ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 ΑΑΔ 996
Fereos Limited ν. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 ΑΑΔ 378
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:B307
(2015) 2 ΑΑΔ 281
5 Μαΐου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 224/2013)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου εκτός εάν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, αποδέχθηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη ― Εισήγηση, κατ' έφεση, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη, πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο για τα αδικήματα της πλαστογραφίας κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333, 336 και 20, της απάτης κατά παράβαση του Άρθρου 303(α) και 20, της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298 και 20 και της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των Άρθρων 360, 35 και 20, του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού δέχθηκε τη μαρτυρία του παραπονούμενου, Μ.Κ.3, και των άλλων μαρτύρων κατηγορίας και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 1 και των μαρτύρων υπεράσπισης του, κατέληξε στο συμπέρασμα, αναφορικά με την πλαστογραφία, ότι ο εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατάρτισε πλαστό έγγραφο, δηλαδή πλαστογράφησε συμβόλαιο πώλησης τεμαχίου γης, υπογράφοντας το προαναφερόμενο συμβόλαιο ως Ανδρέας Χρίστου Παναγή, που ήταν ο αποβιώσας, τότε, πατέρας του εφεσείοντα, χωρίς νομιμοποίηση και με σκοπό την καταδολίευση του Μ.Κ.3-παραπονούμενου. Αναφορικά με το αδίκημα της απάτης το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ο εφεσείων μαζί με τον πρώην δεύτερο κατηγορούμενο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, πώλησαν στο Βρετανό παραπονούμενο David Biggs τεμάχιο γης στο χωρίο Συλίκου της επαρχίας Λεμεσού, με σκοπό την καταδολίευση του, αποκρύπτοντας δηλαδή από τον αγοραστή ουσιώδες γεγονός συναφές προς τον τίτλο του τεμαχίου, ότι δηλαδή εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του τεμαχίου ήταν ο αποβιώσας Ανδρέας Χρίστου Παναγή και όχι ο πρώτος κατηγορούμενος-εφεσείων. Αναφορικά με το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ο εφεσείων και ο πρώην δεύτερος κατηγορούμενος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με ψευδείς παραστάσεις και με πρόθεση δόλου, απέσπασαν από τον Βρετανό παραπονούμενο το χρηματικό ποσό των £250.000.-. Οι ψευδείς παραστάσεις συνίσταντο στο ότι οι κατηγορούμενοι παρουσίασαν στον παραπονούμενο πλαστογραφημένο συμβόλαιο πώλησης του προαναφερόμενου τεμαχίου γης. Σε σχέση με την κατηγορία της πλαστοπροσωπίας το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος κατηγορούμενος-εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και με σκοπό την καταδολίευση του πραναφερόμενου παραπονούμενου, παρέστησε ψευδώς τον εαυτό του ως τον Ανδρέα Χρίστου Παναγή (ιδιοκτήτη του τεμαχίου), ενώ το πραγματικό του όνομα είναι Αντώνης Χρίστου.
Η έφεση στράφηκε εναντίον της καταδίκης και στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.3-παραπονούμενου.
β) Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Μ.Κ.3 παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις. Η απόφαση ήταν τρωτή διότι το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν διευκρίνισε ποιες ήταν οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ο Μ.Κ.3, τις οποίες θεώρησε μη ουσιώδεις.
γ) Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων γνώριζε την αγγλική γλώσσα, ήταν αυθαίρετο και δεν στηριζόταν σε μαρτυρία.
δ) Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων έλαβε το ποσό των £250.000.- από τον παραπονούμενο.
ε) Αναφορικά με το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας, ο εφεσείων υπέγραψε το σχετικό πωλητήριο έγγραφο με το πραγματικό του όνομα ήτοι Αντώνης και όχι Ανδρέας, επομένως δεν διαπράχθηκε πλαστοπροσωπία.
στ) Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο εύρημα αναφορικά με το τεκμήριο 7 ότι αυτό δόθηκε από τον εφεσείοντα στον παραπονούμενο.
ζ) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων πλαστογράφησε το πωλητήριο έγγραφο το οποίο ήταν γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, ενώ ο εφεσείων δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όλοι οι λόγοι έφεσης ήταν ανυπόστατοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση, αποτελούμενη από 75 σελίδες, έδωσε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στα ευρήματα αξιοπιστίας του και τους αιτιολόγησε επαρκώς.
2. Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά ούτε και στην εφαρμογή των νομικών αρχών.
3. Οι αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι καλά θεμελιωμένες.
4. Τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου εκτός εάν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, αποδέχθηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη.
5. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων που έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του και ιδιαίτερα του Μ.Κ.3-παραπονούμενου και του κατηγορούμενου 1-εφεσείοντα.
6. Για τον Μ.Κ.3-παραπονούμενο είπε, μεταξύ άλλων, ότι η μαρτυρία του ήταν μακρά και αντεξετάστηκε εξαντλητικά. Κατά τη μαρτυρία του παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και «δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις». Η μαρτυρία του συνήδε σε γενικές γραμμές, με τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας. πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του, σχεδόν στο σύνολό της, απορρίπτοντας όμως συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας του, τα οποία και συγκεκριμενοποίησε.
7. Αναφορικά με το ζήτημα της γνώσης της αγγλικής γλώσσας από τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε κάποια γνώση της αγγλικής γλώσσας.
8. Τούτο συναγόταν από διάφορες συνομιλίες που είχε ο εφεσείων με τον παραπονούμενο, ο οποίος είναι Βρετανός και μόνον αγγλικά μιλούσε. Κατά την μακρά αντεξέταση του παραπονούμενο-Μ.Κ.3 έγιναν πολλές υποβολές για συνομιλίες μεταξύ παραπονούμενου και εφεσείοντα-κατηγορούμενου 1 χωρίς να προβληθεί οποιοδήποτε ζήτημα αναφορικά με τη γλώσσα στην οποία επικοινωνούσαν, η οποία ήταν, προφανώς, η αγγλική.
9. Δεν αμφισβητήθηκε, ουσιαστικά, από τον εφεσείοντα, ότι οι συνομιλίες με τον παραπονούμενο γίνονταν στα Αγγλικά.
10. Για το ζήτημα της πλαστοπροσωπίας ήταν εμφανές ότι ο εφεσείων υπέγραψε το πωλητήριο έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ως πωλητής ο Ανδρέας Χρίστου Παναγή, δηλαδή ο αποβιώσας πατέρας του εφεσείοντα.
11. Αυτό συνιστά πλαστοπροσωπία σύμφωνα με το Άρθρο 333 (δ) (ι), όπως ορθά συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η δε πρόθεση καταδολίευσης υπήρχε στην προκείμενη περίπτωση, όπως εξήγησε και συνίστατο στο ότι ο εφεσείων παρουσιάστηκε ως ο ιδιοκτήτης-πωλητής του κτήματος, με σκοπό την καταδολίευση του προτιθέμενου αγοραστή.
12. Εν πάση περιπτώσει η θέση του εφεσείοντα ότι δεν γνώριζε αγγλικά και επομένως δεν μπορούσε να ελέγξει το περιεχόμενο του πωλητηρίου εγγράφου, δεν μπορούσε να γίνει δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, εφόσον δίπλα από το όνομα του πωλητή ήταν γραμμένος και ο αριθμός ταυτότητας του αποβιώσαντος πατέρα του εφεσείοντα, τον οποίον ο εφεσείων γνώριζε.
13. Εν πάση περιπτώσει η θέση του εφεσείοντα ότι εκείνο που προτίθετο να πωλήσει στον παραπονούμενο ήταν μόνον το 1/6 μερίδιο του τεμαχίου γης, το οποίο είχε μεταβιβαστεί από τον πατέρα του στον εφεσείοντα και τη σύζυγο του, επίσης ορθά απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, εφόσον η σύζυγος του εφεσείοντα ουδέποτε κλήθηκε να υπογράψει οποιοδήποτε πωλητήριο έγγραφο.
14. Ως προς το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, ιδιαίτερα του παραπονούμενου, ότι σε συγκεκριμένη ημερομηνία, σε συγκεκριμένο πρατήριο βενζίνης, ο κατηγορούμενος 2 ο οποίος είχε αρχικά παραλάβει το ποσό των £250.000.- από τον παραπονούμενο, έδωσε τα χρήματα στον κατηγορούμενο 1-εφεσείοντα.
15. Παρά τη μή αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου, ρητά, σε αντιφάσεις που τυχόν υπέπεσε ο Μ.Κ.3- παραπονούμενος και τη γενική του αναφορά ότι αυτός «δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις», από την όλη ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας του παραπονούμενου είναι εμφανές ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε όλα τα ενώπιον του στοιχεία υπόψιν, επαρκώς, και αιτιολόγησε την αποδοχή του μεγαλύτερου μέρους της μαρτυρίας του με την εξαίρεση δύο μικρών, μη ουσιαστικών, σημείων της μαρτυρίας, τα οποία απέρριψε, για καλούς λόγους.
16. Επίσης υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία του παραπονούμενου ότι το τεκμήριο 7 δόθηκε από τον εφεσείοντα στον πρώτο.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,
Τούμπας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 430,
Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996,
Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κονής, Α.Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 19276/2009), ημερομηνίας 30/10/2013.
Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Συμεού, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο για τα αδικήματα της πλαστογραφίας κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333, 336 και 20, της απάτης κατά παράβαση του Άρθρου 303(α) και 20, της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298 και 20 και της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των Άρθρων 360, 35 και 20, του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού δέχθηκε τη μαρτυρία του παραπονούμενου, Μ.Κ.3, και των άλλων μαρτύρων κατηγορίας και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα-κατηγορούμενου 1 και των μαρτύρων υπεράσπισης του, κατέληξε στο συμπέρασμα, αναφορικά με την πλαστογραφία, ότι ο εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατάρτισε πλαστό έγγραφο, δηλαδή πλαστογράφησε συμβόλαιο πώλησης τεμαχίου γης, υπογράφοντας το προαναφερόμενο συμβόλαιο ως Ανδρέας Χρίστου Παναγή, που ήταν ο αποβιώσας, τότε, πατέρας του εφεσείοντα, χωρίς νομιμοποίηση και με σκοπό την καταδολίευση του Μ.Κ.3-παραπονούμενου. Αναφορικά με το αδίκημα της απάτης το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ο εφεσείων μαζί με τον πρώην δεύτερο κατηγορούμενο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, πώλησαν στο Βρετανό παραπονούμενο David Biggs τεμάχιο γης στο χωρίο Συλίκου της επαρχίας Λεμεσού, με σκοπό την καταδολίευση του, αποκρύπτοντας δηλαδή από τον αγοραστή ουσιώδες γεγονός συναφές προς τον τίτλο του τεμαχίου, ότι δηλαδή εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του τεμαχίου ήταν ο αποβιώσας Ανδρέας Χρίστου Παναγή και όχι ο πρώτος κατηγορούμενος-εφεσείων. Αναφορικά με το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ο εφεσείων και ο πρώην δεύτερος κατηγορούμενος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με ψευδείς παραστάσεις και με πρόθεση δόλου, απέσπασαν από τον Βρετανό παραπονούμενο το χρηματικό ποσό των £250.000.-. Οι ψευδείς παραστάσεις συνίσταντο στο ότι οι κατηγορούμενοι παρουσίασαν στον παραπονούμενο πλαστογραφημένο συμβόλαιο πώλησης του προαναφερόμενου τεμαχίου γης. Σε σχέση με την κατηγορία της πλαστοπροσωπίας το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος κατηγορούμενος-εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και με σκοπό την καταδολίευση του πραναφερόμενου παραπονούμενου, παρέστησε ψευδώς τον εαυτό του ως τον Ανδρέα Χρίστου Παναγή (ιδιοκτήτη του τεμαχίου), ενώ το πραγματικό του όνομα είναι Αντώνης Χρίστου.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με επτά λόγους έφεσης εφόσον ο όγδοος λόγος έφεσης, που αφορούσε στην ποινή, αποσύρθηκε. Οι λόγοι έφεσης αφορούν κατά κύριο λόγο στα ευρήματα αξιοπιστίας και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.3-παραπονούμενου. Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης αναγράφεται ότι ο παραπονούμενος άλλα κατέθεσε στην Αστυνομία και άλλα ισχυρίστηκε στη γραπτή του δήλωση που έκαμε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στα πλαίσια πολιτικής αγωγής. Επίσης αναγράφεται ότι ο Μ.Κ.3 υπέπεσε σε αντιφάσεις, οι οποίες όμως δεν συγκεκριμενοποιούνται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι απόλυτα συναφής με τον πρώτο. Αφορά και πάλι στο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Μ.Κ.3 παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις. Ο εφεσείων εισηγείται ότι, δεν διασαφήνισε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ποιες ήταν οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ο Μ.Κ.3, τις οποίες θεώρησε ως μή ουσιώδεις. Αυτό, κατά τον εφεσείοντα, καθιστά τρωτή την πρωτόδικη απόφαση.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων γνώριζε την αγγλική γλώσσα. Αυτό το συμπέρασμα ήταν αυθαίρετο και δεν βασίζεται σε μαρτυρία, λέγει ο εφεσείων.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στο, κατ' ισχυρισμό, εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων έλαβε το ποσό των £250.000.- από τον παραπονούμενο.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο αδίκημα της πλαστοπροσωπίας και στην αιτιολογία του λόγου αυτού γίνονται ισχυρισμοί ότι ο εφεσείων υπέγραψε το σχετικό πωλητήριο έγγραφο με το πραγματικό του όνομα ήτοι Αντώνης και όχι Ανδρέας, επομένως δεν διαπράχθηκε πλαστοπροσωπία.
Ο έκτος λόγος αφορά, συγκεκριμένα, στο τεκμήριο 7 το οποίο, το πρωτόδικο δικαστήριο, βρήκε ότι δόθηκε από τον εφεσείοντα στον παραπονούμενο ενώ αυτό είναι εσφαλμένο, ισχυρίζεται ο εφεσείων.
Ο έβδομος λόγος αφορά και πάλι στο αδίκημα της πλαστογραφίας και προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων πλαστογράφησε το πωλητήριο έγγραφο το οποίο ήταν γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, ενώ ο εφεσείων δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι λόγοι έφεσης είναι ανυπόστατοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση, αποτελούμενη από 75 σελίδες, έδωσε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στα ευρήματα αξιοπιστίας του και τους αιτιολόγησε επαρκώς. Δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά ούτε και στην εφαρμογή των νομικών αρχών, επί των γεγονότων, στην οποία προέβη ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής.
Οι αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι καλά θεμελιωμένες. Τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου εκτός εάν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, αποδέχθηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη. Από την άλλη, το Εφετείο είναι σε εξίσου καλή θέση να εξάγει συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να εξετάζει το κατά πόσον η ετυμηγορία του εκδικάσαντος δικαστηρίου λήφθηκε κάτω από το φως τέτοιων γεγονότων ή χωρίς αναφορά σ' αυτά, ή παρόλα αυτά, ανάλογα με την περίπτωση (Δέστε: Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220 και τις αποφάσεις που αναφέρονται σε εκείνη την υπόθεση).
Στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας και Τούσιος ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 430 το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία αναλυτικά και με την πρέπουσα προσοχή. Αφού εξέτασε τις διαφορές μεταξύ της κατάθεσης που ο παραπονούμενος έδωσε στην Αστυνομία και στην ένορκη μαρτυρία του, διαπίστωσε ότι επρόκειτο για επουσιώδεις αντιφάσεις που δεν μπορούσαν να πλήξουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα.
Εισήγηση, κατ' έφεση, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη, πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα (Δέστε: Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996 και Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378).
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων που έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του και ιδιαίτερα του Μ.Κ.3-παραπονούμενου και του κατηγορούμενου 1-εφεσείοντα. Για τον Μ.Κ.3-παραπονούμενο είπε, μεταξύ άλλων, ότι η μαρτυρία του ήταν μακρά και αντεξετάστηκε εξαντλητικά. Κατά τη μαρτυρία του παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και «δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις». Η μαρτυρία του συνάδει, σε γενικές γραμμές, με τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας και ο μάρτυρας έδωσε την εντύπωση προσώπου το οποίο προσπάθησε να πει στο δικαστήριο την αλήθεια απαντώντας τις διάφορες ερωτήσεις άμεσα και χωρίς περιστροφές. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του, σχεδόν στο σύνολό της, απορρίπτοντας όμως συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας του, όπως: (α) το ότι είχε υπογράψει μια δήλωση για να διευκολύνει τον κατηγορούμενο 2, τον οποίο θεωρούσε φίλο του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αναφέρει το ακριβές περιεχόμενο της δήλωσης, και (β) ότι για την πλαστογραφία στο τεκμήριο 40 ευθύνεται ο κατηγορούμενος 2. Κρίνομε ως δεόντως αιτιολογημένη τη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά και με τα δύο αυτά σημεία. Για το πρώτο σημείο υπήρχε αοριστία και το δεύτερο δεν τεκμηριώθηκε.
Αναφορικά με το τεκμήριο 7, που είναι κάποια δήλωση στην αγγλική γλώσσα, στην οποία αναγνωρίζει ο παραπονούμενος ότι ο εφεσείων του επέστρεψε ποσό £5.000.- έναντι του ποσού των £250.000.-, που είχε καταβάλει ο παραπονούμενος ως τίμημα πωλήσεως, το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε, κυρίως στις σελ. 57 και 58 της απόφασής του, τους λόγους για τους οποίους δέχθηκε ότι το τεκμήριο εκείνο το έδωσε στον παραπονούμενο ο εφεσείων-κατηγορούμενος 1, καθότι ο παραπονούμενος δεν είχε στην κατοχή του αντίγραφό του.
Αναφορικά με το ζήτημα της γνώσης της αγγλικής γλώσσας από τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε κάποια γνώση της αγγλικής γλώσσας. Τούτο συνάγεται από διάφορες συνομιλίες που είχε ο εφεσείων με τον παραπονούμενο, ο οποίος είναι Βρετανός και μόνον αγγλικά μιλούσε. Κατά την μακρά αντεξέταση του παραπονούμενο-Μ.Κ.3 έγιναν πολλές υποβολές για συνομιλίες μεταξύ παραπονούμενου και εφεσείοντα-κατηγορούμενου 1 χωρίς να προβληθεί οποιοδήποτε ζήτημα αναφορικά με τη γλώσσα στην οποία επικοινωνούσαν, η οποία ήταν, προφανώς, η αγγλική. Δεν αμφισβητήθηκε, ουσιαστικά, από τον εφεσείοντα, ότι οι συνομιλίες με τον παραπονούμενο γίνονταν στα Αγγλικά.
Για το ζήτημα της πλαστοπροσωπίας είναι εμφανές ότι ο εφεσείων υπέγραψε το πωλητήριο έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ως πωλητής ο Ανδρέας Χρίστου Παναγή, δηλαδή ο αποβιώσας πατέρας του εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης του πωλούμενου τεμαχίου γης, χωρίς να έχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση εφόσον ο ιδιοκτήτης ήταν αποβιώσας και χωρίς να αποκαλύψει σε οποιονδήποτε και ιδιαίτερα τον παραπονούμενο ότι δεν είναι ο ίδιος ο ιδιοκτήτης-πωλητής του κτήματος (Ανδρέας Χρίστου Παναγή), αλλά ο γιός του Αντώνης Χρίστου. Αυτό συνιστά πλαστοπροσωπία σύμφωνα με το Άρθρο 333 (δ) (ι), όπως ορθά συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο, όταν η πράξη της πλαστοπροσωπίας συνοδεύεται και από πρόθεση καταδολίευσης, σύμφωνα με το Άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα. Η πρόθεση καταδολίευσης υπήρχε στην προκείμενη περίπτωση, όπως εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελ. 66 της απόφασης του, και συνίστατο στο ότι ο εφεσείων παρουσιάστηκε ως ο ιδιοκτήτης-πωλητής του κτήματος, ενώ ο ιδιοκτήτης ήταν ο αποβιώσας πατέρας του, με σκοπό την καταδολίευση του προτιθέμενου αγοραστή.
Εν πάση περιπτώσει η θέση του εφεσείοντα ότι δεν γνώριζε αγγλικά και επομένως δεν μπορούσε να ελέγξει το περιεχόμενο του πωλητηρίου εγγράφου, δεν μπορούσε να γίνει δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, εφόσον δίπλα από το όνομα του πωλητή ήταν γραμμένος και ο αριθμός ταυτότητας (με αριθμούς) του αποβιώσαντος πατέρα του εφεσείοντα, τον οποίον ο εφεσείων γνώριζε. Εν πάση περιπτώσει η θέση του εφεσείοντα ότι εκείνο που προτίθετο να πωλήσει στον παραπονούμενο ήταν μόνον το 1/6 μερίδιο του τεμαχίου γης, το οποίο είχε μεταβιβαστεί από τον πατέρα του στον εφεσείοντα και τη σύζυγο του, επίσης ορθά απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, εφόσον η σύζυγος του εφεσείοντα ουδέποτε κλήθηκε να υπογράψει οποιοδήποτε πωλητήριο έγγραφο.
Ως προς το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, ιδιαίτερα του παραπονούμενου, ότι σε συγκεκριμένη ημερομηνία, σε συγκεκριμένο πρατήριο βενζίνης, ο κατηγορούμενος 2 ο οποίος είχε αρχικά παραλάβει το ποσό των £250.000.- από τον παραπονούμενο, έδωσε τα χρήματα στον κατηγορούμενο 1-εφεσείοντα (σελ. 71 της πρωτόδικης απόφασης).
Παρά τη μη αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου, ρητά, σε αντιφάσεις που τυχόν υπέπεσε ο Μ.Κ.3- παραπονούμενος και τη γενική του αναφορά ότι αυτός «δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις», από την όλη ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας του παραπονούμενου είναι εμφανές ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε όλα τα ενώπιον του στοιχεία υπόψιν, επαρκώς, και αιτιολόγησε την αποδοχή του μεγαλύτερου μέρους της μαρτυρίας του, με την εξαίρεση δύο μικρών, μη ουσιαστικών, σημείων της μαρτυρίας τα οποία απέρριψε, για καλούς λόγους, όπως φαίνεται στη σελ. 59 της πρωτόδικης απόφασης. Τα σημεία αυτά αφορούσαν στην κατ' ισχυρισμό πλαστογραφία της υπογραφής του, στο τεκμήριο 40 και το περιεχόμενο μιας δήλωσης που έκανε για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο 2.
Ως αποτέλεσμα, κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του παραπονούμενου-Μ.Κ.3 είναι ορθή, ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία ενώπιον του αναφορικά με τη γνώση της αγγλικής γλώσσας από τον εφεσείοντα σε επίπεδο που μπορούσε να συνεννοηθεί στα αγγλικά με τον παραπονούμενο, ότι υπήρχε επαρκής και αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του, ότι ο εφεσείων έλαβε το ποσό των £250.000.- από τον παραπονούμενο μέσω του κατηγορούμενου 2, ότι ο εφεσείων προέβη στο αδίκημα της πλαστοπροσωπίας εφόσον υπέγραψε το πωλητήριο έγγραφο ως ο πωλητής-ιδιοκτήτης του τεμαχίου, αποβιώσας Ανδρέας Χρίστου Παναγή, ενώ δεν είχε οποιαδήποτε νομιμοποίηση να το πράξει, και με σκοπό την καταδολίευση του παραπονούμενου την οποία και πέτυχε και ότι υπήρχε επίσης αξιόπιστη μαρτυρία του παραπονούμενου ότι το τεκμήριο 7 δόθηκε από τον εφεσείοντα στον παραπονούμενο.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.