ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Σ. Μάτσας με Θ. Αθανασίου, για τον Εφεσείοντα. Ελ. Θεοδότου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-03-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 195/2014, 20/3/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B205

(2015) 2 ΑΑΔ 103

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 195/2014)

20 Μαρτίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσίβλητη.

----------

Σ. Μάτσας με Θ. Αθανασίου, για τον Εφεσείοντα.

Ελ. Θεοδότου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της

 Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

----------

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.

----------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, για τα ακόλουθα αδικήματα:

 

(α)    πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα,

(β)    οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης, κατά παράβαση των άρθρων 5 και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1976, όπως έχει τροποποιηθεί, ήτοι οδηγούσε, αφού κατανάλωσε τέτοια ποσότητα αλκοόλης, ώστε η αναλογία αλκοόλης στο αίμα του υπερέβαινε το καθορισμένο, δηλαδή 71 χιλιοστά αντί 50 χιλιοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε κάθε 100 χιλιοστά του λίτρου αίματος, και

(γ)     υπέρβαση ορίου ταχύτητας, κατά παράβαση του άρθρου 6(2)(3) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν.86/71, όπως έχει τροποποιηθεί, ήτοι οδηγούσε με ταχύτητα 117 χ.α.ω. αντί 65 χ.α.ω.

 

Τα γεγονότα, όπως αναφέρθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να αμφισβητηθούν από την υπεράσπιση, καταγράφονται στην απόφαση ως ακολούθως:

 

 

«Στις 17/1/2012 και μεταξύ των ωρών 06:00-06:15, ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΕΜΧ954 (στο εξής «το Αυτοκίνητο») στη Λεωφόρο Γρηγόρη Αυξεντίου στο Μιτσερό (δρόμο Αγροκηπιάς-Μιτσερού) με κατεύθυνση το Μιτσερό και είχε συνοδηγό του τον 21χρονο τότε Μιχάλη Μιχαήλ, τέως από την Περιστερώνα (στο εξής «ο Αποβιώσας»). Σε κάποιο σημείο του δρόμου, 80 περίπου μέτρα πριν από την οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, η οποία βρισκόταν δεξιά της πορείας του, ο Κατηγορούμενος εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και προσπέρασε άγνωστο προπορευόμενό του αυτοκίνητο. Αφού το προσπέρασε, παρέμεινε και συνέχισε να οδηγεί στην αντίθετη λωρίδα. Σε κάποιο σημείο πριν την οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να εισέλθει στην αριστερή λωρίδα. Εισερχόμενος έχασε τον έλεγχό του και αφού πλαγιολίσθησε προς τα δεξιά, βγήκε εκτός δρόμου, κτύπησε σε ττέλινη περίφραξη παρακείμενου χωραφιού και στη συνέχεια σε μια αμυγδαλιά . την οποία και απέκοψε. Το αυτοκίνητο ανατράπηκε από το κτύπημα στην αμυγδαλιά και ακολούθως συρόμενο με την καμπίνα κατέληξε σε κυπαρίσσι, όπου και ακινητοποιήθηκε.»

 

Από το δυστύχημα τραυματίστηκε θανάσιμα ο συνοδηγός του αυτοκινήτου, φίλος του εφεσείοντα, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε και παρέμεινε τρεις μέρες στο Νοσοκομείο. Το αυτοκίνητο καταστράφηκε ολοσχερώς. 

 

 

Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα προκύπτουν τόσο από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε, όσο και από τα όσα συμπληρωματικά ανέφερε ο συνήγορóς του. Πρόκειται για ένα νεαρό άτομο, ηλικίας 21 ετών κατά το χρόνο επιβολής ποινής, που προέρχεται από διαλυμένη οικογένεια, μέτριας εισοδηματικής τάξης. Οι γονείς του είναι διαζευγμένοι και ο πατέρας του συνήψε δεύτερο γάμο, από τον οποίο απέκτησε και άλλο παιδί και διαμένει με τη νέα του οικογένεια. Ο εφεσείων διαμένει με την μητέρα του, τη μικρή του αδελφή και την αρραβωνιαστικιά του. Οι γονείς του χώρισαν το 2000 και έκτοτε ο ίδιος ανέλαβε ρόλο προστάτη της οικογένειας, παρά την ηλικία του. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο, υπηρέτησε στην Εθνική Φρουρά για ένα χρόνο. Μετά το επίδικο δυστύχημα και λόγω ψυχολογικών προβλημάτων που του δημιουργήθηκαν από αυτό, έλαβε πρόωρη απόλυση από την Εθνική Φρουρά. Το 2013 μετέβηκε στην Αγγλία για σπουδές, όπου φοίτησε για ένα έτος, ενώ εργαζόταν με μερική απασχόληση για κάλυψη των προσωπικών του εξόδων.  Τον ίδιο χρόνο αρραβωνιάστηκε με μία κοπέλα, με την οποία διατηρούσε σχέση για πέντε χρόνια, η οποία φοιτούσε σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας. Συνεπεία του δυστυχήματος, ο εφεσείων παρουσίασε διαταραχή μετά από τραυματικό στρές και παρακολουθείται από ψυχίατρο. Προς τούτο, κατατέθηκαν δύο σχετικά  πιστοποιητικά.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από εκτενή αναφορά σε νομολογία που διέπει το θέμα της επιβολής ποινής σε τέτοιες περιπτώσεις και, αφού τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσείων, συνεκτιμώτας όλα τα γεγονότα της υπόθεσης, κατέληξε ότι δεν πρόκειται για περίπτωση στιγμιαίας αβλεψίας ή οριακής αμέλειας, όπως εισηγήθηκε η υπεράσπιση. Αναφέρθηκε στην ποσότητα αλκοόλης που ανιχνεύθηκε στο αίμα του εφεσείοντα (71 αντί 50 mg/dL) και στο γεγονός ότι, ενώ ο εφεσείοντας αποφάσισε να μην οδηγήσει από και προς δύο μπαράκια που πήγε για διασκέδαση προηγουμένως, εφόσον θα κατανάλωνε αλκοόλ, ακολούθως αποφάσισε να οδηγήσει σε διάστημα μισής ώρας περίπου μετά που κατανάλωσε την τελευταία ποσότητα αλκοόλ, με τη δικαιολογία ότι δεν ήταν νυσταγμένος ή κουρασμένος και ένοιωθε πολύ καλύτερα από τον αποβιώσαντα φίλο του.

 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, ενώ ο εφεσείων βρισκόταν σε δρόμο διπλής κατευθύνσεως με μία λωρίδα στην κάθε κατεύθυνση και το πλάτος της κάθε λωρίδας να μην υπερβαίνει τα 2,90 μ., αποφάσισε να προσπεράσει το προπορευόμενο του όχημα σε απόσταση περί των 80 μέτρων πριν τη συμβολή με την οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ενώ η ορατότητά του ήταν περίπου 80-100μ. και με πλήρη αδιαφορία για την άσπρη συνεχή γραμμή στο οδόστρωμα που χώριζε τις δύο λωρίδες και την υποχρέωσή του να ελαττώσει ταχύτητα και να μην προσπεράσει προπορευόμενο όχημα εφόσον πλησίαζε συμβολή. Πέραν τούτου, παρατήρησε ότι ο εφεσείων,

«εισήλθε στην εξ αντιθέτου λωρίδα κυκλοφορίας και, παρότι αποφάσισε να οδηγήσει με την ησυχία του, προσπερνούσε το προπορευόμενό του όχημα αναπτύσσοντας ταχύτητα σχεδόν διπλάσια του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας, ήτοι 117 χ.α.ώ. αντί 65 χ.α.ώ, η οποία σαφώς και δεν του επέτρεπε να αντιμετωπίσει με ασφάλεια τους πιθανούς κινδύνους στο δρόμο. Η ταχύτητα με την οποία οδήγησε ο Κατηγορούμενος, υπό τις περιστάσεις, καταδεικνύει, επίσης, την αδιαφορία του όχι μόνο για την άτυχο συνεπιβάτη του, αλλά και για τους τυχόν άλλους οδηγούς στο δρόμο. Ήταν τέτοια η σημασία της συγκεκριμένης υπέρβασης ως προς την ταχύτητα που χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατόν να εξηγηθεί το ότι ο Κατηγορούμενος δεν κατάφερε να επαναφέρει με ασφάλεια το Αυτοκίνητο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας στην προσπάθειά του να αποφύγει το γκρίζο αγνώστων στοιχείων όχημα που εξήλθε από την πάροδο και εισήλθε αριστερά στην δεξιά λωρίδα, όταν ο Κατηγορούμενος ολοκλήρωνε το προσπέρασμά του. Χωρίς τη συγκεκριμένη υπέρβαση δεν θα ήταν επίσης δυνατό να εξηγηθεί το ότι ο Κατηγορούμενος έχασε πλήρως τον έλεγχο του Αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα αυτό να πλαγιολισθήσει προς τα δεξιά για τόση απόσταση, να βγει εκτός δρόμου και να προκληθεί ένα τέτοιο ατύχημα, δηλαδή οι σφοδρότατες συγκρούσεις που ακολούθησαν με τέτοιες δραματικές συνέπειες. Θα πρέπει δε να σημειωθεί πως δεδομένου ότι αποφάσισε να προσπεράσει με την ησυχία του, δεν ενδιαφέρθηκε να επαναφέρει το Αυτοκίνητο στην κανονική πορεία στην πρώτη ευκαιρία με ασφάλεια. Πάντως το βέβαιο είναι πως όταν τελικά κινήθηκε αριστερά, το προπορευόμενο όχημα ήταν πίσω του, εξ ου και δεν υπήρξε κίνδυνος σύγκρουσης με εκείνο.»

 

Εν όψει των πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα καταδεικνύει ότι το δυστύχημα δεν προκλήθηκε από ένα στιγμιαίο σφάλμα ή στιγμιαία πράξη ή παράλειψη του εφεσείοντα, αλλά από μια αλυσίδα ενεργειών και παραλείψεών του, που συνολικά ορώμενες συνιστούν επικίνδυνη και απερίσκεπτη οδήγηση, εμπεριέχουσες έντονο το στοιχείο της αδιαφορίας σε σχέση με την ασφάλεια των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν το δρόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο και το συνεπιβάτη του. Δεν παραγνώρισε, επίσης, το Δικαστήριο την είσοδο του αγνώστων στοιχείων γκρίζου οχήματος από την πάροδο στην δεξιά λωρίδα, στην οποία βρισκόταν ο εφεσείων, η οποία διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στο ατύχημα, κρίνοντας όμως ταυτόχρονα ότι σε καμία περίπτωση αυτό δεν αναιρεί τη γενεσιουργό αιτία και την τεράστια σημασία της, που ήταν η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα, όπως αναλύθηκε πιο πάνω.

 

Στη συνέχεια το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας του, στοιχεία που ανέλυσε και που κατέληξε ότι επιβάλλουν την αντιμετώπισή του με τη μεγαλύτερη δυνατή επιείκεια. Η παραδοχή και συνεργασία του εφεσείοντα με την Αστυνομία κρίθηκε ιδιαίτερα σημαντική στην παρούσα περίπτωση, όπου επρόκειτο για θανατηφόρο δυστύχημα και τα στοιχεία αυτά υποδηλούν όχι μόνο έμπρακτη μεταμέλεια, αλλά και την αναγνώριση και τον σεβασμό του δυσβάσταχτου πόνου της οικογένειας του θύματος. Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα αποτέλεσαν επίσης παράγοντα που αναλύθηκε και λήφθηκε υπόψη, καθώς επίσης και το γεγονός ότι το επίδικο δυστύχημα αποτέλεσε μια τραυματική εμπειρία και για τον ίδιο, εφόσον, πέραν από το τραυματισμό του, αυτός πάσχει από τραυματικό στρές και παρακολουθείται από ψυχίατρο. Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη οι αρνητικές συνέπειες που θα είχε στις σπουδές του εφεσείοντα η επιβολή ποινής φυλάκισης. Συνυπολόγισε, επίσης, το Δικαστήριο το χρόνο που μεσολάβησε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής και τις αλλαγές στις προσωπικές του περιστάσεις και επέβαλε στον εφεσείοντα για το αδίκημα του άρθρου 210 ποινή φυλάκισης 15 μηνών, 10 βαθμούς ποινής και στέρηση της ικανότητας να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο δύο ετών, ενώ δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή για τα άλλα δύο αδικήματα. Επίσης, έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η αναστολή της ποινής φυλάκισης, ως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης.

 

Ο εφεσείων, με την υποβληθείσα έφεση και τους διατυπωθέντες σ΄ αυτήν λόγους, όπως περιορίστηκαν, θεωρεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν ανέστειλε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης.

 

 

Σε συνάρτηση με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντας την εφεσιβαλλόμενη ποινή, δεν έλαβε δεόντως υπόψη, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους παράγοντες:

 

«Α) Η άμεση παραδοχή του Εφεσείοντα σε συνδυασμό με την έμπρακτη μεταμέλεια του, το λευκό ποινικό μητρώο και το νεαρό της ηλικίας του (περίπου 21 ετών).

 

Β)   Η διακοπή των ανώτερων σπουδών του Εφεσείοντα λόγω της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, αφού συμπλήρωσε το πρώτο έτος σπουδών στο πανεπιστήμιο Bolton στην Αγγλία στον κλάδο μηχανολογίας και θα μετέβαινε στο δεύτερο έτος σπουδών.

 

Γ)    Το χρονικό διάστημα που πέρασε από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος (17/1/2012) μέχρι την ημερομηνία επιβολής ποινής (9/9/2014) καθώς και την αλλαγή στις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις.

 

Δ)   Τα προβλήματα ψυχικής υγείας που προκλήθηκαν στον κατηγορούμενο από το δυστύχημα, τον τραυματισμό του, την συναισθηματική φόρτιση και τις ενοχές που θα τον ακολουθούν για ολόκληρη του την ζωή για τον θάνατο του αχώριστου φίλου του από το δυστύχημα.

 

Ε)   Ότι ο Εφεσείοντας κρίθηκε απροσάρμοστος στην Εθνική φρουρά λόγω της ψυχικής διαταραχής που του προκλήθηκε από το δυστύχημα.»

 

Από την άλλη, η κα Θεοδότου υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Επανειλημμένα έχει τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις και τα Δικαστήρια έχουν καθήκον να μεριμνήσουν για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών (Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 232, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 460, Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543).

 

Στην Αγγλική υπόθεση R. V. Guilfoyle 57 Cr.App.R. 549 δόθηκαν κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις όπως αυτές της πρόκλησης θανάτου, δυνάμει του άρθρου 210. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 τονίστηκε ότι το είδος και η έκταση της ποινής είναι πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία και το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου είναι καλό, πρέπει να επιβάλλεται χρηματική ποινή και στέρηση της άδειας οδηγού, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για να μην επιβληθεί στέρηση της άδειας. Όταν όμως το θανατηφόρο δυστύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού. Είναι θεμελιωμένο ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, αν δηλαδή θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης ή όχι.

 

 

Στην υπόθεση Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562 έγινε ανάλυση της νομολογίας σε συνάρτηση με τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη σε τέτοιου είδους υποθέσεις.

 

«Στην υπόθεση R. v. Boswell [1984] 3 All ER 353, όπου παρατίθενται ενδεικτικά κάποιοι επιβαρυντικοί και κάποιοι ελαφρυντικοί παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την επιβολή ποινής σε αδικήματα πρόκλησης θανάτου λόγω απερίσκεπτης οδήγησης. Ως επιβαρυντικοί παράγοντες αναφέρονται, επί παραδείγματι, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών, η υπερβολική ταχύτητα, η αδιαφορία σε προειδοποιήσεις από τους επιβάτες του και η επί μακρόν επίμονη και εκούσια πορεία πολύ κακής οδήγησης, όπως είναι για παράδειγμα η αδιαφορία σε φώτα τροχαίας και το προσπέρασμα άλλων αυτοκινήτων από τη λανθασμένη πλευρά. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η ταυτόχρονη διάπραξη άλλων αδικημάτων (όπως για παράδειγμα η οδήγηση χωρίς άδεια). Επιβαρυντικός παράγων είναι επίσης η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για οδικά αδικήματα, το κατά πόσο περισσότερα από ένα πρόσωπα σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα της αμελούς οδήγησης, αν ο κατηγορούμενος παρέλειψε να σταματήσει στη σκηνή ή αν διέπραξε το αδίκημα στην προσπάθειά του να αποφύγει έλεγχο ή σύλληψη.

 

Ως ελαφρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η λανθασμένη στάθμιση της κατάστασης (error of judgment), το λευκό οδικό μητρώο, ο καλός χαρακτήρας, η παραδοχή κατά τη δίκη και η ειλικρινής μεταμέλεια. Ελαφρυντικό είναι επίσης και το κατά πόσο το θύμα είναι στενός φίλος ή συγγενής του οδηγού και το έντονο συναισθηματικό αποτέλεσμα που είχε ο θάνατός του στον οδηγό.

 

Στην ίδια υπόθεση τονίζεται ότι όπου υπάρχουν ένας ή περισσότεροι επιβαρυντικοί παράγοντες, γενικά η ποινή φυλάκισης είναι η πλέον κατάλληλη, και σε μια επιβαρυμένη υπόθεση ως προς τον τρόπο οδήγησης,  όπως για παράδειγμα η ανταγωνιστική οδήγηση σε δημόσιο υπεραστικό δρόμο ή η αμελής οδήγηση μετά την κατανάλωση αλκοόλης, ποινή δύο ή περισσότερων χρόνων φυλάκισης και μεγάλη περίοδος στέρησης αδείας (μεταξύ επτά έως δέκα ετών) θα πρέπει να επιβάλλεται.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331, σε τέτοιου είδους αδικήματα δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή. Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου, λαμβάνοντας υπ' όψιν το γεγονός ότι το επικίνδυνο οδήγημα στοιχίζει πόρους και ζωές.  Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπ' όψιν (Παμπακάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 487, 491).

 

Ακόμα, στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109 στην οποία έγινε αναφορά και στην υπόθεση R. v. Boswell, ανωτέρω, επαναλήφθηκε ότι τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν για τον καθορισμό της ποινής σε τέτοιες υποθέσεις, σχετίζονται μεταξύ άλλων, με την υφή της αμέλειας που προκάλεσε το θάνατο, αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ' αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων.»

 

Από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο προς όφελος του εφεσείοντα, προκύπτει ότι όλοι οι παράγοντες που αναφέρονται στον πρώτο λόγο έφεσης, όπως έχουν διατυπωθεί πιο πάνω, έχουν ρητά αναφερθεί και αναλυθεί και δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λάθος αρχής κατά την επιβολή της ποινής. Άλλωστε, δεν υπήρξε τέτοια εισήγηση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα. Αυτό που ουσιαστικά εισηγήθηκε ο συνήγορος είναι ότι οι παράγοντες που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής δεν αντικατοπτρίζονται ορθά στην επιβληθείσα ποινή. Προς τούτο δε, παρέπεμψε σε δύο αποφάσεις σε σχέση με ποινή που επιβλήθηκε για παρόμοιας φύσης αδικήματα, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντίνου Κουκκίδη Ποιν. Έφ. 198/2012, ημερομηνίας 19.2.2013, και Παναγιώτα Ανθίμου ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 63/2012, ημερομηνίας 17.1.2013.

 

Έχουμε καταγράψει πιο πάνω τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς την οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα το βράδυ που επεσυνέβη το δυστύχημα και τον τραγικό του απολογισμό. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι το δυστύχημα δεν ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας αβλεψίας ή οριακής αμέλειας. Ο εφεσείων, ενώ είχε καταναλώσει αλκοολούχα ποτά, επέλεξε να οδηγήσει, προσπάθησε να προσπεράσει προπορευόμενο του όχημα σε σημείο όπου υπήρχε άσπρη συνεχόμενη γραμμή και ενώ πλησίαζε σε συμβολή με άλλο δρόμο, αναπτύσσοντας ταχύτητα σχεδόν διπλάσια του επιτρεπόμενου ορίου. Αυτή η οδική συμπεριφορά που επέδειξε ο εφεσείων αποτελεί επικίνδυνη και απερίσκεπτη οδήγηση, η οποία ενέχει το στοιχείο της αδιαφορίας σε σχέση με την ασφάλεια τόσο του ιδίου και του συνοδηγού του όσο και των άλλων οδηγών που χρησιμοποιούσαν το δρόμο. Δεν μας διαφεύγει ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο οποίος επαναλήφθηκε εμφαντικά και ενώπιον μας από τον ευπαίδευτο συνήγορό του, ότι η απώλεια του ελέγχου του οχήματος που οδηγούσε ήταν αποτέλεσμα της απρόσμενης εισόδου του άγνωστου αυτοκινήτου από την οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, που βρισκόταν στα δεξιά ως προς την πορεία του. Βέβαια, η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα, όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω, είναι αυτή που δεν του επέτρεψε να συμπληρώσει το προσπέρασμα και η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος. Όμως, για σκοπούς επιβολής ποινής, το στοιχείο αυτό επενεργεί προς μετριασμό της ποινής, όπως και οι υπόλοιποι παράγοντες που έθεσε ο συνήγορος με επιμέλεια ενώπιόν μας και έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, όπως αναλύθηκαν πιο πάνω. Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λάθος ούτε ως προς το είδος, ούτε ως προς το ύψος της ποινής που επέλεξε το Δικαστήριο έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβαση μας. Οι ποινές που επιβλήθηκαν στις δύο υποθέσεις που μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα είναι σαφώς χαμηλότερες, όμως δε θεωρούμε ότι τα περιστατικά τους ήταν τα ίδια με την παρούσα υπόθεση.

 

Με το δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν ανέστειλε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης δυνάμει του Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/2003, και ότι λανθασμένα συνέδεσε την απόφασή του αυτή με την απόφασή του για τους λόγους που το οδήγησαν στο ύψος της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνα Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161, όπου αναλύθηκαν τα κριτήρια που εφαρμόζονται σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, τονίστηκε ότι:

 

«Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν από τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν.41(Ι)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήταν τα ακόλουθα: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξής του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας. Ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την εισήγηση της υπεράσπισης για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, υπό το φως της σχετικής νομοθεσίας και της σχετικής νομολογίας, έκρινε ότι η σοβαρότητα των περιστάσεων είναι τέτοιου βαθμού που δεν επιτρέπει την αναστολή της ποινής φυλάκισης, παρά τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχε ο εφεσείων. Το Δικαστήριο, περαιτέρω, ανέφερε ότι η επιείκεια του Δικαστηρίου εξαντλήθηκε στο ύψος της ποινής που επιβλήθηκε και οι μετριαστικοί παράγοντες, δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκετοί, ώστε να δικαιολογείται ταυτόχρονα και η αναστολή της ποινής. Ανέφερε, επίσης, το Δικαστήριο ότι τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, ενόψει των τραγικών συνεπειών της οδικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα και της αναγκαιότητας αποτρεπτικής που να προστατεύει επαρκώς το κοινωνικό σύνολο, θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα και δε θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του Νόμου.

 

Δεν κρίνουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του Δικαστηρίου. Αυτό που είναι σημαντικό σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κατά πόσο σε περίπτωση που ανασταλεί η ποινή, θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς της τιμωρίας. Στην προκείμενη περίπτωση, η σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστάσεων διάπραξής τους είναι τέτοια που, όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν δεν είναι αρκετά ώστε να δικαιολογούν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.

 

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο