ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B266
(2015) 2 ΑΑΔ 248
8 Απριλίου, 2015
[ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΥΛΟΥΜΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 119/2014)
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Εισαγωγή ναρκωτικών και κατοχή τους με σκοπό την προμήθεια ― Επιβλήθηκαν πρωτοδίκως, ποινές φυλάκισης πέντε ετών ― Επικυρώθηκαν κατ' έφεση ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στις περιπτώσεις όπου η ποινή θα μπορούσε απλώς να ήταν επιεικέστερη ― Απόφανση Εφετείου ότι το Κακουργιοδικείο κινήθηκε εντός της ορθής άσκησης της διακριτικής εξουσίας του, έτσι που η ποινή δεν μπορούσε να καταστεί έκδηλα υπερβολική.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Πότε δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.
Ποινή ― Έκδηλη υπερβολή ― Η υπερβολή της ποινής πρέπει να καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός.
Ο εφεσείων μαζί με ένα άλλο πρόσωπο αντιμετώπισε κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου που αφορούσαν στην εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β', ήτοι των εν λόγω ναρκωτικών, χωρίς την άδεια του υπουργού Υγείας. Κατηγορίες στις οποίες και οι δύο παραδέχτηκαν ενοχή. Καταδικάστηκαν, αντίστοιχα, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες για εισαγωγή των ναρκωτικών (κατηγορία 2) και την κατοχή τους με σκοπό την προμήθεια (κατηγορία 5 για την κατηγορούμενη και κατηγορία 6 για τον εφεσείοντα), ενώ δεν επιβλήθηκε ποινή στις κατηγορίες 3 και 4 που αφορούσαν στην κατοχή των ναρκωτικών, καθότι τα συστατικά αυτών στοιχεία περιλαμβάνονταν σε αυτά των κατηγοριών 5 και 6.
Η ποινή προσβλήθηκε από τον εφεσείοντα ως υπερβολική.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Η επιβληθείσα ποινή ήταν εσφαλμένη όχι για λόγους αρχής αλλά επειδή, το Κακουργιοδικείο, ενώ καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τους ελαφρυντικούς παράγοντες που έπρεπε να λάβει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν προσέδωσε σε αυτούς τη δέουσα σημασία.
β) Δεν εδόθη η δέουσα σημασία στο ότι ο εφεσείων, ένας νέος άνθρωπος με άριστη διαγωγή και ήθος προηγουμένως, διέπραξε το αδίκημα υπό το βάρος των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών που το Δικαστήριο εδέχθη ότι το διέπραξε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο είχε υπόψη του όλα τα δεδομένα που ετέθησαν ενώπιον ως παράγοντες ελαφρυντικούς κατά την επιμέτρηση της ποινής.
2. Καταγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων είναι νέος άνθρωπος ηλικίας 24 ετών, προερχόμενος από διαλυμένη οικογένεια αφού οι γονείς του χώρισαν όταν ο ίδιος ήταν 14 ετών.
3. Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του έκανε αναφορά σε κάθε παράγοντα που άπτεται του καθορισμού της ποινής για εγκλήματα όπως αυτά στα οποία ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή, επεξηγώντας τη σοβαρότητά τους μέσα στις σωστές παραμέτρους, όπως έχουν, επανειλημμένα, διαγραφεί, στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ δεν παραγνώρισε την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής, παραθέτοντας και λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του από τον συνήγορο του εφεσείοντα, στους οποίους έδωσε σημασία.
4. Ειδικότερα για τη φτώχεια, την πιεστική οικονομική κατάσταση και την ψυχική αναστάτωση που δημιούργησε, η οποία μείωσε τις αντιστάσεις του, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι θεμελίωναν ενδεχομένως λόγο επιείκειας. Λήφθηκε υπόψη και ο περιορισμένος ρόλος του εφεσείοντα, του μεταφορέα των ναρκωτικών ο οποίος, ως ανέφερε, «εξαντλήθηκε εκεί».
5. Σύμφωνα με σταθερή νομολογία, το έργο της επιμέτρησης της ποινής είναι στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται όταν η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή στις περιπτώσεις όπου η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική. Η υπερβολή της ποινής πρέπει να καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός.
6. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στις περιπτώσεις όπου η ποινή θα μπορούσε απλώς να ήταν επιεικέστερη.
7. Δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντας ότι η σημασία που έδωσε το Κακουργιοδικείο στην προκειμένη περίπτωση στους ελαφρυντικούς παράγοντες που καταγράφηκαν δεν ήταν η δέουσα.
8. Αυτό δεν υποστηριζόταν από τα όσα διατυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση στην οποία το Κακουργιοδικείο μνημονεύει ότι παρά τη μειωμένη σημασία των προσωπικών, οικογενειακών και «συναφών περιστατικών» ενός κατηγορούμενου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, όπου υπάρχει ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, οι εν λόγω παράγοντες δεν ατονούν.
9. Η ποινή που τελικά επιβλήθηκε στον εφεσείοντα θα μπορούσε ενδεχομένως, όπως συνήγορος του εφεσείοντα θεώρησε τα πράγματα, να ήταν επιεικέστερη.
10. Η διαπίστωση αυτή όμως δεν είναι αρκετή για να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου προς μείωση της, δεδομένου ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε σωστά τους σχετικούς παράγοντες, εξατομικεύοντας την ποινή που επέβαλε στον εφεσείοντα, η οποία δεν ήταν εκτός των ορίων που καθορίζουν τα πλαίσια της σωστής άσκησης της διακριτικής εξουσίας του, ώστε να καθίστατο η ποινή έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κουφού & Άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396,
Ζουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 57.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Σωκράτους, Π.Ε.Δ., Μάρκου, Α.Ε.Δ., Δρουσιώτης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2685/2014), ημερομηνίας 2/6/2014.
Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Στις 6 Απριλίου 2014, κατόπιν πληροφορίας ότι θα μεταφερόταν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών από πρόσωπο, η οποία τελικώς πρωτόδικα ήταν η κατηγορουμένη 1 (στο εξής «η κατηγορούμενη»), μετέβησαν στο αεροδρόμιο Πάφου μέλη της Υ.Κ.Α.Ν. με σκοπό τον εντοπισμό και έλεγχο των αποσκευών της. Με την άφιξη της στο αεροδρόμιο Πάφου από τις Βρυξέλλες η κατηγορούμενη τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση και ανακόπηκε για έλεγχο των αποσκευών της όταν αυτή κινήθηκε προς την δίοδο του Τελωνείου. Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στη συνέχεια από Τελωνειακή Λειτουργό, διαπιστώθηκε ότι κάτω από επενδυμένο ύφασμα της βαλίτσας υπήρχε διαχωριστικό χαρτόνι κάτω από το οποίο υπήρχαν δύο συσκευασίες περιτυλιγμένες με καφέ κολλητική ταινία οι οποίες περιείχαν πράσινη φυτική ύλη κάνναβης και η κατηγορούμενη συνελήφθηκε για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Ανακρινόμενη προφορικά από την Αστυνομία, η κατηγορούμενη ανέφερε ότι τη βαλίτσα, της την παρέδωσε κάποιο γνωστό της πρόσωπο, που κατονόμασε, έναντι αμοιβής.
Αφού η κατηγορούμενη εξέφρασε την επιθυμία να συνεργαστεί με την Αστυνομία με σκοπό να εντοπιστούν οι τελικοί παραλήπτες των ναρκωτικών, διευθετήθηκε επιχείρηση για την ελεγχόμενη παράδοση τους στο ξενοδοχείο στη Λευκωσία που η κατηγορούμενη θα τα παρέδιδε, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε λάβει από το πρόσωπο που την είχε στρατολογήσει για να μεταφέρει τα ναρκωτικά στην Κύπρο.
Η κατηγορούμενη μετέβηκε στο ξενοδοχείο με όχημα που οδηγούσε αστυνομικός παριστάνοντας τον οδηγό ταξί, ενώ άλλα μέλη της Υ.Κ.Α.Ν. Αρχηγείου, έθεσαν το ξενοδοχείο υπό παρακολούθηση. Ο εφεσείων ο οποίος βρισκόταν έξω από το ξενοδοχείο, με την άφιξη του οχήματος που μετέφερε την κατηγορούμενη στην είσοδο του ξενοδοχείου, πλησίασε το όχημα και πλήρωσε τον οδηγό για την κούρσα. Ακολούθως, η κατηγορούμενη αποβιβάστηκε από το όχημα παίρνοντας μαζί της τη βαλίτσα με τα ναρκωτικά και κατευθύνθηκε προς την είσοδο του ξενοδοχείου. Ο δε εφεσείων της ανέφερε στα αγγλικά «I call you later» και απομακρύνθηκε πεζός. Αργότερα την ίδια μέρα, κατόπιν οδηγιών του προσώπου που της είχε αναφέρει να κλείσει δωμάτιο στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο, η κατηγορούμενη συναντήθηκε με τον εφεσείοντα έξω από το ξενοδοχείο και αφού του παρέδωσε τη βαλίτσα με τα ναρκωτικά, αυτός την τοποθέτησε στο καπό του αυτοκινήτου του. Τότε τον πλησίασε αστυνομικός, ο οποίος τον πληροφόρησε για την αστυνομική του ιδιότητα και ότι τον θεωρούσε ύποπτο για την κατοχή ναρκωτικών, καθώς και ότι η βαλίτσα περιείχε ποσότητα κάνναβης της οποίας η κατοχή απαγορεύεται. Επέστησε στον εφεσείοντα την προσοχή του στο Νόμο και αυτός απάντησε «έσιει που 15 χρονών που δουλεύω με στα club». Στη συνέχεια ο εφεσείων συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα.
Όταν συνελήφθη αργότερα την ίδια μέρα από άλλο αστυφύλακα, ο εφεσείων απάντησε, αφού του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του «παραδέχομαι εν δικά μου τα Ναρκωτικά». Ανακρινόμενος δε, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι μια βδομάδα νωρίτερα διευθέτησε με κάποιο γνωστό του, τον οποίο αρνήθηκε να κατονομάσει, να μεταφέρει μια βαλίτσα σε άγνωστο μέρος που θα του καθόριζε κάποιο άγνωστο του πρόσωπο, έναντι αμοιβής €300-€500. Στο ξενοδοχείο μετέβηκε μετά που έλαβε τηλεφώνημα στο κινητό του τηλέφωνο από το εξωτερικό για να συναντήσει μια κοπέλα, η οποία θα ερχόταν στο μέρος με ταξί, να πληρώσει το ταξί και να παραλάβει τη βαλίτσα από την κοπέλα, όπως και έκανε.
Μετά από σχετικούς εργαστηριακούς ελέγχους, διαπιστώθηκε πως η πράσινη φυτική ύλη που είχε εντοπιστεί στη βαλίτσα που μετέφερε η κατηγορούμενη ήταν κάνναβη από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη συνολικού βάρους 2 κιλών και 373,8 γραμμαρίων.
Στη βάση των παραπάνω γεγονότων, τόσο η κατηγορούμενη όσο και ο εφεσείων αντιμετώπισαν κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου που αφορούν στην εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β', ήτοι των πιο πάνω ναρκωτικών, χωρίς την άδεια του υπουργού Υγείας. Κατηγορίες στις οποίες και οι δύο παραδέχτηκαν ενοχή. Καταδικάστηκαν, αντίστοιχα, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες για εισαγωγή των ναρκωτικών (κατηγορία 2) και την κατοχή τους με σκοπό την προμήθεια (κατηγορία 5 για την κατηγορούμενη και κατηγορία 6 για τον εφεσείοντα), ενώ δεν επιβλήθηκε ποινή στις κατηγορίες 3 και 4 που αφορούσαν στην κατοχή των ναρκωτικών, καθότι τα συστατικά αυτών στοιχεία περιλαμβάνονταν σε αυτά των κατηγοριών 5 και 6.
Η ποινή προσβάλλεται από τον εφεσείοντα ως υπερβολική. Όχι για λόγους αρχής αλλά επειδή, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του, το Κακουργιοδικείο, ενώ καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τους ελαφρυντικούς παράγοντες που έπρεπε να λάβει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν προσέδωσε σε αυτούς τη δέουσα σημασία. Εν προκειμένω, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, δεν εδόθη η δέουσα σημασία στο ότι ο εφεσείων, ένας νέος άνθρωπος με άριστη διαγωγή και ήθος προηγουμένως, διέπραξε το αδίκημα υπό το βάρος των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών που το Δικαστήριο εδέχθη ότι το διέπραξε.
Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζοντας την ορθότητα της ποινής, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι δεν εκφεύγει του μέτρου, όπως αυτό καθορίζεται από τη νομολογία στην οποία και παρέπεμψε.
Το Κακουργιοδικείο είχε υπόψη του όλα τα δεδομένα που ετέθησαν ενώπιον του και τα οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επανέλαβε ενώπιον μας με την ικανή του αγόρευση, ως παράγοντες ελαφρυντικούς κατά την επιμέτρηση της ποινής. Καταγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων είναι νέος άνθρωπος ηλικίας 24 ετών, προερχόμενος από διαλυμένη οικογένεια αφού οι γονείς του χώρισαν όταν ο ίδιος ήταν 14 ετών. Από τότε, έζησε, όπως εμφαντικά υπογράμμισε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, «μέσα σε ένα καταθληπτικό, απεχθέστατο περιβάλλον πόνου, δυστυχίας, ανυπέρβλητων δυσκολιών και κατάθλιψης αλλά και μιας παρατεταμένης ψυχικής αναστάτωσης και πόνου». Μετά το χωρισμό των γονιών του, ανέλαβε ουσιαστικά ρόλο προστάτη, τόσο της μητέρας του όσο και της θείας του και της κόρης της τελευταίας, που διαμένουν μαζί με τη μητέρα του, καθώς και της αρραβωνιαστικιάς του λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει μετά από τραυματισμό της σε τροχαίο δυστύχημα, έχοντας έτσι ο εφεσείων την ευθύνη συντήρησης και φροντίδας τεσσάρων γυναικών. Για να μπορεί να εργάζεται και να φροντίζει την οικογένεια του, ο εφεσείων, ενώ υπηρετούσε τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά, εξασφάλιζε αναστολή με αποτέλεσμα να χρειαστούν τρία χρόνια για να συμπληρώσει τη θητεία του. Αναγκάστηκε δε να εργαστεί και σε νυχτερινά κέντρα, εργασία που, όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του πρωτόδικα, κατέστησε τον εφεσείοντα περισσότερο ευάλωτο και επιρρεπή σε κινδύνους οι οποίοι σε συνδυασμό με την οικονομική του ανέχεια και φτώχια, τον έφεραν ευάλωτο σε επαφή με το άτομο που τον έπεισε να διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία έχει καταδικαστεί.
Πέραν της άθλιας οικονομικής κατάστασης του εφεσείοντα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του, τόνισε πρωτόδικα ότι ως ελαφρυντικοί παράγοντες, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και η άμεση παραδοχή και η συνεργασία του εφεσείοντα με την Αστυνομία καθώς και η έμπρακτη μεταμέλεια του· ότι το αδίκημα διαπράχθηκε κάτω από καθεστώς μόνιμης συναισθηματικής αναταραχής η οποία εξασθένιζε τη δύναμη της αντίστασης του και τον ώθησε να διαπράξει τα αδικήματα· ο αμελητέος του ρόλος στη διάπραξη των αδικημάτων αφού δεν τα εμπνεύστηκε ούτε τα οργάνωσε και το λευκό ποινικό μητρώο του.
Η ποινή, εν προκειμένω, υπογράμμισε ο ευπαίδευτος συνήγορος, αναφερόμενος στο έργο του Δικαστηρίου της επιβολής της ποινής, πρέπει να είναι σωφρονιστική και όχι τιμωρητική, η δε επιείκεια θα έχει πολύ πιο μεγάλα αποτελέσματα, παρά εάν ο εφεσείων εκτίσει το σύνολο της ποινής του.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του έκανε αναφορά σε κάθε παράγοντα που άπτεται του καθορισμού της ποινής για εγκλήματα όπως αυτά στα οποία ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή, επεξηγώντας τη σοβαρότητά τους μέσα στις σωστές παραμέτρους, όπως έχουν, επανειλημμένα, διαγραφεί, στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ δεν παραγνώρισε την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής, παραθέτοντας και λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, στους οποίους έδωσε σημασία. Ειδικότερα για τη φτώχεια, την πιεστική οικονομική κατάσταση και την ψυχική αναστάτωση που δημιούργησε, η οποία μείωσε τις αντιστάσεις, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι θεμελίωναν ενδεχομένως λόγο επιείκειας. Λήφθηκε υπόψη και ο περιορισμένος ρόλος του εφεσείοντα, του μεταφορέα των ναρκωτικών ο οποίος, ως ανέφερε, «εξαντλήθηκε εκεί».
Σύμφωνα με σταθερή νομολογία, το έργο της επιμέτρησης της ποινής είναι στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται όταν η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή στις περιπτώσεις όπου η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική. Η υπερβολή της ποινής πρέπει να καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στις περιπτώσεις όπου η ποινή θα μπορούσε απλώς να ήταν επιεικέστερη. Βλ. Κουφού & Άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396 και Ζουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 57.
Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι ένα Δικαστήριο οφείλει να επιβάλλει την ποινή, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθορίσει η διαχρονική νομολογία και να ασκεί τη διακριτική του εξουσία μέσα στα καθορισμένα πλαίσια. Δεν μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε με τη θέση του ότι η σημασία που έδωσε το Κακουργιοδικείο στην προκειμένη περίπτωση στους ελαφρυντικούς παράγοντες που προσδιόρισε ο ευπαίδευτος συνήγορος και τους οποίους έχουμε ήδη παραθέσει ανωτέρω, δεν ήταν η δέουσα. Αυτό δεν υποστηρίζεται από τα όσα διατυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση στην οποία το Κακουργιοδικείο μνημονεύει ότι παρά τη μειωμένη σημασία των προσωπικών, οικογενειακών και «συναφών περιστατικών» ενός κατηγορούμενου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, όπου υπάρχει ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, οι εν λόγω παράγοντες δεν ατονούν. Η ποινή που τελικά επιβλήθηκε στον εφεσείοντα θα μπορούσε ενδεχομένως, όπως ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα θεώρησε τα πράγματα, να ήταν επιεικέστερη. Η διαπίστωση αυτή όμως δεν είναι αρκετή για να δικαιολογείται επέμβαση μας προς μείωση της, δεδομένου ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε σωστά τους σχετικούς παράγοντες, εξατομικεύοντας την ποινή που επέβαλε στον εφεσείοντα, η οποία δεν εκφεύγει τα όρια που καθορίζουν τα πλαίσια της σωστής άσκησης της διακριτικής εξουσίας του, ώστε να καθίστατο η ποινή έκδηλα υπερβολική.
Δεν έχουμε διαπιστώσει ο,τιδήποτε που θα δικαιολογούσε επέμβαση προς μείωση της ποινής που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.