ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B250
(2015) 2 ΑΑΔ 140
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 176/2013)
6 Απριλίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,
2. ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΥ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΛΙΑ,
Εφεσίβλητοι.
----------
Ειρ. Σάββα (κα), Δημόσια Κατήγορος, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυμίου, για τους Εφεσίβλητους.
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν από κοινού ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και εξασφάλιση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα.
Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, όπως προωθήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ότι οι εφεσίβλητοι συνωμότησαν μεταξύ τους προς καταρτισμό πλαστού πληρεξουσίου εγγράφου, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποίησε ο εφεσίβλητος 1 για να προβεί σε μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας στο όνομά του. Ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο δικολάβος ο οποίος ετοίμασε το κατ΄ ισχυρισμό πλαστογραφημένο πληρεξούσιο και ο εφεσίβλητος 3 ήταν ο πιστοποιών υπάλληλος που πιστοποίησε το γνήσιο της υπογραφής του Ανδρέα Δημητριάδη στο πληρεξούσιο. Η περιουσία η οποία μεταβιβάστηκε με το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο ανήκε στον Ανδρέα Δημητριάδη, ο οποίος απεβίωσε άτεκνος στις 5.7.2009, προτού γίνει κατορθωτό να του ληφθεί κατάθεση από την Αστυνομία. Η καταγγελία στην Αστυνομία έγινε στις 15.6.2009 από συγγενικό του πρόσωπο, τον Ιάκωβο Φεσά (ΜΚ2), κύριο μάρτυρα κατηγορίας στην πρωτόδικη διαδικασία.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος 1 είναι αδελφότεκνος της συζύγου του Ανδρέα Δημητριάδη. Επίσης, ο Ανδρέας Δημητριάδης είναι θείος του ΜΚ2. Δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου ημερομηνίας 10.4.2009, του οποίου η γνησιότητα αμφισβητήθηκε, μεταβιβάστηκαν στις 15.4.2009 στο όνομα του εφεσίβλητου 1 τρία τεμάχια γης που ανήκαν στον Ανδρέα Δημητριάδη.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία έδωσαν μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή, πέραν του ΜΚ2, ο Αστ. 1635 Α. Χατζηβασίλη (ΜΚ1), εξεταστής της υπόθεσης, ο Αστυνόμος Α' Μάριος Μαρκίδης (ΜΚ3), ως εμπειρογνώμονας γραφολόγος και η Δ. Αζίνα (ΜΚ4), υπάλληλος του Κτηματολογίου. Αφού κλήθηκαν σε απολογία οι κατηγορούμενοι, έδωσαν ένορκη κατάθεση και κάλεσαν ως μάρτυρα υπεράσπισης την Μάγδα-Μαρία Καμπούρη (ΜΥ4), ως εμπειρογνώμονα γραφολόγο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση, δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΚ2, καθώς και τις δηλώσεις που κατ΄ισχυρισμό έγιναν, από τον αποβιώσαντα στον ΜΚ2. Μετά δε από ανάλυση της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων, έκρινε ότι η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής ως προς το ζήτημα της πλαστότητας της αμφισβητούμενης υπογραφής, είχε τεθεί υπό τέτοια αμφισβήτηση που έχασε κάθε υπόβαθρο επί του οποίου θα μπορούσε να στηριχθεί το Δικαστήριο. Αποδέχθηκε δε τη μαρτυρία της γραφολόγου που κλήθηκε από την υπεράσπιση, ΜΥ4, η οποία κρίθηκε ότι επιβεβαιώνει την εκδοχή των εφεσιβλήτων, την οποία αποδέχτηκε και αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.
Ο Γενικός Εισαγγελέας με δύο λόγους έφεσης οι οποίοι έχουν παραμείνει (ο πρώτος λόγος έφεσης έχει αποσυρθεί), αμφισβητεί την ορθότητα της εν λόγω απόφασης επειδή (α) το Δικαστήριο δέχθηκε πλημμελώς την προσαχθείσα απόδειξη ή απέκλεισε αυτή (2ος λόγος) και (β) ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς στα γεγονότα (3ος λόγος).
Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας της εκπροσώπου της Δημοκρατίας σχετικά με το δεύτερο λόγο έφεσης είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία του ΜΚ3 εμπειρογνώμονα, η οποία καταδεικνύει ότι το πληρεξούσιο ημερομηνίας 10.4.2009 ήταν πλαστό και εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα ότι η μαρτυρία του ΜΚ3 έχει τεθεί υπό τέτοια αμφισβήτηση που δεν είναι δυνατό το Δικαστήριο να στηριχθεί στη δική του άποψη και γνώμη.
Περαιτέρω, η μαρτυρία των εφεσιβλήτων δεν έτυχε επαρκούς αξιολόγησης, εισηγήθηκε η δημόσια κατήγορος, με αποτέλεσμα πλημμελώς να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο.
Ειδικότερα, η ευπαίδευτη δημόσια κατήγορος υποστήριξε την ίδια θέση που πρόταξε και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή η ΜΥ4 δεν εξέτασε την πρωτότυπη αμφισβητούμενη υπογραφή, αλλά ούτε και τα πρωτότυπα δείγματα υπογραφής του Ανδρέα Δημητριάδη, για να καταλήξει στα συμπεράσματα της. Η μάρτυς εξέτασε μόνο φωτογραφία της αμφισβητούμενης υπογραφής και φωτοαντίγραφα των δειγμάτων υπογραφής του Ανδρέα Δημητριάδη. Περαιτέρω, η ευπαίδευτη συνήγορος εισηγήθηκε ότι η απουσία παρουσίασης όλων των 26 δειγμάτων γραφής από την ΜΥ4 αλλά και η έλλειψη μαρτυρίας από την υπεράσπιση ότι τα 26 δείγματα που κατείχε η ΜΥ4 είναι δείγματα γραφής του Α. Δημητριάδη, άφησαν τέτοιο κενό, το οποίο δεν μπορεί να γεφυρωθεί από οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Το Δικαστήριο, ανέφερε, έπρεπε να απορρίψει τη μαρτυρία της ΜΥ4 και να αποδεχθεί τη μαρτυρία του ΜΚ3.
Ο κ. Ευθυμίου από την άλλη, εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο είχε καθήκον να αξιολογήσει τη μαρτυρία του ΜΚ3 στη βάση των θέσεων που πρόβαλε η υπεράσπιση των κατηγορουμένων μέσα από τη μαρτυρία της ΜΥ4. Αυτό έπραξε, αιτιολογώντας με επάρκεια την κατάληξη του. Ο συνήγορος επίσης εισηγήθηκε ότι η προσέγγιση της αξιολόγησης της μαρτυρίας των κατηγορουμένων όπως επεξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Ο ευπαίδευτος συνήγορος επικαλέστηκε την υπόθεση Δημήτρης Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1682, για να τονίσει ότι η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων δεν υποκαθιστά την πρωτογενή μαρτυρία των πρωταγωνιστών της διαφοράς.
Τα ίδια ζητήματα αναπτύχθηκαν σε συνάρτηση με τον τρίτο λόγο έφεσης, γι΄ αυτό θα εξετάσουμε τους δύο λόγους μαζί.
Σύμφωνα με την νομολογία, η καλύτερη μαρτυρία για την απόδειξη πλαστογραφίας είναι η άμεση, καθώς και αυτή που προέρχεται από εμπειρογνώμονα-γραφολόγο. Η άμεση μαρτυρία δίδεται από άτομο που επιμαρτύρησε την πράξη της πλαστογράφησης. Η μαρτυρία εμπειρογνώμονα, γραφολόγου στην ειδικότητα, είναι επίσης ουσιαστική σε τέτοιου είδους υποθέσεις (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Άντρης Ηρακλέους κ.ά. (2005) 2 ΑΑΔ 1).
Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχε άμεση ή επιστημονική μαρτυρία η οποία να συνδέει τους εφεσίβλητους με την υπό αμφισβήτηση υπογραφή. Ο ίδιος ο γραφολόγος της Αστυνομίας (ΜΚ3) αναφέρθηκε σε αδυναμία εντοπισμού του προσώπου που υπέγραψε και γι' αυτό κρίθηκε περιττή η εξέταση των δειγμάτων γραφής που λήφθηκαν από τον εφεσίβλητο 1.
Η μαρτυρία που τέθηκε στο Δικαστήριο από τους δύο εμπειρογνώμονες αφορά το κατά πόσο η υπογραφή στο πληρεξούσιο ανήκει στον Α. Δημητριάδη, με τον ΜΚ3 να καταλήγει σε γνωμάτευση ότι η υπογραφή επί του πληρεξουσίου εγγράφου δεν είναι γνήσια υπογραφή του Α. Δημητριάδη, αλλά αποτέλεσμα προσπάθειας αντιγραφής ή απομίμησής της ενώ από την άλλη, η ΜΥ4 να καταλήγει σε αντίθετο συμπέρασμα, θεωρώντας αυθεντική την υπογραφή επί του πληρεξουσίου.
Ο ΜΚ3 είναι διορισμένος από το Υπουργικό Συμβούλιο ως εμπειρογνώμονας δικαστικός γραφολόγος, δυνάμει της ΚΔΠ152/98, ημερομηνίας 12.6.1998, διαπιστευμένος βάσει ISO17025 και εργάζεται ως δικαστικός γραφολόγος από το 1990 στην Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου Αστυνομίας. Τα αποτελέσματα της γραφικής εξέτασης στην οποία προέβη ο ΜΚ3 καταγράφονται στην έκθεσή του (Τεκμ. 25) ως ακολούθως:
«Από την σύγκριση της αμφισβητούμενης υπογραφής και τις υπογραφές δείγματα που αναφέρονται πιο πάνω, διαπιστώθηκε ότι αυτές παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους στα πιο κάτω γραφολογικά γνωρίσματα:
. Στη γενική μορφή και τεχνική σχηματισμού τους.
. Στο ρυθμό της χάραξης.
. Στον αριθμό στον ανεξάρτητων γραφικών κινήσεων.
. Στη σχέση και αναλογία μεταξύ των γραφικών κινήσεων.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, κατά τη γνώμη μου η αμφισβητούμενη υπογραφή που φαίνεται στο Πρωτότυπο Γενικό Πληρεξούσιο Έγγραφο με δική μου αρίθμηση 1, δεν είναι γνήσια υπογραφή του Ανδρέα Δημητριάδη αλλά είναι αποτέλεσμα προσπάθειας αντιγραφής ή απομίμησης της γνήσιας υπογραφής του από πρόσωπο που γνώριζε ή είχε στην κατοχή του γνήσια υπογραφή του.»
Εξήγησε ο μάρτυρας κατά την κυρίως εξέτασή του ότι στην αμφισβητούμενη υπογραφή υπάρχουν πέντε αδικαιολόγητα σταματήματα, ότι δεν είναι γραμμένη ελεύθερα, ούτε με ταχύτητα και αυθορμητισμό και γενικά δε χαρακτηρίζεται ως υπογραφή φυσιολογικής χάραξης. Σύγκρινε δε αυτήν με εννέα δείγματα γραφής, ποιοτικά κατάλληλα και χρονολογικά πλησιέστερα του χρόνου με την αμφισβητούμενη υπογραφή. Πρόκειται, όπως είπε, για γραφικές παραστάσεις, γραμμένες ελεύθερα, με ταχύτητα και αυθορμητισμό, οι οποίες δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε ίχνη αβεβαιότητας, δισταγμού ή άλλα στοιχεία που να φανερώνουν ότι δεν πρόκειται για φυσιολογική χάραξη, έχουν τεχνική στον τρόπο σχηματισμού τους και περικλείουν υψηλό βαθμό δυσκολίας και συνολικά εντόπισε πέντε ιδιαίτερα γραφολογικά γνωρίσματα στα δείγματα υπογραφών τα οποία επαναλαμβάνονται σ΄ αυτές. Τα πέντε αυτά γραφολογικά γνωρίσματα απουσιάζουν από την αμφισβητούμενη υπογραφή.
Από την άλλη, η ΜΥ4, δικηγόρος - δικαστική γραφολόγος στην Ελλάδα, δεν είναι διαπιστευμένη με ΙSO 1725, όπως ο ΜΚ3, όμως τα προσόντα της ως γραφολόγου δεν αμφισβητήθηκαν και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο ως ειδική δικαστική γραφολόγος. Η εν λόγω μάρτυρας κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα όπως καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:
«Οι ομοιότητες που εντοπίζονται στον τρόπο διατύπωσης της υπό έλεγχο υπογραφής, σε σχέση με το σύνολο των 26 προς σύγκριση υπογραφών του Ανδρέα Δημητριάδη, αφορούν τόσο σε χαρακτήρες δομής τους, όσο και σε γραφικές συνήθειες του συντάκτη τους.
Η υπό έλεγχο δηλ. υπογραφή φέρεται με ομοιότητες σε βασικά γραφολογικά γνωρίσματα λεπτομέρειες του τρόπου διαπλοκής της, με αντίστοιχα των παλαιότερων προγενέστερων, όσων και μεταγενέστερων αυτής, γνησίων υπογραφών του Ανδρέα Δημητριάδη (1985-2009), όπως την περιβάλλουν χρονικώς, καλύπτουσες ένα χρονικό διάστημα 24 ετών, χωρίς καμία ένδειξη απομιμήσεως ή τάσεως για αναπαραγωγή συγκεκριμένων γραφικών τους κινήσεων.
Στοιχεία δηλ. ιδιαιτέρως σημαντικά από απόψεως γραφολογικής τους αξιολόγησης, τα οποία εντάσσουν την υπό έλεγχο υπογραφή στον γνήσιο υπογραφικό κύκλο του Ανδρέα Δημητριάδη.
Οι διαφορές δε, που εντοπίζονται στον τρόπο σύνθεσης αυτής, δεν χαρακτηρίζονται από απόπειρα απομιμήσεως ή ανεπιτυχούς προσπάθειας αναπαραγωγής γραφικών κινήσεων των γνησίων υπογραφών του Ανδρέα Δημητριάδη αλλά από εμφανείς, απροσδόκητες γραφικές κινήσεις, οι οποίες περισσότερο «ξαφνιάζουν» δημιουργώντας ερωτηματικά για τον τρόπο σχηματισμού τους χρήζοντας έτσι, αιτιολογήσεως και ερμηνείας, η οποία δύναται πλέον να προέλθει μόνον από τις γραφικές συνθήκες χάραξης αυτής.
Ειδικότερα, η υπό έλεγχο υπογραφή στο σημείο της έναρξης αυτής παρουσιάζει απότομη διάσπαση της γραφικής συνέχειας, με συνεπαγόμενα ευρήματα στις επί μέρους γραμμές της.
Τα ευρήματα αυτά, συνίστανται από 3 μικρές, άσχετες μεταξύ τους, τρεμώδεις γραμμές (στο σημείο αυτό της διακοπής και στο άνω σημείο του εναρκτήριου σχηματισμού της), από μία αρκετά ασυνήθιστη απόσταση 1 cm από το σημείο της διακοπής μέχρι την συνέχεια του βασικού κορμού και πιθανώς από τη χαλάρωση της υπογραφικής της απόληξης στη βάση αυτής.
Τα εν λόγω ευρήματα όμως, δεν είναι «κρυφά», ούτε προσπαθούν να καλύψουν, κάποια λανθασμένη κίνηση, σε καμία περίπτωση δε, δεν φαίνονται να αποτελούν ευρήματα ανεπιτυχούς απομιμήσεως.
........
Οδηγώντας συνεπώς στο συμπέρασμα, ότι:
Η εμφανής διάσπαση της συνέχειας της εναρκτήριας χάραξης της υπό έλεγχο υπογραφής, χωρίς προσπάθειας «καλύψεως» ή διορθώσεως αυτής και η ανυπαρξία λοιπών στοιχείων απομιμήσεως στον τρόπο της σύνθεσης της, αποτελούν μεγάλης γραφολογικής σημασίας ενδείξεις γνησιότητας. Επιπροσθέτως, μάλιστα, τόσο η γραφική πρωτοβουλία που εντοπίζεται στις γραφικές κινήσεις, όσο και η ομοιότητα στο σκεπτικό και στην απόδοση γραφικών λεπτομερειών σε επί μέρους σχηματισμούς της, με την αντίστοιχη τάση πρωτοβουλίας και τις γραφικές λεπτομέρειες εξατομικευμένης δομής που εντοπίζονται στις πλησιόχρονες υπογραφές του ως άνω γραφέα, οδηγούν σε χάραξη αυτή με το χέρι του φυσικού της συντάκτη Ανδρέα Δημητριάδη και συνεπώς, στη χωρίς αμφιβολία, αυθεντικότητα του τρόπου σύνταξης της.
........»
Σημειώνουμε ότι με βάση τη μαρτυρία του ΜΚ1, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, όταν η Αστυνομία ξεκίνησε να εξετάζει την υπόθεση, προσπάθησε να λάβει κατάθεση από τον Ανδρέα Δημητριάδη, όμως, λόγω της κατάστασης της υγείας του, αυτό δεν κατέστη δυνατό, και μετά από πάροδο λίγων ημερών, αυτός απεβίωσε. Συνεπώς, δεν υπήρχε δυνατότητα να ληφθούν δείγματα γραφής για σκοπούς γραφολογικών εξετάσεων από τον Α. Δημητριάδη. Αυτό που έπραξαν και οι δύο γραφολόγοι, ήταν να λάβουν έγγραφα επί των οποίων υπήρχε η υπογραφή του και να τα χρησιμοποιήσουν με στόχο τη σύγκριση με την επίδικη υπογραφή. Ο ΜΚ3 εξέτασε την υπογραφή που βρισκόταν στο πρωτότυπο γενικό πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 12.6.2009, σε πρωτότυπη δήλωση μεταβίβασης ακινήτου ημερομηνίας 20.5.2008, πρωτότυπη απόδειξη εντάλματος πληρωμής της Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 12.3.2009, δύο πρωτότυπα έντυπα της Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 15.9.2008 με δείγματα υπογραφής του Α. Δημητριάδη, καθώς και επιστολή του Α. Δημητριάδη προς την Τράπεζα Κύπρου ημερομηνίας 18.9.2008 με δείγμα υπογραφής. Τα εν λόγω έγγραφα αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης και από τη ΜΥ4. Πέραν όμως από αυτά, η ΜΥ4 εξέτασε και δείγματα γραφής επί άλλων εγγράφων, κυρίως τραπεζικών, εγγράφων που καταχωρήθηκαν στο Κτηματολόγιο, καθώς και το διαβατήριο του Α. Δημητριάδη, για τα οποία η μόνη αναφορά που γίνεται από τη μάρτυρα ως προς την προέλευσή τους είναι αυτή που αναφέρεται στο Τεκμ. 37, ότι δηλαδή προσκομίστηκαν από τον εφεσίβλητο 1 και της απεστάλησαν μέσω του δικηγόρου του.
Βέβαια είναι σαφές από τα ίδια τα έγγραφα που εξέτασε η ΜΥ4 ποια είναι η προέλευσή τους. Πρόκειται για το διαβατήριο του Α. Δημητριάδη, έγγραφα μεταβίβασης τα οποία φέρουν σφραγίδες του Κτηματολογίου, επιταγές που εξέδωσε το ίδιο πρόσωπο, καθώς και άλλα τραπεζικά έγγραφα. Αυτό που έχει αμφισβητηθεί βέβαια δεν είναι η αυθεντικότητα των εγγράφων, αλλά η αυθεντικότητα της υπογραφής του Α. Δημητριάδη σ΄ αυτά. Το ζήτημα εγέρθηκε κατά την αντεξέταση της ΜΥ4 από την ευπαίδευτη δημόσια κατήγορο, όταν αμφισβητήθηκε ότι τα δείγματα γραφής που είχε στην κατοχή της, έφεραν τις γνήσιες υπογραφές του Α. Δημητριάδη, με εξαίρεση τα έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη και από το ΜΚ3 και η μάρτυρας απάντησε ως εξής:
«Α. Τα έγγραφα που προσκομίστηκαν ήταν έγγραφα δημόσια, έγγραφα τα οποία θεωρούνται ότι είναι αναμφισβήτητης γραφικής προέλευσης. Έγγραφα τα οποία απαιτούσαν την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του Ανδρέα Δημητριάδη. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε σχετική παρατήρηση θεωρείται αναληθής και στρεψοδικία.».
Επιπρόσθετα, όταν ζητήθηκε από την μάρτυρα κατά το στάδιο της αντεξέτασης της να παρουσιάσει τα πρωτότυπα των εγγράφων που χρησιμοποίησε, ανέφερε ότι αυτά βρίσκονταν στο γραφείο της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τα δείγματα γραφής που εξέτασε η ΜΥ4 ήταν γνήσια δείγματα γραφής του Α. Δημητριάδη στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Η μη εγκυρότητα του πορίσματος της Μ.Υ.4, στηρίζεται μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, στην μη παρουσίαση ενώπιον του Δικαστηρίου των εγγράφων που σύμφωνα με την ίδια αποτελούν γνήσια δείγματα γραφής του Α. Δημητριάδη τα οποία και έλαβε υπόψη της. Η Μ.Υ.4 στο δεύτερο μέρος της δήλωσης της (Τεκμήριο 34 Α), κάνει αναφορά τόσο στο επίδικο έγγραφο όσο και στα έγγραφα που έλαβε υπόψη της, ΤΑ ΠΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΕΓΓΡΑΦΑ, για την διενέργεια γραφολογικής έρευνας. Κατέθεσε ως Τεκμήριο επίσης (Τεκμήριο 36) αντίγραφα όλων των πιο πάνω εγγράφων στα οποία σημειώνονται οι παρατηρήσεις της, έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως (Τεκμήριο 37) και παρατηρήσεις αναφορικά με την έκθεση του Μ.Κ.3 (Τεκμήριο 35). Στα προς σύγκριση έγγραφα που η Μ.Υ.4 έλαβε υπόψη της περιλαμβάνονται και έγγραφα τα οποία και ο Μ.Κ.3 έλαβε υπόψη του. Κατά την αντεξέταση της η Μ.Υ.4, ρωτήθηκε σχετικά με τα τεκμήρια 5, 6, 8, 9 Β και 10 και συγκεκριμένα αφού της υποδείχτηκαν, ρωτήθηκε αν εξέτασε αυτά τα δείγματα γραφής του Ανδρέα Δημητριάδη, η Μ.Υ.4 απάντησε βεβαίως και ότι τα θεωρεί εξαιρετικά δείγματα της αυθεντικότητας της υπό έλεγχο υπογραφής. Η Μ.Υ.4 εξήγησε πως περιήλθαν στην κατοχή της τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της και με ποια μορφή, ενώ σε σχέση με το έγγραφο που φέρει την αμφισβητούμενη υπογραφή αντεξεταζόμενη, ανάφερε ότι το εξέτασε σε φωτογραφία και επιβεβαίωσε την εξέταση της μέσω του πρωτοτύπου. Εξήγησε επίσης, σε υποβολή, «ότι ένα πρωτότυπο έγγραφο έχει μεγαλύτερη γραφολογική αξία από οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που δεν είναι πρωτότυπο» ότι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία στο υπό έλεγχο έγγραφο και όχι στα προς σύγκριση (βλ. σελ. 14 των πρακτικών ημερομηνίας 23.4.2013 που τηρήθηκαν μετά το διάλειμμα). Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής επικαλέστηκε επί του σημείου αυτού τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Πλαστογραφία με το χέρι & Πλαστογραφία του Κωνσταντίνου Βέννη στη σελ. 55 με τίτλο Φωτοτυπίες - Αντίγραφα. Οι διευκρινίσεις που η Μ.Υ.4 έδωσε σε σχέση με την μορφή που έλαβε τα υπό σύγκριση έγγραφα, αφορούσαν φωτογραφίες και όχι φωτοτυπίες. Ο Μ.Κ.3 στην μαρτυρία του ανάφερε επίσης, ότι φωτογράφησε και εκτύπωσε σε μεγέθυνση την αμφισβητούμενη υπογραφή (Τεκμήριο 27) και φωτογράφησε τις υπό σύγκριση υπογραφές (Τεκμήριο 26) και ετοίμασε συγκριτικούς πίνακες τους οποίους και κατάθεσε και εξήγησε στο Δικαστήριο, όπως και η Μ.Υ.4 έπραξε. Την ίδια δηλαδή μέθοδο εφάρμοσε και ο Μ.Κ.3. Συνεπώς, δεν βλέπω να επηρεάζεται η εξέταση που η Μ.Υ.4 διενήργησε, έχοντας φωτογραφίες των συγκριτικών και φωτογραφία της αμφισβητούμενης υπογραφής την οποία στη συνέχεια επιβεβαίωσε από την πρωτότυπη. Επίσης, στο Τεκμήριο 37 που είναι η έκθεση της Μ.Υ.4 γίνεται αναφορά στα έγγραφα που διενεργήθηκε η γραφολογική διερεύνηση, περιγράφει τα εν λόγω έγγραφα, αναφέρει ότι κάποια είναι πρωτότυπα, πλην αυτών που ήταν στην κατοχή του Μ.Κ.3 και επίσης επισυνάπτονται φωτοαντίγραφα τους. Ακόμα, ο Μ.Κ.3, επιβεβαίωσε ότι ο Α. Ευριπίδου στις 29.8.2011 προσήλθε στο Εργαστήριο Γραφολογίας της Αστυνομίας μαζί με τον φωτογράφο Ελευθέριο Ελευθερίου και στην παρουσία του, φωτογράφησε τα έγγραφα που αφορούν την υπόθεση.
.....
Υπό τις περιστάσεις, κρίνω ότι, και τα δείγματα γραφής που εξέταση η Μ.Υ.4, πρόκειται για γνήσια δείγματα γραφής του Α. Δημητριάδη.»
Το άρθρο 8 του Criminal Procedure Act του 1965 που ισχύει στην Κύπρο και στο οποίο έγινε αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιτρέπει σύγκριση υπογραφής με άλλη που έχει αποδειχτεί με ικανοποιητικό τρόπο από το Δικαστήριο ότι είναι γνήσια.
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Archbold 1999, στη σελίδα 1279, παρ. 14-108:
«section 8 required the judges, not the jury, to determine whether a piece of writing required for comparison is genuine. In so deciding, the judge must be satisfied according to the criminal standard of proof: R v Ewing (1983) Q.B. 1039, 77 Cr. App. R. 47.»
Υπενθυμίζουμε ότι με βάση τη νομολογία, η μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού της υποβάθρου με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός και ότι η αποτυχία απόδειξης αυτού του υπόβαθρου με αποδεκτή μαρτυρία θα αφήσει τη γνώμη του εμπειρογνώμονα μετέωρη και χωρίς αξία.
Στην παρούσα περίπτωση είναι γεγονός ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους της υπεράσπισης ως προς την αυθεντικότητα της υπογραφής του Α. Δημητριάδη επί του δειγμάτων γραφής που χρησιμοποίησε η ΜΥ4 για σκοπούς της επιστημονικής της εξέτασης. Όμως, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τη φύση των εγγράφων, καθώς και ότι σε κάποια από τα υπό σύγκριση έγγραφα υπάρχει πιστοποίηση της υπογραφής του Α. Δημητριάδη. Αυτό δε, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε η αυθεντικότητα των εγγράφων, θεωρούμε ότι ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να καταλήξει ότι πρόκειται περί εγγράφων που φέρουν την αυθεντική υπογραφή του Α. Δημητριάδη. Ακόμη, όμως, και σε περίπτωση που κρίναμε ότι απαιτείται απόδειξη της αυθεντικότητας της υπογραφής του Α. Δημητριάδη επί των συγκεκριμένων δειγμάτων που χρησιμοποίησε η ΜΥ4, το γεγονός ότι η γραφολόγος εξέτασε και όλα τα δείγματα υπογραφής που εξετάστηκαν από το ΜΚ3, όπου δεν αμφισβητείται η αυθεντικότητα της υπογραφής, καθιστά την εισήγηση της εκπροσώπου του εφεσείοντα απορριπτέα.
Αποτελεί θέση της δημόσιας κατηγόρου ενώπιόν μας, η οποία τέθηκε και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ΜΥ4 δεν εξέτασε την πρωτότυπη αμφισβητούμενη υπογραφή, αλλά ούτε και τα πρωτότυπα δείγματα υπογραφής του Ανδρέα Δημητριάδη, για να καταλήξει στα συμπεράσματα της. Η μάρτυς, ανέφερε η συνήγορος, εξέτασε μόνο φωτογραφία της αμφισβητούμενης υπογραφής και φωτοαντίγραφα των δειγμάτων υπογραφής του Ανδρέα Δημητριάδη.
Το θέμα εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα. Ο ίδιος ο ΜΚ3 εξέτασε επιστημονικά την υπό αμφισβήτηση υπογραφή από φωτογραφία και το ίδιο έπραξε και η ΜΥ4. Αυτό που έκανε η ΜΥ4 στο Δικαστήριο, όταν τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον της το πρωτότυπο έγγραφο, ήταν απλά να επιβεβαιώσει την υπογραφή που εξέτασε σε φωτογραφία, γεγονός που δεν αμφισβητείται άλλωστε. Το γεγονός ότι η ΜΥ4 εξέτασε την υπογραφή στο πληρεξούσιο από φωτογραφία, δεν επηρεάζει την ποιότητα της παρατήρησης.
Αναφορικά με τα δείγματα γραφής που χρησιμοποίησε η μάρτυς, στη δήλωση της, Τεκμ. 34Α, γίνεται καταγραφή του καθενός από τα υπό σύγκριση έγγραφα. Αναφέρεται σε κάθε περίπτωση περιγραφή του εγγράφου και κατά πόσο αυτό είναι σε πρωτότυπο, σε αντίγραφο από carbon ή σε φωτοαντίγραφο. Στην Έκθεση Γραφολογικής Γνωμοδοτήσεως που ετοιμάστηκε από τη μάρτυρα και κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμ. 37, περιλαμβάνεται η εντολή που της δόθηκε για διενέργεια γραφολογικής εξέτασης με τα έγγραφα που τις απεστάλησαν τα οποία περιλαμβάνουν την έκθεση του ΜΚ3, τα έγγραφα τα οποία εξετάστηκαν από τον ΜΚ3 σε φωτογραφίες από το πρωτότυπο και έγγραφα με υπογραφές του Ανδρέα Δημητριάδη «προσκομισθέντα από το Γεώργιο Ευριπίδη» σε πρωτότυπο.
Στο σύγγραμμα «Γραφή με το χέρι, Πλαστογραφία», Τόμος 1, του Κωνσταντίνου Βέννη, στη σελίδα 55, κάτω από τον τίτλο «Φωτοτυπίες - Πρότυπα», που μας παρέπεμψε η δημόσια κατήγορος, αναφέρονται τα εξής:
«Η φωτοτυπία γενικά είναι απρόσφορο μέσο για να διαπιστωθεί η πλαστότητα ενός εγγράφου. Με τη φωτοτυπία δεν μπορεί να διαπιστωθεί π.χ. η πίεση, η ταχύτητα, γιατί ισοπεδώνεται κυριολεκτικά.»
Περαιτέρω, στο κεφ. 9 του ιδίου συγγράμματος, κάτω από τον τίτλο «Φωτογραφία», διατυπώνεται η θέση ότι:
«Είναι η δεύτερη καλύτερη λύση μετά το ίδιο το πρωτότυπο έγγραφο. Είναι πολύ ανώτερη από φωτοτυπία ή φαξ όπου χάνεται η αναγνώριση πολλών χαρακτηριστικών. Τα αποδεικτικά στοιχεία σε μορφή φωτογραφίας από μόνα τους είναι επαρκή για να δώσουν τα δεδομένα της υπόθεσης.»
Στο σύγγραμμα Archbold 1999, στη σελίδα 1280, παρ. 14-109, έχουν λεχθεί τα ακόλουθα:
«where it is or should be anticipated that there will be a dispute as to handwriting, the prosecution should call expert evidence: R v O'Sullivan, ante. It is permissible for an expert to compare genuine and admitted writings with a photocopy of the disputed writing where the later has been lost and give an opinion as to the authorship of the lost original: Lockheed Arabia v Owen (1993) Q.B. 806, CA. However, a photocopy will rarely if ever reveal pressure marks, tracings, overwritten words, pen lifts or other signs used to identify or eliminate the possibility of forgery.»
Από τη δήλωση της μάρτυρος (Τεκμ. 34 Α) προκύπτει ότι κάποια από τα δείγματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν σε φωτοτυπίες, όμως κατά την αντεξέταση της δεν υπήρξε οποιαδήποτε ειδική αναφορά σ΄ αυτά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η μαρτυρία του ΜΚ3 έχει τεθεί υπό τέτοια αμφισβήτηση που δεν είναι δυνατό το Δικαστήριο να στηριχθεί στη δική του άποψη και γνώμη και να αποκλειστεί αυτή της ΜΥ4. Αυτή η κατάληξη του Δικαστηρίου στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η ΜΥ4 είχε στη διάθεσή της περισσότερα δείγματα υπογραφής του Α. Δημητριάδη, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτό τον παράγοντα. Παραθέτουμε τους επιπρόσθετους λόγους επί τους οποίους το Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του:
«Επιπρόσθετα, η Μ.Υ.4, εντόπισε και περίγραψε με επάρκεια αριθμό ομοιοτήτων της αμφισβητούμενης υπογραφής μεγαλύτερο σε σχέση με τις διαφορές που εντόπισε ο Μ.Κ.3, χωρίς να παραγνωρίσει την ύπαρξη κάποιων διαφορών τις οποίες δικαιολόγησε και ενέταξε στον πιο πάνω λόγο. Οι ομοιότητες, εντοπίζονται, σύμφωνα με την Μ.Υ.4, σε βασικές γραφικές κινήσεις σε χαρακτήρες δομής και σε συνειδητές γραφικές χαράξεις. Εξήγησε ότι η υπό έλεγχο υπογραφή εκκινεί με τον ίδιο άξονα με την ίδια κλίση του άξονα, με την ίδια γωνία σε σχέση με τις συντεταγμένες του γραφικού χώρου. Η Μ.Υ.4 εντοπίζοντας κατά την εξέταση της 3 τρεμώδεις γραμμές, δικαιολόγησε με επάρκεια το γιατί και υποστήριξε ότι πρόκειται για διακοπή της χάραξης στο σημείο, καθότι, η αμφισβητούμενη υπογραφή συνεχίζεται χωρίς διορθωτικές τάσεις, χωρίς τάση σύνδεσης, χωρίς προσπάθεια του συντάκτη της να επανέλθει και αυτό δείχνει αυτοπεποίθηση του φυσικού γραφικού γραφέα, ο οποίος συνεχίζει την υπογραφή σαν να μην συμβαίνει τίποτε.
Σε ότι αφορά τους συλλογισμούς που διατύπωσε οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως υποθετικοί και ως μη ορθοί εφόσον η Μ.Υ.4 κατέθετε ως εμπειρογνώμων, η ίδια εξήγησε ότι αναγκάστηκε υπό τις περιστάσεις να το πράξει εφόσον η εν λόγω υπογραφή αμφισβητείται για λόγους μη ανταποκρινόμενους σε γραφικά γνωρίσματα και σε γραφικές διαφορές.
Από απλή παρατήρηση της αμφισβητούμενης υπογραφής, είναι εμφανές ακόμα και για το Δικαστήριο ότι αυτή διαφοροποιείται από τα συγκριτικά που έχουν παρουσιαστεί και έχουν χρησιμοποιηθεί από τον Μ.Κ.3 και την Μ.Υ.4. Παρουσιάζει η αμφισβητούμενη υπογραφή μια διακοπή περί το 1 εκ. Η Μ.Υ.4, εξήγησε ότι αυτό πιθανόν να οφείλεται από τη χαλάρωση της υπογραφικής της απόληξης στη βάση αυτής και ότι τα εν λόγω ευρήματα δεν είναι κρυφά ούτε προσπαθούν να καλύψουν, κάποια λανθασμένη κίνηση σε καμία περίπτωση δεν φαίνονται να αποτελούν ευρήματα ανεπιτυχούς απομιμήσεως και ότι αυτό ευλόγως συνάγεται από την ερμηνεία τους εμφανούς τρόπου με τον οποίο αποτυπώνονται, με γραφικές δηλαδή κινήσεις, μη έχουσες σχέση με τυπικές ενδείξεις απομίμησης.
Η πιο πάνω εμφανής διακοπή που παρουσιάζει η αμφισβητούμενη υπογραφή και η συνέχεια της μέχρι την ολοκλήρωση της, με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, έχει προβληματίσει και το ίδιο το δικαστήριο, ειδικότερα έχοντας υπόψη μου και την γνώμη του Μ.Κ.3, ότι δηλαδή αυτή έγινε από πρόσωπο που γνώρισε ή είχε στην κατοχή του γνήσια υπογραφή του Α. Δημητριάδη. Δημιουργείται έτσι και το ερώτημα, πως είναι δυνατό αφού καμία από τις υπογραφές δείγματα του Α. Δημητριάδη δεν παρουσιάζει αυτό το χαρακτηριστικό, ο γνώστης και ο κάτοχος γνησίων υπογραφών του να υπέπεσε σε ένα τόσο σημαντικό λάθος.»
Όπως εξηγείται στον Murphy on Evidence, 8η Έκδοση, (2003) σελίδες 668-669, ενώ παλαιότερα θεωρείτο ότι το βάρος απόδειξης τόσο στις αστικές όσο και στις ποινικές υποθέσεις, σε ό,τι αφορά τη συγκριτική μαρτυρία περί της υπογραφής τρίτου προσώπου ήταν το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, με την υπόθεση Ewing (1983) Q.B. 1039, καθιερώθηκε ότι στις ποινικές υποθέσεις, το βάρος είναι το ίδιο όπως και στην κυρίως δίκη, δηλαδή, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Υπενθυμίζουμε ότι με βάση καλά εδραιωμένες νομολογιακές αρχές, η υποχρέωση ενός εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να σχηματίσει ίδιαν ανεξάρτητη γνώμη (βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 298). Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας, δεν πρέπει επίσης να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του (βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 ΑΑΔ 1020).
Δεν κρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να απαιτείται η παρέμβασή μας.
Αναφορικά με την αξιολόγηση των εφεσιβλήτων το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε μία ενιαία εκδοχή, την οποία υποστήριξαν όλοι οι εφεσίβλητοι, τόσο στις καταθέσεις τους που έδωσαν στην Αστυνομία, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία συνάδει με τα συμπεράσματα της ΜΥ4, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Είναι εμφανές ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είναι το πρόσωπο που επωφελήθηκε από την μεταβίβαση των 3 ακινήτων στο όνομα του. Αυτό, αποδεικνύει, το πολύ, ελατήριο, για την διάπραξη των αδικημάτων από μέρους του. Ο πρώτος κατηγορούμενος, δεν έχει αμφισβητηθεί για την σχέση που είχε και διατηρούσε με τον Α. Δημητριάδη και ότι ήταν το πρόσωπο που τον βοηθούσε αλλά και την σύζυγο του και ήταν κοντά τους. Ο Α. Δημητριάδης δεν είχε παιδιά και δεν μπορεί να θεωρηθεί παράλογο να του έταξε, όπως ο πρώτος κατηγορούμενος ανάφερε, τα συγκεκριμένα ακίνητα. Αναφορικά με τον δεύτερο και τον τρίτο κατηγορούμενο, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι αυτοί αποκόμισαν οποιοδήποτε όφελος, συνεπώς δεν προκύπτει αναφορικά με αυτούς ελατήριο στην διάπραξη των αδικημάτων. Δεν μου διαφεύγει βέβαια ότι η εκδοχή τους ελέγχεται επίσης με άμεσο και καταλυτικό τρόπο από την μαρτυρία του Μ.Κ.3 και της Μ.Υ.4. Σε περίπτωση που ήθελε γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του Μ.Κ.3 και όχι αυτή της Μ.Υ.4, αυτό θα σήμαινε αυτόματα ότι τα όσα υποστήριξαν δεν ευσταθούν για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω.
Η μαρτυρία τους ήταν αρμονική, εξαιρουμένων βέβαια κάποιων επουσιωδών κατά την άποψη μου αντιφάσεων, που ακόμα και αυτό ενισχύει την εκδοχή τους, αφού καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται για κάτι που από την αρχή οργανώθηκε μεταξύ τους ώστε να υπήρχε προσυνεννόηση μεταξύ τους για να καλύψουν τις πράξεις τους σε όλα τα στάδια. Οι αντιφάσεις αφορούν την παρουσία του δεύτερου κατηγορούμενου κατά την υπογραφή του επίδικου πληρεξουσίου, την δήλωση ενώπιον του Κτηματολογίου ως προς την ακριβή συγγένεια του Γ. Ευριπίδου με τον Α. Δημητριάδη και εάν στις 10.4.2009 οι τίτλοι εγγραφής των 3 ακινήτων είχαν παρουσιαστεί στο γραφείο του δεύτερου κατηγορούμενου.»
Η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων, δεν υποκαθιστά την πρωτογενή μαρτυρία των πρωταγωνιστών της διαφοράς. Θεμελιώνει όμως επιστημονικά τη μια ή την άλλη εκδοχή των διαδίκων αλλά το πράττει συμπληρωματικά και προς επίρρωση ή αναίρεση, αναλόγως, της πρωταρχικής και ουσιαστικής μαρτυρίας των ιδίων των μερών (βλ. Δημήτρης Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1682).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την μαρτυρία των εφεσιβλήτων με τον τρόπο που τέθηκε πιο πάνω. Το γεγονός ότι αναφέρθηκε σε έλεγχο της μαρτυρίας τους με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων, αυτό προκύπτει από τη νομολογία. Δεν διαπιστώνουμε πλημμελή αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων.
Τελειώνοντας, θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι η εν τέλει μη αμφισβήτηση της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ2 δεν ήταν αξιόπιστος και ότι αυτός δεν είπε την αλήθεια αναφορικά με τις συνομιλίες που είχε με τον Α. Δημητριάδη, είναι καταλυτικής σημασίας. Η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής στηρίχθηκε στη μαρτυρία του ΜΚ2, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο και ο σχετικός λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου έχει αποσυρθεί. Συνακόλουθα, η έφεση θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων, αλυσιτελής.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ