ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B513
(2015) 2 ΑΑΔ 534
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 138/2015)
10 Ιουλίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
--------------------------------------
Σοφία Σοφοκλέους (κα) και Ζήνωνας Νικολαΐδης, για τον Εφεσείοντα.
Θανάσης Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, και Αντώνης
Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών .
--------------------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζει, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε εναντίον του ιδίου και άλλων δύο προσώπων, κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, εμπρησμό και μεταφορά μαχαίρας. Τέθηκε θέμα, κατά την προσαγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, κράτησής του μέχρι την έναρξη της δίκης του στο Κακουργιοδικείο, στις 8.10.2015, το δε Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε την κράτησή του, για τους λόγους που έχει εξηγήσει στην απόφασή του ημερομηνίας 12.6.2015. Εναντίον της απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, η οποία επιδιώκει την ακύρωση, ουσιαστικά, του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντος, με στόχο την απόλυσή του υπό όρους ως το Εφετείο ήθελε εγκρίνει.
Οι δύο πλευρές έχουν επιχειρηματολογήσει εμπεριστατωμένα και με παραπομπή σε σχετική νομολογία και, όντως, τα θέματα τα οποία εγείρονται προς επίλυση, είναι λελυμένα προ πολλού. Είναι αξιωματικό, πλέον, ότι ο κάθε κατηγορούμενος δικαιούται, ως θέμα γενικής αρχής, που είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένη και συνάδει με την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο, να μένει ελεύθερος, εφόσον, όπου τίθενται όροι που συμβάλλουν στην προσέλευση του, αυτός συμμορφώνεται. Είναι η κλασσική υπόθεση Χ″Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45. Το δικαίωμα της ελευθερίας, το οποίο βεβαίως είναι προεξάρχον, είναι συνυφασμένο με την έννοια της δίκαιης δίκης, δύο καλά εμπεδωμένες αρχές που ενυπάρχουν στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το ερώτημα, πάντοτε, που τίθεται σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι κατά πόσο το Δικαστήριο μπορεί να εγκρίνει την κράτηση του ατόμου, κατ΄ εξαίρεση προς τη νομολογιακή αρχή που έχει, ήδη, αναφερθεί και το ερώτημα αυτό, αν θα παραμείνει ή όχι υπό κράτηση, εξετάζεται με αναφορά σε τρεις ουσιώδεις παράγοντες, που έχουν νομολογηθεί και είναι ο κίνδυνος μη προσέλευσής του στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμη, η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Αυτά έχουν αναγνωρισθεί σε πάρα πολλές υποθέσεις, αρκεί να αναφερθούν η Χ″Δημητρίου, ανωτέρω, η Adnan v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 183 και η Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48. Οι λόγοι αυτοί δεν είναι ανάγκη να συνυπάρχουν, αλλά μπορεί ο καθένας από αυτούς ανεξάρτητα από τον άλλο, να επενεργήσει κατά τρόπο που να δικαιολογεί την κράτηση, κατά περίπτωση, βεβαίως. Σχετικές υποθέσεις είναι η Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7 και η Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538.
Το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας για την κράτηση του εφεσείοντος βασίστηκε στους δύο από τους τρεις παράγοντες, ήτοι, στον κίνδυνο μη προσέλευσης και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Όσον αφορά τον κίνδυνο μη προσέλευσης, όπως ορθά εξήγησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, αυτός συναρτάται προς τη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την ποινή που δυνατό να επιβληθεί. Η σοβαρότης των αδικημάτων που αντιμετωπίζει, εδώ, ο εφεσείων είναι δεδομένη. Η κατηγορία του εμπρησμού επιφέρει ποινή φυλάκισης μέχρι και δεκατέσσερα έτη και, όσον αφορά την πιθανότητα καταδίκης, το Δικαστήριο ανεφέρθη στην παραδοχή που υπάρχει, σε αυτό το στάδιο, βέβαια, που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από τους συναδικοπραγούντες του εφεσείοντος, δύο τον αριθμό, που τον εμπλέκουν στα αδικήματα της συνωμοσίας και του εμπρησμού. Υπάρχει περαιτέρω και μαρτυρία που προέρχεται από την αποκάλυψη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, που συνδέουν τον εφεσείοντα, πάντοτε σε αυτό το στάδιο, με το συγκατηγορούμενο 2 ενώπιον του Δικαστηρίου, στη βάση επικοινωνίας που είχαν μεταξύ τους λίγο πριν και λίγο μετά το περιστατικό του εμπρησμού.
Έχει αναφερθεί στην απόφαση Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, ότι η μαρτυρία, στο στάδιο που το Δικαστήριο κρίνει αίτημα για την κράτηση ή μη ενός κατηγορουμένου προσώπου, δεν εξετάζεται αναλυτικά, αλλά μόνο κατά πόσο παρέχει, ενδεικτικά, εκείνο το υπόβαθρο, που παραπέμπει σε ενδεχόμενο καταδίκης. Σχετικές αποφάσεις είναι η Κουννάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 423 και Ευριπίδου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337. Έχει, επίσης, αναφερθεί ότι οι καταθέσεις συγκατηγορουμένων, που δεν μπορούν βεβαίως να ληφθούν υπόψη εναντίον συγκατηγορουμένου στο πλαίσιο της καθ΄ αυτό δίκης, μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ της κράτησης, σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα για την πιθανολόγηση καταδίκης, όταν το ερώτημα εγείρεται στο στάδιο της κράτησης. Επομένως, εδώ μπορούσε να ληφθεί υπόψη η μαρτυρία του συναδικοπραγούντος, καθώς και η άλλη μαρτυρία για τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, που, όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος, είναι μεν ισχνή, αλλά, το στάδιο αυτό, δεν προσφέρεται όπως έχει, ήδη, λεχθεί, για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού.
Όσον αφορά την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων, η προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντος, όπως έχει εξηγήσει και ο ευπαίδευτος κατήγορος, αλλά και το Δικαστήριο έχει αναφέρει διεξοδικά στην απόφασή του, είναι ενδεικτική του χαρακτήρα του εφεσείοντος, εφόσον το προηγούμενο αδίκημα απειλής βιαιοπραγίας και απειλής, που οδήγησε σε φυλάκιση εννέα μηνών στις 18.11.2013, είναι, αρκούντως σοβαρό και ενδεικτικό, ταυτόχρονα, της πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων. Παράλληλα δεν παραγνωρίζεται, ότι ο εφεσείων αντιμετωπίζει και άλλες υποθέσεις, που αφορούν κατ΄ ισχυρισμό διάπραξη αδικημάτων εκβιασμού και παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών, που ορθά θεωρήθηκαν πρωτοδίκως ως παρομοίας φύσεως αδικήματα, που ο εφεσείων φέρεται να έχει διαπράξει μετά την αποφυλάκισή του και εντός του 2014. Οι προηγούμενες καταδίκες και το τι, συναφώς, αντιμετωπίζει ο εφεσείων από πλευράς άλλων αδικημάτων, είναι ενδεικτικές του σεβασμού που δείχνει ένα πρόσωπο προς τους νόμους της πολιτείας και καθίσταται εύκολα αντιληπτό ότι ένας ο οποίος έχει προηγούμενη παραβατική συμπεριφορά είναι πλέον επιρρεπής στη διάπραξη άλλων αδικημάτων.
Όσον αφορά τις προσωπικές συνθήκες, τις οποίες έχει εξηγήσει και στο γραπτό κείμενό του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος, αλλά και προφορικά, είναι νομολογημένο ότι οι προσωπικές συνθήκες και οι δεσμοί ενός Κύπριου κατηγορουμένου με τη χώρα του και τη Δημοκρατία, γενικότερα, είναι δεδομένες και εγγενείς. Αυτό έχει λεχθεί στην προαναφερθείσα απόφαση Νικολάου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε, δεόντως, υπόψη τις συνθήκες που αφορούν το πρόσωπο και την ευρύτερη οικογένεια του εφεσείοντος και αποτέλεσε τροφή για σκέψη, χωρίς, όμως, σταθμίζοντας τα όλα δεδομένα, να μπορέσουν να υπερακοντίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο εφεσείων αντιμετωπίζει, ώστε το στοιχείο αυτό να επενεργήσει υπέρ της απελευθέρωσης του.
Είναι σαφές, επίσης, από την πρωτόδικη απόφαση ότι δεν υπάρχει καμιά αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στις αρχές που καθορίζει η νομολογία και με πολλή προσοχή, όπως αναδιπλώνεται η σκέψη του στην υπό κρίση απόφαση, οδηγήθηκε στο τελικό συμπέρασμα του σε συνάρτηση προς τα δεδομένα του εφεσείοντος, τόσο από πλευράς προσωπικών συνθηκών, όσο και από πλευράς των κατηγοριών που αντιμετωπίζει.
Έχει επίσης τεθεί ζήτημα ως προς τον υπερβολικό χρόνο που θα διαρρεύσει μεταξύ της κράτησης του εφεσείοντος και της παρουσίασης του στο Κακουργιοδικείο, που είναι τέσσερεις μήνες. Θα πρέπει βεβαίως να λεχθεί ότι η νομολογία, δίνει προεξάρχοντα ρόλο στην καθυστέρηση που σημειώνεται μέχρι τη δίκη ενός ατόμου και όσον επιμηκύνεται ο χρόνος, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να επενεργήσει το κριτήριο αυτό υπέρ του κατηγορουμένου, ώστε να αφεθεί ελεύθερος, (Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 26/2013 κ.ά., ημερ. 29.3.2013). Εδώ, όμως, η διάρκεια των τεσσάρων μηνών θα πρέπει να ιδωθεί κατά απομόνωση. Αποτιμάται, σ΄ αυτό το στάδιο, μόνο ο χρόνος που θα διαρρεύσει μεταξύ της κράτησης και της πρώτης εμφάνισης στο Κακουργιοδικείο και όχι η πιθανότητα περαιτέρω κράτησης, διότι σε κάθε στάδιο, όπως είναι γνωστό, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να θέτει θέμα ελευθερίας του και είναι ζήτημα που το Δικαστήριο, εν προκειμένω το Κακουργιοδικείο, θα πρέπει να εξετάζει και αποφασίζει ανάλογα, σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομολογημένες αρχές.
Κατά τη νομολογία, χρόνος τριών και τεσσάρων μηνών κράτησης μέχρι την έναρξη της δίκης, δεν θεωρείται ανεπίτρεπτα μεγάλος ώστε να διαταχθεί η απελευθέρωση κατηγορουμένου που κατά τα άλλα το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι θα πρέπει να τελεί υπό κράτηση, (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130 και Αλαμάνγκος ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 132/2015, ημερ. 1.7.2015). Έχει δε λεχθεί ότι χρόνος ακόμη και έξι, οκτώ ή δέκα μηνών, δεν είναι, από μόνος του, μεγάλος, (Houssein v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 34, Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 442 και Κρασοπούλης ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450), για να θεωρηθεί ως παράγων, που, κατ΄ απομόνωση προς τα υπόλοιπα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο, να μπορεί να οδηγήσει σε διάταγμα, άλλο από κράτηση.
Με αυτά που έχουν λεχθεί, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου θεωρείται εμπεριστατωμένη και ορθή. Έχει εύλογα ασκηθεί η διακριτική του ευχέρεια στο πλαίσιο της νομολογίας, σε συνάρτηση με τα καθ΄ αυτό δεδομένα του εφεσείοντος και το Εφετείο δεν βρίσκει έρεισμα να παρέμβει στη διαταγή κράτησης.
Η έφεση, λοιπόν απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.