ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
PA CHARALAMBOUS TRADING CO LTD ν. ΠΑΝΑΓΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 212/2014, 11/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:B54
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ v. ΦΛΩΡΕΝΤΙΝΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 34/2019, 8/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B230
Τtozios Management Ltd και Άλλος ν. Kυριάκου Κυριάκου (2016) 2 ΑΑΔ 277, ECLI:CY:AD:2016:B201
SURE FOOD LTD ν. ΜΙΧΑΗΛ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 46/15, 20/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B506
ΕΛΕΝΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 68/2020, 11/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:B180
METRON (CYPRUS) LTD ν. ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΝΙΟΥ, Ποινική Έφεση 64/15, 16/1/2018, ECLI:CY:AD:2018:D23
ΚΑΣΑΠΗ v. ΜΕΝΕΞΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 137/2020, 18/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B460
ECLI:CY:AD:2015:B56
(2015) 2 ΑΑΔ 18
30 Ιανουαρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
L.C.Α. DOMIKI LTD,
Εφεσείοντες,
v.
1. R.K.A. KIKKOS DEVELOPERS LTD,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 116/2011)
Επιταγή ― Απόφανση Εφετείου περί εσφαλμένης κατάληξης πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε επιταγή εν τη εννοία του Νόμου ― Κατά πόσον υπήρξε αποδοχή πλημμελούς μαρτυρίας η οποία αποτελεί τον ένα από τους τέσσερεις αναγνωρισμένους λόγους για άσκηση έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης εν τη εννοία του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Επιταγή ― Ασυμπλήρωτη επιταγή ― Άρθρο 12 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, ως τροποποιήθηκε ― Η ασυμπλήρωτη επιταγή δύναται να τύχει συμπλήρωσης από τον κάτοχο της και θεωρείται για όλους τους σκοπούς κανονική και νόμιμη ― Υπό την προϋπόθεση ότι η συμπλήρωση γίνεται με την εντολή ή συγκατάθεση του εκδότη ― Ο ορισμός της επιταγής στο ερμηνευτικό Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δεν μπορεί να αποκλίνει από την έννοια της επιταγής στο Κεφ. 262.
Η εφεσείουσα στράφηκε εναντίον πρωτόδικης κρίσης με την οποία οι εφεσίβλητοι αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν από κατηγορίες αναφορικά με κατηγορία έκδοσης επιταγής για ποσό €12.000 προς όφελος της εφεσείουσας, η οποία ανακλήθηκε χωρίς εύλογη αιτία κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, η επιταγή δεν μπορούσε να λογισθεί ως «επιταγή» εν τη εννοία του Άρθρου 4 του περί Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως τροποποιήθηκε από το Νόμο 164(Ι)/2003. Και τούτο διότι ο εφεσίβλητος 2, πέραν του γεγονότος ότι έθεσε την υπογραφή του επί της επιταγής, δεν γνώριζε ότι η επιταγή είχε παραδοθεί στην εφεσείουσα έναντι οφειλής της εταιρείας Tania Gregoriou Constructions Ltd, από τον Μ.Κ. 3, ο οποίος και συμπλήρωσε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία χωρίς την εντολή του. Δεν γνώριζε δηλαδή ο εφεσίβλητος 2, και κατ' επέκταση, η εφεσίβλητη εταιρεία, το πρόσωπο στο οποίο θα διδόταν η επιταγή, ούτε το ποσό, ούτε την ημερομηνία πληρωμής της. Επομένως, η εφεσείουσα σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση απέτυχε να «... αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 έδωσαν εντολή σε τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε καθορισμένο χρόνο. Σ' αυτή την κατάληξη το Δικαστήριο έφθασε, αποδεχόμενο ταυτόχρονα ότι ο εφεσίβλητος 2 είχε παραδεχθεί μέσα από τη μαρτυρία του ότι ο Μ.Κ.3 διαχειριζόταν, με τη συγκατάθεση του, τα οικονομικά των εταιρειών του, εφεσίβλητης και της εταιρείας Tania Gregoriou Constructions Ltd. Προέβη επίσης σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος 2, είχε αφήσει στην κατοχή του Μ.Κ.3 βιβλιάρια επιταγών των δύο εταιρειών στα οποία υπήρχαν υπογραμμένες εν λευκώ επιταγές από τον ίδιο, κάτι το οποίο εμφαντικά είχε αρνηθεί Μ.Κ.3.
Το Δικαστήριο, παρά την πιο πάνω κατάληξη του, προχώρησε να εξετάσει και να αποφασίσει ότι το συστατικό στοιχείο της ανάκλησης της επιταγής χωρίς εύλογη αιτία, πληρούτο. Με αναφορά στη νομολογία για το εύλογο της ανάκλησης, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ως προς το βάρος που θα έπρεπε να υπερπηδηθεί, έκρινε ότι ο εκδότης της επιταγής δεν παρέθεσε γραπτώς το λόγο για τον οποίο δόθηκε η εντολή μη πληρωμής. Η όποια προφορική μαρτυρία ως προς το λόγο της ανάκλησης δεν μπορούσε να παρακάμψει τη σχετική ρητή νομοθετική επιταγή περί τούτου. Ούτε και η τραπεζική σφραγίδα και σημείωση περί της ανακλήσεως που τέθηκε από το τραπεζικό ίδρυμα κάλυπτε το κενό ως προς το λόγο της ανάκλησης, σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικώς έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δεν θα μπορούσαν να επικαλεσθούν την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συνεπώς θα καταδικάζονταν εάν δεν υπήρχε, καθώς αποφάσισε, το εμπόδιο της στοιχειοθέτησης του πρώτου συστατικού του αδικήματος, της ύπαρξης δηλαδή νομότυπα εκδοθείσας επιταγής.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Η πρωτόδικη κρίση επί του νομικού καθεστώτος της επιταγής ήταν εσφαλμένη διότι κατά αντινομικό τρόπο το Δικαστήριο σύζευξε τις πρόνοιες του Άρθρου 305(Α)(2), με τις πρόνοιες του Άρθρου 305(Α)(1).
β) Εφόσον η υπεράσπιση που προώθησαν οι εφεσίβλητοι ότι είχαν εύλογη αιτία να ανακαλέσουν την επιταγή, απερρίφθη, το Δικαστήριο έπρεπε να τους κρίνει ένοχους στην κατηγορία.
γ) Ήταν λανθασμένη η αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς την ένοχη διάνοια εφόσον ενώ κάλεσε τους εφεσίβλητους σε απολογία, γεγονός που εξυπακούει τη νομική στοιχειοθέτηση της κατηγορίας, στο τέλος τους απάλλαξε χωρίς να είχε προκύψει μαρτυρία περί του ευλόγου της ανάκλησης ή που αναιρούσε αυτή τούτη την ένοχη διάνοια κατά το στάδιο της έκδοσης της επιταγής.
δ) Η μαρτυρία δεν δικαιολογούσε την κατάληξη ότι εν αγνοία του εφεσίβλητου 2, συμπληρώθηκε η επιταγή. Το Δικαστήριο επίσης καθοδήγησε λανθασμένα τον εαυτό του ως προς την έννοια της επιταγής και έδωσε λανθασμένη ερμηνεία στον όρο «έκδοση επιταγής».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εφεσείουσα έχει δίκιο στις θέσεις της. Και αυτό παρά το ότι εγκαταλείφθηκε ο λόγος έφεσης αναφορικά με το αντινομικό της κλήσης των εφεσιβλήτων σε απολογία μετά το εκ πρώτης όψεως στάδιο για να απαλλαγούν επί νομικού και μόνο συστατικού στοιχείου του αδικήματος, στο τελικό στάδιο.
2. Ενώ, βεβαίως, εφόσον δεν ικανοποιείτο, κατά το Δικαστήριο πάντοτε, συστατικό στοιχείο του αδικήματος, η αθώωση έπρεπε να λάβει χώραν από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
3. Η βασική τοποθέτηση της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο αθωώνοντας και απαλλάττοντας τους εφεσίβλητους χρησιμοποίησε στοιχεία από το Άρθρο 305Α(1), είναι ουσιαστικά αναντίλεκτη.
4. Είναι κατ' αρχάς ορθή η παρατήρηση της εφεσείουσας ότι το λεκτικό του Άρθρου 305Α(2) σχετίζεται και ερμηνεύεται σε σχέση με την περίπτωση ανάκλησης επιταγής και προϋποθέτει βέβαια εκ προοιμίου την ύπαρξη επιταγής, η οποία θα πρέπει λογικά να θεωρείται δεδομένο ότι εκδόθηκε έγκυρα και νομότυπα.
5. Αυτό είναι σαφές από το λεκτικό, αλλά και το νόημα του εδαφίου (2), εφόσον ανακαλείται χωρίς εύλογη αιτία με οποιαδήποτε πράξη, η εκδοθείσα από τον εκδότη επιταγή ως αποτέλεσμα της οποίας πράξης, η επιταγή δεν εξοφλείται. Δεν θα ήταν νομικά, ή, και λογικά εφικτό, να γίνεται λόγος για ανάκληση επιταγής, αν το εκδοθέν έγγραφο δεν είναι εν πάση περιπτώσει επιταγή.
6. Συνεπώς, η εστίαση της προσοχής σε κατηγορία επί του Άρθρου 305Α(2), ευρίσκεται στην υπεράσπιση που προνοείται από την επιφύλαξη του εδαφίου που αφορά στην «εύλογη αιτία».
7. Το Δικαστήριο παρουσιάζεται να εξέτασε από μόνο του την έννοια της επιταγής. Τέτοιο θέμα δεν ηγέρθηκε από τους εφεσίβλητους είτε κατά τη διάρκεια της δίκης, είτε κατά την υποβολή της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
8. Μια επιταγή δεν παύει να είναι επιταγή διότι συμπληρώθηκε ως προς τα στοιχεία της από πρόσωπο άλλο από τον εκδότη της.
9. Με την προϋπόθεση ότι η συμπλήρωση γίνεται με την εντολή ή συγκατάθεση του εκδότη, το έγγραφο παραμένει επιταγή εν τη εννοία του Άρθρου 4 του Κεφ. 154.
10. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι στην υπόθεση δεν υπήρχε επιταγή εν τη εννοία του Νόμου ήταν συνεπώς εσφαλμένη και σ' αυτό συνέτεινε το γεγονός ότι έγινε πλημμελώς δεκτή μαρτυρία που αποτελεί τον ένα από τους τέσσερεις αναγνωρισμένους λόγους για άσκηση έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης εν τη εννοία του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
11. Αυτό διότι ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Ανθής Χριστοφίδου, γραμματέα της εφεσείουσας, υπεύθυνης του αρχείου της εταιρείας και εκτελούσας χρέη βοηθού λογίστριας επί τω ότι η εφεσίβλητη εταιρεία εξέδωσε την επίδικη επιταγή με εισήγηση του εφεσίβλητου προς όφελος της εφεσείουσας προς κάλυψη οφειλών της Tania Gregoriou Constructions Ltd, (€12.000 έναντι €30.000), εν τούτοις ταυτόχρονα απέρριψε την παρόμοια μαρτυρία του Ανδρέα Μενελάου, Μ.Κ. 1. Με αποτέλεσμα δικαίως η εφεσείουσα να παραπονείται στο ζήτημα.
12. Η απόρριψη συνεπώς της επόμενης εκδοχής ότι ο εφεσίβλητος Γρηγορίου είχε γνώση της συμπλήρωσης της επιταγής ως προς τα στοιχεία της, η οποία έφερε την υπογραφή του, δεν ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις.
13. Ιδιαιτέρως τη στιγμή που και ο εφεσίβλητος Γρηγορίου είχε στη μαρτυρία του δηλώσει ότι είχε εμπιστοσύνη στον Μ.Κ.3, ο οποίος και δήλωσε ότι στην παρουσία του ο Μ.Κ.3 την υπέγραψε συμπληρώνοντας στη συνέχεια ο ίδιος ο μάρτυρας τα υπόλοιπα στοιχεία, κάτι που συνέβαινε συχνά διότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος.
14. Τα πιο πάνω σχετίζονται και με την κρίση του Δικαστηρίου με την οποία εν πάση περιπτώσει δεν έγινε δεκτό ότι υπήρξε εύλογη αιτία για ανάκληση της επιταγής, η οποία θα έπρεπε να γινόταν εγγράφως και να αναφερόταν ο λόγος της ανάκλησης.
15. Αν η επιταγή ήταν μέρος του βιβλιαρίου επιταγών που είχε στην κατοχή του ο Μ.Κ.3 και η εντολή ανάκλησης είχε δοθεί από αυτόν, ή, εν πάση περιπτώσει με την προτροπή του ήταν που είχαν ανακαλέσει οι εφεσίβλητοι, ως η εκδοχή τους, θα ήταν αναμενόμενο να τίθεντο και εγγράφως οι λόγοι της ανάκλησης με την καθοδήγηση του Μ.Κ.3, εφόσον κατά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου Γρηγορίου, εκείνος του είπε να την ανακαλέσει όταν αντιλήφθηκε ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν χρωστούσε οτιδήποτε στην εφεσείουσα και η επιταγή είχε δοθεί προς κάλυψη οφειλών τρίτης εταιρείας, της Tania Gregoriou Constructions Ltd.
Η έφεση επέτυχε. Οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι. Η υπόθεση ορίστηκε για γεγονότα και ποινή.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387,
Philippou Estates Ltd v. Ρούσου (2006) 2 Α.Α.Δ. 142.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από τους Παραπονούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καπετάνιου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19100/2008), ημερομηνίας 14/6/2011.
Π. Πετράκης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χουβαρτάς, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας υπόθεση ιδιωτικής ποινικής φύσεως που αφορούσε μια και μοναδική κατηγορία, στο ότι οι εφεσίβλητοι-κατηγορούμενοι στις 10.6.2008, στη Λευκωσία, εξέδωσαν επιταγή προς όφελος της εφεσείουσας εταιρείας επί της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας για ποσό €12.000, την πληρωμή της οποίας χωρίς εύλογη αιτία στη συνέχεια ανακάλεσαν, κατέληξε στα εξής ευρήματα, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία.
Ο Αντώνης Μενελάου, Μ.Κ.1, υπεύθυνος της εφεσείουσας και διευθυντής πωλήσεων στην Πάφο, παρέλαβε το 2008, σε ημερομηνία που το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καθορίσει την επίδικη επιταγή από τον Πάμπο Χατζηζηνοβίου, Μ.Κ.3, διευθυντή του καταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας στην Λαϊκή Τράπεζα στην οδό Ευαγόρα Παλληκαρίδη στην Πάφο. Η επιταγή εκδόθηκε από την εφεσίβλητη εταιρεία προς όφελος της εφεσείουσας για το ποσό των €12.000 και με ημερομηνία πληρωμής τις 10.6.2008. Όλα τα στοιχεία της είχαν συμπληρωθεί από τον Χατζηζηνοβίου στην άγνοια και στην απουσία του εφεσίβλητου 2, Ανδρέα Γρηγορίου, διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας, καθώς και της εταιρείας Tania Gregoriou Constructions Ltd, η οποία είχε εμπορικές δοσοληψίες με την εφεσείουσα εταιρεία, η οποία ασχολείται με την εμπορία σιδήρου. Η επιταγή έφερε μόνο την υπογραφή του εφεσίβλητου 2. Όταν παρουσιάστηκε στις 12.6.2008 για πληρωμή, αυτή επιστράφηκε με την ένδειξη ότι είχε ανακληθεί από τον εκδότη της μέσω του εφεσίβλητου 2, ο οποίος υπέγραψε εντολή ανάκλησης, σε ημερομηνία που το Δικαστήριο δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Η επιταγή κατατέθηκε εκ νέου, αλλά επιστράφηκε απλήρωτη και πάλι με την ίδια ένδειξη στις 3.7.2008.
Το Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε αμφότερους τους εφεσίβλητους με το εξής σκεπτικό: η επιταγή δεν μπορούσε να λογισθεί ως «επιταγή» εν τη εννοία του Άρθρου 4 του περί Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως τροποποιήθηκε από το Νόμο αρ. 164(Ι)/2003. Και τούτο διότι ο εφεσίβλητος 2, πέραν του γεγονότος ότι έθεσε την υπογραφή του επί της επιταγής, δεν γνώριζε ότι η επιταγή είχε παραδοθεί στην εφεσείουσα έναντι οφειλής της Tania Gregoriou Constructions Ltd, από τον Χατζηζηνοβίου, ο οποίος και συμπλήρωσε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία χωρίς την εντολή του. Δεν γνώριζε δηλαδή ο εφεσίβλητος 2, και κατ' επέκταση, η εφεσίβλητη εταιρεία, το πρόσωπο στο οποίο θα διδόταν η επιταγή, ούτε το ποσό, ούτε την ημερομηνία πληρωμής της. Επομένως, η εφεσείουσα απέτυχε να «... αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 έδωσαν εντολή σε τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε καθορισμένο χρόνο.». Σ' αυτή την κατάληξη το Δικαστήριο έφθασε, αποδεχόμενο ταυτόχρονα ότι ο εφεσίβλητος 2 είχε παραδεχθεί μέσα από τη μαρτυρία του ότι ο Χατζηζηνοβίου διαχειριζόταν, με τη συγκατάθεση του, τα οικονομικά των εταιρειών του, εφεσίβλητης και Tania Gregoriou Constructions Ltd. Προέβη επίσης σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος 2 είχε αφήσει στην κατοχή του Χατζηζηνοβίου βιβλιάρια επιταγών των δύο εταιρειών στα οποία υπήρχαν υπογραμμένες εν λευκώ επιταγές από τον ίδιο, κάτι το οποίο εμφαντικά είχε αρνηθεί ο Χατζηζηνοβίου.
Το Δικαστήριο, παρά την πιο πάνω κατάληξη του, προχώρησε να εξετάσει και να αποφασίσει ότι το συστατικό στοιχείο της ανάκλησης της επιταγής χωρίς εύλογη αιτία, πληρούτο. Με αναφορά στη νομολογία για το εύλογο της ανάκλησης, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ως προς το βάρος που θα έπρεπε να υπερπηδηθεί, έκρινε ότι ο εκδότης της επιταγής δεν παρέθεσε γραπτώς το λόγο για τον οποίο δόθηκε η εντολή μη πληρωμής. Η όποια προφορική μαρτυρία ως προς το λόγο της ανάκλησης δεν μπορούσε να παρακάμψει τη σχετική ρητή νομοθετική επιταγή περί τούτου. Ούτε και η τραπεζική σφραγίδα και σημείωση περί της ανακλήσεως που τέθηκε από το τραπεζικό ίδρυμα κάλυπτε το κενό ως προς το λόγο της ανάκλησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικώς έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δεν θα μπορούσαν να επικαλεσθούν την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συνεπώς θα καταδικάζονταν εάν δεν υπήρχε, καθώς αποφάσισε, το εμπόδιο της στοιχειοθέτησης του πρώτου συστατικού του αδικήματος, της ύπαρξης δηλαδή νομότυπα εκδοθείσας επιταγής.
Η εφεσείουσα, έχουσα λάβει έγκριση στις 21.6.2011 από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να εφεσιβάλει κάτω από το Άρθρο 137 του Κεφ. 155, την ως άνω αθωωτική απόφαση, θεωρεί την πρωτόδικη κρίση επί του νομικού καθεστώτος της επιταγής ως λανθασμένης διότι κατά αντινομικό τρόπο το Δικαστήριο σύζευξε τις πρόνοιες του Άρθρου 305(Α)(2), με τις πρόνοιες του Άρθρου 305(Α)(1). Εφόσον η υπεράσπιση που προώθησαν οι εφεσίβλητοι ότι είχαν εύλογη αιτία να ανακαλέσουν την επιταγή, απερρίφθη, το Δικαστήριο έπρεπε να τους κρίνει ένοχους στην κατηγορία. Περαιτέρω ήταν λανθασμένη η αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς την ένοχη διάνοια εφόσον ενώ κάλεσε τους εφεσίβλητους σε απολογία, γεγονός που εξυπακούει την νομική στοιχειοθέτηση της κατηγορίας, στο τέλος τους απάλλαξε χωρίς να είχε προκύψει μαρτυρία περί του ευλόγου της ανάκλησης ή που αναιρούσε αυτή τούτη την ένοχη διάνοια κατά το στάδιο της έκδοσης της επιταγής. Περαιτέρω, θεωρεί ότι η μαρτυρία δεν δικαιολογούσε την κατάληξη ότι εν αγνοία του εφεσίβλητου 2 ήταν που συμπληρώθηκε η επιταγή. Το Δικαστήριο επίσης καθοδήγησε λανθασμένα τον εαυτό του ως προς την έννοια της επιταγής και έδωσε λανθασμένη ερμηνεία στον όρο «έκδοση επιταγής».
Οι εφεσίβλητοι προτείνουν, ως αντίλογο, την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης επί κάθε σημείου. Εισηγούνται δε ότι για να ανακληθεί επιταγή, θα πρέπει πρωτίστως να υπάρχει επιταγή, θέση όμως που, ως θα αναφερθεί και στη συνέχεια, δεν είχαν ποτέ στο πρωτόδικο στάδιο και εμφανώς το εγείρουν τώρα υπό το φως του λόγου αθώωσης τους. Η σχετική παραπομπή του συνηγόρου τους στην Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387, ως προς την έννοια της επιταγής σαφώς και δεν είναι δόκιμη διότι αφορούσε μεταχρονολογημένη επιταγή και εν πάση περιπτώσει αποφασίστηκε πριν την τροποποίηση που επήλθε στη συνέχεια και πριν τη μεταγενέστερη τροποποίηση του 2008, με το Νόμο αρ. 25(Ι)/2003, ώστε να περιλαμβάνεται και η μεταχρονολόγηση. Εκεί που η Ερμογένους ν. Αστυνομίας έχει εδώ εφαρμογή είναι στη θέση, όπως διαπιστώνεται και στην παρούσα έφεση, ότι η έννοια της επιταγής στην οποία αναφέρεται ο Ποινικός Κώδικας έχει την ίδια έννοια της επιταγής που αναφέρεται και στον περί Συναλλαγματικών Νόμο, Κεφ. 262.
Η εφεσείουσα έχει βεβαίως δίκαιο στις θέσεις της. Και αυτό παρά το ότι εγκαταλείφθηκε ο λόγος έφεσης αναφορικά με το αντινομικό της κλήσης των εφεσιβλήτων σε απολογία μετά το εκ πρώτης όψεως στάδιο για να απαλλαγούν επί νομικού και μόνο συστατικού στοιχείου του αδικήματος, στο τελικό στάδιο. Ενώ, βεβαίως, εφόσον δεν ικανοποιείτο, κατά το Δικαστήριο πάντοτε, συστατικό στοιχείο του αδικήματος, η αθώωση έπρεπε να λάβει χώραν από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Η βασική τοποθέτηση της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο αθωώνοντας και απαλλάττοντας τους εφεσίβλητους χρησιμοποίησε στοιχεία από το Άρθρο 305Α(1), είναι ουσιαστικά αναντίλεκτη. Το Άρθρο 305Α(2) επί του οποίου και εδράζεται η κατηγορία έχει ως εξής:
«(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή έχει καταστεί πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας, δυνατό να γίνει από τον κατηγορούμενο εφόσον, κατά ή πριν από την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της, ο κατηγορούμενος ως εκδότης παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, το λόγο ή τους λόγους για τους οποίους δόθηκε εντολή μη πληρωμής της.»
Να σημειωθεί ότι το Άρθρο 305Α τροποποιήθηκε με τον Νόμο αρ. 70(Ι)/2008 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 25.7.2008, με την εξ ολοκλήρου αντικατάσταση του, της νέας αυτής διατύπωσης εφαρμοζόμενης στην υπό κρίση περίπτωση εφόσον το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 18.9.2008.
Είναι κατ' αρχάς ορθή η παρατήρηση της εφεσείουσας ότι το λεκτικό του Άρθρου 305Α(2) σχετίζεται και ερμηνεύεται σε σχέση με την περίπτωση ανάκλησης επιταγής και προϋποθέτει βέβαια εκ προοιμίου την ύπαρξη επιταγής, η οποία θα πρέπει λογικά να θεωρείται δεδομένο ότι εκδόθηκε έγκυρα και νομότυπα. Αυτό είναι σαφές από το λεκτικό, αλλά και το νόημα του εδαφίου (2), εφόσον ανακαλείται χωρίς εύλογη αιτία με οποιαδήποτε πράξη, η εκδοθείσα από τον εκδότη επιταγή ως αποτέλεσμα της οποίας πράξης, η επιταγή δεν εξοφλείται. Δεν θα ήταν νομικά, ή, και λογικά εφικτό, να γίνεται λόγος για ανάκληση επιταγής, αν το εκδοθέν έγγραφο δεν είναι εν πάση περιπτώσει επιταγή. Συνεπώς, η εστίαση της προσοχής σε κατηγορία επί του Άρθρου 305Α(2), ευρίσκεται στην υπεράσπιση που προνοείται από την επιφύλαξη του εδαφίου που αφορά στην «εύλογη αιτία».
Το Δικαστήριο παρουσιάζεται να εξέτασε από μόνο του την έννοια της επιταγής. Τέτοιο θέμα δεν ηγέρθηκε από τους εφεσίβλητους είτε κατά τη διάρκεια της δίκης, είτε κατά την υποβολή της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Η υποβολή στηρίχθηκε στην αντιφατικότητα της προσαχθείσας μαρτυρίας και στο ότι η ανάκληση θα έπρεπε να είχε γίνει, ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος, πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή έπρεπε να πληρωθεί. Το Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 22.12.2010, απέρριψε τις θέσεις αυτές, με ειδική αναφορά στην Philippou Estates Ltd v. Ρούσου (2006) 2 Α.Α.Δ. 142, ως προς το ότι ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος της ανάκλησης δεν συναρτάται με την ημερομηνία που η επιταγή καθίσταται πληρωτέα και ο χρόνος κατά τον οποίο προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη η μη εξόφληση της επιταγής μπορεί να είναι προγενέστερος ή μεταγενέστερος της ημερομηνίας αυτής.
Μάλιστα ο συνήγορος των εφεσίβλητων αποδέχθηκε χωρίς ένσταση την κατάθεση της επιταγής ως Τεκμήριο 1 από νωρίς, ήδη από την αρχή της κύριας εξέτασης του Α. Μενελάου, διευθυντή της εφεσείουσας, Μ.Κ.1. Στην πορεία, η υπόθεση, και κυρίως η υπεράσπιση, κινήθηκε γύρω από τη θέση ότι ευλόγως ήταν που ανακλήθηκε η πληρωμή της επιταγής. Ρωτήθηκε βεβαίως ο Π. Χατζηζηνοβίου, Μ.Κ.3, περί του τρόπου συμπλήρωσης της επιταγής, αλλά η συναφής υποβολή ήταν ότι ο ίδιος ο μάρτυρας εξέδωσε την επιταγή προς όφελος της εφεσείουσας για να την εξυπηρετήσει και όχι ότι το εκδοθέν έγγραφο δεν ήταν καν επιταγή. Σε καμιά δε περίπτωση δεν υπήρξε ισχυρισμός περί πλαστογραφίας της επιταγής. Άλλωστε ήταν δεδομένη η θέση του εφεσίβλητου 2 ότι η επιταγή έφερε πράγματι την υπογραφή του.
Μια επιταγή δεν παύει να είναι επιταγή διότι συμπληρώθηκε ως προς τα στοιχεία της από πρόσωπο άλλο από τον εκδότη της. Με την προϋπόθεση ότι η συμπλήρωση γίνεται με την εντολή ή συγκατάθεση του εκδότη, το έγγραφο παραμένει επιταγή εν τη εννοία του Άρθρου 4 του Κεφ. 154. Μάλιστα στο σύγγραμμα Byles on Bills of Exchange 24η Έκδ. σελ. 31-33, γίνεται μνεία των περιπτώσεων των μη συμπληρωμένων συναλλαγματικών εγγράφων, θεωρουμένων τότε ως inchoate instruments, τα οποία όμως καθίστανται κανονικά αξιόγραφα εφόσον συμπληρώνονται δεόντως από τον κομιστή ή τον κάτοχο του. Όπως αναφέρεται, «A bill which is incomplete at the time of issue is to be treated, when delivered in accordance with the section, as though it had never been defective at all.». Το «section» εδώ, είναι το s. 20 του Bills of Exchange Act 1882. Και επίσης η παράλειψη της ένθεσης του ονόματος του δικαιούχου («payee») και άλλων ουσιαστικών στοιχείων, μπορούν να θεραπευτούν με τη συμπλήρωση τους από τον κάτοχο, δυνάμει του ως άνω s. 20 του Bills of Exchange Act 1882 (δέστε και Chalmers and Guest on Bills of Exchange and Cheques 17η Έκδ. σελ. 102-111).
Στην Κύπρο υπάρχει ανάλογη πρόνοια στο Άρθρο 12 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, ως τροποποιήθηκε, σχετική δε ανάλυση γίνεται στο σύγγραμμα του Χριστάκη Λουκά: Τραπεζική Επιταγή (1987), σελ. 39-46. Η ουσία είναι ότι η ασυμπλήρωτη επιταγή δύναται να τύχει συμπλήρωσης από τον κάτοχο της και θεωρείται για όλους τους σκοπούς κανονική και νόμιμη. Συμπληρώνεται εδώ ότι «επιταγή» κατά το Άρθρο 73 του Κεφ. 262, ως τροποποιήθηκε, είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη πληρωτέα εν όψει και όλες οι πρόνοιες του Νόμου αυτού σε σχέση με συναλλαγματικές εφαρμόζονται και στις επιταγές.
Έπεται ότι ο ορισμός της επιταγής στο ερμηνευτικό Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δεν μπορεί να αποκλίνει από την έννοια της επιταγής στο Κεφ. 262 και η αναφορά στο Άρθρο 4, ότι «επιταγή» σημαίνει «γραπτή εντολή του εκδότη προς Τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ...», εξυπακούει την εξουσιοδότηση του κατόχου της να συμπληρώσει όλα τα σχετικά στοιχεία.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι στην υπόθεση δεν υπήρχε επιταγή εν τη εννοία του Νόμου είναι συνεπώς εσφαλμένη και σ' αυτό συνέτεινε το γεγονός ότι έγινε πλημμελώς δεκτή μαρτυρία που αποτελεί τον ένα από τους τέσσερεις αναγνωρισμένους λόγους για άσκηση έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης εν τη εννοία του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Αυτό διότι ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Ανθής Χριστοφίδου, γραμματέα της εφεσείουσας, υπεύθυνης του αρχείου της εταιρείας και εκτελούσας χρέη βοηθού λογίστριας επί τω ότι η εφεσίβλητη εταιρεία εξέδωσε την επίδικη επιταγή με εισήγηση του εφεσίβλητου προς όφελος της εφεσείουσας προς κάλυψη οφειλών της Tania Gregoriou Constructions Ltd, (€12.000 έναντι €30.000), εν τούτοις ταυτόχρονα απέρριψε την παρόμοια μαρτυρία του Ανδρέα Μενελάου, Μ.Κ. 1. Με αποτέλεσμα δικαίως η εφεσείουσα να παραπονείται στο ζήτημα.
Συγκεκριμένα, η Χριστοφίδου κατέθεσε ως μέρος της κύριας εξέτασης της Δήλωση, στην οποία ρητώς αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο η εφεσίβλητη εξέδωσε την επιταγή προς όφελος της εφεσείουσας για οφειλές που είχε η Tania Gregoriou Constructions Ltd. Αυτή η μαρτυρία παρέμεινε κυριολεκτικά αναντίλεκτη εφόσον κατά τη σύντομη αντεξέταση δεν αμφισβητήθηκαν ποσώς τα ανωτέρω, παρά μόνο η κατάσταση λογαριασμού και η ετοιμασία της ως προς την οφειλή των €30.000 από την Tania Gregoriou Constructions Ltd προς την εφεσείουσα. Ο Μενελάου, Μ.Κ.1, ανέφερε τα ίδια στη δική του μαρτυρία. Επομένως οι δυο μαρτυρίες συγκλίνουν στο ότι η εφεσίβλητη, ενεργώντας μέσω του διευθυντή της, εφεσίβλητου Ανδρέα Γρηγορίου, εξέδωσε πράγματι την επιταγή για να καλύψει μέρος της οφειλής προς την εφεσείουσα που είχε η Tania Gregoriou Constructions Ltd. Η απόρριψη συνεπώς της επόμενης εκδοχής ότι ο εφεσίβλητος Γρηγορίου είχε γνώση της συμπλήρωσης της επιταγής ως προς τα στοιχεία της, η οποία έφερε την υπογραφή του, δεν ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Ιδιαιτέρως τη στιγμή που και ο εφεσίβλητος Γρηγορίου είχε στη μαρτυρία του δηλώσει ότι είχε εμπιστοσύνη στον Χατζηζηνοβίου, ο οποίος και δήλωσε ότι στην παρουσία του ο Χατζηζηνοβίου την υπέγραψε συμπληρώνοντας στη συνέχεια ο ίδιος ο μάρτυρας τα υπόλοιπα στοιχεία, κάτι που συνέβαινε συχνά διότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος.
Τα πιο πάνω σχετίζονται και με την κρίση του Δικαστηρίου με την οποία εν πάση περιπτώσει δεν έγινε δεκτό ότι υπήρξε εύλογη αιτία για ανάκληση της επιταγής, η οποία θα έπρεπε να γινόταν εγγράφως και να αναφερόταν ο λόγος της ανάκλησης. Αν η επιταγή ήταν μέρος του βιβλιαρίου επιταγών που είχε στην κατοχή του ο Χατζηζηνοβίου και η εντολή ανάκλησης είχε δοθεί από αυτόν, ή, εν πάση περιπτώσει με την προτροπή του ήταν που είχαν ανακαλέσει οι εφεσίβλητοι, ως η εκδοχή τους, θα ήταν αναμενόμενο να τίθεντο και εγγράφως οι λόγοι της ανάκλησης με την καθοδήγηση του Χατζηζηνοβίου, εφόσον κατά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου Γρηγορίου, εκείνος του είπε να την ανακαλέσει όταν αντιλήφθηκε ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν χρωστούσε οτιδήποτε στην εφεσείουσα και η επιταγή είχε δοθεί προς κάλυψη οφειλών τρίτης εταιρείας, της Tania Gregoriou Constructions Ltd.
Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι της κατηγορίας ότι στις 10.6.2008 στη Λευκωσία εξέδωσαν επιταγή επί της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας για ποσό €12.000 προς όφελος της εφεσείουσας, η οποία επιταγή ανακλήθηκε χωρίς εύλογη αιτία κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Καθίσταται πλέον έργο του Εφετείου να προχωρήσει στην επιβολή ποινής, αφού βεβαίως ακούσει προηγουμένως τους εφεσίβλητους για σκοπούς μετριασμού.
Η υπόθεση θα οριστεί για γεγονότα και ποινή.
Η έφεση επιτυγχάνει. Οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι. Η υπόθεση θα οριστεί για γεγονότα και ποινή.