ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Αιτητής παρών αυτοπροσώπως Μ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-12-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΥΛΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ν. SISAMOS REFRIGERATION LIMITED, Ποινική Aίτηση Aρ. 11/2015, 23/12/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B870

(2015) 2 ΑΑΔ 973

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                  (Ποινική Aίτηση Aρ. 11/2015)

 

 23 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:                                           

ΠΑΥΛΟΥ  ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

                               Αιτητή/Εφεσείοντα

Και

 

SISAMOS  REFRIGERATION LIMITED

                                                            Καθ΄ ης η αίτηση/Εφεσίβλητη

........

 

Αίτηση ημερ. 31.8.2015 για παράταση

του χρόνου καταχώρησης έφεσης

 

 

Αιτητής παρών αυτοπροσώπως

Μ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη

.......

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στις 5.8.15, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε ένοχη τη Συνεργατική Εταιρεία ΕΣΕΛ-ΣΠΟΛΠ ΛΤΔ (Κατηγορούμενη 1) και το διευθυντή της Παύλο Αριστείδου (κατηγορούμενο 3) σε δύο κατηγορίες έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και αυθημερόν επέβαλε στον κατηγορούμενο 3 ποινή φυλακίσεως 6 μηνών με τριετή αναστολή.

 

      Εικοσιέξι ημέρες μετά την καταδίκη του, στις 31.8.15, ο κατηγορούμενος 3 (στο εξής ο αιτητής) καταχώρισε την υπό κρίση αίτηση με την οποία αποβλέπει δυνάμει των άρθρων 133[1] και 134[2] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σε παράταση του χρόνου καταχώρισης  έφεσης εναντίον της καταδίκης του.

 

      Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του αιτητή, κατά την απαγγελία της (καταδικαστικής) απόφασης αισθάνθηκε έντονη δυσφορία με λιποθυμικές τάσεις και κατά την αγόρευση του συνηγόρου του για μετριασμό της ποινής λιποθύμησε και ακολούθως μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο  Λεμεσού.  Παρά την κατάσταση όμως της υγείας του και της σύστασης του ιατρού του να αποφεύγει οποιαδήποτε κατάσταση που θα του προκαλούσε άγχος, προσπάθησε από τις 18.8.15 να επικοινωνήσει με το δικηγόρο του προκειμένου να καταχωρηθεί έφεση κατά της απόφασης που εκδόθηκε  εναντίον του.  Όμως μόλις στις 24.8.15 κατόρθωσε να έχει συνάντηση μαζί του και όταν του ζήτησε να εφεσιβάλει την απόφαση, ο δικηγόρος του εξήγησε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει καθότι αφενός είχε παρέλθει η προθεσμία καταχώρισης της έφεσης και αφετέρου κατά την αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, αφού η κατηγορούμενη 1 εξόφλησε τις δύο επιταγές, είχε δηλώσει ότι «η απόφαση του Δικαστηρίου δεν θα αμφισβητηθεί από τους κατηγορούμενους» οι οποίοι «παραδέχονται και απολογούνται».  Πρόκειται, τονίζει στην ένορκη του δήλωση, για δηλώσεις που έγιναν χωρίς τη συγκατάθεση του και σε χρόνο που ο ίδιος δεν βρισκόταν στην αίθουσα του Δικαστηρίου λόγω του προβλήματος υγείας που είχε και ενόψει τούτου επικοινώνησε με τρεις άλλους δικηγόρους για να καταχωρίσουν  αίτηση παράτασης της προθεσμίας καταχώρισης της έφεσης, αλλά και οι τρεις δεν ανάλαβαν να προωθήσουν τέτοια αίτηση εξ  ου και αποφάσισε να την προωθήσει ο ίδιος προσωπικά.

 

      Στη βάση των πιο πάνω θεωρεί ότι το αίτημα του θα πρέπει να ικανοποιηθεί καθότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία των παραπονουμένων και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη δική του, την στιγμή που από τη μαρτυρία δεν προέκυψε ότι ο ίδιος είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην οικονομική διαχείριση της κατηγορουμένης 1, ή ότι γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει ότι οι επίδικες επιταγές δεν θα εξοφλούνταν με την παρουσίαση τους στην Τράπεζα.

      Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της καθ΄ης η αίτηση παραπονούμενης εταιρείας, στην οποία διατυπώνονται 12 λόγοι για απόρριψη της.  Εξ  αυτών οι 6 έχουν στο επίκεντρο τους τη θέση ότι ο αιτητής δεσμεύεται από τη δήλωση του δικηγόρου του ότι  «παραδέχεται και απολογείται και ότι δεν θα εφεσιβάλει την απόφαση», ενώ οι υπόλοιποι ότι από την ένορκη δήλωση του αιτητή δεν καταδεικνύεται βάσιμος λόγος για ικανοποίηση του αιτήματος του.  Συγκεκριμένα είναι θέση της καθ΄ ης η αίτηση ότι η προαναφερθείσα δήλωση του δικηγόρου του αιτητή αποτελεί εμπόδιο για αποδοχή της αίτησης εφόσον ο αιτητής, λόγω της δήλωσης, έτυχε όφελος σ΄ ότι αφορά την ποινή που του επιβλήθηκε και ως εκ τούτου η αίτηση είναι καταχρηστική και αποδοχή της θα δημιουργήσει ρήγματα στις σχέσεις μεταξύ δικηγόρων και πελατών, με αποτέλεσμα να υπάρχει ορατός κίνδυνος να δημιουργηθεί αβεβαιότητα στη διαδικασία με την αναίρεση δεσμευτικών δηλώσεων κατά το δοκούν.  Περαιτέρω, δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις και ούτε διατυπώνεται βάσιμος λόγος για ικανοποίηση της αίτησης ως απαιτείται από το άρθρο 134 της Ποινικής Δικονομίας.

 

      Τα μέρη προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες υιοθέτησαν και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης.

 

      Έχουμε μελετήσει τα όσα διατυπώνονται στις ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση καθώς επίσης και τα εκατέρωθεν περιγράμματα αγόρευσης και όπως γίνεται αντιληπτό το υπό αναφορά αίτημα θα κριθεί στη βάση των προνοιών του άρθρου 134 της Ποινικής Δικονομίας.

 

      Όπως υπενθύμισε το παρόν Εφετείο στη Daniel Naydenov v. Δημοκρατίας, Ποιν. Αιτ. Αρ. 12/2014 ημερ. 16.9.15, ECLI:CY:AD:2015:B610 - με αναφορά στις Eurohouse Finance Ltd κ.α. v. Aστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52, Φίλιππου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 98 και Δημοκρατίας ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479 - η παράταση του χρόνου για την υποβολή έφεσης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο μπορεί να παρασχεθεί κατ΄ άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου μόνο εφόσον καταδειχθεί καλός λόγος, τέτοιος που να αντισταθμίζει το τελέσφορο των δικαστικών αποφάσεων που είναι συνυφασμένο με την τελεσιδικία.  Πρόκειται για πάγια και διαχρονικώς καθιερωμένη από τη νομολογία αρχή και ό,τι απαιτείται για τους σκοπούς της  παρούσας είναι να επαναλάβουμε αυτό που λέχθηκε στην Ηλιάδη ν. Δήμου Λάρνακας (1996) 2 Α.Α.Δ. 236, το οποίο υιοθετήθηκε στην  Eurohouse Finance Ltd (ανωτέρω), ότι δηλαδή η αδυναμία δικηγόρου - και κατ΄ επέκταση του προτιθέμενου εφεσείοντα εφόσον αυτός προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα έφεσης αυτοπροσώπως - λόγω ασθένειας μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο για παράταση του χρόνου προς υποβολή έφεσης, «νοουμένου ότι καταφαίνεται ότι η αδυναμία ή το σφάλμα επέδρασε ουσιωδώς, καθόλη τη διάρκεια του κρίσιμου χρόνου ως παράγοντας ανασταλτικός στην άσκηση έφεσης».

 

      Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι κατά την αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή προς μετριασμό της ποινής ο αιτητής λιποθύμησε και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο.  Με τους ισχυρισμούς δε που διατυπώνει στην ένορκη του δήλωση αναδεικνύεται ότι διαμόρφωσε πρόθεση να εφεσιβάλει την εναντίον του απόφαση από τις 18.8.15, πλην όμως λόγω ασθένειας είχε  απωλέσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 133 προθεσμία των  ημερών.  Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψη και της δήλωσης του δικηγόρου του ότι «παραδέχεται και απολογείται και δεν θα εφεσιβάλει την απόφαση», συνιστά εμπόδιο στην καταχώριση αίτησης για παράταση της προθεσμίας καταχώρισης έφεσης.

 

      Κατ΄ αρχάς να παρατηρήσουμε πως δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της καθ΄ ης η αίτηση ότι με την εν λόγω δήλωση, απομονωμένης από οτιδήποτε άλλο, ο αιτητής θα μπορούσε να τύχει ουσιαστικού ωφελήματος σε σχέση με την ποινή που επρόκειτο να του επιβληθεί.  Και αυτό καθότι η «παραδοχή και απολογία» μέσω του δικηγόρου του έγινε μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και την  έκδοση καταδικαστικής απόφασης, στοιχείο που ουσιαστικά αναιρούσε το ευεργέτημα για έκπτωση στην ποινή που θα είχε εάν είχε παραδεχτεί  τις εναντίον του κατηγορίες.  Όμως έχουμε την άποψη ότι η επίδικη δήλωση του δικηγόρου του αιτητή δεν ήταν μια απλή, άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, δήλωση.  Προηγήθηκε, αμέσως μετά την καταδικαστική απόφαση, η εξόφληση των δύο επιταγών από την κατηγορούμενη 1, στοιχείο το οποίο έδωσε ουσιαστική υπόσταση στη δήλωση και ο συνδυασμός των δύο προφανέστατα επέδρασε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης που είχε επιβάλει στον αιτητή.  Κάτω απ΄ αυτά τα περιστατικά θεωρούμε πως η αδυναμία άσκησης έφεσης από τον αιτητή εντός της προθεσμίας των 10 ημερών λόγω ασθένειας θα μπορούσε να θεωρηθεί βάσιμος λόγος για παράταση του χρόνου υποβολής έφεσης, εάν δεν είχε προηγηθεί η εξόφληση των επιταγών, η οποία έδωσε ουσία και  περιεχόμενο στην προαναφερθείσα δήλωση του δικηγόρου του που οδήγησε στο να τύχει του ουσιαστικού ευεργετήματος αναστολής της ποινής φυλάκισης.  Αντίθετη κατάληξη, κατά την άποψή μας, θα ισοδυναμούσε με πλήγμα στο τελέσφορο των δικαστικών αποφάσεων που είναι συνυφασμένο με την τελεσιδικία και μάλιστα όταν ο προτιθέμενος εφεσείων, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, τυγχάνει λόγω των δηλώσεων του δικηγόρου που τον αντιπροσωπεύει ουσιαστικό όφελος πρωτοδίκως.

 

      Η αίτηση απορρίπτεται.

                                                                      Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] 133.-(1) Κάθε πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο από Επαρχιακό Δικαστήριο και καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε περίοδο φυλάκισης ή σε χρηματική ποινή που υπερβαίνει τις δέκα λίρες δύναται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 135 και 136, να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου-

(α) κατά της καταδίκης του, ως δυνάμει δικαιώματος για οποιοδήποτε λόγο ο οποίος συνεπάγεται νομικό ζήτημα μόνο

(β) με άδεια Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον της καταδίκης του ή της ποινής.

(2) Όταν πρόσωπο, δικαιούμενο να ασκήσει έφεση ως δυνάμει δικαιώματος όπως προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, επιθυμεί να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δίνει ειδοποίηση έφεσης προκαλώντας την παράδοση της στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου που καταδίκασε τον εφεσείοντα εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία απαγγέλθηκε η ποινή.

(3) Όταν πρόσωπο επιθυμεί να ασκήσει έφεση όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, αυτό ζητά άδεια έφεσης προκαλώντας παράδοση της αίτησης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου που καταδίκασε τον αιτούμενο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία απαγγέλθηκε η ποινή.

(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 132 εφαρμόζονται, επιφερομένων των αναγκαίων προσαρμογών, σε ειδοποιήσεις έφεσης και αιτήσεις για άδεια έφεσης δυνάμει του άρθρου αυτού.

 

[2] 134. Εξαιρούμενης της περίπτωσης καταδίκης που συνεπάγεται τη θανατική ποινή, ο χρόνος εντός του οποίου ειδοποίηση έφεσης ή αίτηση για άδεια έφεσης δύναται να δοθεί, δύναται, κατόπι απόδειξης βάσιμου λόγου, να παραταθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο