ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Η. Κονναρής, για τον Εφεσείοντα. Γ. Αργυρού, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-07-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο IHAB IM SBAIH ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 188/2014, 17/7/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B528

(2015) 2 ΑΑΔ 542

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 188/2014)

 

17 Ιουλίου 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

IHAB IM SBAIH,

Εφεσείων

- ν. -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

--------------------------------------

 

Η. Κονναρής, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Αργυρού, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

----------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων καταδικάστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπισε πρωτοδίκως για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 371, 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και για κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του ιδίου Κώδικα. 

 

         Οι λεπτομέρειες αφορούσαν στη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο εφεσείων στις 6.2.2010 στη Λεμεσό έκλεψε το όχημα υπ΄ αρ. εγγραφής KEE 886 τύπου BMW αξίας €6.000 περιουσία του δικηγόρου Αριστείδη Γιορδαμλή από τη Λεμεσό συνωμοτώντας προς τούτο με τον Salim Ns Alsadi από την Παλαιστίνη.  Στον εφεσείοντα επεβλήθη μετά την καταδίκη του συντρέχουσα ποινή φυλάκισης δύο ετών σε κάθε κατηγορία.  Η έφεση επί της ποινής αποσύρθηκε κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης. 

 

         Η μαρτυρία που είχε προσαχθεί πρωτοδίκως προήλθε βασικά από τον υπαστυνόμο των Βρεττανικών Βάσεων Δ. Δεσποτάκη, Μ.Κ. 2, τον Salim Ns Alsadi, Μ.Κ. 3, και από την Ντάλια Παπαμιχαήλ, Μ.Κ. 1, μεταφράστρια, η οποία μετάφρασε πιστά την κατάθεση του κ. Δεσποτάκη από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα.  Περαιτέρω, έγιναν οι ακόλουθες δηλώσεις εκ μέρους των συνηγόρων στο τέλος της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου στις 4.7.2014 και μετά το πέρας της μαρτυρίας του Μ.Κ.3:

 

«κ. Αργυρού:

          Σε αυτό το στάδιο δηλώνουμε ως παραδεκτά γεγονότα και έγγραφα τις καταθέσεις των Αριστείδη Γιορδαμλή ημερομηνίας 20.2.2012.

 

          Κατάθεση του Ιούλιου Γιορδαμλή ημερομηνίας 6.2.2010.

 

          Κατάθεση του Θεόδωρου Ζάζα ημερομηνίας 12.3.2010.

 

          Κατάθεση του Αστυφύλακα 2187 Ν. Πουγιούκα ημερομηνίας 13.6.2013 με την πρόσθετη αναφορά ότι ο αστυφύλακας αυτός αναγνωρίζει τον κατηγορούμενο και έχει λάβει ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο στις 12.3.2010 στην αραβική γλώσσα και μεταφράστηκε στα ελληνικά.  Είναι παραδεκτό ότι ο Αστυφύλακας Πουγιούκας έχει κατηγορήσει γραπτώς τον κατηγορούμενο και απάντησε 'δεν παραδέχομαι' στην αραβική και στην ελληνική γλώσσα.

 

          Κατάθεση της Α/Αστυφύλακα 1236 Θάλειας Φιλίππου ημερομηνίας 13.6.2010.

 

κ. Κονναρής:

          Συμφωνώ.

 

Δικαστήριο:

          Κατατίθεται και σημειώνεται ως Τεκμήριο 4 δέσμη από τις πιο πάνω αναφερόμενες καταθέσεις ως παραδεκτά γεγονότα και ως τέτοια εγκρίνονται από το Δικαστήριο.»

         

         Υποβλήθηκε εκ μέρους της υπεράσπισης εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, η οποία απορρίφθηκε αυθημερόν από το Δικαστήριο, στη συνέχεια δε ο εφεσείων επέλεξε το δικαίωμα της σιωπής και η υπόθεση ορίστηκε για τελικές αγορεύσεις στις 8.7.2014, στο τέλος των οποίων το Δικαστήριο, μετά από σύντομο διάλειμμα, εξέδωσε την πιο πάνω καταδικαστική απόφαση.  Αφού έγινε αναφορά στη μαρτυρία που κατατέθηκε, στο βάρος απόδειξης που έχει η Κατηγορούσα Αρχή πέραν πάσης  λογικής αμφιβολίας και στη νομική πτυχή των κατηγοριών της συνωμοσίας και της κλοπής, το Δικαστήριο προχώρησε να αξιολογήσει τη μαρτυρία ως ακολούθως:  Αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία του κ. Δεσποτάκη, Μ.Κ. 2, ο οποίος άφησε «θετική εικόνα» στο Δικαστήριο, χωρίς να είχε διαπιστωθεί οποιαδήποτε απόπειρα εκ μέρους του μάρτυρα να παρουσιάσει οτιδήποτε πέραν των όσων ο ίδιος γνώριζε και χωρίς να είχε υποπέσει σε ουσιαστικές αντιφάσεις.  Τη μαρτυρία του Salim Ns Alsadi, Μ.Κ. 3, το Δικαστήριο προσέγγισε με αναφορά στις αρχές που διέπουν τη μαρτυρία συναυτουργών, προειδοποιώντας ταυτόχρονα τον εαυτό του για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να στηριχθεί σ΄ αυτή τη μαρτυρία χωρίς την αναζήτηση άλλης ενισχυτικής μαρτυρίας.  Σε σχέση με το μάρτυρα αυτό, το Δικαστήριο είπε τα εξής:

 

«... Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δύναται να στηριχθεί σε αυτή τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα για να εξάξει ασφαλή ευρήματα και συμπεράσματα αφού αυτό που αποτελεί επίδικο γεγονός στην παρούσα υπόθεση, είναι κατά πόσο ο Κατηγορούμενος προέβη στις παραβατικές ενέργειες που του αποδίδονται με βάσει τις λεπτομέρειες του αδικήματος.»  (διατηρείται το κείμενο ως έχει).

 

         Το Δικαστήριο έκρινε ότι μέσα από τη μαρτυρία του Alsadi υπήρχαν «ασάφειες και κενά» που δεν του επέτρεπαν να εξαγάγει ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με τον επίδικο χρόνο, αλλά κυρίως και λόγω της ιδιότητας που είχε ο εν λόγω μάρτυρας.

 

         Κρίθηκε εν τέλει πρωτοδίκως ότι το «πιο στέρεο και βέβαιο μαρτυρικό υπόβαθρο», ήταν το περιεχόμενο του Τεκμ. 4 που ήταν οι καταθέσεις του Αριστείδη Γιορδαμλή ημερ. 20.2.2010, του Ιούλιου Γιορδαμλή, ημερ. 6.2.2010 και «.. κυρίως  μέσα  από  την   κατάθεση  της  αστυφύλακος, 1236    κας Θάλειας Φιλίππου ...».  Απέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι στην κατάθεση της Θάλειας Φιλίππου γινόταν αναφορά για τη λήψη πληροφοριών διαφωνώντας με την εισήγηση του κ. Κονναρή ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι η πληροφορία που περιεχόταν στην κατάθεση της αντιπροσώπευε και την αλήθεια, εφόσον αυτή η κατάθεση μαζί με τις υπόλοιπες είχε γίνει παραδεκτό γεγονός.

 

         Στη βάση όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο προέβηκε σε σχετικά ευρήματα ότι στις 6.2.2010 κλάπηκε το όχημα με αρ. εγγραφής KEE 886 ιδιοκτησίας του Αριστείδη Γιορδαμλή, το οποίο κατά τις πρωϊνές ώρες της εν λόγω ημερομηνίας οδηγείτο από τον Ιούλιο Γιορδαμλή, επίσης δικηγόρο, ο οποίος διαπίστωσε την κλοπή του όταν άφησε το όχημα για λίγο για να προβεί σε κάποια αγορά από παρακείμενο περίπτερο αφήνοντας το όχημα ξεκλείδωτο.  Την ίδια ημερομηνία στις 12.20 μ.μ., ο Alsadi πέρασε στα κατεχόμενα μέσω του οδοφράγματος του Περγάμου  οδηγώντας  το  πιο  πάνω  όχημα,  ενώ ο εφεσείων τον ακολουθούσε με άλλο όχημα.  Την ίδια μέρα και γύρω στις 15.30 μ.μ., ο εφεσείων μαζί με τον Alsadi επέστρεψαν στις ελεύθερες περιοχές μέσω του οδοφράγματος του Αγ. Δομετίου.

 

         Δεν αμφισβητούνται από τον εφεσείοντα οι νομικές αρχές που αφορούν τα αδικήματα της συνωμοσίας και της κλοπής.  Εκείνο που τέθηκε στο μικροσκόπιο της αντιπαράθεσης κατά τη συζήτηση της έφεσης είναι η κατά τον εφεσείοντα ανυπαρξία ουσιαστικής μαρτυρίας που να τον συνέδεε με τις κατηγορίες.  Κατά την επίκριση του εφεσείοντος, ο Alsadi, συνεργός, κατά την αστυνομία, κατέθεσε ότι το όχημα BMW που ο εφεσείων οδήγησε στις 6.2.2010, ημερομηνία της εγκληματικής συμπεριφοράς του ήταν το ίδιο που οι δύο τους χρησιμοποίησαν μεταβαίνοντας στις κατεχόμενες περιοχές λίγο πριν τα Χριστούγεννα.  Επομένως δεν ήταν δυνατό να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία της κλοπής του οχήματος στις 6.2.2010, όταν μάλιστα ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι ο εφεσείων επέστρεψε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές με αυτό το όχημα την πιο πάνω ημερομηνία.  Το Δικαστήριο όμως επέλεξε να μην βασιστεί σ΄ αυτή τη μαρτυρία που περιείχε αθωωτικά για τον εφεσείοντα στοιχεία, καταδικάζοντας τον στη βάση άλλης έγγραφης στην ουσία μαρτυρίας, η οποία δεν τον συνέδεε.

 

         Αυτό, διότι αφενός η μαρτυρία του Δεσποτάκη, Μ.Κ. 2, περιείχε ουσιαστικές αντιφάσεις εν πάση δε περιπτώσει αυτή ήταν γενικευμένη στη βάση πληροφοριών από τα κατεχόμενα, χωρίς να ήταν ο ίδιος γνώστης της αλήθειας τους, ενώ δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας στην κατάθεση του που να αναφερόταν στο συγκεκριμένο κλοπιμαίο όχημα.  Ακόμη χειρότερα, το Δικαστήριο βασίστηκε στη γραπτή κατάθεση της αστυφύλακος Φιλίππου, δεχόμενο μια εξ ακοής μαρτυρία περί πληροφορίας που είχε δοθεί στην ίδια χωρίς να τη διασταυρώσει και χωρίς να πιστοποιήσει την αλήθεια του περιεχομένου της.  Η εκ μέρους του εφεσείοντος παραδοχή του εγγράφου της κατάθεσης αυτής δεν επέτρεπε και την αποδοχή της αλήθειας της πληροφορίας, αφού ούτε η ίδια η μάρτυρας γνώριζε το αληθές της.

 

         Στην ποινική δίκη το βάρος που επωμίζεται η Κατηγορούσα Αρχή είναι να αποδείξει την υπόθεση πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Αυτό στην πράξη ισοδυναμεί με την απόδοση του ευεργετήματος της όποιας λογικής αμφιβολίας στον κατηγορούμενο.  Παγίως νομολογημένη είναι η αρχή ότι η απόδειξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και των λεπτομερειών της εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή, χωρίς να επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον εύλογες και αν είναι, προς στοχειοθέτηση της παραβατικής συμπεριφοράς, (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, Ιωάννου ν. Σαμουρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 299, Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510 και Σύλλογος Ανόρθωσις Αμμοχώστου ν. Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας, Ποιν. Έφ. αρ. 147/2011, ημερ. 24.6.2014), ECLI:CY:AD:2014:B419.

 

         Εναντίον του εφεσείοντος είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η ακόλουθη μαρτυρία.  Ο  Υπαστυνόμος Δεσποτάκης, Μ.Κ. 2, που εδρεύει στην Επισκοπή στο Αρχηγείο των Βάσεων,  είχε σαφώς καταθέσει ενόρκως ότι οι έρευνες του, μετά που του ζητήθηκε από την αστυνομία της Δημοκρατίας, έδειξαν ότι πράγματι οχήματα μεταφέρονταν από διάφορες περιοχές στα κατεχόμενα ως αποτέλεσμα κλοπής, με διέλευση τους από όλα τα σημεία ελέγχου που διαχωρίζουν το έδαφος της Δημοκρατίας από τις κατεχόμενες περιοχές.  Με σαφήνεια στη σελ. 28 των πρακτικών κατέθεσε ότι κάποια από τα οχήματα, «.. οδηγούνταν κατά τη μετάβαση τους στα κατεχόμενα από τον κατηγορούμενο και κάποια από το όνομα που αναφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή προηγουμένως, τον Alsadi.».  Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον εφεσείοντα στο εδώλιο του κατηγορούμενου τον οποίο είχε δει και προηγουμένως στο Δικαστήριο για την υπόθεση αυτή.  Διαφώνησε με υποβολή της υπεράσπισης ότι ο εφεσείων και ο Alsadi δεν είχαν επικοινωνία μεταξύ τους σε οποιοδήποτε χώρο, λέγοντας ότι τα στοιχεία που είχε έδειχναν ότι σε πολλές περιπτώσεις «... περνούσαν από τα κατεχόμενα στην Κυπριακή Δημοκρατία και αντίστροφα ακριβώς την ίδια ώρα, ανεξάρτητα με το ποιος προπορεύετο και ποιος ακολουθούσε.».  Και περαιτέρω ότι υπήρχαν περιπτώσεις που συγκεκριμένα οχήματα που οδηγούσε ο ένας, βρέθηκαν να οδηγούνται από τον άλλο.

 

         Η άλλη μαρτυρία ήταν αυτή της αστυφύλακος Θάλειας Φιλίππου.  Η κατάθεση της, μέρος της δέσμης εγγράφων, Τεκμήριο 4, έγινε αποδεκτή κατά τον τρόπο που καταγράφηκε ανωτέρω και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο.  Προφανώς δυνάμει των διατάξεων του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε ιδιαιτέρως από το Νόμο αρ. 86/86 στις 20.6.1986, χωρίς αυτό να σημειωθεί ρητώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως θα ήταν το ορθότερο.  Οι συνέπειες της κατάθεσης παραδεκτών γεγονότων  αναφέρονται  τόσο στο άρθρο 19 του Κεφ. 9, όσο και στη νομολογία.  Κατά το άρθρο 19, γεγονός για το οποίο θα μπορούσε να δοθεί προφορική μαρτυρία σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Κατηγορούσα Αρχή ή τον κατηγορούμενο και η τοιαύτη αποδοχή, «... θα αποτελεί δεσμευτικήν απόδειξιν εναντίον του εν λόγω μέρους εις την διαδικασίαν εις ην το αποδεκτόν γεγονός αφορά.».  Η κατάθεση παραδεκτών γεγονότων εντάσσεται στην κατηγορία των επίσημων παραδοχών στις οποίες ένας διάδικος μπορεί να προβεί, («formal admissions»), και αντιδιαστέλλονται από τις ανεπίσημες παραδοχές, («informal admissions»), που λαμβάνονται ως εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας.  Στην πολιτική δίκη ο διάδικος αποδέχεται γεγονότα για τους σκοπούς της δίκης αποφεύγοντας έτσι να καταδικαστεί σε έξοδα για γεγονότα που άλλως θα αποδειχθούν στη δίκη.  Η τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 86/86, ακολουθεί, όσον αφορά την ποινική δίκη, τις διατάξεις του Criminal Justice Act 1967 της Αγγλίας, (δέστε Cross on Evidence, 4η έκδ. σελ. 143).

 

         Η σημασία των παραδεκτών γεγονότων είναι βεβαίως νομολογιακά, πέραν της νομοθετικής πρόνοιας, σαφής και έχει εξηγηθεί σε αριθμό υποθέσεων όπως την Ανδρέα κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 498, όπου λέχθηκε ότι κατάθεση που γίνεται παραδεκτή δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αρ. 86/86, αποτελεί όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο σε ουσιαστικό δεδομένο.  Στη Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444, αναφέρθηκε ότι η άρνηση παραδεκτών γεγονότων και η προβολή αντιφατικών εκδοχών σε σχέση με ουσιώδες μέρος των γεγονότων, μπορεί να θεωρηθεί ως προσφυγή στο ψεύδος.  Στη Nikiforos Technologies Ltd v. Στυλιανού Γ. Χρήστου, Ποιν. Έφ. αρ. 18/2012, ημερ. 16.4.2014, λέχθηκε ότι, κατά περίπτωση, τα παραδεκτά γεγονότα από μόνα τους δυνατόν να μεταφέρουν ως επίπτωση την εκ μέρους του κατηγορούμενου αναμενόμενη εξήγηση.

 

         Η κατάθεση της Θάλειας Φιλίππου περιείχε τη θέση ότι στις 18.2.2010, μετά δηλαδή την καταγγελία της κλοπής στις 6.2.2010 από τον Ιούλιο Γιορδαμλή, διαβιβάστηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού γραπτή πληροφορία από την αστυνομία του S.B.A., «... ότι στις 6/2/2010 και περί ώρα 12.20 ο Salim Ns Alsadi, πέρασε στα κατεχόμενα μέσω Οδοφράγματος Περγάμου οδηγώντας το πιο πάνω αυτοκίνητο KEE 886, ενώ o Ihab Im Sbaih τον ακολουθούσε με άλλο αυτοκίνητο.  Την ίδια ημέρα και περίπου ώρα 15.30 η ίδια πληροφορία αναφέρει πως τα δύο πρόσωπα επέστρεψαν στις ελεύθερες περιοχές μέσω Οδοφράγματος Αγίου Δομετίου, χωρίς να καθορίζει τον τρόπο διακίνησης τους.». 

 

         Η κατάθεση της Φιλίππου η οποία έγινε παραδεκτή από την υπεράσπιση χωρίς καμία απολύτως επιφύλαξη και χωρίς σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να αναιρεθεί ή να αποσυρθεί όπως προνοείται από το άρθρο 19(4) του Κεφ. 9, (δέστε και Murphy on Evidence, 8η έκδ. σελ. 677-678), αναμφίβολα δέσμευε τον εφεσείοντα ως προς την ολότητα του περιεχομένου της κατάθεσης.  Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η εκ των υστέρων εισήγηση ότι εκείνο το οποίο έγινε παραδεκτό αφορούσε στην ουσία μόνο τη λήψη της πληροφορίας και όχι και την αλήθεια που αυτή η πληροφορία από την αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων περιείχε και που βεβαίως ενέπλεκε τον εφεσείοντα.  Να σημειωθεί περαιτέρω ότι δυνάμει του εδαφίου (3)(β) του άρθρου 20 του Κεφ. 9, το Δικαστήριο μπορούσε να απαιτήσει την προσαγωγή ενώπιον του της Φιλίππου για να δώσει μαρτυρία είτε αυτεπαγγέλτως, ή, μετά από αίτηση οποιουδήποτε μέρους στη διαδικασία, περιλαμβανομένου δηλαδή και του εφεσείοντος.  Κάτι τέτοιο δεν έγινε. 

 

         Δεν διαφεύγει περαιτέρω της προσοχής ότι η κατάθεση παραδεκτών γεγονότων συμφώνως του άρθρου 19(1) του Κεφ. 9, αφορά την παραδοχή γεγονότων για τα οποία μπορεί να δοθεί προφορική μαρτυρία.  Αναμφίβολα η Φιλίππου μπορούσε να παραθέσει τα όσα ανέφερε στην κατάθεση της ημερ. 13.6.2010 και προφορικώς ενώπιον του Δικαστηρίου.  Και σε τέτοια περίπτωση, η πληροφορία η οποία αναφέρεται στην κατάθεση της, όπως αυτή λήφθηκε από την αστυνομία των Βάσεων, μπορούσε να γίνει δεκτή ως εξ ακοής μαρτυρία δυνάμει του άρθρου 24 του Κεφ. 9, όπως ο περί Αποδείξεως Νόμος τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 32(Ι)/2004.  Η βαρύτητα αυτής της μαρτυρίας από πλευράς αξιολόγησης προνοείται στο άρθρο 27 του ιδίου Νόμου.  Δυνάμει των διατάξεων του, το Δικαστήριο προσδίδει εκείνη τη βαρύτητα που στο σύνολο των περιστάσεων μπορεί να αποδειχθεί αναφορικά με την αποδεικτική της αξία.  Εξειδικεύονται δε στο εδάφιο (2) του άρθρου 27 και διάφορες περιστάσεις που βοηθούν το Δικαστήριο να προσδώσει την αναγκαία βαρύτητα αξιολογώντας αυτή την εξ ακοής μαρτυρία.

 

Παρόλο που το Δικαστήριο πρωτοδίκως δεν κατέγραψε με ακρίβεια αυτό τον συλλογισμό, η τελική του θέση ότι η κατάθεση της αστυφύλακος Θάλειας Φιλίππου παρέχει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή ευρημάτων και συμπερασμάτων δεν είναι λανθασμένη έχοντας ιδιαιτέρως υπόψη και την εκ μέρους του Δικαστηρίου αποδοχή της μαρτυρίας του Δεσποτάκη, Μ.Κ. 2,  ο οποίος στην ουσία μετέφερε τα ίδια δεδομένα χωρίς αντιφάσεις όπως εισηγήθηκε ο εφεσείων.  Ο Δεσποτάκης στη γραπτή κατάθεση του, Τεκμήριο 2, μεταξύ πολλών άλλων ημερομηνιών, αναφέρθηκε και στην επίδικη ημερομηνία 6.2.2010, όπου σύμφωνα με την πληροφορία που είχε, ο Alsadi με τον εφεσείοντα μετέβησαν στις 12.20 ώρα στα κατεχόμενα μέσω Περγάμου.  Ο Alsadi οδηγούσε  το κλοπιμαίο όχημα KEE 886 και ο εφεσείων το KXC 773, το οποίο, ως υποβλήθηκε στο μάρτυρα και αυτός δέχθηκε, ήταν νόμιμα στην κατοχή του.  Την ίδια ημέρα επέστρεψαν στο έδαφος της Δημοκρατίας στις 15.30 μέσω Αγίου Δομετίου.  Ο μάρτυρας δεν ρωτήθηκε ή αμφισβητήθηκε ευθέως ως προς αυτή τη συγκεκριμένη καταγραφή.

 

         Πρόκειτο συνεπώς για μια περιστατική μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντος, η οποία, όπως είναι αναγνωρισμένο, δεν υστερεί με οποιονδήποτε τρόπο της άμεσης μαρτυρίας υπό την προϋπόθεση ότι η περιστατική μαρτυρία είναι συνεκτική σε βαθμό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι κρίκοι της αλυσίδας που την αποτελούν έχουν οποιαδήποτε ουσιώδη ρωγμή, (Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73 και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258).  Υπήρχε όλο το υπόβαθρο για την ασφαλή καταδίκη του εφεσείοντος, ο οποίος δεν έδωσε οποιαδήποτε ένορκη μαρτυρία, ούτε και κάλεσε μάρτυρες εκ μέρους του, όπως ήταν βέβαια απόλυτο δικαίωμα του λαμβάνοντας όμως ταυτόχρονα τον κίνδυνο η εκδοχή που υπέβαλε μέσα από την αντεξέταση των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, να παραμείνει χωρίς τεκμηρίωση, (Nikiforos Technologies Ltd v. Χρήστου) (ανωτέρω).  Είναι με αυτή την έννοια που θα πρέπει να θεωρηθεί η θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν είχε οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία που να του επέτρεπε να εξαγάγει διαφορετικά συμπεράσματα ή που να έδειχνε ότι ο εφεσείων δεν ήταν το πρόσωπο που μαζί με τον συναυτουργό Alsadi προέβηκε στις πράξεις που αναφέρονται στην κατάθεση της Φιλίππου και βεβαίως του Δεσποτάκη.  Δεν υπάρχει αντιστροφή του βάρους απόδειξης και η πρωτόδικη απόφαση, όπως και κάθε απόφαση, δεν θα πρέπει να εξετάζεται αποσπασματικά ή μικροσκοπικά, αλλά να αναθεωρείται ως σύνολο και με λογική προσέγγιση.  Είναι η ουσία της δικαστικής απόφασης που έχει σημασία, (Charitonos and Others v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40, Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, σελ. 228-229 και Σ.Π. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 207/2013, ημερ. 25.6.2014), ECLI:CY:AD:2014:B426.  Θα ήταν σαφώς ορθότερο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να κατέγραφε με ιδιαίτερη προσοχή την ανάλυση του επί της μαρτυρίας και να ήταν πιο προσεκτικό στη διατύπωση της απόφασης του.  Γενικώς προτρέπονται τα πρωτόδικα Δικαστήρια προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να μην αφήνεται η παραμικρή σκιά ως προς το ότι ακολουθήθηκε κατά πάντα χρόνο η σωστή προσέγγιση και σε κανένα σημείο δεν μεταβιβάστηκε οποιοδήποτε βάρος στην υπεράσπιση. 

 

         Όσον αφορά τη μαρτυρία του Alsadi που ορθά το Δικαστήριο θεώρησε ως συναυτουργό ήταν δικαίωμα του να μην δεχθεί τη μαρτυρία αυτή διότι ακριβώς προήλθε από άτομο μολυσμένο, είναι δε δικαίωμα ενός πρωτοδίκου Δικαστηρίου να δεχθεί ή να μην δεχθεί μια μαρτυρία ή μέρος της, (Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486 και Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221).  Ο Alsadi ήταν βεβαίως μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής και ως τέτοιος προτάθηκε να προωθεί την αλήθεια της κατάθεσης του, (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326).  Αυτό, όμως, πρέπει να συνεξεταστεί με το γεγονός ότι ο Alsadi ήταν όντως συναυτουργός και το Δικαστήριο όφειλε, όπως και έπραξε, να εξετάσει τη μαρτυρία του με τις νομολογιακές αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα των μαρτύρων εκείνων που έχουν ίδιον όφελος ή είναι εμπλεκόμενοι στη διάπραξη των αδικημάτων, (Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546).  Και πάλι το Δικαστήριο θα ήταν ορθότερο να κατέγραφε πιο αναλυτικά τους λόγους που δεν του επέτρεπαν να στηριχθεί στη μαρτυρία του.  Αναφέρθηκε το Δικαστήριο, αλλά με γενικότητα στην ασάφεια της μαρτυρίας και των κενών που υπήρχαν σε σχέση με τον επίδικο χρόνο των κατηγοριών.

 

 

         Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                                   Δ.

 

 

 

 

                                                   Δ.

 

 

 

 

                                                   Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο