ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B269
(2015) 2 ΑΑΔ 218
8 Aπριλίου, 2015
[ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στές]
ΙVO TIKOV TSONKOV,
Εφεσείων,
v.
AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πoινική Έφεση Aρ. 9/2015)
Ποινή ― Διάρρηξη κατοικίας εν καιρώ νυκτός και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 255, 262, 291, 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης δεκατεσσάρων μηνών ― Απόρριψη εισήγησης περί ύπαρξης σφαλμάτων αρχής.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Μείωση κατ' έφεση, ποινής φυλάκισης δεκατεσσάρων μηνών, κατά δύο μήνες, επειδή ο εφεσείων παρέμεινε υπό κράτηση 3 μήνες κατά τον ουσιώδη χρόνο που αντιμετώπισε την επίδικη υπόθεση, για άλλη υπόθεση που εν τέλει αναστάληκε και απαλλάγηκε απ' αυτή ― Θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας.
Αναστολή ποινής ― Η αποτυχία του λόγου έφεσης αναφορικά με ισχυριζόμενη ύπαρξη σφαλμάτων αρχής στην επιβληθείσα ποινή, οδηγούσε και στην κατάληξη ότι δεν μπορούσε να ανατραπεί ούτε η ορθότητα της μη αναστολής της ποινής φυλάκισης.
Ποινή ― Διάταγμα αποζημίωσης παραπονουμένου ― Επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης και ταυτόχρονη έκδοση διατάγματος αποζημίωσης ― Κατά πόσον έπρεπε να είχε προβληματίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε το ύψος ποινής δεκατετράμηνης φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, αφού εκρίθη ένοχος κατόπιν παραδοχής, σε αδίκημα διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 255, 262, 291, 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, στις 26/6/2013 στην Αγία Νάπα, ο εφεσείων διέρρηξε και εισήλθε στο δωμάτιο του παραπονούμενου, στο ξενοδοχείο, όπου ο τελευταίος διέμενε και έκλεψε ένα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, δύο ipad με τα καλύμματα τους, ένα iphone, όλα συνολικής αξίας €2.750, περιουσία του ιδίου.
Με την έφεση, η εκκαλούμενη ποινή δεν προσβλήθηκε, ως έκδηλα υπερβολική, αλλά ως περιέχουσα σφάλματα αρχής τα οποία παρατέθηκαν στους προβληθέντες λόγους έφεσης ως εξής:
α) Η μη αναστολή της ποινής φυλάκισης σχετιζόμενη με τα σφάλματα αυτά, οδηγούσε σε πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και προς τούτον δύνατο το Εφετείο σε επέμβαση επί της ποινής λειτουργώντας πρωτογενώς, ώστε να αναστείλει την ποινή.
β) Από τις αναφερόμενες στην ποινή αποφάσεις, προέκυπτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από εσφαλμένες αρχές δικαίου.
γ) Εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την εξωδικαστική τιμωρία ως προς τον άμεσο κίνδυνο απέλασης όταν θα του επιβαλλόταν ποινή άμεσης φυλάκισης.
δ) Υπήρξε σφάλμα ως προς την προσμέτρηση επιβαρυντικού στοιχείου, ότι δηλαδή ο εφεσείων τέλεσε αδικήματα εναντίον τουριστών.
ε) Εσφαλμένα δεν ελήφθη υπόψη ή/και δεν αφαιρέθηκε ο χρόνος που ο εφεσείοντας παρέμεινε υπό κράτηση στα πλαίσια άλλης ποινικής υπόθεσης, για την οποία ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε.
στ) Η έκδοση διατάγματος αποζημίωσης μαζί με την επιβολή ποινής έχει μεταβάλει την ποινή σε εξοντωτική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο αντιμετώπισε με σωστό τρόπο τις παραμέτρους που αφορούν τη σοβαρότητα του αδικήματος, ορθά έχοντας ως αφετηρία την προνοούμενη από το νόμο ποινή, που για τη διάρρηξη κατοικίας εν καιρώ νυκτός είναι κατά ανώτατο όριο, αυτό της φυλάκισης 10 ετών.
2. Στη συνέχεια, αφού παρέθεσε τις αρχές ως προς το δύσκολο έργο του Δικαστηρίου στην επιβολή ποινής, προέβη στη διαπίστωση - η οποία και δεν ήταν αντικείμενο αμφισβήτησης - ότι υπάρχει έξαρση αδικημάτων που σχετίζονται με διαρρήξεις και κλοπές, τονίζοντας ότι υπό τέτοιες συνθήκες, η αρχή της αποτρεπτικότητας υπερισχύει. Ούτε αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου προσβλήθηκε.
3. Στα πλαίσια αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε κάποια νομολογιακά παραδείγματα για την αντιμετώπιση τέτοιων αδικημάτων. Δεν θεώρησε - ούτε αναφέρει άλλωστε κάτι τέτοιο - ότι οι αναφερόμενες περιπτώσεις είχαν ίδιες περιστάσεις ή κοινούς μετριαστικούς παράγοντες, ώστε να προέκυπτε σφάλμα.
4. Εν πάση περιπτώσει εν προκειμένω δεν διαπιστωνόταν ad hoc να ελήφθη λανθασμένη καθοδήγηση από συγκεκριμένη υπόθεση.
5. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί του ενδεχομένου απέλασης, το απλό ενδεχόμενο δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως βεβαιότητα. Άλλωστε ως ενδεχόμενο λήφθηκε υπόψη όσον αφορούσε στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και δεν συνιστούσε αυτοδύναμο λόγο τέτοιας εμβέλειας.
6. Σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποδεικνύει ότι το ενδεχόμενο απέλασης δέον να συνεκτιμάται όταν προβάλλεται χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά και χωρίς να πρέπει να οδηγεί το Δικαστήριο σε συγκεκριμένο τρόπο μεταχείρισης του ενδεχόμενου αυτού. Συνεπώς δεν διαπιστωνόταν σφάλμα αρχής, ως η σχετική εισήγηση στην έφεση.
7. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί ύπαρξης σφάλματος ως προς την προσμέτρηση επιβαρυντικού στοιχείου, ότι δηλαδή ο εφεσείων τέλεσε αδικήματα εναντίον τουριστών, ο λόγος αυτός ήταν παντελώς αβάσιμος και δεν ανταποκρινόταν στο ίδιο το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης.
8. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί μη προσμέτρησης του χρόνου κατά τον οποίο ο εφεσείων παρέμεινε υπό κράτηση στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης για την οποία απαλλάχτηκε, δεν υπάρχει υποχρέωση εκ του Νόμου, για τέτοιο υπολογισμό της περιόδου κράτησης σε άλλη υπόθεση, έστω και υπό τις συνθήκες που αναφέρθησαν.
9. Όμως ήταν αποδεχτό ότι η παραμονή του εφεσείοντα υπό κράτηση για 3 μήνες κατά τον ουσιώδη χρόνο που αντιμετώπισε και την παρούσα, για υπόθεση που εν τέλει αναστάληκε και απαλλάγηκε απ' αυτή, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη όσον αφορά τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα ως μετριαστικός παράγοντας ως προς τη μεταβολή των προσωπικών του περιστάσεων αφού για ένα διάστημα εντάχθηκε ήδη στις φυλακές, έστω και ως υπόδικος.
10. Προς τούτο το Εφετείο επενέβη μειώνοντας την ποινή κατά δύο μήνες.
11. Η συντριπτική πλειοψηφία των προβαλλόμενων με την έφεση ως σφαλμάτων αρχής, κρίθηκαν ότι δεν είχαν αντίκρισμα, γι' αυτό και δεν μπορούσε να ανατραπεί ούτε η ορθότητα της μη αναστολής της ποινής φυλάκισης.
12. Ωστόσο προέκυπτε ότι η επιβολή άμεσης φυλάκισης θα έπρεπε να προβληματίσει το Δικαστήριο ως προς τον τρόπο και το χρόνο έκδοσης του διατάγματος αποζημίωσης. Το θέμα μπορούσε να λυθεί με τις κατάλληλες οδηγίες ως προς το χρόνο και τρόπο εκτέλεσης ακολουθώντας παραδεδεγμένες πρακτικές.
13. Το διάταγμα αποζημίωσης του παραπονούμενου για το ποσό των €2,150 ενεργοποιήθηκε όπως τεθεί σε ισχύ 3 μήνες μετά την αποφυλάκιση του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.
Η ποινή φυλάκισης των 14 μηνών μειώθηκε σε 12 μήνες.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Pilliev v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 587,
Gkevontian v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 342,
Mixaylov κ.ά. ν. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 175,
Ilie κ.ά. ν. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 280,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123,
Μαυρόλουκα ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 30, ECLI:CY:AD:2015:B73,
Scorteanu v. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 15, ECLI:CY:AD:2014:B43,
Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325,
Χρίστου ν. Police (1968) 2 C.L.R. 96.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Θωμά, Α.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5874/2013), ημερομηνίας 21/11/2014.
Γ. Πολυχρόνης, για τον Eφεσείοντα.
Ν. Δημητρίου - Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το αντικείμενο της παρούσης έφεσης είναι 14μηνη ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στις 21/11/2014 αφού ευρέθη ένοχος κατόπιν παραδοχής σε αδίκημα διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 255, 262, 291, 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, επί τo ότι στις 26/6/2013 στην Αγία Νάπα διέρρηξε και εισήλθε στο δωμάτιο του παραπονούμενου, στο ξενοδοχείο, όπου ο τελευταίος διέμενε και έκλεψε ένα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, δύο ipad με τα καλύμματα τους, ένα iphone, όλα συνολικής αξίας €2.750 περιουσία του εν λόγω παραπονούμενου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εμφανιζόμενος ενώπιον μας ανέφερε ότι η εκκαλούμενη ποινή δεν προσβάλλεται, ως έκδηλα υπερβολική, αλλά ως περιέχουσα σφάλματα αρχής ως αναλύονται στους επιμέρους λόγους έφεσης (1-5) και ως λόγος 6 ότι η μη αναστολή της ποινής φυλάκισης σχετιζόμενη με τα σφάλματα αυτά, οδηγεί σε πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, γι' αυτό και δέον να οδηγήσει το εφετείο σε επέμβαση επί της ποινής λειτουργώντας πρωτογενώς όπως το έθεσε ο κ. Πολυχρόνης, ώστε να αναστείλει την ποινή.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά τη νομολογία που αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δηλαδή από τις αναφερόμενες στην ποινή αποφάσεις, προκύπτει πως η ευπαίδευτη Επαρχιακή Δικαστής άντλησε καθοδήγηση από εσφαλμένες αρχές δικαίου ως προς το μέτρο της ποινής που συνηθίζεται να επιβάλλεται σε παρόμοιας φύσεως αδικήματα.
Ο κ. Πολυχρόνης ανέλυσε επ' αυτού τις αυθεντίες που ανέφερε το Δικαστήριο στις σελίδες 16 και 17 της απόφασης - δηλαδή 4 υποθέσεις (Pilliev v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 587, Gkevontian v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 342, Mixaylov κ.ά. ν. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 175, Ilie κ.ά. ν. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 280) υποδεικνύοντας και τις διαφορές που υπήρχαν με την υπό κρίση υπόθεση.
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου δεν είναι βάσιμη. Το Δικαστήριο αντιμετώπισε με σωστό τρόπο τις παραμέτρους που αφορούν τη σοβαρότητα του αδικήματος, ορθά έχοντας ως αφετηρία την προνοούμενη από το νόμο ποινή, που για τη διάρρηξη κατοικίας εν καιρώ νυκτός είναι κατά ανώτατο όριο, αυτό της φυλάκισης 10 ετών.
Στη συνέχεια, αφού παραθέτει τις αρχές ως προς το δύσκολο έργο του Δικαστηρίου στην επιβολή ποινής προβαίνει στη διαπίστωση - η οποία και δεν είναι αντικείμενο αμφισβήτησης - ότι υπάρχει έξαρση αδικημάτων που σχετίζονται με διαρρήξεις και κλοπές, τονίζοντας ότι υπό τέτοιες συνθήκες, η αρχή της αποτρεπτικότητας υπερισχύει. Ούτε αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου προσβάλλεται.
Στα πλαίσια αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχωρεί να δώσει κάποια νομολογιακά παραδείγματα για την αντιμετώπιση τέτοιων αδικημάτων. Δεν θεώρησε - ούτε αναφέρει άλλωστε κάτι τέτοιο - ότι οι αναφερόμενες περιπτώσεις είχαν ίδιες περιστάσεις ή κοινούς μετριαστικούς παράγοντες, ώστε να προκύπτει σφάλμα που να μας οδηγεί να συσχετίσουμε μια προς μια τις αναφερόμενες υποθέσεις με τα δικά της χαρακτηριστικά ώστε να συγκριθούν με τον τρόπο που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ούτε τελέσφορο, ούτε προκύπτει από την υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003)2 Α.Α.Δ. 123 την οποία επικαλέστηκε ο κ. Πολυχρόνης προς επίρρωση των θέσεων του γι' αυτό το λόγο έφεσης.
Στη Μιχαήλ (ως άνω) περιέχεται το αυτονόητο, ότι δηλαδή προηγούμενες τυχόν ποινές σε ομοειδή αδικήματα δεν μπορούν να οδηγήσουν σε πλήρη και ασφαλή συμπεράσματα. Ο Νικήτας, Δ., αναφέρει τα εξής στη σελ.130:
«Οι προηγούμενες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση. Ο λόγος γιαυτό είναι ότι, παρόλο που μπορεί να παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά εντούτοις, συχνά, δεν υπάρχει η ταυτοσημία στο βαθμό που θα ήταν σωστό να προοιωνίζεται η ίδια ποινή για κατοπινές υποθέσεις. Η μεγαλύτερη ίσως χρησιμότητα του δικαστικού προηγούμενου στον τομέα αυτό έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές.»
Και τα πιο πάνω τέθηκαν υπό μορφή συμβουλής στο συνήγορο υπεράσπισης στην αντιμετώπιση των προηγούμενων, όχι ως διατύπωση πλημμέλειας του Δικαστηρίου σε ενδεικτική αναφορά προηγούμενων υποθέσεων. (βλ. Μαυρόλουκα ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 30, ECLI:CY:AD:2015:B73, στην οποία ακριβώς ακολουθείται η ίδια προσέγγιση με την επισήμανση ότι η παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την όποια υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα).
Εν πάση περιπτώσει εν προκειμένω δεν διαπιστώνουμε ad hoc να ελήφθη λανθασμένη καθοδήγηση από συγκεκριμένη υπόθεση, ούτε υπάρχει τέτοια ειδική εισήγηση του ευπαιδέυτου συνηγόρου. Συνεπώς και αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Παραπονείται ο εφεσείων στον 7ο λόγο ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την εξωδικαστική τιμωρία ως προς τον άμεσο κίνδυνο απέλασης όταν θα του επιβαλλόταν ποινή άμεσης φυλάκισης. Συνεπώς το θέμα αυτό συσχετίστηκε περισσότερο με την αναστολή της ποινής.
Κρίνουμε ότι το απλό ενδεχόμενο απέλασης δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως βεβαιότητα. Άλλωστε ως ενδεχόμενο λήφθηκε υπόψη όσον αφορά τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και δεν συνιστούσε αυτοδύναμο λόγο τέτοιας εμβέλειας, όπως εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντα. Μ' όλο το σεβασμό, οι προς επίρρωση της θέσης αυτής προβαλλόμενες αυθεντίες δεν συνηγορούν υπέρ της εισήγησης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, ούτε δημιουργούν τέτοια αρχή δικαίου. Ειδικά στην Scorteanu v. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 15, ECLI:CY:AD:2014:B43, τα γεγονότα είναι πολύ διαφορετικά σε σχέση με το αδίκημα κατοχής μικρής ποσότητας ναρκωτικών και ακριβώς το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι το ενδεχόμενο απέλασης δέον να συνεκτιμάται όταν προβάλλεται χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά και χωρίς να πρέπει να οδηγεί το Δικαστήριο σε συγκεκριμένο τρόπο μεταχείρισης του ενδεχόμενου αυτού.
Ο Ερωτοκρίτου, Δ., λέει επ' αυτού:
«Σε κάθε περίπτωση που αλλοδαπό πρόσωπο καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης, υπάρχει το ενδεχόμενο απέλασης του και αυτό συνήθως συνεκτιμάται στην προσπάθεια του δικαστηρίου να βεβαιωθεί ότι η επιλογή της ποινής της φυλάκισης δεν μπορεί να αποφευχθεί. Τις περισσότερες φορές στο στοιχείο αυτό δίδεται ιδιαίτερη σημασία από την υπεράσπιση, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να ασχολείται ειδικά με τις επιπτώσεις (βλ. Chehab v. Republic (1986) 2 C.L.R. 197, David Riley v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335, και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 243). Όμως όπου το δικαστήριο δεν προβαίνει σε ειδική αναφορά σε αυτό το ενδεχόμενο, δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι το στοιχείο αυτό δεν συνεκτιμήθηκε ή ότι εν πάση περιπτώσει η ποινή που επιβλήθηκε είναι εσφαλμένη. Συνήθως αναμένεται από ένα δικαστήριο να σχολιάσει ειδικά ένα τέτοιο θέμα, προτού αποφασίσει κατά πόσο μπορεί να αποφευχθεί η ποινή φυλάκισης και να επιβληθεί εναλλακτικό τιμωρητικό μέτρο, στις περιπτώσεις εκείνες που καθίσταται γνωστό με σαφή μαρτυρία ότι ο καταδικασθείς θα έχει με βεβαιότητα περαιτέρω σοβαρές επιπτώσεις ως αποτέλεσμα της επιβολής σ' αυτόν ποινής φυλάκισης.»
Συνεπώς δεν διαπιστώνεται σφάλμα αρχής, ως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος. Ο εφεσείων στον 5ο λόγο έφεσης αποδίδει σφάλμα ως προς την προσμέτρηση επιβαρυντικού στοιχείου, ότι δηλαδή ο εφεσείων τέλεσε αδικήματα εναντίον τουριστών. Ο λόγος αυτός είναι παντελώς αβάσιμος και δεν ανταποκρίνεται στο ίδιο το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης.
Είναι πλήρως λανθασμένη αυτή η προσέγγιση του κ. Πολυχρόνη. Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης.
«Στην υπό κρίση υπόθεση ο κατηγορούμενος έδρασε χωρίς οποιαδήποτε αναστολή και η εγκληματική συμπεριφορά του έπληξε το αίσθημα ασφάλειας ανυποψίαστων πολιτών, οι οποίοι ήρθαν στην Κύπρο ως τουρίστες για να περάσουν λίγες μέρες ξεγνοιασιάς και ξεκούρασης. Σίγουρα αυτό θα είναι ένα μελανό σημείο στη μνήμη τους και οι αναμνήσεις τους από τις διακοπές τους στη χώρα μας ασφαλώς θα είναι πολύ άσχημες.»
Προκύπτει σαφώς ότι η αναφορά σε τουρίστες είναι απλώς συγκεκριμενοποίηση των παραπονουμένων και δεν οδηγεί σε ειδικό επιβαρυντικό παράγοντα πέραν από τη διατύπωση της θέσης ότι αδικήματα διαρρήξεων πλήττουν το αίσθημα ασφαλείας των ανθρώπων στους χώρους τους, είτε πρόκειται για μόνιμη κατοικία είτε για προσωρινό κατάλυμα ξενοδοχείου.
Τίποτε το μεμπτό λοιπόν και ο σχετικός λόγος απορρίπτεται.
Μας προβλημάτισε ο πρώτος λόγος έφεσης που αφορά στο ότι:
«εσφαλμένα το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ή/και δεν αφαίρεσε το χρόνο που ο εφεσείοντας παρέμεινε υπό κράτηση στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης 643/2014 για την οποία ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε».
Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι δεν υπάρχει υποχρέωση εκ του Νόμου, όπως ο ευπαίδευτος συνήγορος ερμήνευσε το Άρθρο 117 της Ποινικής Δικονομίας, για τέτοιο υπολογισμό της περιόδου κράτησης σε άλλη υπόθεση, έστω και υπό τις συνθήκες που ανέφερε ο κ. Πολυχρόνης.
Όμως δεχόμαστε ότι η παραμονή του εφεσείοντα υπό κράτηση για 3 μήνες κατά τον ουσιώδη χρόνο που αντιμετώπισε και την παρούσα, για υπόθεση που εν τέλει αναστάληκε και απαλλάγηκε απ΄αυτή, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη όσον αφορά τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα ως μετριαστικός παράγοντας ως προς τη μεταβολή των προσωπικών του περιστάσεων αφού για ένα διάστημα εντάχθηκε ήδη στις φυλακές, έστω και ως υπόδικος.
Ως τέτοιο λοιπόν το θέμα μπορούσε να συμπεριληφθεί στα ελαφρυντικά και να οδηγήσει σε επιβολή μικρότερης ποινής απ' ότι επιβλήθηκε.
Έχοντας λοιπόν προβεί σ' αυτό το συμπέρασμα θεωρούμε ορθό να επέμβουμε επί της επιβληθείσας ποινής μειώνοντας την κατά 2 μήνες.
Η ποινή φυλάκισης των 14 μηνών μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
Ερχόμενοι στη συνέχεια να εξετάσουμε το θέμα της ορθότητας ή μη της μη αναστολής της ποινής φυλάκισης παρατηρούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προβαλλόμενων με την έφεση ως σφαλμάτων αρχής κρίθηκαν ότι δεν έχουν αντίκρισμα, γι' αυτό και δεν μπορεί να ανατραπεί ούτε η ορθότητα της μη αναστολής της ποινής φυλάκισης.
Η διαπίστωση μας ότι χωρεί επέμβαση μόνον ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης με ελαφρά μείωση της ποινής δεν αγγίζει τη διεργασία σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την μη αναστολή της ποινής ούτε μπορεί βέβαια να έχει τέτοια δυναμική ως προς τον τρόπο που ασκήθηκε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου αποφασίζοντος επί της μη αναστολής.
Ωστόσο θεωρούμε ότι η επιβολή άμεσης φυλάκισης θα έπρεπε να προβληματίσει το Δικαστήριο ως προς τον τρόπο και το χρόνο έκδοσης του διατάγματος αποζημίωσης.
Με τον 4ο λόγο ο εφεσείων παραπονείται ότι η έκδοση διατάγματος αποζημίωσης μαζί με την επιβολή ποινής έχει μεταβάλει την ποινή σε εξοντωτική.
Θεωρούμε ότι το θέμα μπορεί να λυθεί με τις κατάλληλες οδηγίες ως προς το χρόνο και τρόπο εκτέλεσης ακολουθώντας παραδεδεγμένες πρακτικές (βλ. Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325 και Χρίστου ν. Police (1968) 2 C.L.R. 96).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω παρατηρήσεων μας η ποινή φυλάκισης των 14 μηνών μειώνεται σε 12 μήνες.
Το διάταγμα αποζημίωσης του παραπονούμενου για το ποσό των €2,150 ενεργοποιείται 3 μήνες μετά την αποφυλάκιση του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.
Η ποινή φυλάκισης των 14 μηνών μειώνεται σε 12 μήνες.