ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Typye Abed Alkaadir ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 279
Αντωνίου Σίμος Αμβροσίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Χαλήλ (2010) 2 ΑΑΔ 87
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:B970
(2014) 2 ΑΑΔ 935
17 Δεκεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
RAHEB HATAMI BEJANDI,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 228/2012)
Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Άρθρο 144 Κεφ. 154 ― Εφεσείων εκρίθη πρωτοδίκως ένοχος σε τρεις κατηγορίες για βιασμό, τρεις κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας 13-17 ετών και τρεις κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού ― Επικύρωση καταδίκης.
Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Συναίνεση ― Συστατικό στοιχείο του βιασμού κατά το Άρθρο 144 του Κεφ. 154 είναι η έλλειψη συναίνεσης ή, εκεί όπου το θύμα συναίνεσε, η συναίνεση του να δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης ― Δεν απαιτείται από την κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος για σωματική βλάβη, η απόδειξη της οποίας απαιτείται μόνο εφόσον υπήρχε «συναίνεση».
Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Συναίνεση ― Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να συναινέσει κάποιο πρόσωπο και του να ενδώσει στη σεξουαλική επαφή. Το πρώτο περιλαμβάνει το δεύτερο ― Όμως το να ενδώσει απλώς στη σεξουαλική επαφή δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι συναινεί.
Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Συναίνεση ― Δεν απαιτείται όπως η παραπονούμενη επιδείξει ή αναφέρει ρητά στον κατηγορούμενο την έλλειψη της συναίνεσης της ― Όμως η κατηγορούσα αρχή πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης
Σεξουαλικά αδικήματα ― Ανήλικοι ― Επιθέσεις σεξουαλικής φύσεως που εκδηλώνονται επί ανηλίκων θυμάτων αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα τους ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα.
Σεξουαλικά αδικήματα ― Ανήλικοι ― Κατηγορητήριο ― Σύνταξη - Η ακολουθητέα πρακτική μέθοδος, σύνταξης κατηγορητηρίου προς θεμελίωση της συστηματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου όπου ένα παιδί αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείo ύστερα από ακροαματική διαδικασία, σε τρεις κατηγορίες για βιασμό, τρεις κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας 13-17 ετών και τρεις κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού. Όλα τα αδικήματα φέρονταν να τελέστηκαν σε διαφορετικές ημερομηνίες με θύμα την κόρη της συζύγου του εφεσείοντα. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν διάφορες ποινές άμεσης συντρέχουσας φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των 12 ετών, η οποία του επεβλήθη στις κατηγορίες για βιασμό.
Η διασύνδεση του εφεσείοντα με τα αδικήματα δεν προέκυψε από άμεση καταγγελία ή παράπονο της παραπονούμενης, αλλά όπως έθεσε τα πράγματα η κατηγορούσα αρχή, μέσα από συμπτώσεις.
Συγκεκριμένα όταν η παραπονούμενη κατήγγειλε στις 30.4.2012 στην Αστυνομία το βιασμό της από κάποιο φίλο της από τη Συρία, στα πλαίσια διερεύνησης εκείνης της καταγγελίας της, η τελευταία εξετάστηκε από ιατροδικαστή και της λήφθηκαν κολπικά και περιαιδοιϊκά επιχρίσματα.
Αργότερα, στις 28.7.2012 ο εφεσείων συνελήφθη στα πλαίσια άλλης διερευνώμενης υπόθεσης συνουσίας δια της βίας, ύστερα από την υποβολή σχετικού παραπόνου από την αδελφή της παραπονούμενης εναντίον του. Στα πλαίσια εξέτασης αυτού του παραπόνου, λήφθηκαν από τον εφεσείοντα παρειακά επιχρίσματα για επιστημονικές εξετάσεις από το Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας Κύπρου. Από τις σχετικές εξετάσεις που έγιναν προέκυψε ότι το γενετικό υλικό του εφεσείοντα συνδεόταν με περιαιδοιϊκό επίχρισμα που είχε ληφθεί από την παραπονούμενη.
Ως αποτέλεσμα, η Αστυνομία έλαβε από τον εφεσείοντα ανακριτική κατάθεση, στην οποία αυτός αρνήθηκε ότι ήρθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, ενώ με τη γραπτή συγκατάθεση του λήφθηκαν και παρειακά επιχρίσματα για σκοπούς διενέργειας επιστημονικών εξετάσεων.
Στις 12.8.2012, δόθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση από την παραπονούμενη στα πλαίσια της οποίας προβλήθηκε ο περί βιασμού της από τον εφεσείοντα ισχυρισμός, ενώ στις 14.8.2012 η παραπονούμενη έδωσε δεύτερη οπτικογραφημένη κατάθεση. Οι δύο αυτές καταθέσεις, οι οποίες καταγράφηκαν και σε δακτυλογραφημένη μορφή, αποτέλεσαν την κυρίως εξέταση της ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Σχετικό απόσπασμα παρατίθεται στην απόφαση του Εφετείου.
Η παραπονούμενη αναφέρθηκε σε διάφορα περιστατικά βιασμών της από τον εφεσείοντα τα οποία έλαβαν χώρα στο παρελθόν από το χρόνο που ο κατηγορούμενος είχε μετακομίσει στο σπίτι της μητέρας της. Μάλιστα προέβαλε και την θέση ότι το ίδιο έκαμνε και στην αδελφή της, όπως η ίδια η αδελφή της εκμυστηρεύθηκε.
Για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης της, η κατηγορούσα αρχή κάλεσε πρωτόδικα αριθμό μαρτύρων, μεταξύ των οποίων και την κλινική ψυχολόγο ΜΚ7. Η τελευταία είχε σειρά συναντήσεων με την παραπονούμενη στα πλαίσια των οποίων συνομίλησε μαζί της. Σχετική έκθεση την οποία η ΜΚ7 ετοίμασε με τα πορίσματα και συμπεράσματα της κατατέθηκε στο Κακουργιοδικείο χωρίς ένσταση. Όπως καταγράφεται μεταξύ άλλων στην εν λόγω έκθεση η παραπονούμενη, κατά τις συναντήσεις, ανέφερε ότι ο εφεσείων την «πείραξε».
Σχετικό απόσπασμα παρατίθεται επίσης στην απόφαση του Εφετείου.
Σε διαγνωστικό επίπεδο, σύμφωνα με την έκθεση, η παραπονούμενη πληρούσε τα κριτήρια για Διαταραχή μετά από Τραυματικό Στρες (DSM-IV I 309.81).
Ιδιαίτερη σημασία για την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, είχε και η μαρτυρία του γενετιστή στο Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας Κύπρου, Δρος Καριόλου, ο οποίος αφού συνέκρινε τα δεδομένα, διαπίστωσε, όπως ανάφερε, πως το μικτό γενετικό προφίλ του δείγματος DNA που απομονώθηκε από περιαιδοιϊκό επίχρισμα της παραπονούμενης, ήταν μείγμα γενετικού υλικού του εφεσείοντα και δύο άγνωστων ατόμων.
Η γραμμή της υπεράσπισης ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν ότι ο εφεσείων ουδέποτε ήρθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη.
Το Κακουργιοδικείο, στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας, αναφέρθηκε σε αδυναμίες που παρουσίασε η παραπονούμενη ως μάρτυρας, κυρίως στην τοποθέτηση των γεγονότων σε μια χρονική αλληλουχία, τις θεώρησε όμως ως εγγενείς με την ηλικία και το νοητικό της επίπεδο - το οποίο ουδέποτε αμφισβητήθηκε - αφού σύμφωνα με την κλίμακα WISC III η παραπονούμενη λειτουργεί σε χαμηλότερο επίπεδο του φυσιολογικού σε σύγκριση με άτομα της ηλικίας της, στα πλαίσια της μέτριας νοητικής στέρησης. Ωστόσο, το Κακουργιοδικείο δεν θεώρησε την αδυναμία αυτή καταλυτική, δεδομένου ότι η ίδια μπόρεσε να «ξεδιπλώσει» τους δύο βιασμούς που υπέστη από τον εφεσείοντα τοποθετώντας αρχικά τον βιασμό της από τον εφεσείοντα την ημέρα που κατάγγειλε την υπόθεση για τον Σύρο φίλο της στην Αστυνομία. Στην δε πρώτη της κατάθεση αναφέρεται σε βιασμό της μετά που επέστρεψαν από την Αστυνομία και το Νοσοκομείο στο σπίτι της μητέρας της, τα ξημερώματα της 1.5.2012, ενώ στη δεύτερη κατάθεση της αναφέρεται σε βιασμό που έλαβε χώρα πριν πάει στο Γυμνάσιο στις 30.4.2012 για να βρει τον Σύρο φίλο της, καθώς και σε πιέσεις που υπέστηκε από τον εφεσείοντα στο παρελθόν να κάμει έρωτα μαζί της, κάτι που συνέβηκε πολλές φορές.
Αφού εξέτασε τις καταθέσεις της παραπονούμενης σφαιρικά, παρά τη δυσχέρεια που είχε η παραπονούμενη να διατυπώσει τις θέσεις της, το Κακουργιοδικείο μπόρεσε, κατά τα άλλα, να προβεί σε διαπιστώσεις για την ακλόνητη εκδοχή της, όπως χαρακτηριστικά την προσδιόρισε, για το τι της έκανε ο εφεσείων και την πίεση που της εξάσκησε. Έκρινε δε το Κακουργιοδικείο ότι η εικόνα της παραπονούμενης στο εδώλιο ήταν αληθινή, επισημαίνοντας παράλληλα πως αυτή δεν θα είχε την ικανότητα εξάλλου να μεταφέρει κάτι αν δεν το είχε βιώσει. Σε συνάρτηση με το τελευταίο σημειώνει το χαμηλό διανοητικό της επίπεδο, κάτι που ήταν εμφανές και όταν κατέθετε, καθώς και το γεγονός, με παραπομπή στο Άρθρο 17 του Ν.119(Ι)/2000, ότι οι σχετικές αναφορές της στην κλινική ψυχολόγο ΜΚ7, τη μαρτυρία της οποίας το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε, εναρμονίζονται με τη μαρτυρία της. Καταλήγοντας, το Κακουργιοδικείο δεν βρήκε πως η παραπονούμενη είπε ψέματα.
Θεώρησε το Κακουργιοδικείο ότι η μαρτυρία του μοριακού γενετιστή Μ. Καριόλου, την οποία επίσης αποδέχθηκε, ενίσχυε δυναμικά τις θέσεις της παραπονούμενης για το τι συνέβη στις 30.4.2012.
Με λεπτομερή αιτιολογία, το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ως πλήρως αναξιόπιστο και απέρριψε τη μαρτυρία του, εκτός από το γεγονός ότι το απόγευμα της 30.4.2012, όταν η παραπονούμενη είχε πάει στο σπίτι της μητέρας της, ο ίδιος ήταν εκεί, σημειώνοντας ότι η υπεράσπιση του είχε ως καίριο και κύριο χαρακτηριστικό αντιφάσεις και παλινδρομήσεις, εκ των υστέρων σκέψεις και προσπάθεια αλλοίωσης γεγονότων.
Πάνω στη βάση της μαρτυρίας που δέχτηκε, το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι ο εφεσείων ήρθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη χωρίς τη θέληση της τόσο το απόγευμα της 30.4.2012 όσο και τα ξημερώματα της 1.5.2012, και σε διάφορες άγνωστες ημερομηνίες από τον Ιούλιο 2011 μέχρι τις 29.4.2012.
Με την έφεση, ο εφεσείων πρόσβαλε τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:
α) Υπήρχε υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει το σύνολο των συστατικών στοιχείων του αδικήματος του βιασμού, ένα από τα οποία είναι η απουσία συναίνεσης και το Κακουργιοδικείο έσφαλε αποδεχόμενο ότι δεν υπήρχε συναίνεση εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία για άσκηση βίας ή φόβο σωματικής βλάβης.
β) Η μαρτυρία που υπήρχε, ήταν, σύμφωνα με την υπεράσπιση, πως η παραπονούμενη δέχθηκε τη συνουσία πολλές φορές διότι φοβόταν τον εφεσείοντα και την Αστυνομία, χωρίς όμως να συνδέει το φόβο της με οποιαδήποτε σωματική βλάβη ή χρήση βίας.
γ) Παρά τις αναφορές του γενετιστή εμπειρογνώμονα σε «πιθανότητα» και «σενάρια» το Κακουργιοδικείο προχώρησε από μόνο του και προσέδωσε στα συμπεράσματα αυτά την έννοια της βεβαιότητας αντί της πιθανότητας, εξηγώντας περαιτέρω από μόνο του τη χρήση των παραπάνω λέξεων από το μάρτυρα ως εκδήλωση «επιστημονικής ευαισθησίας».
δ) Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε τη μαρτυρία του γενετιστή εμπειρογνώμονα ως επαρκή ενίσχυση της αξιοπιστίας της εκδοχής της παραπονούμενης.
ε) Tο Κακουργιοδικείο εσφαλμένα χρησιμοποίησε «αναξιόπιστη» μαρτυρία εις βάρος της υπεράσπισης του εφεσείοντα αγνοώντας βασικές αρχές του ποινικού δικαίου.
στ) Ήταν εσφαλμένη και η καταδίκη στις κατηγορίες 7, 8 και 9 για περιπτώσεις σεξουαλικής επαφής από τον Ιούλιο 2011 μέχρι 29.4.2012 ως νομικά απαράδεκτη, με αποτέλεσμα να «δηλητηριάζει», την όλη απόφαση του Κακουργιοδικείου. Επρόκειτο για «μαζική καταδίκη», χωρίς ημερομηνίες και χωρίς περιγραφή κάθε περιστατικού ξεχωριστά με αντίστοιχη σχετική κατηγορία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Συστατικό στοιχείο του βιασμού κατά το Άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 είναι η έλλειψη συναίνεσης ή, εκεί όπου το θύμα συναίνεσε, η συναίνεση του να δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης.
2. Ο ορισμός του βιασμού εντοπίζεται στο Άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Στο βαθμό και την έκταση που αφορά το ερώτημα που τίθετο είναι απλό: «Είχε συναινέσει η παραπονούμενη κατά το χρόνο της συνουσίας ή όχι; Kαι αν ναι, η συναίνεση της δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης ή όχι;» Δεν απαιτείται από την κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος για σωματική βλάβη, η απόδειξη της οποίας απαιτείται μόνο εφόσον υπήρχε «συναίνεση».
3. Ούτε απαιτείται όπως η παραπονούμενη επιδείξει ή αναφέρει ρητά στον κατηγορούμενο την έλλειψη της συναίνεσης της, όμως η κατηγορούσα αρχή πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης.
4. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να συναινέσει κάποιο πρόσωπο και του να ενδώσει στη σεξουαλική επαφή. Το πρώτο περιλαμβάνει το δεύτερο. Όμως το να ενδώσει απλώς στη σεξουαλική επαφή δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι συναινεί.
5. Εν προκειμένω, η μαρτυρία της παραπονούμενης, όπως την αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, την παρουσιάζει το πολύ να ενδίδει, αλλά οπωσδήποτε να μην συναινεί. Οπότε δεν υπεισέρχεται ζήτημα για το κατά πόσο υπήρχε βία ή φόβος σωματικής βλάβης.
6. Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, η παραπονούμενη αντιδρούσε λεκτικά και προσπαθούσε να απωθήσει τον εφεσείοντα σε όλες τις περιπτώσεις που αυτός ήρθε σε συνουσία μαζί της.
7. Στη θεώρηση του ζητήματος δεν είναι άσχετη η ηλικία, το νοητικό επίπεδο και οι εν γένει συνθήκες ζωής της παραπονούμενης, παράγοντες που το Κακουργιοδικείο επισήμανε και έλαβε υπόψη σημειώνοντας το νεαρό της ηλικίας της και το φτωχό της διανοητικό επίπεδο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν «άνθρωπος του σπιτιού».
8. Είναι γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν προέβη σε καταγγελία του εφεσείοντα στην Αστυνομία για βιασμό της. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η μη καταγγελία του εφεσείοντα δεν συνιστούσε «μειονέκτημα» της μαρτυρίας της παραπονούμενης, όπως εισηγείται ο εφεσείων.
9. Επιθέσεις σεξουαλικής φύσεως που εκδηλώνονται επί ανηλίκων θυμάτων αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα τους ώστε η πληθώρα των μετατραυματικών εμπειριών που βιώνουν, αναμφίβολα επηρεάζουν και τη δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσο παράπονο, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος.
10. Και εδώ η παραπονούμενη φοβόταν τα επακόλουθα μιας τέτοιας αποκάλυψης αναφέροντας στην πρώτη κατάθεση της ότι θα της «φώναζαν» οι γονείς της, ενώ φοβόταν και τον εφεσείοντα, μήπως της κάνει «κάτι», ο οποίος, σύμφωνα με τα λεγόμενα της στην ΜΚ7, την απειλούσε να μην το πει σε κανένα «γιατί θα μπλέξει».
11. Ήταν αβάσιμη η θέση του εφεσείοντα πως το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η αδυναμία της παραπονούμενης εντοπιζόταν κυρίως στο να τοποθετήσει τα γεγονότα σε μια χρονική αλληλουχία, δεν επεξηγείται και δεν τεκμηριώθηκε.
12. Το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου εύρισκε έρεισμα στη μαρτυρία της ΜΚ7, η οποία δεν αμφισβητήθηκε με την έφεση, και στην έκθεση της ότι οι μειωμένες νοητικές λειτουργίες που παρουσιάζει η παραπονούμενη επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητα της να προσδιορίζει χρονικά και να περιγράφει αναλυτικά γεγονότα που βίωσε στο παρελθόν.
13. Ούτε μπορούσε να εξαχθεί ως θέμα λογικής, όπως εισηγείται ο εφεσείων, ότι οι αδυναμίες που παρουσίαζε η παραπονούμενη ως μάρτυρας επηρέαζαν τη μαρτυρία της στο σύνολο της.
14. Διάχυτες δε ήταν οι αναφορές της παραπονούμενης στη μαρτυρία της που κατεδείκνυαν ότι οι σεξουαλικές επαφές της με τον εφεσείοντα ήταν χωρίς την ελεύθερη βούληση της.
15. Το έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο. Σε συμφωνία με την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσίβλητης, το Κακουργιοδικείο εκτέλεσε αυτό το έργο του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και η κρίση του για την αξιοπιστία της δεν παρείχαν έρεισμα.
16. Αναφορικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι η παραπονούμενη είχε ύποπτο κίνητρο να πλάσει μια ψεύτικη ιστορία εναντίον του, που ήταν η αντιπάθεια της προς το πρόσωπο του γιατί πήρε τη θέση του πραγματικού της πατέρα, πέραν από το γεγονός ότι η θέση αυτή δεν συνάδει με την προωθηθείσα από τον εφεσείοντα θέση ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε πως η παραπονούμενη δεν συγκατατέθηκε στη σεξουαλική επαφή, προέκυπτε ότι το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στο ζήτημα. Δεν διαπίστωσε σχετικά την ύπαρξη οποιουδήποτε αλλότριου ή ύποπτου κίνητρου για την εντέλει αποκάλυψη της παραπονούμενης για τους βιασμούς, θεωρώντας μάλιστα ότι αυτή δεν θα είχε τη δύναμη να ανατρέψει την εικονική οικογενειακή συνοχή που είχε το σπίτι της μητέρας της με το να καταγγείλει τον εφεσείοντα, αν δεν μεσολαβούσε η σύνδεση του εφεσείοντα με τις επιστημονικές εξετάσεις DNA.
17. Αναφορικά με τη μαρτυρία περί γενετικού υλικού, οι προβληθείσες θέσεις του εφεσείοντα δεν έθεταν υπό αμφισβήτηση τη μαρτυρία του Καριόλου αλλά την αποδεικτική της δύναμη ως εκ των όρων που αυτός χρησιμοποίησε στη μαρτυρία του διατυπώνοντας τα συμπεράσματα του. Τα αποτελέσματα και συμπεράσματα του Δρος Καριόλου σε σχέση με τα αντικείμενα που εξέτασε σε επίπεδο DNA, καταγράφονται σε έκθεση του που κατατέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ως Τεκμήριο.
18. Όπως ορθά παρατηρεί το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, οι θέσεις του γενετιστή Δρος Καριόλου δεν αμφισβητήθηκαν σοβαρά από την υπεράσπιση και με οποιαδήποτε δεδομένα που θα τις ανέτρεπαν. Μεταξύ άλλων η δυνατότητα μεταφοράς γενετικού υλικού του εφεσείοντα δεν αποκλείστηκε από τον Καριόλου.
19. Δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε σφάλμα στην αντιμετώπιση της μαρτυρίας του Δρος Καριόλου από το Κακουργιοδικείο η οποία ήταν απόλυτα σύμφωνη με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αξιολόγησης εμπειρογνωμόνων μαρτύρων.
20. Ορθά το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε τη μαρτυρία του σφαιρικά και όχι κατ' απομόνωση συγκεκριμένων αναφορών του, εγχείρημα που θα μπορούσε να οδηγήσει στην εικόνα που εισηγείται ο εφεσείων ότι παρουσιάζει η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα. Είναι γεγονός ότι διατυπώνοντας τα συμπεράσματά του, ο Καριόλου δεν χρησιμοποίησε όρους απόλυτους.
21. Σαφές είναι όμως από την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της μαρτυρίας του, ότι απέκλεισε ουσιαστικά τη πιθανότητα να μην ήταν δότης ο εφεσείων του DNA που εντοπίστηκε σε περιαιδοιϊκό επίχρισμα της παραπονούμενης, ενώ απέκλεισε σχεδόν και την πιθανότητα το DNA αυτό να ήταν από δευτερεύουσα μεταφορά.
22. Αυτό που ο Καριόλου χαρακτήρισε ως «σενάριο» ή «πιθανότητα» κατά τη διατύπωση των συμπερασμάτων του, χαρακτηρίζονταν από βαθμό βεβαιότητας που δεν άφηνε λογικό περιθώριο για οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα. Δικαίως λοιπόν παρατήρησε το Κακουργιοδικείο ότι η χρήση από τον μάρτυρα των λέξεων «πιθανότητας» ή «σενάριο» είναι από την επιστημονική ευαισθησία του, ενώ ορθή ήταν η κατάληξη του στη βάση της μαρτυρίας του Καριόλου πως «το είδος, η εικόνα και η ποιότητα εντοπισμού του προφίλ είναι τέτοια που ουσιαστικά αποκλείει την έμμεση συνεισφορά».
23. Δεδομένης δε της εκδοχής του εφεσείοντα ότι δεν ήρθε ποτέ σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη και με δεδομένο ότι το γενετικό υλικό του εφεσείοντα εντοπίστηκε σε περιαιδοιϊκό επίχρισμα της παραπονούμενης που λήφθηκε στις 30.4.2012, προέκυπτε ότι η επιστημονική μαρτυρία αυτή συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της παραπονούμενης ως προς το τι συνέβη στις 30.4.2012.
24. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί «αναξιόπιστης» μαρτυρίας του εις βάρος της υπεράσπισης του εφεσείοντα παρόλο που στο εφετήριο και το διάγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα δεν γινόταν παραπομπή σε συγκεκριμένες αναφορές του Κακουργιοδικείου, η πρωτόδικη απόφαση μελετήθηκε προσεκτικά υπό το φως των πιο πάνω θέσεων του εφεσείοντα και δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε που θα μπορούσε να παρέχει έρεισμα στις αιτιάσεις του.
25. Το Κακουργιοδικείο προέβη σε λεπτομερή αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, παραθέτοντας χαρακτηριστικά παραδείγματα των όσων θεωρούσε ως αντιφάσεις, παλινδρομήσεις, εκ των υστέρων σκέψεις και προσπάθεια αλλοίωσης γεγονότων, τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει σε εύρημα ενοχής του εφεσείοντα.
26. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί μαζικής καταδίκης του εφεσείοντα σε κατηγορίες χωρίς ημερομηνίες διάπραξης αδικημάτων, το ζήτημα απασχόλησε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, το οποίο θεώρησε ότι για τον τρόπο έκθεσης του χρόνου διάπραξης αδικημάτων στο κατηγορητήριο και τον τρόπο απόδειξης τους, όταν πρόκειται για άγνωστες ημερομηνίες τέλεσης αδικημάτων, μπορούσε να αντλήσει καθοδήγηση από την υπόθεση Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279.
27. Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι στην ενώπιον του κρινόμενη υπόθεση, σε αντίθεση με την Typye, η αναφορά της παραπονούμενης ότι οι παρενοχλήσεις και οι σεξουαλικές επαφές του εφεσείοντα προς την ίδια, παρά τη θέληση της, άρχισαν από την ημέρα που παντρεύτηκε την μητέρα της και ήρθε στο σπίτι τους μέχρι και τους δύο βιασμούς που υπέστη στις 30.4.2012 και 1.5.2012, παρείχε το αναγκαίο υπόβαθρο ως προς την ένταξη του αδικήματος στην 7η κατηγορία, που αφορούσε σε βιασμό, και κατ' αναλογία των αδικημάτων των κατηγοριών 8 και 9.
28. Έκρινε πως η αναφορά στις κατηγορίες για ένα περιστατικό, από τα πολλά για τα οποία η παραπονούμενη κατάθεσε, δεν διαφοροποιούσε τα πράγματα, θεωρώντας ότι οι αναφορές της στο χώρο, το χρόνο και στο ότι η σεξουαλική επαφή γινόταν με το ζόρι «ήταν αρκετά» για τις συγκεκριμένες κατηγορίες.
29. Προχώρησε το Κακουργιοδικείο να αναφέρει ότι «η ατυχής διατύπωση [των κατηγοριών 7, 8 και 9] δεν επηρέαζε την ισχύ των κατηγοριών αφού περιλαμβανόταν σ' αυτές η επίδικη περίοδος και δεν διεφάνη οποιαδήποτε βλάβη του κατηγορούμενου στο χειρισμό της υπεράσπισης του».
30. Η μαρτυρία της εδώ παραπονούμενης σαφώς ενέτασσε το καθένα από τα αδικήματα των κατηγοριών 7, 8 και 9 στη συγκεκριμένη κατηγορία, όσον αφορά το χρόνο και τον τόπο διάπραξης του και, στην περίπτωση της 7ης κατηγορίας, ότι η συνουσία ήταν χωρίς τη συναίνεση της, διακρίνοντας έτσι την περίπτωση, στη βάση των περιστατικών της, από την Typye.
31. Το ζήτημα της διατύπωσης του κατηγορητηρίου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, απασχόλησε το Εφετείο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαλήλ (2010) 2 Α.Α.Δ. 87, όπου υιοθετείται η αναφορά του συγγράμματος Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice του 2007 ότι όπου ένα παιδί αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μια πρακτική μέθοδος, προς θεμελίωση της συστηματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, είναι η έκθεση αριθμού κατηγοριών, η κάθε μια από τις οποίες, εκτός από την πρώτη, θα αναφέρει «σε περίπτωση άλλη από αυτή που καταγράφεται [στις προηγούμενες κατηγορίες]». Και εδώ η συμπεριφορά που καταλογιζόταν στον εφεσείοντα, με τις κατηγορίες 7, 8 και 9 ήταν τέτοια.
32. Η διατύπωση των συγκεκριμένων κατηγοριών δεν υπολειπόταν με κανένα τρόπο των όσων απαιτούνται ως λεπτομέρειες αλλά ούτε και η μαρτυρία που προσήχθη προς στοιχειοθέτηση τους.
33. Εάν, ο εφεσείων, η γραμμή υπεράσπισης του οποίου ήταν, ότι ουδέποτε είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, θεωρούσε ότι οι λεπτομέρειες των κατηγοριών δεν ήταν αρκετές για να γνωρίζει με λεπτομέρεια τι αντιμετώπιζε, θα μπορούσε να ζητήσει περαιτέρω λεπτομέρειες, κάτι που δεν έκανε.
34. Η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι δεν διαφάνη οποιαδήποτε βλάβη του εφεσείοντα στο χειρισμό της υπεράσπισης του, είχε ως έρεισμα την ενώπιον του διεξαχθείσα διαδικασία και με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν αβάσιμη ή αυθαίρετη, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων.
35. Ούτε υπεδείχθη ενώπιον του Εφετείου οτιδήποτε που να αποτελούσε βλάβη, ως πραγματικό γεγονός, που να καθιστά τη δίκη που διεξήχθη ενώπιον του Κακουργιοδικείου μη δίκαιη.
36. Αναφορικά με την έφεση κατά της ποινής, σύμφωνα με το σχετικό λόγο έφεσης: «O εφεσείων προσβάλλει και την ποινή που του επιβλήθηκε διότι η σχετική καταδίκη είναι σύμφωνα με τα πιο πάνω άκυρη». Ως εκ τούτου, η απόρριψη της έφεσης κατά της καταδίκης σφράγιζε και την τύχη της έφεσης κατά της ποινής.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
R. v. Olugboja [1981] EWCA Crim 2,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2012) 2 Α.Α.Δ. 525,
Bereng v. R [1949] AC 253,
Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαλήλ (2010) 2 Α.Α.Δ. 87.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής .
Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Ψαρά-Μιλτιάδου, Π.Ε.Δ., Ιωαννίδης, Α.Ε.Δ., Τσιβιτανίδου-Κίζη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19560/12), ημερομηνίας .22/11/12.
Λ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Αναστασίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε τρεις κατηγορίες για βιασμό (κατηγορίες 1,4 και 7), τρεις κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας 13-17 ετών (κατηγορίες 2 ,5 και 8) και τρεις κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού (κατηγορίες 3, 6 και 9). Όλα τα αδικήματα φέρονται να τελέστηκαν σε διαφορετικές ημερομηνίες με θύμα τη θετή κόρη του εφεσείοντα, στην οποία θα αναφερόμαστε είτε ως η «Σ» είτε ως «η παραπονούμενη». Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν διάφορες ποινές άμεσης συντρέχουσας φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των 12 ετών, η οποία του επεβλήθη στις κατηγορίες για βιασμό.
Η διασύνδεση του εφεσείοντα με τα αδικήματα δεν προέκυψε από άμεση καταγγελία ή παράπονο της «Σ», αλλά όπως έθεσε τα πράγματα η κατηγορούσα αρχή, μέσα από συμπτώσεις ως ακολούθως:
Αρχικά, στις 30.4.2012, η «Σ» κατάγγειλε στην Αστυνομία ότι αφού είχε συναντηθεί νωρίτερα την ίδια ημέρα σε κάποιο Γυμνάσιο στη Λεμεσό με κάποιο φίλο της από τη Συρία ονόματι «Αντρέας», αυτός την ανάγκασε με τη χρήση βίας να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο του, τη μετέφερε σε άλλο σημείο του σχολείου όπου ήρθε σε συνουσία μαζί της, χωρίς τη θέλησή της, εγκαταλείποντας τη στη συνέχεια στο σχολείο.
Στα πλαίσια διερεύνησης εκείνης της καταγγελίας της «Σ», η τελευταία εξετάστηκε από ιατροδικαστή και της λήφθηκαν κολπικά και περιαιδοιϊκά επιχρίσματα.
Αργότερα, στις 28.7.2012 ο εφεσείων συνελήφθη στα πλαίσια άλλης διερευνώμενης υπόθεσης συνουσίας δια της βίας, κατόπιν που υπέβαλε σχετικό παράπονο η αδελφή της «Σ» εναντίον του. Στα πλαίσια εξέτασης αυτού του παραπόνου, λήφθηκαν από τον εφεσείοντα παρειακά επιχρίσματα για επιστημονικές εξετάσεις από το Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας Κύπρου. Από τις σχετικές εξετάσεις που έγιναν προέκυψε ότι το γενετικό υλικό του εφεσείοντα συνδεόταν με περιαιδοιϊκό επίχρισμα που είχε ληφθεί από την «Σ». Ως αποτέλεσμα, η Αστυνομία έλαβε από τον εφεσείοντα ανακριτική κατάθεση, στην οποία αυτός αρνήθηκε ότι ήρθε σε σεξουαλική επαφή με τη «Σ», ενώ με τη γραπτή συγκατάθεση του λήφθηκαν και παρειακά επιχρίσματα για σκοπούς διενέργειας επιστημονικών εξετάσεων.
Στις 12.8.2012, δόθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση από τη «Σ» στα πλαίσια της οποίας προβλήθηκε ο περί βιασμού της από τον εφεσείοντα ισχυρισμός, ενώ στις 14.8.2012 η «Σ» έδωσε δεύτερη οπτικογραφημένη κατάθεση. Οι δύο αυτές καταθέσεις, οι οποίες καταγράφηκαν και σε δακτυλογραφημένη μορφή, αποτέλεσαν την κυρίως εξέταση της παραπονούμενης ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Μεταφέρουμε το περιεχόμενο της πρώτης κατάθεσης της παραπονούμενης όπως παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση, παραλείποντας δηλαδή κάποιες ερωτήσεις και θέτοντας με πλάγια γράμματα (italics) τη σύνδεση που προκύπτει από τις ερωτήσεις. Σημειώνουμε ότι ο «Μάρκος» είναι ο εφεσείων:
«
• (Είμαι εδώ) για την υπόθεση του Μάρκου.
• «Που τελειώσαμε που εδώ στην Αστυνομία, εφύαμε, επήαμε σπίτι, επήρεν μας, το μωρό επήρεν το το ταξί σπίτι, μετά εμένα έπιαμε ο Μάρκος, επήρε με σπίτι. Μετά επήαμε, επήα έππεσα μες το δεύτερο δωμάτιο, ε.. Ήρτε τζιαι τζίνος έντζιζεν μου στα στήθη μου και κάτω μου .. Ε.. τζιαι μετά εκατέβασεν τα ρούχα του τζιαι έβαλεν το όργανον του μέσα... «Εν τη αθυμούμαι την ημερομηνία .. Που έγινε με τούτη την υπόθεση του Σύριου ..»
Και πάρα κάτω:
«Όταν εφύαμε που δαμέ που την Αστυνομία .. ήρτεν να μας πιάσει ένα ταξί αλλά εγώ εν επίεννα με τον παπά. Τιζια ήθελα να πάω λλίο στην μάμα, να τζιημοιθώ την νύχτα τζιπάνω... Τζιαι επήρεν μας ο Μάρκος κάτω στην μάμα, τζιαι επήαμεν, ετζιμάτουν η μάμα, τζιαι έππεσα τζιε εγώ ποτζιή στο άλλο δωμάτιο, τζιαι ήρτεν τζιαι τζίνος που πίσω μου τζιαι εκατέβασν μου τα ρούχα μου, έντιηζεν μου τζιαμέ πας τα στήθη, έβαλλεν το όργανο του που κάτω. Τζιαι μετά εγώ εν ήθελα τζιαι εσηκώστηκα, τζιαι επήα κάτω. Που εν τα βοηθητικά μας .. Ετζοιμάτουν ο μιτσής (ο αδελφός μου)... Είπα του εν θέλω να κάμω μαζί σου κάτι, εν θέλω, τζιαι επίεζεν τζίνος, ετράβαν με να κάμουμεν, να κάμουμεν. Τζιαι εγώ εν ήθελα, ενευρίασα τζιαι επήα κάτω ... Εσυνέχιζεν τζίνος να μου το κάμνει ας πούμεν.. Επίεζεν με κάμποσον τζιαιρόν έτσι, που την ημέραν που ήρτεν τζιαι επαντρεύτηκεν με την μάμα μου.. Τζιαι εγώ εν ήθελα, ας πούμενη ετράβαν με τζιαι που το σιέριν να με πάρει ποτζιή. Τζιαι ως που να πάμε να πέφτουμε ποτζιή, έρκετε που πίσω μας τζιαι ντζίζει μας παντού: Επίεζεν με ήθελε να κάμει μαζί μου έρωται τζιαι έτσι.. (έλεε μου) Έλα Ποδά, θέλω να σου πω κάτι τζιαι έτσι. Τζιαιεγώ εν ήθελα να πάω ας πούμε ... Εσυνέβηκε τζιαι στο παρελθόν τούτο το πράμα. Ε που με επίεζεν πολλές φορές να το κάμω μαζί του ... (Ερώτηση: Τζιαι έγινεν τούτην την φορά που επήες σπίτι;) Ναι»
Στη συνέχεια αναφέρει ότι παρόμοια περιστατικά έλαβαν χώρα στο παρελθόν από το χρόνο που ο κατηγορούμενος «ήρθε» στο σπίτι της μητέρας της. Μάλιστα προέβαλε και την θέση ότι το ίδιο έκαμνε και στην αδελφή της, όπως η ίδια η αδελφή της εκμυστηρεύθηκε. Η μητέρα της δεν γνώριζε τίποτε. Και παρακάτω λέει: «Είπα του, θέλω να φύεις, μεν έρκεσαι κοντά μου. Τζίνος ε... εμάχουνταν τζιαμέ, εν έφευκκεν»
Στη δεύτερη κατάθεση της ημερ. 14/8/2012 η «Σ» αφού επαναλαμβάνει μετά από σχετικές ερωτήσεις τα του βιασμού της από τον κατηγορούμενο αναφέρει ότι «έκαμε sex» με τον κατηγορούμενο πριν να πάει να βρει τον Ανδρέα στο Λανίτειο. Ακόμη ανάφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποιούσε προφυλακτικό όταν έκανε σεξ μαζί της. Ερωτώμενη περαιτέρω ανάφερε ότι πολλές φορές «έκαμε sex» μαζί του. Όταν ερωτήθηκε ειδικά πόση ώρα μετά το περιστατικό με τον κατηγορούμενο πήγε να βρει τον Ανδρέα στο Λανίτειο, απάντησε ότι δεν θυμόταν. Θυμόταν απλώς ότι άλλαξε ρούχα και έφυγε. Τόνιζε πάντως ότι η ιδία δεν ήθελε, «με το ζόρι» το έκανε.»
Για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης της, η κατηγορούσα αρχή κάλεσε πρωτόδικα αριθμό μαρτύρων, μεταξύ των οποίων και την κλινική ψυχολόγο Πηνελόπη Ρεπάσου (ΜΚ7). Η τελευταία είχε σειρά συναντήσεων με τη «Σ» στα πλαίσια των οποίων συνομίλησε μαζί της. Σχετική έκθεση την οποία η ΜΚ7 ετοίμασε με τα πορίσματα και συμπεράσματα της κατατέθηκε στο Κακουργιοδικείο χωρίς ένσταση. Όπως καταγράφεται στην εν λόγω έκθεση η παραπονούμενη, κατά τις συναντήσεις, ανέφερε ότι ο εφεσείων την «πείραξε». Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Συγκεκριμένα είπε ότι «έπεφτα στον καναπέ, έβγαλε τα ρούχα του και τα δικά μου, έπεσε πάνω μου και έβαλε το όργανο του . τζιαμέ (κατέδειξε τα γεννητικά της όργανα). Είχε δυσκολία να προσδιορίσει χρονικά το συμβάν καθώς και τη συχνότητα, που συνδέεται άμεσα με τις μειωμένες νοητικές της λειτουργίες. Είχε έντονη δυσκολία να περιγράψει και αδυνατούσε να το συζητήσει περαιτέρω λόγω της έντονης συναισθηματικής φόρτισης. Ανέφερε πως ένιωθε "πολλά άσχημα" και πως δεν μπορούσε να το σταματήσει γιατί φοβόταν μήπως ο πατριός της [ο εφεσείων] της κάνει κακό. Ο ίδιος την απειλούσε να μην «το πει σε κανέναν γιατί θα μπλέξει». Τέλος, ανέφερε ότι ντρεπόταν να το πει στους γονείς της γιατί μπορεί να την έδερναν και να «τσιριλλούσαν».
Σε διαγνωστικό επίπεδο, η [παραπονούμενη] πληρεί τα κριτήρια για Διαταραχή μετά από Τραυματικό Στρες (DSM-IV I 309.81), η οποία προκύπτει, σύμφωνα με τα Διαγνωστικά Κριτήρια του Εγχειριδίου DSM-IV-TR, "σε άτομα που έχουν εκτεθεί σε τραυματικό γεγονός στο οποίο το άτομο βίωσε ή βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα γεγονός στο οποίο υπήρξε πραγματικός ή επαπειλούμενος θάνατος ή σοβαρός τραυματισμός, ή απειλή της σωματικής ακεραιότητας και η απάντηση του ατόμου περιλάμβανε έντονο φόβο, αίσθημα αβοήθητου ή τρόμο"».
Ιδιαίτερη σημασία για την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, είχε και η μαρτυρία του γενετιστή στο Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας Κύπρου, Δρος Καριόλου, ο οποίος αφού συνέκρινε τα δεδομένα, διαπίστωσε, όπως ανάφερε, πως το μικτό γενετικό προφίλ του δείγματος DNA που απομονώθηκε από περιαιδοιϊκό επίχρισμα της παραπονούμενης, είναι μείγμα γενετικού υλικού του εφεσείοντα και δύο άγνωστων ατόμων.
Η γραμμή της υπεράσπισης ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν αυτή που διατυπώνεται στην κατάθεση του εφεσείοντα στην Αστυνομία την οποία ο εφεσείων, υιοθέτησε ενόρκως κατά την κυρίως εξέταση του, σύμφωνα με την οποία, υπενθυμίζουμε, αυτός ουδέποτε ήρθε σε σεξουαλική επαφή με τη «Σ». Σε περαιτέρω ερωτήσεις του δικηγόρου του, ανέφερε ότι η πρώτη φορά που είδε την παραπονούμενη στις 30.4.2012 ήταν όταν βρισκόταν στην Αστυνομία. Μετέφερε ο ίδιος την παραπονούμενη από το νοσοκομείο στο σπίτι της μητέρας της, όπως του είχε ζητήσει η σύζυγος του, ενώ το βράδυ ο ίδιος κοιμήθηκε εκεί που «πήγαινε πάντα», δηλαδή με τη μητέρα της παραπονούμενης.
Το Κακουργιοδικείο, στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας, αναφέρθηκε σε αδυναμίες που παρουσίασε η «Σ» ως μάρτυρας, κυρίως στην τοποθέτηση των γεγονότων σε μια χρονική αλληλουχία, τις θεώρησε όμως ως εγγενείς με την ηλικία και το νοητικό της επίπεδο - το οποίο ουδέποτε αμφισβητήθηκε - αφού σύμφωνα με την κλίμακα WISC III η «Σ» λειτουργεί σε χαμηλότερο επίπεδο του φυσιολογικού σε σύγκριση με άτομα της ηλικίας της, στα πλαίσια της μέτριας νοητικής στέρησης. Ωστόσο, το Κακουργιοδικείο δεν θεώρησε την αδυναμία αυτή καταλυτική, δεδομένου ότι η παραπονούμενη μπόρεσε να «ξεδιπλώσει» τους δύο βιασμούς που υπέστη από τον εφεσείοντα τοποθετώντας αρχικά τον βιασμό της από τον εφεσείοντα την ημέρα που κατάγγειλε την υπόθεση για τον Σύρο φίλο της στην Αστυνομία. Στην δε πρώτη της κατάθεση αναφέρεται σε βιασμό της μετά που επέστρεψαν από την Αστυνομία και το Νοσοκομείο στο σπίτι της μητέρας της, τα ξημερώματα της 1.5.2012, ενώ στη δεύτερη κατάθεση της αναφέρεται σε βιασμό που έλαβε χώρα πριν πάει στο Γυμνάσιο στις 30.4.2012 για να βρει τον Σύρο φίλο της, καθώς και σε πιέσεις που υπέστηκε από τον εφεσείοντα στο παρελθόν να κάμει έρωτα μαζί της, κάτι που συνέβηκε πολλές φορές.
Αφού εξέτασε τις καταθέσεις της παραπονούμενης σφαιρικά, παρά τη δυσχέρεια που είχε η παραπονούμενη να διατυπώσει τις θέσεις της, το Κακουργιοδικείο μπόρεσε, κατά τα άλλα, να προβεί σε διαπιστώσεις για την ακλόνητη εκδοχή της, όπως χαρακτηριστικά την προσδιόρισε, για το τι της έκανε ο εφεσείων, την πίεση που της εξάσκησε πηγαίνοντας στο δωμάτιο της, αγγίζοντας τα στήθη της και μετά θέτοντας το πέος του στον κόλπο της. Έκρινε δε το Κακουργιοδικείο ότι η εικόνα της παραπονούμενης στο εδώλιο ήταν αληθινή, επισημαίνοντας παράλληλα πως αυτή δεν θα είχε την ικανότητα εξάλλου να μεταφέρει κάτι αν δεν το είχε βιώσει. Σε συνάρτηση με το τελευταίο σημειώνει το χαμηλό διανοητικό της επίπεδο, κάτι που ήταν εμφανές και όταν κατέθετε, καθώς και το γεγονός, με παραπομπή στο Άρθρο 17 του Ν.119(Ι)/2000*, ότι οι σχετικές αναφορές της στην κλινική ψυχολόγο ΜΚ7, τη μαρτυρία της οποίας το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε, εναρμονίζονται με τη μαρτυρία της. Καταλήγοντας, το Κακουργιοδικείο δεν βρήκε πως η παραπονούμενη είπε ψέματα. Ωστόσο, διαπίστωσε «αδυναμίες συγκέντρωσης και μνήμης σ' αυτή να αποδώσει τα πράγματα», γεγονός που το οδήγησε στην αναζήτηση ενίσχυσης, όχι με σκοπό να καταστήσει την παραπονούμενη αξιόπιστη αλλά για να επιβεβαιώσει πτυχές της μαρτυρίας της ώστε αυτή να ενδυναμωθεί, στα πλαίσια και της γενικότερης υποχρέωσης του για αξιολόγηση της μαρτυρίας ότι αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά.
Θεώρησε το Κακουργιοδικείο ότι η μαρτυρία του μοριακού γενετιστή Μ. Καριόλου, την οποία επίσης αποδέχθηκε, ενίσχυε δυναμικά τις θέσεις της παραπονούμενης για το τι συνέβη στις 30.4.2012.
Με λεπτομερή αιτιολογία, το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ως πλήρως αναξιόπιστο και απέρριψε τη μαρτυρία του, εκτός από το γεγονός ότι το απόγευμα της 30.4.2012, όταν η παραπονούμενη είχε πάει στο σπίτι της μητέρας της, ο ίδιος ήταν εκεί, σημειώνοντας ότι η υπεράσπιση του είχε ως καίριο και κύριο χαρακτηριστικό αντιφάσεις και παλινδρομήσεις, εκ των υστέρων σκέψεις και προσπάθεια αλλοίωσης γεγονότων.
Πάνω στη βάση της μαρτυρίας που δέχτηκε, το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι ο εφεσείων ήρθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη χωρίς τη θέληση της τόσο το απόγευμα της 30.4.2012 όσο και τα ξημερώματα της 1.5.2012, και σε διάφορες άγνωστες ημερομηνίες από τον Ιούλιο 2011 μέχρι τις 29.4.2012.
Με την έφεση, ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή, διατυπώνοντας συνολικά επτά λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια αφού πρώτα επισημάνουμε το γεγονός ότι ο εφεσείων επιπροσθέτως του ότι θεωρεί εσφαλμένη την κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης αποτελούσε ασφαλή βάση για την καταδίκη του, θεωρεί εσφαλμένη και την κατάληξη του Κακουργιοδικείου περί ενοχής του για βιασμό της παραπονούμενης βασιζόμενο στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη δεν συγκατατέθηκε σε σεξουαλική επαφή. Σημειώνουμε ότι η θέση του εφεσείοντα περί εσφαλμένου συμπεράσματος του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την απουσία συγκατάθεσης από πλευράς της παραπονούμενης στη σεξουαλική επαφή προωθήθηκε με αναφορά στην υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει το σύνολο των συστατικών στοιχείων του αδικήματος του βιασμού ένα από τα οποία είναι η απουσία συναίνεσης. Ανάλογη επί τούτου θα είναι και η προσέγγιση μας.
Συστατικό στοιχείο του βιασμού κατά το Άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 είναι η έλλειψη συναίνεσης ή, εκεί όπου το θύμα συναίνεσε, η συναίνεση του να δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης. Ως εκ τούτου, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι εν προκειμένω το Κακουργιοδικείο έσφαλε αποδεχόμενο ότι δεν υπήρχε συναίνεση εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία για άσκηση βίας ή φόβο σωματικής βλάβης. Η μαρτυρία που υπήρχε, ήταν, σύμφωνα πάντα με την υπεράσπιση, πως η παραπονούμενη δέχθηκε τη συνουσία πολλές φορές διότι φοβόταν τον εφεσείοντα και την Αστυνομία, χωρίς όμως να συνδέει το φόβο της με οποιαδήποτε σωματική βλάβη ή χρήση βίας.
Ο ορισμός του βιασμού εντοπίζεται στο Άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154*. Στο βαθμό και την έκταση που μας αφορά το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: «Είχε συναινέσει η παραπονούμενη κατά το χρόνο της συνουσίας ή όχι; Kαι αν ναι, η συναίνεση της δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης ή όχι;» Δεν απαιτείται από την κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος για σωματική βλάβη, η απόδειξη της οποίας απαιτείται μόνο εφόσον υπήρχε «συναίνεση». Ούτε απαιτείται όπως η παραπονούμενη επιδείξει ή αναφέρει ρητά στον κατηγορούμενο την έλλειψη της συναίνεσης της, όμως η κατηγορούσα αρχή πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης.
Για την έννοια της «συναίνεσης», θεωρούμε ότι χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή Dunn, LJ στην υπόθεση R. v. Olugboja [1981] EWCA Crim 2:
« Although "consent" is an equally common word it covers a wide range of states of mind in the context of intercourse between a man and a woman, ranging from actual desire on the one hand to reluctant acquiescence on the other. We do not think that the issue of consent should be left to a jury without some further direction. What this should be will depend on the circumstances of each case. The jury will have been reminded of the burden and standard of proof required to establish each ingredient, including lack of consent, of the offence. They should be directed that consent, or the absence of it, is to be given its ordinary meaning and if need be, by way of example, that there is a difference between consent and submission; every consent involves a submission, but it by no means follows that a mere submission involves consent. (per Coleridge J. in R. v Day [1841] 9 C. & P. 722, at page 724). In the majority of cases, where the allegation is that the intercourse was had by force or the fear of force, such a direction coupled with specific references to and comments on the evidence relevant to the absence of real consent will clearly suffice. In the less common type of case where intercourse takes place after threats not involving violence or the fear of it, as in the examples given by Mrs. Trewella, to which we have referred earlier in this judgment, we think that an appropriate direction to a jury will have to be fuller. They should be directed to concentrate on the state of mind of the victim immediately before the act of sexual intercourse, having regard to all the relevant circumstances, and in particular the events leading up to the act, and her reaction to them showing their impact on her mind. Apparent acquiescence after penetration does not necessarily involve consent, which must have occurred before the act takes place. In addition to the general direction about consent which we have outlined, the jury will probably be helped in such cases by being reminded that in this context consent does comprehend the wide spectrum of states of mind to which we earlier referred, and that the dividing line in such circumstances between real consent on the one hand and mere submission on the other may not be easy to draw. Where it is to be drawn in a given case is for the jury to decide, applying their combined good sense, experience and knowledge of human nature and modern behaviour to all the relevant facts of that case.»
Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να συναινέσει κάποιο πρόσωπο και του να ενδώσει στη σεξουαλική επαφή. Το πρώτο περιλαμβάνει το δεύτερο. Όμως το να ενδώσει απλώς στη σεξουαλική επαφή δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι συναινεί.
Εν προκειμένω, η μαρτυρία της «Σ», όπως την αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, την παρουσιάζει το πολύ να ενδίδει, αλλά οπωσδήποτε να μην συναινεί. Οπότε δεν υπεισέρχεται ζήτημα για το κατά πόσο υπήρχε βία ή φόβος σωματικής βλάβης.
Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, η παραπονούμενη αντιδρούσε λεκτικά και προσπαθούσε να απωθήσει τον εφεσείοντα σε όλες τις περιπτώσεις που αυτός ήρθε σε συνουσία μαζί της. Στη θεώρηση του ζητήματος δεν είναι άσχετη η ηλικία, το νοητικό επίπεδο και οι εν γένει συνθήκες ζωής της παραπονούμενης, παράγοντες που το Κακουργιοδικείο επισήμανε και έλαβε υπόψη σημειώνοντας το νεαρό της ηλικίας της και το φτωχό της διανοητικό επίπεδο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν «άνθρωπος του σπιτιού». Στην αιτιολόγηση του πρώτου λόγου έφεσης προβάλλεται προς υποστήριξη της θέσης πως το εύρημα για μη ύπαρξη συγκατάθεσης είναι εσφαλμένο, ότι υπάρχουν στοιχεία που το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε. Τέτοια ήταν η μη καταγγελία του βιασμού από την παραπονούμενη στην Αστυνομία, όταν μάλιστα την ίδια μέρα μετέβηκε στην Αστυνομία για να καταγγείλει βιασμό της από τον Σύρο φίλο της, γεγονός που προβάλλεται και ως μειονέκτημα της μαρτυρίας της παραπονουμένης. Γίνεται αναφορά και σε συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας της χωρίς όμως να προβεί ο εφεσείων σε οποιαδήποτε επισήμανση ή παρατήρηση. Προβάλλεται επίσης ότι εσφαλμένα επικαλείται το Κακουργιοδικείο το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν «άνθρωπος του σπιτιού», υποστηρίζοντας συναφώς ότι είναι λογικά ευκολότερο να δοθεί μια συγκατάθεση σε «άνθρωπο του σπιτιού» διότι «είναι πιο προσιτός, πιο γνωστός και πιο εγγυημένη η εχεμύθεια παρά στην περίπτωση ενός ξένου». Μπορούμε να πούμε από τώρα πως η εισήγηση, με αναφορά στο τελευταίο, με όλο το σεβασμό, κινείται σε θεωρητικό επίπεδο, παραγνωρίζοντας τη θέση της παραπονούμενης ότι φοβόταν τον εφεσείοντα μήπως της κάνει «κάτι», πράγμα που, παρατηρούμε, ανέφερε και στην κλινική ψυχολόγο ΜΚ7, εκφράζοντας στην τελευταία πως ένιωσε «πολλά άσχημα» και πως δεν μπορούσε να σταματήσει το τι συνέβαινε γιατί φοβόταν μήπως ο εφεσείων της κάνει κακό. Επισημαίνοντας ότι η ορθότητα της κρίσης του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιοπιστία της ΜΚ7 δεν αμφισβητείται με την έφεση, τα όσα λέχθηκαν από τη «Σ» στην ΜΚ7, αποτελούν μέρος της αποδεκτής μαρτυρίας και συνεπώς του μαρτυρικού υλικού που υπόκειται σε αξιολόγηση.
Είναι γεγονός ότι η «Σ» δεν προέβη σε καταγγελία του εφεσείοντα στην Αστυνομία για βιασμό της. Για το λόγο, όπως αναφέρει η ίδια χαρακτηριστικά στην πρώτη κατάθεση της στην Αστυνομία: «Εν ήθελα να τον καταγγείλω αλλά . Εφοούμουν τζιαι που την Αστυνομία». Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δεν θεωρούμε ότι η μη καταγγελία του εφεσείοντα συνιστά «μειονέκτημα» της μαρτυρίας της παραπονούμενης, όπως εισηγείται ο εφεσείων.
Επιθέσεις σεξουαλικής φύσεως που εκδηλώνονται επί ανηλίκων θυμάτων αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα τους ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό του. Η πληθώρα των μετατραυματικών εμπειριών που βιώνουν, αναμφίβολα επηρεάζουν και τη δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσο παράπονο, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος (βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766). Και εδώ η παραπονούμενη φοβόταν τα επακόλουθα μιας τέτοιας αποκάλυψης αναφέροντας στην πρώτη κατάθεση της ότι θα της «φώναζαν» οι γονείς της, ενώ φοβόταν και τον εφεσείοντα, μήπως της κάνει «κάτι», ο οποίος, σύμφωνα με τα λεγόμενα της στην ΜΚ7, την απειλούσε να μην το πει σε κανένα «γιατί θα μπλέξει».
Άλλο «μειονέκτημα» στη μαρτυρία της παραπονούμενης, κατά τον εφεσείοντα, είναι οι «σοβαρές αντιφάσεις» μεταξύ της πρώτης και δεύτερης κατάθεσης της και της μαρτυρίας της ενώπιον του Δικαστηρίου, οι οποίες συνίστανται στο γεγονός ότι στην πρώτη κατάθεση της η παραπονούμενη αναφέρει ότι ο εφεσείων συνουσιάστηκε μαζί της τα ξημερώματα της 1.5.2012, ενώ στη δεύτερη προσθέτει ακόμα ένα βιασμό πριν πάει στην Αστυνομία το απόγευμα της 30.4.2012 και στο Δικαστήριο ότι είχε πολλές φορές στο παρελθόν σεξουαλική επαφή με τον εφεσείοντα. Η θέση του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν πρόκειται για αντιφάσεις αλλά για συμπλήρωση γεγονότων, κάτι που υπό τις περιστάσεις ήταν καθόλα επιτρεπτό και μη επιλήψιμο ή μεμπτό. Η δε αναφορά της παραπονούμενης σε σεξουαλική επαφή της με τον εφεσείοντα «πολλές φορές» στο παρελθόν εντοπίζεται στη δεύτερη κατάθεση της, ενώ από την πρώτη κατάθεση κάνει αναφορά σε σεξουαλική επαφή της με τον εφεσείοντα από την ημέρα που αυτός πήγε στο σπίτι της μητέρας της, δηλαδή αρκετό καιρό πριν από τις 30.4.2012.
Κρίνουμε ως αβάσιμη και τη θέση του εφεσείοντα πως το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η αδυναμία της παραπονούμενης εντοπίζεται κυρίως στο να τοποθετήσει τα γεγονότα σε μια χρονική αλληλουχία, δεν επεξηγείται και δεν τεκμηριώθηκε. Το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία της ΜΚ7, η οποία υπενθυμίζουμε δεν αμφισβητήθηκε με την έφεση, και στην έκθεση της ότι οι μειωμένες νοητικές λειτουργίες που παρουσιάζει η παραπονούμενη επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητα της να προσδιορίζει χρονικά και να περιγράφει αναλυτικά γεγονότα που βίωσε στο παρελθόν. Ούτε μπορεί να εξαχθεί ως θέμα λογικής, όπως εισηγείται ο εφεσείων, ότι οι αδυναμίες που παρουσίαζε η παραπονούμενη ως μάρτυρας επηρέαζαν τη μαρτυρία της στο σύνολο της. Όπως σημειώνει το Κακουργιοδικείο, έχοντας υπόψη το φτωχό διανοητικό της επίπεδο, η παραπονούμενη ομίλησε και βεβαίωσε τα ουσιώδη γεγονότα της 30.4.2012, ημέρα κατά την οποία κατάγγειλε στην Αστυνομία τον Σύρο φίλο της «έστω και με την δυσκολία που την χαρακτήριζε στο χρονικό συσχετισμό των επιμέρους ενεργειών της». Παράλληλα παρατηρούμε πως ερωτηθείσα η ΜΚ7 κατά την αντεξέταση αν το συμβάν που η παραπονούμενη περιγράφει και καταγράφεται στην έκθεση της ήταν το συμβάν με τον Σύρο, ανέφερε ότι «η ίδια μέσα από τις περιγραφές της ξεκαθαρίζει ότι ήταν με τον σύζυγο της μητέρας της το συμβάν που περιγράφει». Ανέφερε ακόμη ότι «ένα παιδί με νοητική στέρηση δε σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να διακρίνει και να ξεχωρίζει 2 πρόσωπα και φάνηκε ότι η [παραπονούμενη] ήταν σε θέση να το ξεχωρίσει».
Διάχυτες δε είναι οι αναφορές της παραπονούμενης στη μαρτυρία της που καταδεικνύουν ότι οι σεξουαλικές επαφές της με τον εφεσείοντα ήταν χωρίς την ελεύθερη βούληση της. Έχουμε παραθέσει κάποιες από αυτές πιο πάνω, κάποιες άλλες είναι: «.με επίεζεν πολλές φορές να το κάμω μαζί του. Τζιαι εγώ εν θέλω..» και «.εντζιζεν μου που κάτω τζιαι έβαλεν το όργανο του τζιαι με το ζόρι ήθελεν να το κάμω. Επίεζεν με».
Το έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο. Σε συμφωνία με την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσίβλητης, θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο εκτέλεσε αυτό το έργο του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ειδικότερα σε σχέση με την παραπονούμενη, η ενασχόληση του με τη μαρτυρία της ήταν εκτενής και η αξιολόγηση της μαρτυρίας της αναλυτική και πλήρης. Οι σχετικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα του έχουν ήδη παρατεθεί πιο πάνω και δεν θεωρούμε σκόπιμο να τα επαναλάβουμε. Κρίνουμε ότι η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και η κρίση του για την αξιοπιστία της δεν παρέχουν έρεισμα για παρέμβαση μας.
Δεν παραγνωρίζουμε βεβαίως τη θέση του εφεσείοντα ότι η παραπονούμενη είχε ύποπτο κίνητρο να πλάσει μια ψεύτικη ιστορία εναντίον του, που ήταν η αντιπάθεια της προς το πρόσωπο του γιατί πήρε τη θέση του πραγματικού της πατέρα. Πέραν από το γεγονός ότι η θέση αυτή δεν συνάδει με την προωθηθείσα από τον εφεσείοντα θέση ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε πως η παραπονούμενη δεν συγκατατέθηκε στη σεξουαλική επαφή, παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στο ζήτημα και δεν διαπίστωσε την ύπαρξη οποιουδήποτε αλλότριου ή ύποπτου κίνητρου για την εντέλει αποκάλυψη της παραπονούμενης για τους βιασμούς, θεωρώντας μάλιστα ότι αυτή δεν θα είχε τη δύναμη να ανατρέψει την εικονική οικογενειακή συνοχή που είχε το σπίτι της μητέρας της με το να καταγγείλει τον εφεσείοντα, αν δεν μεσολαβούσε η σύνδεση του εφεσείοντα με τις επιστημονικές εξετάσεις DNA.
Αναφορικά με τη μαρτυρία περί γενετικού υλικού, ο Δρ Καριόλου διατυπώνοντας τα συμπεράσματα του χρησιμοποίησε τις λέξεις «πιθανότητα» και «σενάρια». Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο, παρά τις αναφορές αυτές του Δρος Καριόλου, προχώρησε από μόνο του και προσέδωσε στα συμπεράσματα Καριόλου την έννοια της βεβαιότητας αντί της πιθανότητας, εξηγώντας περαιτέρω από μόνο του τη χρήση των παραπάνω λέξεων από το μάρτυρα ως εκδήλωση «επιστημονικής ευαισθησίας».
Παράλληλα, ο εφεσείων διατείνεται πως εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε τη μαρτυρία του Δρος Καριόλου ως επαρκή ενίσχυση της αξιοπιστίας της εκδοχής της παραπονούμενης, αφού μιλούσε περί πιθανολογήσεως ή έστω περί ισχυρής πιθανότητας αλλά όχι περί βεβαιότητας ότι το DNA του εφεσείοντα βρισκόταν στο μεικτό γενετικό προφίλ, ενώ εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε στην πιθανολόγηση του για να επιβεβαιώσει πτυχές της μαρτυρίας της παραπονούμενης ώστε αυτή να ενδυναμωθεί.
Παρατηρούμε πως οι πιο πάνω θέσεις του εφεσείοντα δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τη μαρτυρία του Καριόλου αλλά την αποδεικτική της δύναμη ως εκ των όρων που αυτός χρησιμοποίησε στη μαρτυρία του διατυπώνοντας τα συμπεράσματα του.
Τα αποτελέσματα και συμπεράσματα του Δρος Καριόλου σε σχέση με τα αντικείμενα που εξέτασε σε επίπεδο DNA, καταγράφονται σε έκθεση του που κατατέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ως Τεκμήριο 3. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, από περιαιδοιϊκό επίχρισμα που είχε ληφθεί από τη «Σ» (το οποίο χαρακτηρίζεται στην έκθεση του ως αντικείμενο 3231-5 ΜΣΜ), απομονώθηκε μεικτό γενετικό υλικό που προερχόταν από τρία τουλάχιστον άτομα. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του Λόγου των Πιθανοτήτων «που αφορούν το ίδιο τεκμήριο κάτω από δύο αμοιβαίες αλληλοαναιρούμενες θέσεις», δηλαδή τη θέση της κατηγορούσας αρχής έναντι της θέσης της υπεράσπισης, έθεσε ενώπιον του δύο «πιθανά σενάρια» (Ι) το μεικτό γενετικό υλικό στο πιο πάνω αντικείμενο να είναι του εφεσείοντα και δύο άγνωστων ατόμων ή (ΙΙ) τριών τυχαίων άγνωστων ατόμων. Κατέληξε, ο μάρτυρας, στη θέση που διατυπώνεται ως συμπέρασμα 7 στην έκθεση του Τεκμήριο 3, με βάση τις συχνότητες των αλληλίων στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό, πως το «παρατηρούμενο μικτό γενετικό προφίλ του δείγματος DNA που απομονώθηκε από το αντικείμενο 3231-5 ΜΣΜ, εκτιμάται ότι είναι ~12.000.000 φορές πιο πιθανό να εμφανισθεί κάτω από το σενάριο (Ι)» ότι, δηλαδή, είναι μίγμα γενετικού υλικού του εφεσείοντα και δύο άγνωστων ατόμων, σε αντίθεση με το σενάριο (ΙΙ).
Το γεγονός ότι ο εφεσείων ανήκει στον περσικό πληθυσμό, κατά τον Καριόλου δεν έκανε καμία διαφορά. Σχετικός ήταν ο πίνακας που ετοίμασε ο μάρτυρας στον οποίο συγκρίνονται οι στατιστικές εκτιμήσεις με τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό, τον ιρανικό και άλλων, από τον οποίο προκύπτει πως η αριθμητική τιμή του Λόγου των Πιθανοτήτων σε σχέση με τον Ιρανικό πληθυσμό είναι 196.000, αναφορικά με τον ελληνοκυπριακό 453.000 και αναφορικά με Καυκάσιους Αμερικής 809.000.
Σε συμπληρωματική έκθεση του Δρος Καριόλου που κατατέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου (Τεκμήριο ΣΤ (3)) αναφέρεται πως «οποιαδήποτε στατιστική εκτίμηση με Λόγο Πιθανοτήτων πάνω από 1000 αποτελεί πολύ δυνατή υποστήριξη για τη θέση ότι ο ύποπτος/κατηγορούμενος είναι η πηγή ή μέρος της πηγής του DNA που εντοπίζεται σε ένα τεκμήριο». (Η υπογράμμιση και η έντονη γραφή είναι του κειμένου). Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί επίσης ότι στην περίπτωση του εφεσείοντα εντοπίστηκαν σε όλες τις χρωμοσωμικές θέσεις που εξετάστηκαν και τα 28 από τα 28 αλλήλια του εφεσείοντα στο περιαιδοιϊκό επίχρισμα της παραπονούμενης.
Όπως ορθά παρατηρεί το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, οι πιο πάνω θέσεις του Καριόλου δεν αμφισβητήθηκαν σοβαρά από την υπεράσπιση και με οποιαδήποτε δεδομένα που θα τις ανέτρεπαν.
Η δυνατότητα μεταφοράς γενετικού υλικού του εφεσείοντα δεν αποκλείστηκε από τον Καριόλου. Δέχθηκε μάλιστα αντεξεταζόμενος ότι εάν πρόκειται για αίμα, σπερματικές ουσίες ή σάλιο είναι εύκολο να γίνει μεταφορά - στην περίπτωση που οι ουσίες αυτές υπάρχουν σε υγρά. Θεώρησε όμως δύσκολη τη μεταφορά τους όταν είναι αποξηραμένες, ενώ δύσκολο είναι, είπε, να παρατηρηθούν τα γενετικά προφίλ που παρατηρήθηκαν σε σχέση με το αντικείμενο Α3, περιαιδοιϊκό επίχρισμα της «Σ». Δέχτηκε επίσης ότι το γενετικό υλικό κάποιου ατόμου μπορεί να μεταφερθεί από το κάθισμα της τουαλέτας. Στην ερώτηση κατά πόσο η «Σ» θα μπορούσε «η ίδια και χωρίς να το θέλει να μεταφέρει γενετικές ουσίες» του εφεσείοντα, ο οποίος διέμενε στο ίδιο σπίτι που η «Σ» επισκέφθηκε, απάντησε πως δεν μπορούσε να το αποκλείσει, δηλώνοντας ότι «αυτά τα σενάρια, είναι πιθανά». Σημείωσε όμως παράλληλα πως «Αυτή η δευτερεύουσα μεταφορά συνήθως εντοπίζεται με μερικά προφίλ και έχουν ύψη και ποιότητα όχι αυτή την οποία παρατηρούμε στα ηλεκτροφερογράμματα τα οποία έχω παρουσιάσει στο Δικαστήριο».
Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αντιμετώπιση της μαρτυρίας του Καριόλου από το Κακουργιοδικείο η οποία ήταν απόλυτα σύμφωνη με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αξιολόγησης εμπειρογνωμόνων μαρτύρων. Ορθά το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε τη μαρτυρία του σφαιρικά και όχι κατ' απομόνωση συγκεκριμένων αναφορών του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2012) 2 Α.Α.Δ. 525), εγχείρημα που θα μπορούσε να οδηγήσει στην εικόνα που εισηγείται ο εφεσείων ότι παρουσιάζει η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα. Είναι γεγονός ότι διατυπώνοντας τα συμπεράσματά του, ο Καριόλου δεν χρησιμοποίησε όρους απόλυτους. Σαφές είναι όμως από την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της μαρτυρίας του, ότι απέκλεισε ουσιαστικά τη πιθανότητα να μην ήταν δότης ο εφεσείων του DNA που εντοπίστηκε σε περιαιδοιϊκό επίχρισμα της παραπονούμενης, ενώ απέκλεισε σχεδόν και την πιθανότητα το DNA αυτό να ήταν από δευτερεύουσα μεταφορά.
Αυτό που ο Καριόλου χαρακτήρισε ως «σενάριο» ή «πιθανότητα» κατά τη διατύπωση των συμπερασμάτων του, χαρακτηρίζονταν από βαθμό βεβαιότητας που δεν άφηνε λογικό περιθώριο για οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα. Δικαίως λοιπόν παρατήρησε το Κακουργιοδικείο ότι η χρήση από τον μάρτυρα των λέξεων «πιθανότητας» ή «σενάριο» είναι από την επιστημονική ευαισθησία του, ενώ ορθή θεωρούμε την κατάληξη του στη βάση της μαρτυρίας του Καριόλου πως «το είδος, η εικόνα και η ποιότητα εντοπισμού του προφίλ είναι τέτοια που ουσιαστικά αποκλείει την έμμεση συνεισφορά». Εύστοχη δε είναι η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου ότι η μη ανεύρεση γενετικού υλικού του εφεσείοντα στα κολπικά επιχρίσματα της «Σ» δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα μη ενοχής του, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του, γιατί κάτι τέτοιο θα παραγνώριζε την καθολική αξία της επιστημονικής μαρτυρίας. Σημειώνουμε σχετικά με το ζήτημα αυτό και την απάντηση της παραπονούμενης στη δεύτερη οπτικογραφημένη κατάθεση της ερωτηθείσα με αναφορά στις 30.4.2012, «Μόλις εκάμετε sex τι έγινε;» πως ο εφεσείων «ήθελε να χύσει κάπου». Ερωτηθείσα στη συνέχεια «Θυμάσαι πού;» απάντησε «Πασ' το χαρτί πολλές φορές έχυνε μέσα» για να προσθέσει ότι εκείνη την ημέρα δεν θυμόταν.
Δεδομένης δε της εκδοχής του εφεσείοντα ότι δεν ήρθε ποτέ σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη και με δεδομένο ότι το γενετικό υλικό του εφεσείοντα εντοπίστηκε σε περιαιδοιϊκό επίχρισμα της παραπονούμενης που λήφθηκε στις 30.4.2012, κρίνουμε ότι η επιστημονική μαρτυρία αυτή συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της παραπονούμενης ως προς το τι συνέβη στις 30.4.2012. Σημαντική δε θεωρούμε και την άποψη του Καριόλου, ότι τα άγνωστα άτομα που αναφέρονται στο συμπέρασμα 7 της έκθεσης του Τεκμήριο 3, «είναι η γυναίκα που αναφέρεται στο συμπέρασμα 5 [δηλαδή η «Σ»] και ο άγνωστος άντρας που εντοπίστηκε στα κολπικά επιχρίσματα.Εκτός από τον κατηγορούμενο εννοώ». Μαρτυρία η οποία ενίσχυε τη θέση της παραπονούμενης ότι στις 30.4.2012 είχε σεξουαλική επαφή με τον εφεσείοντα αλλά και με τον Σύρο φίλο της.
Με τον 5ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα χρησιμοποίησε την «αναξιόπιστη» μαρτυρία του εις βάρος της υπεράσπισης του αγνοώντας βασικές αρχές του ποινικού δικαίου. Στη σχετική αιτιολογία του λόγου ισχυρίζεται με αναφορά στην υπόθεση Bereng v. R [1949] AC 253 ότι αναφερόμενο στη μαρτυρία του εφεσείοντα και την «εν γένει υπεράσπιση του», το Κακουργιοδικείο δίνει καθοριστική σημασία σε αυτήν αγνοώντας ότι η υπόθεση εναντίον ενός κατηγορούμενου πρέπει να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ενώ ο κατηγορούμενος δεν είναι υπόχρεος να αποδείξει οτιδήποτε.
Παρόλο που στο εφετήριο και το διάγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα δεν γίνεται παραπομπή σε συγκεκριμένες αναφορές του Κακουργιοδικείου, μελετήσαμε την πρωτόδικη απόφαση προσεκτικά υπό το φως των πιο πάνω θέσεων του εφεσείοντα και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να παρέχει έρεισμα στις αιτιάσεις του. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το Κακουργιοδικείο προέβη σε λεπτομερή αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, παραθέτοντας χαρακτηριστικά παραδείγματα των όσων θεωρούσε ως αντιφάσεις, παλινδρομήσεις, εκ των υστέρων σκέψεις και προσπάθεια αλλοίωσης γεγονότων, τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει σε εύρημα ενοχής του εφεσείοντα. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Ο εφεσείων με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλει την καταδίκη του στις κατηγορίες 7, 8 και 9 για περιπτώσεις σεξουαλικής επαφής από τον Ιούλιο 2011 μέχρι 29.4.2012 ως νομικά απαράδεκτη, με αποτέλεσμα να «δηλητηριάζει», κατά την εισήγηση του, την όλη απόφαση του Κακουργιοδικείου. Κεντρικός άξονας της θέσης του είναι πως πρόκειται για «μαζική καταδίκη», χωρίς ημερομηνίες και χωρίς περιγραφή κάθε περιστατικού ξεχωριστά με αντίστοιχη σχετική κατηγορία.
Στις λεπτομέρειες κάθε μίας εκ των εν λόγω κατηγοριών, αναφέρεται η ενέργεια που καταλογίζεται στον εφεσείοντα σε σχέση με τη θετή του κόρη, τη «Σ», και που συνιστά αδίκημα, καθώς και η περίοδος και ο τόπος διάπραξης του, ήτοι «σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ του μηνός Ιουλίου 2011 και της 29ης Απριλίου 2012», στην Επαρχία Λεμεσού.
Το ζήτημα απασχόλησε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, το οποίο θεώρησε ότι για τον τρόπο έκθεσης του χρόνου διάπραξης αδικημάτων στο κατηγορητήριο και τον τρόπο απόδειξης τους, όταν πρόκειται για άγνωστες ημερομηνίες τέλεσης αδικημάτων, μπορούσε να αντλήσει καθοδήγηση από την υπόθεση Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279. Ο εφεσείων στην υπόθεση εκείνη αντιμετώπιζε αριθμό κατηγοριών που αφορούσαν διάφορα περιστατικά που έλαβαν χώρα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, σε διαφορετικές ημερομηνίες ή περιόδους. Εισήγηση του εκεί εφεσείοντα ήταν ότι δεν ήταν αρκετό για την απόδειξη των συγκεκριμένων κατηγοριών ότι εδόθη μαρτυρία που καταδείκνυε αδιακρίτως τη διάπραξη πολύ μεγαλύτερου αριθμού τέτοιων περιστατικών, αφού τα συγκεκριμένα περιστατικά που αφορούσαν οι κατηγορίες δεν ήταν επαρκώς διακριτά ώστε να μπορούσε να διαφανεί κατά πόσο εστοιχειοθετείτο το απαιτούμενο mens rea, και ιδιαίτερα, εκεί όπου απαιτείται, η απουσία συγκατάθεσης ως ουσιαστικό στοιχείο του αδικήματος. Εξετάζοντας κάθε μια από τις κατηγορίες, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία, ιδιαίτερα της παραπονούμενης, το Εφετείο έκρινε σε σχέση με πλείστες από τις κατηγορίες ότι είτε δεν υπήρχε η βεβαιότητα απόδειξης των στοιχείων που ο κατήγορος περιέλαβε στο κατηγορητήριο είτε ότι δεν μπορούσε αναμφιβόλως να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η ενέργεια για την οποία υπήρξε καταδίκη ενέπιπτε στα χρονικά πλαίσια του κατηγορητηρίου ή πως η συνουσία ενέπιπτε εντός των χρονικών πλαισίων του κατηγορητηρίου αλλά δεν υπήρξε προσδιορισμός της συγκεκριμένης περίπτωσης. Οι αναφορές της εκεί παραπονούμενης, στις οποίες εβασίσθη το Κακουργιοδικείο για να διαπιστώσει έλλειψη συγκατάθεσης, ήσαν γενικές. Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο εξέτασε το θέμα της μη συγκατάθεσης ενιαία ως προς όλες τις κατηγορίες του βιασμού, αντί ως προς κάθε μια κατηγορία ξεχωριστά. Λαμβανομένου υπόψη ότι υπήρχαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, περιπτώσεις που ο εφεσείων δεν προχωρούσε όταν η παραπονούμενη εξέφραζε αντίδραση, κρίθηκε από το Εφετείο ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ασφαλής η καταδίκη για μη προσδιοριζόμενο στο κατηγορητήριο και μη προσδιορισθέντα στην καταδίκη βιασμό.
Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι στην ενώπιον του κρινόμενη υπόθεση, σε αντίθεση με την Typye, η αναφορά της παραπονούμενης ότι οι παρενοχλήσεις και οι σεξουαλικές επαφές του εφεσείοντα προς την ίδια, παρά τη θέληση της, άρχισαν από την ημέρα που παντρεύτηκε την μητέρα της και ήρθε στο σπίτι τους μέχρι και τους δύο βιασμούς που υπέστη στις 30.4.2012 και 1.5.2012, παρείχε το αναγκαίο υπόβαθρο ως προς την ένταξη του αδικήματος στην 7η κατηγορία, που αφορούσε σε βιασμό, και κατ' αναλογία των αδικημάτων των κατηγοριών 8 και 9. Έκρινε πως η αναφορά στις κατηγορίες για ένα περιστατικό, από τα πολλά για τα οποία η «Σ» κατάθεσε, δεν διαφοροποιούσε τα πράγματα, θεωρώντας ότι οι αναφορές της στο χώρο, το χρόνο και στο ότι η σεξουαλική επαφή γινόταν με το ζόρι «είναι αρκετά» για τις συγκεκριμένες κατηγορίες.
Προχώρησε το Κακουργιοδικείο να αναφέρει ότι «η ατυχής διατύπωση [των κατηγοριών 7, 8 και 9] δεν επηρεάζει την ισχύ των κατηγοριών αφού περιλαμβάνεται σ' αυτές η επίδικη περίοδος και δεν διεφάνη οποιαδήποτε βλάβη του κατηγορούμενου στο χειρισμό της υπεράσπισης του». Θέση με την οποία διαφωνεί ο εφεσείων, εισηγούμενος πως το γεγονός ότι στις κατηγορίες περιλαμβάνεται η επίδικη περίοδος δεν αρκεί διότι αφενός δεν προσδιορίζονται τα περιστατικά, έτσι που να μπορεί να αντικρούσει οποιαδήποτε ουσιώδη στοιχεία τους και αφετέρου, οι κατηγορίες και η καταδίκη σε αυτές πρέπει να είναι νομικά τεκμηριωμένες. Δεν αρκεί να μην «υπάρχει βλάβη του κατηγορούμενου» στο χειρισμό της υπεράσπισης του, κάτι που το δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει.
Η μαρτυρία της εδώ παραπονούμενης σαφώς ενέτασσε το καθένα από τα αδικήματα των κατηγοριών 7, 8 και 9 στη συγκεκριμένη κατηγορία, όσον αφορά το χρόνο και τον τόπο διάπραξης του και, στην περίπτωση της 7ης κατηγορίας, ότι η συνουσία ήταν χωρίς τη συναίνεση της, διακρίνοντας έτσι την περίπτωση, στη βάση των περιστατικών της, από την Typye.
Το ζήτημα της διατύπωσης του κατηγορητηρίου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, απασχόλησε το Εφετείο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαλήλ (2010) 2 Α.Α.Δ. 87, όπου υιοθετείται η αναφορά στη σελίδα 89 του συγγράμματος Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice του 2007 ότι όπου ένα παιδί αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μια πρακτική μέθοδος, προς θεμελίωση της συστηματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, είναι η έκθεση αριθμού κατηγοριών, η κάθε μια από τις οποίες, εκτός από την πρώτη, θα αναφέρει «σε περίπτωση άλλη από αυτή που καταγράφεται [στις προηγούμενες κατηγορίες]»:
Και εδώ η συμπεριφορά που καταλογιζόταν στον εφεσείοντα, με τις κατηγορίες 7, 8 και 9 ήταν τέτοια. Κρίνουμε αβάσιμες τις αιτιάσεις του εφεσείοντα. Η διατύπωση των συγκεκριμένων κατηγοριών δεν υπολείπονται με κανένα τρόπο των όσων απαιτούνται ως λεπτομέρειες αλλά ούτε και η μαρτυρία που προσήχθη προς στοιχειοθέτηση τους. Εάν, ο εφεσείων, η γραμμή υπεράσπισης του οποίου ήταν, υπενθυμίζουμε χάριν τονισμού, ότι ουδέποτε είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, θεωρούσε ότι οι λεπτομέρειες των κατηγοριών δεν ήταν αρκετές για να γνωρίζει με λεπτομέρεια τι αντιμετώπιζε, θα μπορούσε να ζητήσει περαιτέρω λεπτομέρειες, κάτι που δεν έκανε. Η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι δεν διαφάνη οποιαδήποτε βλάβη του εφεσείοντα στο χειρισμό της υπεράσπισης του, είχε ως έρεισμα την ενώπιον του διεξαχθείσα διαδικασία και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αβάσιμη ή αυθαίρετη, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων. Ούτε όμως ενώπιον μας έχει υποδειχθεί οτιδήποτε που να αποτελεί βλάβη, ως πραγματικό γεγονός, που να καθιστά τη δίκη που διεξήχθη ενώπιον του Κακουργιοδικείου μη δίκαιη.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι η έφεση κατά της καταδίκης είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.
Υπάρχει και έφεση κατά της ποινής. Σύμφωνα με το σχετικό λόγο έφεσης: «O εφεσείων προσβάλλει και την ποινή που του επιβλήθηκε διότι η σχετική καταδίκη είναι σύμφωνα με τα πιο πάνω άκυρη». Ως εκ τούτου, η απόρριψη της έφεσης κατά της καταδίκης σφραγίζει και την τύχη της έφεσης κατά της ποινής. Οι αιτιάσεις του εφεσείοντα στην αιτιολογία του λόγου, για επιλεκτική δικαιοσύνη καθότι δεν προωθήθηκε από την Αστυνομία και την κατηγορούσα αρχή η υπόθεση του καταγγελθέντος βιασμού της παραπονούμενης από το Σύρο φίλο της, δεν μπορεί να μας απασχολήσει εφόσον δεν βρίσκει έρεισμα στο λόγο έφεσης.
Ως εκ των πιο πάνω, τόσο η έφεση κατά της καταδίκης όσο και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται.