ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2015:D91

(2015) 2 ΑΑΔ 38

10 Φεβρουαρίου, 2015

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ.155) ΑΡΘΡΟ 43(2) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 44(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ (Ν.14/1960),

 

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΚΑΡΑΝΤΖΑ (ΑΡ. 2).

 

(Ποινική Αίτηση Αρ. 3/2015)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Άρνηση Επαρχιακού Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας καταχώρησης προτεινόμενου κατηγορητηρίου ― Άρθρο 43 του Κεφ. 155 ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί ύπαρξης κατηγορητηρίου, το οποίο παραβίαζε καταφανώς τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών, τη συνένωσή τους, αλλά και τη συνένωση κατηγορουμένων.

 

Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Σύνταξη ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών.

 

Ο αιτητής αιτήθηκε την έκδοση διατάγματος που να διέτασσε «την καταχώριση κατηγορητηρίου στο αρμόδιο Δικαστήριο προς εκδίκαση των κατηγοριών εναντίον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Γενικού Εισαγγελέα, για παράβαση των Άρθρων 121(α), 273 και 347 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 που προνοούν ποινή φυλάκισης να υπερβαίνει τα πέντε χρόνια».

 

Στην αίτηση επισυναπτόταν σχετικά το προτεινόμενο κατηγορητήριο.

 

Η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε ύστερα από την άρνηση δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου  να επιτρέψει την έγκριση και καταχώρηση κατηγορητηρίου. Όπως αναφέρεται στην αίτηση και επαναλήφθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο αιτητής αντιλαμβάνεται την αιτιολογία της άρνησης της δικαστού και γι' αυτό αιτήθηκε το αιτούμενο διάταγμα, με στόχο την καταχώρηση του κατηγορητηρίου στο αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, το οποίο έχει την αρμοδιότητα να δικάσει την υπόθεση. Περαιτέρω, ο αιτητής, τόσο στην αίτησή του όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, επανέλαβε τα γεγονότα που κατά την εισήγησή του δικαιολογούσαν την καταχώρηση κατηγορητηρίου.

 

Στο πρακτικό που επισυνάφθηκε στην υπό εξέταση αίτηση παρατίθενται οι λόγοι που οδήγησαν την πρωτόδικη δικαστή να αρνηθεί την χορήγηση άδειας καταχώρησης του εν λόγω κατηγορητηρίου.

 

Σε αυτό αναφερόταν μεταξύ άλλων από το Δικαστήριο, ότι διαφαινόταν από το κείμενο του κατηγορητηρίου ότι δεν παρατίθεντο οι νομοθεσίες στις οποίες εντοπίζονται τα άρθρα τα οποία επικαλείτο ο αιτητής. Τούτο από μόνο του αποστερούσε, από το Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο υπέχει αρμοδιότητα προς εκδίκαση των κατηγοριών. Περαιτέρω εμποδιζόταν το Δικαστήριο, όπως υπεδείκνυε να ελέγξει την ύπαρξη καταφανώς ανεπίτρεπτης συνένωσης κατηγοριών.

 

Σύμφωνα με τη δοθείσα αιτιολογία άρνησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα άρθρα που παρατίθενται αναφέρονται στα αντίστοιχα άρθρα του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ενδεχομένως να πρόκειτο για θεραπεύσιμο ελάττωμα, διαπιστωνόταν ότι, τα Άρθρα 273 και 347 του Ποινικού Κώδικα προνοούν ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τα 5 χρόνια φυλάκισης και εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου. (Άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου).

 

Ούτε και μπορεί, αναφερόταν περαιτέρω, το Δικαστήριο όπως ήτα διατυπωμένο το κατηγορητήριο, να επέτρεπε την καταχώρηση αυτού για την προώθηση διαδικασίας σε ό,τι αφορούσε μέρος μόνο του κατηγορητηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σχετικά και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κακαράντζας (Αρ. 1) (2015) 2 Α.Α.Δ. 1, ECLI:CY:AD:2015:D40.

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι εκείνο το κατηγορητήριο, παραβίαζε καταφανώς τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών και τη συνένωσή τους ως επίσης και ότι οι κατηγορίες δεν ήταν διατυπωμένες σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς κανονισμούς τύπο, δεν τίθεντο με δίκαιο τρόπο και ήταν, περαιτέρω, αδύνατη η διατύπωση της φύσης τους και η επιβεβαίωση ύπαρξης δικαιοδοσίας εκδίκασης τους.

 

Κατέληξε δε, ότι τα πιο πάνω, ίσχυαν και για το υπό κρίση κατηγορητήριο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Υϊοθετήθηκε για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης το σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κακαράντζας (Αρ. 1) (2015) 2 Α.Α.Δ. 1, ECLI:CY:AD:2015:D40.

2.  Το όλο ζήτημα, διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 43 του Κεφ. 155.Στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Αναθεωρημένη Εκδοση του Criminal Procedure in Cyprus 1975 του Γεώργιου Μ. Πική, αναφέρεται σχετικά ότι εύλογα ο δικαστής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει κατηγορητήριο, εάν αυτό είναι στοιχειοθετημένο με τρόπο ο οποίος παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση των κατηγοριών, τη συνένωση κατηγοριών ή τη συνένωση κατηγορουμένων. Παρά ταύτα, ο δικαστής σε εκείνο το στάδιο, στην απουσία επιχειρηματολογίας, θα είναι διστακτικός να απορρίψει την έγκρισή του εκτός ενόψει καταφανούς σφάλματος.

3.  Σε σχέση με τους κανόνες διατύπωσης κατηγοριών και τις συνέπειες παράβασής τους, διαφωτιστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από το ίδιο σύγγραμμα: «Εφόσον η κατηγορία είναι διατυπωμένη σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του νόμου, δεν μπορεί να προσβληθεί ο τύπος της. Πρέπει να περιέχει περιγραφή του αδικήματος και, όπου προσάπτεται κατηγορία για περισσότερα του ενός αδικήματα, κάθε αδίκημα πρέπει να διατυπώνεται σε ξεχωριστή παράγραφο φέρουσα το όνομα «κατηγορία» (count). Όπου το κατηγορητήριο περιέχει περισσότερες της μίας κατηγορίες, οι κατηγορίες πρέπει να αριθμούνται διαδοχικά.»

4.  Αναφέρεται περαιτέρω, ότι οι κατηγορίες πρέπει να στοιχειοθετούνται με δίκαιο τρόπο και όχι με τρόπο που να τείνει να παγιδεύσει τον κατηγορούμενο. Είναι ανεπιθύμητη η πρόσαψη κατηγοριών οι οποίες είναι εμφανώς ασαφείς, εγείροντας διαζευκτικά θέματα προς εξέταση από την Υπεράσπιση.

5.  Εάν σκοπός είναι η πρόσαψη διαζευκτικών κατηγοριών, οι δύο κατηγορίες πρέπει να διατυπώνονται διαζευκτικά, αφήνοντας ανοικτή την επίλυση στο δικαστήριο να αποφασίσει ποιο από τα δύο διαζευκτικά αδικήματα διαπράχθηκε.

6.  Επίσης ανεπιθύμητη είναι και η συνένωση κατηγοριών. Περισσότεροι του ενός κατηγορούμενοι, μπορεί να διωχθούν και να δικαστούν βάσει του ιδίου κατηγορητηρίου, δεδομένου ότι υπάρχει συνεκτικός ιστός μεταξύ των κατηγοριών που προσάπτονται, ως ορίζει το Άρθρο 41 του Κεφ. 155.

7.  Με βάση τις πιο πάνω αρχές και λαμβάνοντας υπόψη το κατηγορητήριο όπως επιχειρήθηκε να καταχωρηθεί, ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτό παραβίαζε καταφανώς τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών, τη συνένωσή τους, αλλά και τη συνένωση κατηγορουμένων.

8.  Οι κατηγορίες δεν ήταν διατυπωμένες σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς κανονισμούς τύπο, δεν τίθεντο με δίκαιο τρόπο και ήταν, περαιτέρω, αδύνατη η διαπίστωση της φύσης τους και η επιβεβαίωση ύπαρξης δικαιοδοσίας εκδίκασής τους.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Κακαράντζας (Αρ. 1) (2015) 2 Α.Α.Δ. 1, ECLI:CY:AD:2015:D40.

 

Αίτηση.

 

Aιτητής προσωπικά.

 

Ex tempore

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής ζητά την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει «την καταχώριση του κατηγορητηρίου στο αρμόδιο Δικαστήριο προς εκδίκαση των κατηγοριών εναντίον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Γενικού Εισαγγελέα, για παράβαση των Άρθρων 121(α), 273 και 347 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 που προνοούν ποινή φυλάκισης να υπερβαίνει τα πέντε χρόνια».

 

Η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε μετά την άρνηση δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να επιτρέψει την έγκριση και καταχώρηση κατηγορητηρίου. Όπως αναφέρεται στην αίτηση και επαναλήφθηκε ενώπιόν μου, ο αιτητής αντιλαμβάνεται την αιτιολογία της άρνησης της δικαστού και γι' αυτό ζητά το αιτούμενο διάταγμα, με στόχο την καταχώρηση του κατηγορητηρίου στο αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, το οποίο έχει την αρμοδιότητα να δικάσει την υπόθεση. Περαιτέρω, ο αιτητής, τόσο στην αίτησή του όσο και ενώπιόν μου, επανέλαβε τα γεγονότα που κατά την εισήγησή του δικαιολογούν την καταχώρηση κατηγορητηρίου.

 

Παρά το ότι το κατηγορητήριο δεν επισυνάπτεται στην αίτηση, το περιεχόμενό του μνημονεύεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 4.2.2015 και έχει ως ακολούθως:

 

«Έκθεση Αδικήματος

 

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο παραβίασε το Άρθρο 121(1) για ανατροπή των δικαστικών διαδικασιών, το Άρθρο 273 για απόκρυψη αρχείων που εμπεριέχονται στον φάκελο του Γ.Ε. 143/39/2798 και το 347 με το ψευδή ουσιώδες στοιχείο του κανονισμού 5(1) των περί δικηγόρων (Πειθαρχικές Διαδικασίες), όπως διατυπώνεται από το πειθαρχικό Συμβούλιο του Γενικου Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

Λεπτομέρειες Αδικήματος

 

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας παραβιάζει το Άρθρο 347 διαστρεβλώνοντας τον Κανονισμό 5(1) των περί δικηγόρων (Πειθαρχικές Διαδικασίες) δίνοντας του διαφορετική ερμηνεία από αυτή που ορίζει ο Κανονισμός. Στις 4 Ιουλίου 2013, ο Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης απορρίπτει την αίτηση μου εναντίον του δικηγόρου Πάρη Λοϊζου με την αιτιολογία ότι δεν δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του κανονισμού 5(1). Παρά τις διαμαρτυρίες μου προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο και τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου, τον Ιωαννίδη Δώρο, για την επεξήγηση του Κανονισμού 5(1) και τους λόγους που δεν δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας δεν έλαβα ποτέ κάποια απάντηση. Ο Κανονισμός 5(1) των περί δικηγόρων αναφέρει ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο διορίζει άλλο δικηγόρο ή άλλο κατάλληλο πρόσωπο για τη διεξαγωγή έρευνας και δεν αναφέρει αυτό που ισχυρίζεται γραπτός στην επιστολή του ο Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης. Ακριβώς τον ίδιο ισχυρισμό διατυπώνει σε γραπτή του επιστολή και ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, με ομόφωνη απόφαση του Πειθαρχικού  Συμβουλίου και χωρίς εγώ να γνωρίζω τις διενέργειες που μεσολάβησαν. Δεν μου δόθηκε ποτέ καμιά εξήγηση σχετικά με τον Κανονισμό 5(1), όπως φαίνεται από ψευδή διατύπωση του με την απόκρυψη του ποιο ουσιώδες στοιχείου που υπάρχει στο φάκελο μου, τον διορισμό και την έρευνα που κάνει άλλο πρόσωπο σχετικά με την υπόθεση μου.

 

Στην περίπτωση του Άρθρου 273, το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Γενικού Εισαγγελέα μέσα από τις Πειθαρχικές Διαδικασίες οι οποίες μεσολάβησαν, αποκρύπτει από εμένα το πραγματικό τιμολόγιο του δικηγόρου Πάρη Λοϊζου και μου παρουσιάζει μόνο μια χρεωστική σημείωση από τον ίδιο και τίποτε περισσότερο. Επίσης αποκρύπτει από εμένα τον διορισμό του άλλου προσώπου και τις διενέργειες που προέκυψαν όπως προβλέπει ο Κανονισμός 5(1) των περί δικηγόρων, όπως είναι η σχετική έκθεση που υποβάλλει το άλλο πρόσωπο στο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετά τη διεξαγωγή έρευνας που κάνει όπως ορίζει ο Κανονισμός 5(5).

 

Με βάση τα παραπάνω το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Γενικού Εισαγγελέα παραβιάζει το Άρθρο 12(α), για συνομωσία και ανατροπή των δικαστικών διαδικασιών, με την απόφαση του ότι το θέμα με το δικηγόρο Πάρη Λοϊζου δεν αφορά το Πειθαρχικό Συμβούλιο αλλά την της Εξωδικαστηριακή Επιτροπή του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποκτύπτει από εμένα όλα όσα συνεπάγονται και συνέβησαν με βάση τον Κανονισμό 5(1) των περί δικηγόρων και με δόλιο τρόπο επισημοποιεί το πλαστό διορισμό του δικηγόρου και τις διενέργειες στις οποίες προέβη χωρίς εγώ να γνωρίζω το οτιδήποτε. Δεν υπάρχει καμιά εξωδικαστηριακή υπόθεση σύμφωνα με τις αποδείξεις που έχω καταθέσει και τις ελάχιστες πλαστές αποδείξεις που παρουσιάζουν σε εμένα ο δικηγόρος Πάρης Λοϊζου και το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

Η Υπόθεση μου με το Πειθαρχικό Συμβούλιο σχετίζεται με το κατηγορητήριο που έχω ήδη καταθέσει εναντίον του Πάρη Λοϊζου για πλαστογραφία, ψευδορκία και κλοπή των χρημάτων μου για να προβεί σε διαφορετικές διαδικασίες από αυτές που συμφωνήσαμε. Το κατηγορητήριο εναντίον του Πάρη Λοϊζου έχει πάρει αριθμό 3112/15 και στις 05 Μαρτίου του 2015 θα παρουσιαστώ ενώπιον της Δικαστού Οικονόμου Νάγια στην Λευκωσία για να απαγγείλω τις κατηγορίες και να δώσω εξηγήσεις σχετικά με την απαράδεκτη συμπεριφορά του δικηγόρου.»

 

Στο πρακτικό που επισυνάπτεται στην υπό εξέταση αίτηση παρατίθενται οι λόγοι που οδήγησαν την πρωτόδικη δικαστή να αρνηθεί την χορήγηση άδειας καταχώρησης του εν λόγω κατηγορητηρίου ως ακολούθως:

 

«Διαφαίνεται από το κείμενο του κατηγορητηρίου ότι δεν παρατίθενται οι νομοθεσίες στις οποίες εντοπίζονται τα αναφερόμενα άρθρα. Τούτο από μόνο του αποστερεί από το Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο υπέχει αρμοδιότητα προς εκδίκαση των κατηγοριών. Περαιτέρω εμποδίζεται το Δικαστήριο να ελέγξει την ύπαρξη καταφανώς ανεπίτρεπτης συνένωσης κατηγοριών.

 

Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα άρθρα που παρατίθενται αναφέρονται στα αντίστοιχα άρθρα του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (από αντιπαραβολή των όσων αναφέρονται στην πιο πάνω παράθεση με τους τίτλους των αντίστοιχων άρθρων ως τούτοι διατυπώνονται στο Κεφ. 154). Και ότι ενδεχομένως να πρόκειται για θεραπεύσιμο ελάττωμα, διαπιστώνεται ότι, τα Άρθρα 273 και 347 του Ποινικού Κώδικα προνοούν ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τα 5 χρόνια φυλάκισης και εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου. (Βλ. Άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου).

 

Ούτε και μπορεί το Δικαστήριο όπως είναι διατυπωμένο το κατηγορητήριο να επιτρέψει την καταχώρηση αυτού για την προώθηση διαδικασίας σε ό,τι αφορά μέρος μόνο του κατηγορητηρίου.

 

Καθόλα σχετική με το υπό κρίση αίτημα είναι η πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κακαράντζας (Αρ. 1) (2015) 2 Α.Α.Δ. 1, ECLI:CY:AD:2015:D40. Στην υπόθεση εκείνη η 'έκθεση αδικήματος' προσομοιάζει ουσιωδώς με το υπό κρίση κατηγορητήριο με τη μόνη ουσιαστική διαφοροποίηση ότι υπεβλήθησαν κατηγορίες αναφορικά με ένα κατηγορούμενο και όχι με δύο όπως ήταν εκείνη. Το λεκτικό ωστόσο της Έκθεσης Κατηγορίας υπό α) σε εκείνη την υπόθεση είναι ουσιωδώς όμοιο με το λεκτικό του υπό κρίση κατηγορητηρίου. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι εκείνο το κατηγορητήριο παραβίαζε καταφανώς τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών και τη συνένωσή τους ως επίσης και ότι «οι κατηγορίες δεν είναι διατυπωμένες σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς κανονισμούς τύπο, δεν τίθενται με δίκαιο τρόπο και είναι, περαιτέρω, αδύνατη η διατύπωση της φύσης τους και η επιβεβαίωση ύπαρξης δικαιοδοσίας εκδίκασης τους», θεωρώ ότι ισχύουν και για το υπό κρίση κατηγορητήριο.»

 

Το Άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο διέπει το θέμα, αναφέρει τα εξής:

 

«43.(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.

 

(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.»

 

Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε από τον αδελφό δικαστή Λιάτσο στην Κακαράντζας (Αρ. 1) (2015) 2 Α.Α.Δ. 1, ECLI:CY:AD:2015:D40 που υπεβλήθη από τον ίδιο αιτητή, σε συνάρτηση με προηγούμενη προσπάθεια που έγινε για καταχώρηση κατηγορητηρίου. Αντί άλλης αναφοράς, υιοθετώ την ανάλυση που έγινε από τον αδελφό δικαστή, στις σελ. 4 - 6, με την οποία συμφωνώ:

 

«Τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 43 του Κεφ. 155, εξετάζονται στο σύγγραμμα των Λοϊζου και Πική, Criminal Procedure in Cyprus, στις σελίδες 61 και 62, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Before a charge is filed, it must be approved by a Judge of the Court before which the charge is preferred.

 

The Judge may, after perusal of the charge, either approve it by directing that the same shall be filed or may withhold approval. In the event of refusal the Judge must, if he is so requested, give within ten days from the date of refusal, a certificate of such refusal whereupon it will be open to an aggrieved party to apply within ten days to the Supreme Court to review the decision. If the Supreme Court decides that the filing of the charge was wrongly refused, they may make an order directing that the charge be filed. A certificate of refusal must be in the form prescribed by the Criminal Procedure Rules.»

 

Στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Αναθεωρημένη Εκδοση του Criminal Procedure in Cyprus 1975 του Γεώργιου Μ. Πική, στις σελίδες 123 και 124, εντοπίζονται τα εξής σχετικά:

 

«Το κατηγορητήριο πρέπει να εγκριθεί από δικαστή πριν την καταχώρισή του. Ο δικαστής, μετά τη θεώρηση του κατηγορητηρίου, μπορεί να το εγκρίνει, διατάσσοντας την καταχώρισή του ή μπορεί να αποστεί από την έγκρισή του.

 

......................................................................................................................................................................................................

 

Εύλογα ο δικαστής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει κατηγορητήριο, εάν αυτό είναι στοιχειοθετημένο με τρόπο ο οποίος παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση των κατηγοριών, τη συνένωση κατηγοριών ή τη συνένωση κατηγορουμένων. Παρά ταύτα, ο δικαστής σε εκείνο το στάδιο, στην απουσία επιχειρηματολογίας, θα είναι διστακτικός να απορρίψει την έγκρισή του εκτός ενόψει καταφανούς σφάλματος.»

 

Στην υπόθεση Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, το σχετικό απόσπασμα στη σελίδα 231, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από τον Δικαστή Στυλιανίδη:

 

«Criminal proceedings are instituted by a charge preferred before a Court. The charge is presented to a Judge of the Court who, after perusal, directs that the same shall be filed - (Sections 37 and 43 of the Criminal Procedure Law, Cap. 155). The direction of the Judge for filing or his refusal to give such direction no doubt is a judicial function and not administrative.  He has to examine the charge in order to ascertain: (i) that an offence known to law is alleged, (ii) that it is not out of time, (iii) that the Court has jurisdiction, and (iv) that the informant has any necessary authority to prosecute - (See R. v. Gateshead Justices, [1981] 1 All E.R. 1027, per Donaldson, L.J. at p. 1033)

 

Σε σχέση με τους κανόνες διατύπωσης κατηγοριών και τις συνέπειες παράβασής τους, διαφωτιστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από το σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (ανωτέρω). Στις σελίδες 98 και 99:

 

«Η κατηγορία πρέπει να είναι διατυπωμένη στον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς θεσμούς τύπο. ..........................

 

Η κατηγορία πρέπει να καθορίζει το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία ο υπόδικος κατηγορείται, περιέχουσα τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από το Άρθρο 38 του Κεφ. 155. Εφόσον η κατηγορία είναι διατυπωμένη σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του νόμου, δεν μπορεί να προσβληθεί ο τύπος της. Πρέπει να περιέχει περιγραφή του αδικήματος και, όπου προσάπτεται κατηγορία για περισσότερα του ενός αδικήματα, κάθε αδίκημα πρέπει να διατυπώνεται σε ξεχωριστή παράγραφο φέρουσα το όνομα «κατηγορία» (count). Οπου το κατηγορητήριο περιέχει περισσότερες της μίας κατηγορίες, οι κατηγορίες πρέπει να αριθμούνται διαδοχικά.»

 

Ακολούθως στη σελίδα 102:

 

«Οι κατηγορίες πρέπει να στοιχειοθετούνται με δίκαιο τρόπο και όχι με τρόπο που να τείνει να παγιδεύσει τον κατηγορούμενο. Είναι ανεπιθύμητη η πρόσαψη κατηγοριών οι οποίες είναι εμφανώς ασαφείς, εγείροντας διαζευκτικά θέματα προς εξέταση από την Υπεράσπιση. Εάν σκοπός είναι η πρόσαψη διαζευκτικών κατηγοριών, οι δύο κατηγορίες πρέπει να διατυπώνονται διαζευκτικά, αφήνοντας ανοικτή την επίλυση στο δικαστήριο να αποφασίσει ποιο από τα δύο διαζευκτικά αδικήματα διαπράχθηκε.»

 

Και στις σελίδες 114-115:

 

«Επίσης ανεπιθύμητη είναι και η συνένωση κατηγοριών ........

 

Περισσότεροι του ενός κατηγορούμενοι μπορεί να διωχθούν και να δικαστούν βάσει του ιδίου κατηγορητηρίου, δεδομένου ότι υπάρχει συνεκτικός ιστός μεταξύ των κατηγοριών που προσάπτονται, ως ορίζει το Άρθρο 41 του Κεφ. 155.»»

 

Στην παρούσα υπόθεση το κατηγορητήριο που παρουσιάστηκε προς καταχώρηση στρεφόταν εναντίον του «Πειθαρχικού Συμβουλίου του Γενικού Εισαγγελέα». Όπως δε ορθά αναφέρεται από την πρωτόδικο δικαστή σ' αυτό δεν παρατίθεται η νομοθετική πρόνοια επί της οποίας εδράζεται και πως, ακόμα και σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι αναφέρεται στα αντίστοιχα άρθρα του Ποινικού Κώδικα, αυτά προνοούν ποινές φυλάκισης που υπερβαίνουν τα πέντε χρόνια και εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου τέθηκε το κατηγορητήριο. Πέραν όμως από το θέμα της δικαιοδοσίας, όπως επίσης ορθά αναφέρεται από τη δικαστή, το κατηγορητήριο παραβιάζει καταφανώς τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών και τη συνένωσή τους και πως οι κατηγορίες δεν είναι διατυπωμένες σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς κανονισμούς τύπο, δεν τίθενται με δίκαιο τρόπο και είναι αδύνατη η διαπίστωση της φύσης τους και η επιβεβαίωση ύπαρξης δικαιοδοσίας εκδίκασής τους.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, δεν κρίνω δικαιολογημένη την αίτηση και απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο