ως αποτέλεσμα της ως άνω ανάλυσης του Δικαστηρίου και των νομοθετικών προνοιών των κατηγοριών που αφορούν σε σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού (κατηγορίες 1, 3, 4 και 5), αλλά και των κατηγοριών που αφορούν σε πρόκληση ψυχικής βλάβης (κατηγορίες 2, 6, 7 και 8), κατέληξε να καταδικάσει τον εφεσείοντα στις εναπομείνασες κατηγορίες 1 - 5 ως αποδειχθείσες πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας: Η υπάρχουσα μαρτυρία, έκρινε το Κακουργιοδικείο, και ιδιαιτέρως το τεκμήριο 2, στοιχειοθετούν την κατηγορία 1, καθώς και τις κατηγορίες 3 και 4, ενώ αθώωσε τον εφεσείοντα στην κατηγορία 5. Ο λόγος, ότι η παραδοχή του εφεσείοντος ενώ είναι σαφής ως προς τις δύο τουλάχιστον φορές, άφηνε αμφιβολίες για ενδεχόμενη τρίτη. Απέρριψε επίσης τις κατηγορίες 2, 6, 7 και 8 που αφορούσαν σε πρόκληση ψυχικής βλάβης, θεωρώντας ότι δεν είχε προσαχθεί επαρκής μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι οι πράξεις του εφεσείοντος είχαν όντως προκαλέσει ψυχική βλάβη στις παραπονούμενες, με παραπομπή στην Ν.Χ. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 503.

 

Ακολούθως, στις 18.9.2013 το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δύο ετών σε κάθε κατηγορία και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια στη βάση του λόγου της Κερκής ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433, έκρινε ότι δικαιολογείτο η επιβολή διαδοχικών ποινών, με τις κατηγορίες 3 και 4 να είναι συντρέχουσες, αλλά διαδοχικές με την ποινή που επιβλήθηκε στην 1η κατηγορία (σεξουαλική εκμετάλλευση της Π.Κ.), ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται σε τέσσερα χρόνια.

 

Απομένει προς εξέταση η έφεση εναντίον της καταδίκης, εφόσον η έφεση κατά της επιβληθείσης ποινής αποσύρθηκε κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία. Σημειώνεται πως δεν έχει καταχωριστεί αντέφεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου να αποκλείσει την εξ ακοής μαρτυρία δυνάμει του Άρθρου 137(1), όπως στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 207.

 

Οι 1ος και 5ος λόγοι έφεσης στοχεύουν στην ανατροπή της εσφαλμένης θεώρησης του Κακουργιοδικείου περί ύπαρξης άλλης μαρτυρίας η οποία «να υποστηρίζει τα γεγονότα» που περιγράφει στις ομολογίες του ο εφεσείων, εντοπίζοντας ως ένα τέτοιο στοιχείο την αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΚ2 Καλυβωκά, ψυχιάτρου, στην οποία ο εφεσείων της δήλωσε ό,τι ανωτέρω σημειώνεται με την απόφαση του Κακουργιοδικείου και που ουδεμία σχέση έχουν ή αφορούν τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων.

 

Υποστήριξε ο συνήγορος του εφεσείοντος ότι από την απόφαση διαφαίνεται ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας κρίνοντας ότι, η βαρύτητα των ομολογιών του εφεσείοντος αφ' εαυτών, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ασφαλή καταδίκη. Αν το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν ενισχυτική μαρτυρία, τότε θα έπρεπε να προειδοποιήσει τον εαυτό του, κάτι που προφανώς παρέλειψε να πράξει. Από την άλλη η μαρτυρία της ΜΚ2 δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της ενισχυτικής μαρτυρίας: κατά πρώτον διότι προέρχεται από τον ίδιο τον εφεσείοντα, το πρόσωπο η μαρτυρία του οποίου χρειάζεται ενίσχυση και όχι από ανεξάρτητη πηγή και κατά δεύτερον, δεν τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι διαπράχθηκαν τα επίδικα αδικήματα ή ότι η διάπραξη των αδικημάτων, έγινε από τον ίδιο τον εφεσείοντα.

 

Η εν λόγω πλημμέλεια επιτείνεται, κατά το συνήγορο, και από την παράλειψη του Δικαστηρίου να αποσαφηνίσει κατά πόσο οι ομολογίες του εφεσείοντος ήταν τέτοιου βαθμού και ποιότητας, ώστε να τους αποδοθεί η αναγκαία βαρύτητα που να οδηγεί σε καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

 

Η αξία της ομολογίας είναι θέμα πραγματικό και συναρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στο κορμό της λοιπής μαρτυρίας, το Δικαστήριο στο τέλος προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής (Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166, Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330 και Πάνοβιτς ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 310).

 

Από την θεώρηση της νομολογίας προκύπτει με σαφήνεια ότι μια εκούσια και σαφής ομολογία μπορεί αφ' εαυτής να θεμελιώσει καταδίκη. Όμως όσο θεληματική και αν είναι μια κατάθεση ενός κατηγορουμένου είναι πάντοτε φρόνιμο να αναζητείται, στο βαθμό που είναι δυνατόν σε κάθε περίπτωση, ενίσχυση του περιεχομένου της (Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65, Καύκαρος ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 110, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166, Ιωσηφίδης (Ππαΐλας) ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 204)).

 

Στην R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161, η οποία παρατίθεται στην ανάλυση της Ανδρέου (ανωτέρω) διακηρύχθηκε ότι η καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ' ανάγκην ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Δεν υπάρχει αρχή δικαίου, καθολικής ή γενικής εφαρμογής, ότι η καταδίκη η οποία εξ ολοκλήρου ή κυρίως βασίζεται σε μαρτυρία προφορικής ομολογίας, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ασφαλής ή ικανοποιητική. Πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση να αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται στο πλαίσιο των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε υπόθεσης.

 

Η ομολογία, σύμφωνα με τις νομολογιακές παραμέτρους, θα πρέπει να έχει σαφές περιεχόμενο. Παραδοχή που έχει τον χαρακτήρα γνώμης, μπορεί να κριθεί ανεπαρκής (Vasiliades ν. The Police (1988) 2 C.L.R. 193). Η αξιολόγηση δε της ομολογίας αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 370).

 

H ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντος κρίθηκε ως αναξιόπιστη και προσχεδιασμένη με σκοπό την αθώωση του, οι όποιοι δε ισχυρισμοί του με τους οποίους προσπάθησε να διαφύγει των θεληματικών ομολογιών, θεωρήθηκαν από το Κακουργιοδικείο εξωπραγματικοί, το οποίο και κατέληξε ότι:

 

«. αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Καταθέσεις του Κατηγορουμένου Τεκμήρια 2 και 3 λήφθηκαν νομότυπα και είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης του βούλησης. Έχουμε εξετάσει με τη μέγιστη προσοχή τη μαρτυρία που περιβάλλει τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λήφθηκαν οι υπό αναφορά καταθέσεις και δεν διαπιστώσαμε οτιδήποτε επιλήψιμο. Αποτελεί επίσης εύρημα μας ότι το λεκτικό σ' αυτές είναι αυτό που χρησιμοποιούσε ο Κατηγορούμενος ενώ ο ΜΚ1 απλώς κατέγραφε ό,τι του έλεγε. Δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό στο γεγονός ότι ο ΜΚ1 τον βοήθησε να τις διαβάσει αφού ο γραφικός του χαρακτήρας είναι κατά παραδοχή δυσανάγνωστος. Απορρίπτουμε τέλος τις αιτιάσεις του Κατηγορουμένου και τις αμφιταλαντεύσεις του ως προς τη γνησιότητα των υπογραφών του. Αποδεχόμενοι τη μαρτυρία του ΜΚ1, βρίσκουμε ότι ο Κατηγορούμενος υπέγραψε σε όλα τα σημεία που παρουσιάζονται οι υπογραφές και μονογραφές του με την ελεύθερη βούληση του. Εκείνο που απομένει είναι να αποφανθούμε στο κατά πόσο οι ομολογίες που περιγράφονται στα εν λόγω τεκμήρια είναι τέτοιου βαθμού και ποιότητας που να δύναται να τους αποδοθεί βαρύτητα αρκετή ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη του Κατηγορουμένου χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.»

 

Το Κακουργιοδικείο με πολλή προσοχή και λεπτομέρεια αξιολόγησε τις δύο καταθέσεις ομολογίες του εφεσείοντος, τόσο ως προς τη θεληματικότητα τους, όσο και ως προς την ποιότητα τους, αλλά και το βαθμό βεβαιότητας που προσέφεραν, για να θεωρήσει ότι μπορούσε να τους αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα που θα οδηγούσε σε καταδίκη του εφεσείοντος, χωρίς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Αφήνουμε το λόγο του εφεσείοντος όπως καταγράφηκε στις ομολογίες του να ομιλήσει αφ' εαυτού:

 

Τεκμήριο 2:

 

«Έκαμα ένα λάθος που εσσυλλομετάνιωσα τζιαι θέλω να το πω να ξαλαφρώσω. Πριν καμιά εφτομά περίπου ήμουν σπίτι με τες κόρες μου τζιαι είπε μου η μιτσιά η κόρη μου η Π.. ότι επόνεν τα κόκκαλα της. Τζιαι είπα της εγιώ να την τρίψω λάδι. Επίαμεν μες το υπνοδωμάτιο μου εμένα τζιαι είπα του μωρού τζιαι έππεσεν προύμυττα, πας το κρεβάτι. Έκαμα την φανέλλα της πάνω, εν θυμούμαι αν εξυκούμπωσα το σουτέν της τζιαι άρκεψα τζιαι έκαμνα της μασσάζ με λάδι. Πριν μέρες είπε μου ότι επονούσε το κολούϊ του το μωρό τζιαι σε μια στιγμή αδυναμίας εκμεταλλεύτηκα την στιγμή έκαμα λίο την φορμούα της κάτω τζια έβαλα το σιέρι μου μέσα στην φόρμα της.  Έτριψα λάδι γυρό το κολούϊ του μωρού τζιαι μετά έβαλα τζιαι λίο το δάκτυλο μου μέσα στο κολούϊ του μωρού.  Που την ώρα που έτζιησα πας το κολούϊ του μωρού έθελε να συκωστή τζιαι επήεσα την για πολλά λιη ώρα τζαι εσυκώστηκε πάνω.  Εγιώ εκατάλαβα το λάθος μου που τζιήνη την ώρα αντράπηκα τζιαι εζήτησα συγνώμη που το μωρό. Είπα της Π.. να μεν το πει σε κανένα, συγνώμη εν θα το ξανακάμω.  Εγώ ποττέ μου εν εξανάκαμα έτσι πράμαν ούτε στην Π.. ούτε στες άλλες κόρες μου. Η κουβέντα που τρίφκουμεν ο ένας τον άλλο λάδι άρκεψε που πολλά παλλιά. Στην αρχή ετρίφκαν με λάδι τζιαι οι κόρες μου τζιαι η γυναίκα μου πας την ράσιη για να πνάσω. Που με τρίφαν οι κόρες μου πάντα είμουν σιεπασμένος που την μέση τζιαι κάτω τζιαι πάντα εφόρουν σώβρακο. Οι κόρες μου ποττέ μου εν με είδαν τίτσιρο που την μέση τζιαι κάτω τζιαι εννοώ τα γεννητικά μου όργανα. Κάποτε που εγιούτησε τζιαι είπαν μου τα μωρά ότι επονούσαν τα κόκκαλα τους έτριψα τες τζιαι εγιώ πας την ραχούα μόνον. Πάντα ήταν ντυμένα τα μωρά εσύκωνα τη φανέλλα τους πάνω τζιαι έτριφα τους με λάδι την ραχούα τους τζιαι κάποτε άμαν είχαν σπυράκι έβαλλα τους λαδάκι πάνω.  Πολλές περιπτώσεις που έτριφα τα μωρά ήταν τζιαι η γυναίκα μου παρών. Ήταν κάτι αθώο εγιώ ποττέ εν ερεθίστηκα τα μωρά μου. Εκτός που τζιήνη την φορά με την κόρη μου την Π.. που σας είπα πριν, εγιώ ποττέ μου εν έκαμα κάτι άλλο κακό στες κόρες μου. Το λάθος μου εμετάνιωσα το τζιαι εν υπάρχει περίπτωση να ξανακάμω έτσι πράμα.»

 

Τεκμήριο 3:

 

«Τούτα που εν να σου πω τούτα εγινήκαν. Εγιώ ποττέ μου εν εβίασα τα μωρά ούτε είδαν ποττέ το πράμα μου. Το μόνο που έκαμα ήταν ότι εξεκίνησα πριν κανένα χρόνο να πειράζω την κόρη μου την μεγάλη, την Ν...  Δηλαδή που τότε ως το καλοτζιαίρι που ήταν η τελευταία φορά επήραξα την Ν.. δύο με τρεις φορές. Που σου λαλώ επήραξα την Ν.. εννοώ ότι έτριψα την πας το κολούϊ τζιαι έβαλα της τζιαι λίο δάκτυλο στο κολούϊ της. Την δεύτερη την κόρη μου την Α.. εν την επήραξα ποττέ μου. Την μιτσιά την Π.. μόνο μια φορά την επήραξα τη φορά που σου είπα στην κατάθεση μου την πρώτη ότι της έβαλα δάκτυλο στο κολούϊ της. Τον δονητή που είχα έσσω ποττέ μου εν τον εχρησιμοποίησα πας τα μωρά μόνο έδειξα τους τον. Είχα τον για λλόου μου απλώς ήθελα να δοκιμάσω τζιαι επέταξα τον πριν τζιαιρό. Μάλιστα εν ήταν καν δονητής ήταν θήκη του πούρου. Ο λόγος που άρκεψε τούτο το πράμα μες τον νου μου τζιαι επήραξα τα μωρά ήταν που τον τζιαιρό που έβαλα ίντερνετ έσσο τζιαι έπκιαμμε όπως την αρρώστια.  Εγιώ θέλω βοήθεια ψυχολογική τζιαι το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μην πάθουν άλλο κακό οι κόρες μου.»

 

Και στην παρούσα περίπτωση, η ομολογία του εγκλήματος από τον εφεσείοντα αποτέλεσε μέσο για εκτόνωση της βεβαρημένης συνείδησης του όπως και η δήλωση του που ακολούθησε, προς τη ΜΚ2 Καλυβωκά.  Η αυθεντικότητα των ισχυρισμών του εφεσείοντος, σε συνάρτηση με την αλήθεια του λόγου του και των φράσεων που χρησιμοποίησε ο ίδιος, καθώς και οι ειδεχθείς λεπτομερείς περιγραφές του, ενισχύει το ορθό της υιοθέτησης του Δικαστηρίου περί της θεληματικότητας της μαρτυρίας και στη συνέχεια της καταδίκης του μόνο επί του εν λόγω στοιχείου.

 

Η καταδίκη του εφεσείοντος στη βάση και μόνο των ομολογιών του διασταυρώνεται άμεσα με τον 4ο λόγο έφεσης που άπτεται της εσφαλμένης και ή καθόλου αξιολόγησης της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων Κατηγορούσας Αρχής και Υπεράσπισης, τις οποίες το ίδιο έκρινε ως εκ διαμέτρου αντίθετες, με αποτέλεσμα να επηρεάσει τη βαρύτητα που θα έπρεπε να αποδοθεί στην ομολογία του εφεσείοντος και που όφειλε να εξεταστεί σε συσχετισμό με τη δική του μαρτυρία.

 

Είναι γεγονός ότι οι διατυπώσεις ευρημάτων του Κακουργιοδικείου σχετικά με τις θέσεις των εμπειρογνωμόνων έχουν ατελή, τουλάχιστον, θα λέγαμε ανάλυση. Το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρει ρητώς, ποια από τις δύο εκδοχές αποδέχθηκε και γιατί, αλλά όπως δέχεται και η συνήγορος για τη Δημοκρατία, περιορίστηκε στην έκφραση δυσαρέσκειας σχετικά με την τόσο μεγάλη διάσταση μεταξύ εμπειρογνωμόνων. Εδώ όμως δεν υπάρχει καταδίκη του εφεσείοντος ως αποτέλεσμα της αποδοχής της μαρτυρίας ενός εκ των εμπειρογνωμόνων, όπως στην Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200, 207-208, ώστε να κριθεί ότι το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς τη μαρτυρία και την τελική του κρίση πάνω στο ζήτημα. Μόνο αν η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα ήθελε κριθεί ως είδος πραγματικής μαρτυρίας, την οποία το Δικαστήριο αξιολογώντας την, την υιοθετούσε και οδηγούσε σε καταδίκη του εφεσείοντος στις κατηγορίες του βιασμού, το ζήτημα θα είχε περαιτέρω νόημα προς συζήτηση.

 

Η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων δόθηκε προς απόδειξη των κατηγοριών του βιασμού και συγκεκριμένα πρωκτικού βιασμού, κατηγορίες οι οποίες απορρίφθηκαν, όπως είδαμε, από το Δικαστήριο και στις οποίες ο εφεσείων αθωώθηκε.

 

Το ζήτημα βεβαίως έχει προέκταση μόνο σε ένα σημείο το οποίο προβάλλει επίμονα ο συνήγορος του εφεσείοντος: ότι δηλαδή παρά την παράλειψη του Δικαστηρίου να καταλήξει σε σαφή θέση γύρω από την αποδοχή μαρτυρίας οποιουδήποτε από τους εμπειρογνώμονες, εν τούτοις, προχωρεί σε εύρημα ότι «εισχώρηση δακτύλου στον πρωκτό δεν προκαλεί οποιαδήποτε κάκωση στην πρωκτική ή περιπρωκτική χώρα». Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση του συνηγόρου. Το Δικαστήριο με την πιο πάνω πρόταση προφανώς αναφέρεται στην κοινή θέση που προωθήθηκε τόσο από την Κατηγορούσα Αρχή, όσο και από την Υπεράσπιση: τόσο ο Δρ. Ευθύμιος Τσιβιτανίδης, παιδοχειρούργος (ΜΚ4) όσο και ο Δρ. Ιωάννης Σαββίδης, χειρούργος γυναικολόγος (ΜΥ4) πρόβαλαν τη θέση ότι η εισχώρηση δακτύλου στον πρωκτό δεν προκαλεί οποιαδήποτε κάκωση στην πρωκτική ή περιπρωκτική χώρα. Χαρακτηριστικά παραθέτουμε την απάντηση του ΜΚ4 στην ερώτηση κατά πόσο, με βάση τη γνώση και την πείρα του, θα μπορούσε αυτή η κλινική εικόνα να είναι το αποτέλεσμα απλής εισδοχής δακτύλου ανδρός: «Όχι σαφέστατα όχι διότι αν ισχύει αυτό που λέτε τότε σε όποιο παιδί κάναμε δακτυλική εξέταση κατά τη διάρκεια ιατρικής εξέτασης θα έπρεπε να έχει συνέχεια χάλαση του σφικτήρα, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει. .Αυτό δεν γίνεται.» (σ. 133 των πρακτικών). Ενώ ο ΜΥ4 στην ερώτηση κατά πόσο απέκλειε το ενδεχόμενο να μπήκε οποιοδήποτε αντικείμενο στον πρωκτό των κοριτσιών απάντησε: «Γιατί και να μπήκε δεν θα μπορούμε να δούμε κάτι. Ας πούμε μπορεί να μπει ένα δάκτυλο ή δύο ή τρία δάκτυλα. Δεν υπάρχει τρόπος να το διαπιστώσεις.» (σ. 457 των πρακτικών).

 

Εκείνο που κατέστη σαφές, στη βάση της επιστημονικής μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, είναι ότι σε κάθε περίπτωση, η εισχώρηση δακτύλου ή δακτύλων στην πρωκτική περιοχή ανηλίκου, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, ούτε και να γίνει αντιληπτή. Ο ισχυρισμός ότι από τη στιγμή που η επιστημονική μαρτυρία δεν απορρίφθηκε ρητά, συγκρούεται με τις ομολογίες του εφεσείοντος δεν ευσταθεί. Ούτε και η συμπληρωματική πρόταση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταδικάσει τον εφεσείοντα στη βάση των ομολογιών του, αν πρώτα δεν απέρριπτε την επιστημονική μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του, σχετικά με την κάκωση του πρωκτού, εφόσον όσον αφορά τις κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκε ο εφεσείων, δεν υπεισέρχεται η αναγκαιότητα ή ο συσχετισμός με την ενισχυτική μαρτυρία. Σε καμιά περίπτωση, κρίνουμε, ότι η μη απόρριψη της μαρτυρίας των Δρ. Ευθύμιου Τσιβιτανίδη, παιδοχειρούργου (ΜΚ4) και Δρ. Σοφοκλή Σοφοκλέους, ιατροδικαστή (ΜΚ6), πλήττει το θεμέλιο ολόκληρης της απόφασης, κατά τρόπο που να την καθιστά άκυρη και ακροσφαλή, με αποτέλεσμα την ανατροπή της.

 

Απάντηση στον προβληματισμό που εισάγει ο συνήγορος του εφεσείοντος δόθηκε στην Νετζιήπ ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1: «οποιαδήποτε παράλειψη του δικαστηρίου για τη διαλεύκανση γεγονότων για τα οποία υφίσταται σύγκρουση ή διαφωνία μεταξύ αξιόπιστων μαρτύρων δημιουργεί ρήγμα στην ετυμηγορία του δικαστηρίου στο βαθμό και έκταση που συναρτάται με αυτά τα γεγονότα.» [υπογράμμιση δική μας]

 

Ως εκ τούτου, με δεδομένο το υπόβαθρο της κατάληξης του Δικαστηρίου, η οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τη διάσταση της μαρτυρίας μεταξύ των μαρτύρων εμπειρογνωμόνων της κάθε πλευράς, κρίνεται αχρείαστη η περαιτέρω εντρύφηση επί του ζητήματος.

 

Δεν θα συμφωνήσουμε ότι το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας. Η φρασεολογία που χρησιμοποιεί το Κακουργιοδικείο - ατυχής επιεικώς ή αδόκιμη έστω - «εξετάζοντας κατά πόσο υπάρχει άλλη μαρτυρία να υποστηρίζει τα γεγονότα», που παραπέμπει στη μαρτυρία της ΜΚ2 Καλυβωκά, δεν υποστηρίζει το λόγο έφεσης.

 

Οι 1ος, 4ος και 5ος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Οι 3ος και 6ος λόγοι έφεσης άπτονται του ζητήματος της στοιχειοθέτησης της κατηγορίας/ων της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, δυνάμει του Άρθρου 10 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου (Ν. 87(Ι)/2007), για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων στις κατηγορίες 1, 3 και 4 και ως εκ τούτου θεωρούμε πως είναι χρήσιμο να αναλυθούν ενιαία. Ορίζεται η εμβέλεια των λόγων σε δύο πυλώνες: (α) ότι η συμπεριφορά ή πράξεις που του αποδίδονται σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 1, 3 και 4 δεν εμπίπτουν στους σκοπούς και την εμβέλεια του Νόμου και (β) δεν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και ως εκ τούτου, η καταδίκη στις εν λόγω κατηγορίες είναι εσφαλμένη και θα πρέπει να ανατραπεί.

 

Η αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων στα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων έχει ως έρεισμα το Άρθρο 2 του Νόμου 87(Ι)/2007, όπου, μεταξύ άλλων, ορίζεται, (Άρθρο 2(γ)(ii)), η έννοια της σεξουαλικής εκμετάλλευσης:

 

«2(γ) τη σεξουαλική δραστηριότητα με πρόσωπο, όταν -

 

(i) γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής·

(ii) γίνεται κατάχρηση αναγνωρισμένης θέσης εξουσίας ή επιρροής επί του προσώπου ή της κηδεμονίας ή φύλαξης προσώπου.»

 

Διερωτάται ο συνήγορος σε ποια από τις περιπτώσεις εμπίπτει η συμπεριφορά του εφεσείοντος εφόσον δεν γίνεται σαφής διάκριση στο κατηγορητήριο, παρά μόνο γενική παράθεση του Άρθρου 2.

 

Δεν νοείται διαφωνία ως προς την αναγκαιότητα σαφήνειας ως προς τον καθορισμό της ποινικής ευθύνης. Όμως εν προκειμένω η ανωτέρω διάταξη είναι σαφής και ορίζει ρητώς την έννοια της «σεξουαλικής εκμετάλλευση». Οι λεπτομέρειες των κατηγοριών σαφώς καθόριζαν τις περιστάσεις υπό τις οποίες η σεξουαλική δραστηριότητα του εφεσείοντος εμπίπτει στον ορισμό της «σεξουαλικής εκμετάλλευσης»: π.χ. στην 1η κατηγορία καθώς και τις λοιπές στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων: «Ο κατηγορούμενος σε άγνωστη ημερομηνία ... εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά παιδί, δηλαδή είχε σεξουαλική δραστηριότητα με τη θυγατέρα του ., καταχρώμενος την αναγνωρισμένη θέση εξουσίας ή επιρροής ή φύλαξης που είχε σε αυτό ως πατέρας του, δηλ. τη χάιδεψε στα οπίσθια και εισχώρησε το δάκτυλο του στον πρωκτό της.»

 

Ο εφεσείων, πατέρας των παραπονουμένων, αδιαμφισβήτητα και προφανώς είχε αναγνωρισμένη σχέση εξουσίας, φύλαξης, επιρροής και κηδεμονίας των ανήλικων κοριτσιών του. Ένας πατέρας που εισχωρεί το δάκτυλο του στον πρωκτό των κοριτσιών του και το χαϊδεύει στα οπίσθια, επιβάλλει τη βούληση του και καταχράται τη θέση εξουσίας στις σχέσεις του με τις ανήλικες, λαμβανομένης υπόψη της τρυφερής ηλικίας στην οποία βρίσκονταν τα κορίτσια.  Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πού μπορεί να υποβόσκει αμφιβολία σε σχέση με τα γεγονότα και τα περιβάλλοντα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ώστε να εξετάσουμε περαιτέρω το ζήτημα.

 

Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς και γιατί ο συνήγορος του εφεσείοντος δεν ζήτησε οποιεσδήποτε ή περαιτέρω λεπτομέρειες, εάν κατά τον χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης ετίθετο ζήτημα σαφήνειας του κατηγορητηρίου.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, το νομικό πλαίσιο το οποίο ρύθμιζε την εν λόγω υπόθεση κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν ο Ν. 87(1)/2007 με βάση τον οποίο αδιαμφισβήτητα έχει καταδικαστεί ο εφεσείων. Οποιαδήποτε άλλη συγκριτική συζήτηση επί του θέματος όπως προωθήθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντος, περί του νέου νομοθετικού πλαισίου και περί άλλων νομοθετημάτων, όπως ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014, Ν. 91(Ι)/2014, που κατάργησε το Νόμο 87(Ι)/2007 δυνάμει των προνοιών του οποίου  βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων, ή ο Νόμος 60(1)/2014 ή η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2011/36, καθίσταται περιττή.

 

Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ότι ο εφεσείων είχε μια καθόλα δίκαιη δίκη. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε τις καταθέσεις των παραπονουμένων και αξιολογώντας ορθά, μέσα στις παραμέτρους της νομολογίας τις θεληματικές καταθέσεις του εφεσείοντος, ορθά και πάλι κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση.

 

Οι 3ος και 6ος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο