ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα. Στ. Παπαλαζάρου (κα), για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-09-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΗΣ ΦΩΤΙΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2014, 16/9/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B611

(2015) 2 ΑΑΔ 611

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 192/2014)

 

16 Σεπτεμβρίου 2015

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές

 

ΧΑΡΗΣ ΦΩΤΙΟΥ

Εφεσείων

και

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

----------

Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Παπαλαζάρου (κα), για την Εφεσίβλητη.

-------------

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η απόφαση αυτή δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.  Η Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. θα δώσει χωριστή απόφαση.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, τις πρωινές ώρες της 11.4.2010 ο εφεσείων οδηγούσε αυτοκίνητο στη λεωφόρο Μακαρίου στην Πάφο με τέτοιο τρόπο (πότε στη δεξιά και πότε στην αριστερή μεριά του δρόμου) ώστε αστυνομικοί που βρίσκονταν σε περιπολία να τον ανακόψουν, οπότε διαπιστώθηκε ότι μύριζε έντονα αλκοόλ και τραύλιζε.  Ένας αστυνομικός, ο Μ.Κ.1, αφού ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι είχε καταναλώσει αλκοόλ, προχώρησε σε προκαταρκτικό έλεγχο αλκοόλης που κατέδειξε υπέρβαση του νομίμου ορίου (58 mg αντί 22 mg/100 ml).  Ως αποτέλεσμα, ο Μ.Κ.1 συνέλαβε τον εφεσείοντα για αυτόφωρο αδίκημα λέγοντας του ότι θα έπρεπε να μεταβεί στο τμήμα Τροχαίας για παροχή δείγματος τελικής εξέτασης, πράγμα που ο εφεσείων έπραξε. 

 

Στο τμήμα Τροχαίας εκτυλίχθηκε η δεύτερη σκηνή της επίδικης ιστορίας.  Ο Μ.Κ.1, στην παρουσία άλλων τριών αστυνομικών ζήτησε από τον εφεσείοντα να δώσει δείγματα για τελική εξέταση, εξηγώντας του ότι τυχόν άρνηση δυνατόν να συνιστούσε ποινικό αδίκημα.  Παρά ταύτα εκείνος αρνήθηκε και τότε οι αστυνομικοί τον πληροφόρησαν ότι διέπραξε αδίκημα και θα μεταφερόταν στα κρατητήρια.  Τότε ο εφεσείων αντέδρασε φωνάζοντας διαμαρτυρόμενος σε έντονο και δυνατό τόνο και ύφος προκαλώντας ανησυχία, θόρυβο και ταραχή έξω από το γραφείο παραπόνων και εξέτασης τροχαίων δυστυχημάτων.  Οι αστυνομικοί τον καλούσαν να ηρεμήσει και να σταματήσει να φωνάζει, όμως αυτός εκδήλωσε πρόθεση να αποχωρήσει κατευθυνόμενος προς την έξοδο του κτηρίου, με αποτέλεσμα ο Μ.Κ.1 και οι άλλοι τρεις αστυνομικοί να τον παρεμποδίσουν φράσσοντας του το δρόμο.  Τότε ο εφεσείων έσπρωξε με τα χέρια του το Μ.Κ.1 και ένα άλλο αστυνομικό (Μ.Κ.2), με αποτέλεσμα οι πιο πάνω αστυνομικοί να επιχειρήσουν να του περάσουν χειροπέδες, οπότε πλέον ο εφεσείων τους έσπρωχνε και τους κλωτσούσε.  Κατά τις διαπιστώσεις πάντα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, χρησιμοποιήθηκε η ανάλογη υπό τις περιστάσεις βία έτσι ώστε ο Μ.Κ.1 να καταφέρει να θέσει στον εφεσείοντα χειροπέδες.  Ακολούθως, όταν οι αστυνομικοί προσπάθησαν να μεταφέρουν τον εφεσείοντα στα κρατητήρια του κεντρικού αστυνομικού σταθμού, αυτός αποκάλεσε τρεις φορές τον Μ.Κ.2 «γαϊδούρι» και κατά τη μεταφορά εκστόμισε εναντίον του τη φράση «είσαι γαϊδούρι, γαμώ το κέρατό σου, θα ασκήσω βία και εν να σε πισκαλίσω».

 

Από το επεισόδιο τραυματίστηκαν δύο αστυνομικοί, ενώ ο εφεσείοντας δεν τραυματίστηκε.  Ο Μ.Κ.1 υπέστη εκδορά και μικρού βαθμού απώλεια δέρματος ονυχοφόρου φάλαγγας στο αριστερό παράμεσο δάκτυλο.  Ο Μ.Κ.5 υπέστη εξάρθρωμα μετακαρποφαλαγγικής άρθρωσης αντίχειρα δεξιάς άκρας χείρας και του έγινε ανάταξη με τη βοήθεια γύψινου επιδέσμου για πέντε εβδομάδες. 

 

Ο εφεσείων αντιμετώπισε για το παραπάνω επεισόδιο δέκα κατηγορίες, ήτοι δύο κατηγορίες για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης (κατηγορίες 1 και 2), δύο κατηγορίες για επίθεση κατά αστυνομικού κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του (κατηγορίες 3 και 4), κατηγορία για αντίσταση κατά νόμιμης σύλληψης (κατηγορία 5), κατηγορία για ανησυχία (κατηγορία 6), κατηγορία για δημόσια εξύβριση (κατηγορία 7), κατηγορία για αλόγιστη ή επικίνδυνη οδήγηση (κατηγορία 8) κατηγορία για οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών (κατηγορία 9) και κατηγορία για άρνηση παροχής δείγματος εκπνοής για τελική εξέταση (κατηγορία 10).  Μετά από ακρόαση, βρέθηκε ένοχος σε όλες τις κατηγορίες πλην της κατηγορίας 5 από την οποία αθωώθηκε, και επιβλήθηκαν σε όλες τις κατηγορίες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης μέχρι 4 μηνών, ποινή που επιβλήθηκε αναφορικά με την κατηγορία 2, η εκτέλεση των οποίων ανεστάλη για περίοδο 3 ετών.  Περιπλέον, αναφορικά με την 8η κατηγορία διατάχθηκε η αναγραφή 3 βαθμών ποινής στην άδεια οδήγησης του εφεσείοντα και αναφορικά με την 9η κατηγορία, στερήθηκε του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο 2 μηνών.

 

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή.  Από τους λόγους έφεσης προέχει ο ισχυρισμός περί πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας.  Ως προς το ζήτημα αυτό είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε την απόφαση της αδελφής Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ., στην οποία παραθέτει τις πάγιες αρχές και εξηγεί γιατί στην υπό κρίση υπόθεση δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασης του Εφετείου, παρά το λάθος, όπως το χαρακτήρισε και συμφωνούμε, του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφορικά με τη συμπεριφορά και τα σχόλια του εφεσείοντα κατά το χρόνο που αντεξέταζε ο ίδιος τους αστυνομικούς μάρτυρες.

 

Σύμφωνους μας βρίσκει η απόφαση της αδελφής Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. και σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι, από τη μαρτυρία δεν στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία των τροχαίων αδικημάτων (κατηγορίες 8, 9, 10).

 

Το πρόβλημα εντοπίζεται σε ότι αφορά τη θέση του εφεσείοντος πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την υπεράσπισή του ότι, με δεδομένο το εύρημα του Δικαστηρίου, ως αναφέρεται κατωτέρω, ότι η σύλληψη του ήταν παράνομη, ενεργούσε στα πλαίσια αυτοάμυνας και ανάλογης βίας με σκοπό να απελευθερωθεί.

 

Η διαπίστωση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν όχι μόνο ότι η σύλληψη του εφεσείοντα ήταν παράνομη, αλλά και  ότι η παράνομη κράτηση και ο περιορισμός του συνεχίστηκαν με την τοποθέτησή του στο περιπολικό της αστυνομίας και τη μεταφορά του στα αστυνομικά κρατητήρια μέχρι και την απόλυσή του.  Η διαπίστωση αυτή δεν προσεβλήθη με αντέφεση, ούτε και άλλως πως τέθηκε υπό συζήτηση κατά την ακρόαση της έφεσης, έτσι ώστε να υπάρχει τώρα περιθώριο παρέμβασης του Εφετείου.  Όπως έχουν τα πράγματα, θα εκλάβουμε ως δεδομένο το εν λόγω εύρημα το οποίο θεωρούμε ότι είναι θεμελιακής σημασίας για την υπόθεση, εφόσον την προσδιορίζει εξ αρχής ως περίπτωση κατά την οποία αστυνομικοί αποστέρησαν παράνομα την ελευθερία πολίτη. Τέτοια παρανομία δημιουργεί δικαίωμα στον πολίτη να αντισταθεί, με σκοπό να απελευθερωθεί από την παράνομη σύλληψη του.  Στη θεμελιακή υπόθεση Christie v. Leachinsky [1947] AC 373, 591, ο Lord Simonds έθεσε το ζήτημα ως εξής:

 

«I would say that it is the right of every citizen to be free from arrest unless there is in some other citizen, whether a constable or not, the right to arrest him.  And I would say next that it is the corollary of that right of every citizen to be thus free from arrest that he should be entitled to resist arrest unless that arrest is lawful.»

 

Το δικαίωμα για αντίσταση, βέβαια, δεν είναι απόλυτο αλλά τελεί σε σχέση αναλογικότητας προς τις ενέργειες των αστυνομικών.  Έτσι, όταν ασκείται υπέρμετρη βία, τότε ο δράστης μπορεί να κριθεί ένοχος επίθεσης παρά το παράνομο της σύλληψης (Wilson (1955) 1 W.L.R. 493).  Δεν μπορεί όμως να κριθεί ένοχος για επίθεση κατά οργάνου της τάξης εν τη δεούση εκτελέσει του καθήκοντός του, εφόσον ελλείπει το συστατικό στοιχείο της δέουσας εκτέλεσης καθήκοντος (Kenlin v. Gardiner [1967] 2 Q.B. 510).

 

Εν προκειμένω, πέραν της γενικής, ως άνω, διαπίστωσης ότι καθ΄όλη τη διάρκεια του επεισοδίου ο εφεσείων εκρατείτο παράνομα, τέτοια ήταν η διαπίστωσή του Δικαστηρίου ειδικότερα σε σχέση με τη σκηνή κατά την οποία ο εφεσείων κινήθηκε προς την έξοδο και οι τέσσερις αστυνομικοί προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν.  Ειδικότερα, το Δικαστήριο είπε τα εξής: 

 

«Η ενέργεια του κατηγορουμένου να κατευθυνθεί προς την έξοδο του κτιρίου της Τροχαίας Πάφου αποτελεί εκδήλωση πρόθεσής του να αποχωρήσει από το χώρο εκείνο που βρισκόταν και κατ΄επέκταση επιλογής του να ασκήσει το δικαίωμά του για ελεύθερη διακίνηση.  Παράλληλα, η αντίδραση του Μ.Κ.1 να τον πληροφορήσει ότι θα μεταφερθεί στα κρατητήρια σε συνδυασμό με την ενέργεια του να φράξει το δρόμο του κατηγορούμενου προς την έξοδο προκειμένου να παρεμποδίσει την αποχώρησή του από το κτίριο της Τροχαίας Πάφου χρησιμοποιώντας την βοήθεια των Μ.Κ.2, Μ.Κ.3 και Μ.Κ.5 για να τον ακινητοποιήσει συνιστά παράνομη κράτηση και ταυτόχρονα παράνομο περιορισμό των κινήσεων του κατηγορουμένου.»

 

Είναι όμως αυτές οι παράνομες, κατά το Δικαστήριο, ενέργειες των αστυνομικών που προκάλεσαν τα σπρωξίματα στα οποία περιορίστηκε ο εφεσείων σε εκείνο το στάδιο.  Είναι δε αυτά τα σπρωξίματα ο λόγος για τον οποίο οι αστυνομικοί επιχείρησαν πλέον να του περάσουν χειροπέδες προς παρεμπόδιση του από του να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης.  Η χρήση χειροπέδων δεν μπορούσε να ήταν, με βάση πάντα το σκεπτικό του Δικαστηρίου, στοιχείο νόμιμης ενέργειας. 

 

Συνεπώς, η τελική εικόνα, κατά το Δικαστήριο, είναι ότι ο εφεσείων, ενόσω προσπαθούσε να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης, βρέθηκε αντιμέτωπος με τέσσερις αστυνομικούς οι οποίοι παράνομα τον εμπόδιζαν, εκ των οποίων ο ένας, όταν ο εφεσείων αντιστάθηκε με σπρωξίματα, προσπάθησε και κατάφερε, κατά τρόπο παράνομο, να του θέσει χειροπέδες, ενέργεια που ενέχει έτι περαιτέρω το στοιχείο της αποστέρησης της ελευθερίας, ως άμεσος πλέον σωματικός περιορισμός.

 

Υπό τέτοιες περιστάσεις, θεωρούμε ότι θα έπρεπε το Δικαστήριο να τεθεί τουλάχιστον σε κατάσταση αμφιβολίας για το μέτρο αναλογικότητας αναφορικά με την αντίδραση του εφεσείοντος.   Αντ΄ αυτού, θεώρησε ότι όσα ακολούθως ο εφεσείων διέπραξε, ουδεμία σχέση ή σύνδεση έχουν με το παράνομο της σύλληψης και κράτησής του.  Υποστήριξε στο σημείο αυτό το σκεπτικό του αναφέροντας, ως παράδειγμα, την περίπτωση που ένας κατηγορούμενος αισθανόμενος αδικημένος για παράνομη σύλληψή του, πυροβολεί και σκοτώνει τον αστυνομικό που τον συνέλαβε.  Δεν ήταν όμως τέτοια η περίπτωση.  Μάλιστα, με το ακραίο αυτό παράδειγμα, το Δικαστήριο αποπροσανατολίστηκε από το καθήκον που είχε να εξισορροπήσει κατά τρόπο συγκεκριμένο τις ενέργειες των αστυνομικών αφενός και τις ενέργειες, ως αντίδραση, του εφεσείοντος αφετέρου, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η βία που άσκησε ο εφεσείων ήταν υπερβολική.  Το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξει κατά τρόπο γενικό και κατ΄ουσίαν αφοριστικό, χωρίς αναφορά στην αναλογικότητα, στο ότι ο εφεσείων δεν ενομιμοποιείτο να σπρώχνει και να κλωτσά τους αστυνομικούς και ότι τέτοιες ενέργειες «τον αφήνουν νομικά εκτεθειμένο».

 

Διαπιστώνεται, έτσι, ότι εν τέλει το Δικαστήριο αντιμετώπισε σωρευτικά τη συμπεριφορά του εφεσείοντα, ως εάν να μην υπήρχε η περιγραφείσα κλιμάκωση, με αποτέλεσμα να αντικρίσει με τον ίδιο τρόπο τα σπρωξίματα και τα λακτίσματα που ακολούθησαν.  Εάν όμως προσέγγιζε το κάθε στάδιο με την αναγκαία διάκριση, εφόσον  μόνο έτσι μπορούσε να επιτευχθεί η ορθή εξισορρόπηση με βάση τις συγκεκριμένες κάθε φορά ενέργειες των αστυνομικών, δεν θα ήταν εύλογο να καταλήξει ότι τα σπρωξίματα, ως αντίδραση στον παράνομο, όπως το δέχθηκε, περιορισμό των κινήσεων του, συνιστούσε επίθεση και μάλιστα εναντίον αστυνομικών κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντός τους.  Τέτοια κατάληξη ήταν αντιφατική προς τις προηγηθείσες διαπιστώσεις του περί μη δέουσας εκτέλεσης του καθήκοντός τους.  Σε ότι αφορά δε τα λακτίσματα, με δεδομένη την κορύφωση του παράνομου περιορισμού, θα έπρεπε να προκληθεί τουλάχιστον αμφιβολία ως προς το ζήτημα της αναλογικότητας ενόψει των υπολοίπων διαπιστώσεων.

 

Ως εκ των άνω, θεωρούμε επισφαλή την καταδίκη στις κατηγορίες για επίθεση και εν πάση περιπτώσει, η καταδίκη στις κατηγορίες για επίθεση κατά αστυνομικών οργάνων κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός τους κρίνεται αντινομική.  Κατά τρόπο συνεπακόλουθο εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο και η κατηγορία για πρόκληση ανησυχίας.  Δεν ισχύει όμως το ίδιο αναφορικά με την κατηγορία για εξύβριση, εφόσον τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως μέτρο νόμιμης αντίστασης. 

 

Εν κατακλείδι, η καταδίκη στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4 και 6 παραμερίζεται και ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες αυτές, ενώ η καταδίκη στις κατηγορίες 7, 8, 9 και 10 επικυρώνεται.

 

Σε ότι αφορά τις ποινές για τα τροχαία αδικήματα, χωρίς να παραβλέπουμε την ανάγκη για αποτροπή τέτοιας απαράδεκτης οδικής συμπεριφοράς, θεωρούμε, λαμβάνοντας υπόψιν και το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα ως και το γεγονός της καθυστέρησης στην επιβολή ποινής από το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης δεν ήταν αναπόφευκτη.  Υπ΄αυτή την έννοια, οι στερητικές της ελευθερίας ποινές κρίνονται έκδηλα υπερβολικές και παραμερίζονται.  Το ίδιο ισχύει και για την κατηγορία της εξύβρισης.  Επιβάλλονται χρηματικές ποινές ως ακολούθως, με την περαιτέρω διευκρίνιση ότι οι βαθμοί ποινής και η στέρηση άδειας οδήγησης επικυρώνονται και παραμένουν ως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

7η κατηγορία, πρόστιμο €75

8η κατηγορία, πρόστιμο €200

9η κατηγορία, πρόστιμο €200

10η κατηγορία, πρόστιμο €250

 

                                                            Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                            Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο