ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B124
(2015) 2 ΑΑΔ 66
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 199/2013)
20 Φεβρουαρίου 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ Δικαστών]
1. ΛΗΤΩΣ ΠΗΛΕΙΔΟΥ
2. ΡΕΑΣ ΠΗΛΕΙΔΟΥ
Εφεσείουσες
και
ΔΗΜΟΥ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ
Εφεσίβλητου
_________
Κ. Κυριακόπουλος, για τις εφεσείουσες.
Ειρ. Δρυμιώτου (κα) για Στ. Δρυμιώτη, για τον εφεσίβλητο.
____________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Οι γονείς των εφεσειουσών είχαν ανεγείρει σε τεμάχιό τους στον Στρόβολο, οικοδομή με βάση άδειες οικοδομής του 1981, του 1987 και του 1995.
Η άδεια του 1981 αφορούσε διόροφη οικοδομή που περιελάμβανε:
α) υπόγειο, το οποίο θα λειτουργούσε ως οικογενειακό κέντρο,
β) ισόγειο κατάστημα με μεσοπάτωμα και υπόστεγο χώρο στάθμευσης οχημάτων και
γ) δύο διαμερίσματα στον πρώτο όροφο.
Με την άδεια του 1987 εγκρίθηκαν μετατροπές στην υφιστάμενη οικοδομή ως ακολούθως:
Η χρήση του υπογείου δεν θα ήταν πλέον για οικογενειακό κέντρο, αλλά θα εχρησιμοποιείτο ως αποθήκη για το κατάστημα του ισογείου, πλέον μια μικρή ανεξάρτητη αποθήκη.
Η άδεια του 1995 αφορούσε τα εξής:
α) Ανέγερση δύο νέων ορόφων στην τότε υφιστάμενη οικοδομή.
β) Αλλαγή της χρήσης της μεγάλης αποθήκης στο υπόγειο σε χώρο στάθμευσης οχημάτων.
Για τις οικοδομές που ανηγέρθησαν με βάση τις δύο πρώτες άδειες εκδόθηκε πιστοποιητικό τελικής εγκρίσεως το 1987. Όμως, οι δύο νέοι όροφοι που ανηγέρθησαν με βάση την άδεια του 1995, αν και δεν παρουσιάζουν παρανομία ή πρόβλημα οι ίδιοι, δεν έχουν τύχει πιστοποιητικού τελικής έγκρισης μέχρι σήμερα λόγω του ότι δεν έχει γίνει η αλλαγή της χρήσης της αποθήκης σε χώρο στάθμευσης, που ήταν όρος της εν λόγω τελευταίας άδειας.
Η περιουσία μεταβιβάστηκε το 1997 στις εφεσείουσες, οι οποίες καθ΄όλο τον επίδικο χρόνο ήταν κάτοχοι των δύο εν λόγω ορόφων. Υπ΄αυτή τους την ιδιότητα αντιμετώπισαν κατηγορία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για κατοχή οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, για την οποία τελικά καταδικάστηκαν. Η υπεράσπισή τους ήταν ότι, παρά τις προσπάθειές τους να συμμορφωθούν με τους όρους της άδειας για να λάβουν πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, αυτό στάθηκε αδύνατο ενόψει των παρακάτω:
Από το 1982 είναι ενοικιάστρια και από το 1992 κατέστη θέσμια ενοικιάστρια, του υπόγειου και του ισόγειου χώρου των επίδικων υποστατικών η εταιρεία Golden Star Supermarket Ltd (εν τοις εφεξής καλουμένη ως «η ενοικιάστρια»), τα οποία συνεχίζει να χρησιμοποιεί, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ως υπεραγορά. Η ενοικιάστρια αρνείται τη μετατροπή της αποθήκης σε χώρο στάθμευσης, ως ο όρος της άδειας του 1995, παρά τις προσπάθειες των εφεσειουσών, μεταξύ των οποίων ήταν και η καταχώριση αίτησης στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων (Αίτηση Αρ. Ε14/03) προς ανάκτηση της κατοχής των επιδίκων χώρων, ώστε να μπορέσουν να συμμορφωθούν με τον εν λόγω όρο. Η διαδικασία εκείνη δεν καρποφόρησε ούτε και κατ΄έφεσιν (Πηλείδου-Καλλή κ.α. ν. Golden Star Suprermarket Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1624).
Ως εκ των άνω, ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειουσών και ενώπιον μας ότι, λόγω της άρνησης της ενοικιάστριας, είναι πρακτικά, φυσικά και νομικά αδύνατο να συμμορφωθούν ώστε να εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής εγκρίσεως. Δεν υπήρξε σκόπιμη άρνηση, ηθελημένη παράλειψη, αμέλεια ή αδιαφορία.
Η απάντηση της άλλης πλευράς ήταν ότι από τη στιγμή που οι εφεσείουσες έλαβαν γνώση των παραβάσεων, όφειλαν να συμμορφωθούν με τις πρόνοιες του Νόμου. Ο ισχυρισμός περί αδυναμίας συμμόρφωσης, που εμπεριέχει και παραδοχή του αδικήματος, δεν αφορά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος στο οποίο καταδικάστηκαν (άρθρο 10(1) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96), για το οποίο αρκεί η κατοχή οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια Αρχή.
Ένας άλλος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι το εύρημα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου πως η ενοικιάστρια (κατηγορούμενες 3 και 5 στην ίδια ποινική υπόθεση) κατέχει νόμιμα το υπόγειο, είναι εσφαλμένο. Ως προς αυτό το ζήτημα ήταν η θέση των εφεσειουσών ότι οι επιτρεπόμενες χρήσεις του υπογείου είναι ως η άδεια οικοδομής του 1995 και όχι ως οι χρήσεις που προνοούνται στις προηγούμενες άδειες. Όσο και αν αυτό προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Πηλείδου-Καλλή, ήταν η θέση των εφεσειουσών πως η απόφαση εκείνη δεν ήταν απόφαση διοικητικού δικαστηρίου in rem, όπως το έθεσε, που θα μπορούσε να ισχύσει ως δεδικασμένο έναντι πάντων. Καθόρισε μόνο τα αστικά δικαιώματα σε αστική διαδικασία που δεν αφορούν την ποινική διαδικασία και δεν δεσμεύουν τα ποινικά δικαστήρια.
Η ουσία είναι απλή. Το 1995 οι ιδιοκτήτες της οικοδομής εξασφάλισαν μονομερώς, χωρίς εμπλοκή και συγκατάθεση της ενοικιάστριας, την άδεια με τον συγκεκριμένο όρο περί αλλαγής χρήσης του υπογείου από αποθήκη σε χώρο στάθμευσης, τον οποίο όμως χώρο κατείχε η ενοικιάστρια ως μέρος του μισθίου και μάλιστα ως αναγκαίο μέρος ως είχε, ήτοι ως αποθήκη της υπεραγοράς, κατά τρόπο νόμιμο, σύμφωνα με την προηγηθείσα άδεια οικοδομής του 1987 και το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης του χρόνου εκείνου.
Η αμφισβήτηση αυτών των δεδομένων από τις εφεσείουσες είναι αβάσιμη. Κατ΄αρχάς, εάν οι εφεσείουσες ήθελαν με δικονομικά έγκυρο τρόπο να αμφισβητήσουν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η κατοχή του υπογείου από την ενοικιάστρια ήταν νόμιμη, όπως προέβαλαν με το δεύτερο λόγο έφεσης, θα έπρεπε κανονικά να δώσουν την ευκαιρία στην ενοικιάστρια να ακουστεί στα πλαίσια της έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, το εύρημα αυτό ήταν αναπόφευκτο υπό τις παραπάνω περιστάσεις, όπως ήταν ακριβώς και η διαπίστωση του Εφετείου στην προαναφερθείσα υπόθεση, την οποία λαμβάνουμε υπόψη ως αποδίδουσα την ορθή νομική διάσταση του πράγματος. Είναι και δική μας θεώρηση ότι «η έκδοση του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης το 1987 επισφράγισε οριστικώς τη νομιμότητα της χρήσης αυτής», όπως είχε αναφερθεί στην υπόθεση εκείνη.
Παρά ταύτα, το παράπονο των εφεσειουσών είναι ότι η ενοικιάστρια δεν συμμορφώνεται στον όρο της άδειας του 1995, ώστε να αλλάξει η χρήση. Δεν προσδιόρισαν όμως οποιοδήποτε έρεισμα για τέτοια υποχρέωση συμμόρφωσης από την ενοικιάστρια προς όρο της άδειας που οι ιδιοκτήτες αποτάθηκαν και έλαβαν στο παρελθόν μονομερώς και που θα οδηγούσε σε απώλεια της αποθήκης του καταστήματός της, την οποία κατέχει ως θέσμια ενοικιάστρια και δυνάμει πιστοποιητικού τελικής έγκρισης.
Το πρόβλημα δημιουργήθηκε από την πλευρά των ιδιοκτητών και η υποχρέωση συμμόρφωσης προς τον όρο της άδειας υπήρχε για τους δικαιούχους της άδειας και κατά το χρόνο που θα προχωρούσαν στην ανέγερση της οικοδομής. Εξ αρχής είναι που θα έπρεπε να διερευνήσουν κατά πόσο θα μπορούσαν να προχωρήσουν μέχρι τέλους σύννομα, οπότε, εάν διαπίστωναν ότι υπήρχε αδυναμία για το λόγο που σήμερα προβάλλεται, είτε θα έπρεπε να επιλύσουν το πρόβλημα με την ενοικιάστρια για να άρουν την αδυναμία, είτε να μην προχωρήσουν, για να επικαλούνται μετά την αδυναμία την οποία εξ αρχής, όχι απλώς μπορούσαν να διαπιστώσουν αλλά ήταν και εύλογο, υπό τις περιστάσεις, να αναμένουν. Μαζί με την περιουσία μεταβιβάστηκε στις εφεσείουσες και το πρόβλημα. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η δυσμενής κατάσταση στην οποία βρίσκονται δεν αναιρεί τα στοιχεία του αδικήματος, εφόσον δεν παύουν οι εφεσείουσες να κατέχουν την περί ης ο λόγος οικοδομή χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Η καταδίκη ήταν ορθή.
Προσβάλλεται και η ποινή ως υπέρμετρη και δυσανάλογη υπό τις ιδιαίτερες, όπως ετέθη, περιστάσεις, ήτοι την αδυναμία συμμόρφωσης και το γεγονός ότι οι δύο όροφοι ανηγέρθησαν χωρίς παρανομίες, ως τέτοιοι,. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειουσών υπέβαλε ότι ήταν κατάλληλη περίπτωση να ακολουθηθεί η προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου στην υπόθεση Έπαρχος Λάρνακος ν. High Project Ltd κ.α., Ποιν. Έφ. 144/2010, ημερ. 13.3.2013, στο οποίο επιβλήθηκε χρηματική μόνο ποινή, χωρίς να εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης, αφού λήφθηκε υπόψη ότι επρόκειτο για πολύ μικρή παράβαση σε σχέση με την όλη οικοδομή. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αν και ανέφερε ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η διασφάλιση της νομιμότητας και της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας, θεώρησε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός των πλαισίων της ευχέρειάς του υπό τα πολύ ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης, έτσι ώστε να μην παρείχετο έδαφος για επέμβαση του.
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέπεμψε σε νομολογία που καταδεικνύει ότι η ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου επιβάλλει κατ΄αρχάς την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, εκτός σε περιπτώσεις όπου η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη σε τέτοιο βαθμό που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής να συνιστούσε δυσανάλογη τιμωρία. Αναφέρθηκε ειδικότερα στην προαναφερθείσα υπόθεση Έπαρχος Λάρνακος ν. High Project. Ακολούθως εξισορρόπησε με προσοχή τις ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως της νομολογίας, κατέληξε να εκδώσει το ζητηθέν διάταγμα τερματισμού της χρήσης για τους συγκεκριμένους ορόφους, όπως προνοεί το άρθρο 20, εδάφιον 3(β) του Νόμου.
Δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την διακριτική του ευχέρεια με τέτοιο τρόπο ώστε να χωρεί παρέμβασή μας. Η υπόθεση στην οποία παραπεμφθήκαμε, αναφερόμενη σε επουσιώδη μόνο παρανομία σε σχέση με το συνολικό έργο, διαφοροποιείται από την παρούσα.
Η έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής απορρίπτεται με €2500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειουσών.
Π. Παναγή, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π