ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2014:B897

(2014) 2 ΑΑΔ 831

26 Νοεμβρίου, 2014

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 49/2013)

 

ΝΕΛΛΥ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 50/2013)

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 51/2013)

 

EVGENY MURATOV,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 49/2013, 50/2013 και 51/2013)

 

 

Αλλοδαποί ― Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού κατά παράβαση του Άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, και παράνομη απασχόληση, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(κ) του ιδίου Νόμου ― Η έννοια της πρόσληψης αλλοδαπού στα πλαίσια του Κανονισμού 38 (Κ.Δ.Π. 242/1972) ― Δεν απαιτείται συμφωνία εργοδότησης επ' αμοιβή, αλλά το Δικαστήριο έχει ευχέρεια, με βάση τα σχετικά κάθε φορά γεγονότα, να προβεί σε διαπιστώσεις σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από την έννοια του όρου στο αστικό δίκαιο, νοουμένου βεβαίως ότι η τυχόν κατάληξή του περί ενοχής, πρέπει να είναι πέραν λογικής αμφιβολίας ― Αποτελεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης που στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου.

 

Με τις εφέσεις οι οποίες συνεκδικάστηκαν ως σχετικές, οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την καταδίκη τους σε κατηγορίες για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού κατά παράβαση του Άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, και για παράνομη απασχόληση, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(κ) του ιδίου Νόμου.

 

Ο εφεσείων στην Έφεση 51/2013 είναι Ρώσος υπήκοος υιός της πρώτης εφεσείουσας από προηγούμενο γάμο και ο εφεσείων στην Έφεση 50/2013 σύζυγος της εφεσείουσας ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος στην Πάφο.

 

Εκεί ο γιος της εφεσείουσας εντοπίστηκε από αστυνομικό να  μετακινεί κρεμάστρες με ρούχα ένδυσης και να τα τοποθετεί έξω από την είσοδο του καταστήματος. Αφού διεφάνη ότι δεν είχε άδεια εργασίας, του επέστησε την προσοχή σε σχέση με το αδίκημα της παράνομης απασχόλησης κατά παράβαση των όρων της άδειας παραμονής. Τότε, ο τρίτος εφεσείων απάντησε ότι δεν εργαζόταν και ότι τον έστειλε η μητέρα του να τη βοηθήσει εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό. Αργότερα στην κατάθεσή του ανέφερε ότι πήγαινε και βοηθούσε λίγο τη μητέρα του μερικές φορές, χωρίς να πληρώνεται. 

 

Ο δεύτερος εφεσείων, ισχυρίστηκε ότι ο τρίτος εφεσείων βοηθά στα δύο καταστήματα που ο ίδιος διατηρεί όταν η σύζυγός του, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν μπορεί να εργασθεί. Προέβαλε τη θέση ότι δεν επρόκειτο για εργοδότηση, εφόσον ο τρίτος δεν είχε άδεια εργασίας και απλώς τον βοηθούσε χωρίς αμοιβή.

 

Η πρώτη εφεσείουσα ανέφερε στην κατάθεση της προς την αστυνομία ότι, επειδή θα πήγαινε στο γιατρό, ζήτησε από τον υιό της να ανοίξει το κατάστημα και να βγάλει τα σταντ έξω μέχρι να επιστρέψει.

 

Οι δύο πρώτοι εφεσείοντες κατηγορήθηκαν για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού κατά παράβαση του Άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, ενώ ο τρίτος εφεσείων κατηγορήθηκε για παράνομη απασχόληση, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(κ) του ιδίου Νόμου.

 

Τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση το κατ' ουσίαν επίδικο θέμα ήταν η έννοια της εργοδότησης και, αντιστοίχως, της ανάληψης εργασίας στα πλαίσια του εν λόγω Νόμου.

 

Το ερώτημα που εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο τα γεγονότα αυτά, περιλαμβανομένων των δηλώσεων του κάθε εφεσείοντα για τον εαυτό του, στοιχειοθετούσαν εργοδότηση και ανάληψη εργασίας, αντίστοιχα, υπό την πάρα πάνω έννοια, το οποίο και απάντησε καταφατικά. Με την έφεση προβάλλεται εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το νόμο εσφαλμένα και ειδικότερα κατά τρόπο που να πλήττει το θεσμό της οικογένειας και της αλληλοβοήθειας που πρέπει να υπάρχει εντός της οικογένειας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Υπήρχε τέτοιο μαρτυρικό υλικό που καθιστούσε εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του ότι ο τρίτος εφεσείων απασχολείτο, υπό την έννοια της «εργοδότησης», όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο σχετικό νόμο, και μάλιστα παρουσιαζόταν ως ο υπεύθυνος στο κατάστημα, έστω χωρίς, άμεσο τουλάχιστον, χρηματικό αντάλλαγμα, το οποίο ούτως ή άλλως δεν αποτελεί προϋπόθεση για σκοπούς διάπραξης του αδικήματος.

 

2.  Οι δε άλλοι εφεσείοντες, στο βαθμό και την έκταση που αφορούσε στην έφεση ενός εκάστου από αυτούς, δεν αρνήθηκαν ότι είναι εκείνοι που του είχαν αναθέσει τέτοια απασχόληση στο κατάστημα που ήταν, όπως προκύπτει, κοινών συμφερόντων.

 

3.  Η ιδιαιτερότητα της σχέσης και της περίπτωσης, δεν αναιρούσε τον ποινικό χαρακτήρα των ενεργειών των εφεσειόντων, εφόσον δια των ενεργειών τους αυτών πληρούνται τα συστατικά στοιχεία των αντιστοίχων αδικημάτων.

 

4.  Όπως δε προκύπτει από την επιβληθείσα χρηματική ποινή, η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης ελήφθη υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Seraphim v. The Police (1981) 2 C.L.R. 227,

 

Karaoglanian v. Police (1984) 2 C.L.R. 161.

 

Εφέσεις εναντίον Απόφασης.

 

Εφέσεις από τους καταδιακσθέντες εναντίον της απόφασης του             Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Βλάμης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 11644/10), ημερομηνίας 17/2/14.

 

Αλ. Αλεξάνδρου, για τους Εφεσείοντες.

 

Σ. Συμεού, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι υπό κρίση τρεις εφέσεις συνεκδικάστηκαν ως σχετικές. Στην Έφεση Αρ. 49/2013, η εφεσείουσα (εν τοις εφεξής «η  πρώτη εφεσείουσα»), είναι Ρωσίδα υπήκοος, σύζυγος του δεύτερου. Στην Έφεση Αρ. 50/2013, ο εφεσείων (εν τοις εφεξής «ο δεύτερος εφεσείων») ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτης καταστήματος στην Πάφο, όπου όπως προκύπτει ήταν συνυπεύθυνη η σύζυγος του. Στην Έφεση Αρ. 51/2013, ο εφεσείων (εν τοις εφεξής «ο τρίτος εφεσείων»), είναι Ρώσος υπήκοος, υιός της πρώτης εφεσείουσας από προηγούμενο γάμο.

 

Κατά τον επίδικο χρόνο, αστυνομικός της ΥΑΜ Πάφου παρακολούθησε το εν λόγω κατάστημα και αντελήφθη τον τρίτο εφεσείοντα να μετακινεί κρεμάστρες με ρούχα ένδυσης και να τα τοποθετεί έξω από την είσοδο του καταστήματος. Ο αστυνομικός εισήλθε στο κατάστημα και περίμενε τον τρίτο εφεσείοντα να τελειώσει, ο οποίος του συστήθηκε ως ο υπεύθυνος του μέρους. Όταν ο αστυνομικός του απεκάλυψε την ταυτότητά του και, αφού διεφάνη ότι δεν είχε άδεια εργασίας, του επέστησε την προσοχή σε σχέση με το αδίκημα της παράνομης απασχόλησης κατά παράβαση των όρων της άδειας παραμονής. Τότε, ο τρίτος εφεσείων απάντησε ότι δεν εργαζόταν και ότι τον έστειλε η μητέρα του να τη βοηθήσει εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό. Αργότερα στην κατάθεσή του ανέφερε ότι πήγαινε και βοηθούσε λίγο τη μητέρα του μερικές φορές, χωρίς να πληρώνεται.

 

Ο δεύτερος εφεσείων, όταν του επιστήθηκε αργότερα η προσοχή στο Νόμο απάντησε «εν να τον έχω σπίτι να κάθεται τζιαι να τον ταΐζω;» και εξέφρασε το παράπονο του προς την αστυνομία που του δημιούργησε πρόβλημα. Ισχυρίστηκε δε, ότι ο τρίτος εφεσείων βοηθά στα δύο καταστήματα που ο ίδιος διατηρεί όταν η σύζυγός του, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν μπορεί να εργασθεί.  Προέβαλε τη θέση ότι δεν επρόκειτο για εργοδότηση, εφόσον ο τρίτος δεν είχε άδεια εργασίας και απλώς τον βοηθούσε χωρίς αμοιβή.

 

Η πρώτη εφεσείουσα ανέφερε στην κατάθεση της προς την αστυνομία ότι, επειδή θα πήγαινε στο γιατρό, ζήτησε από τον υιό της να ανοίξει το κατάστημα και να βγάλει τα σταντ έξω μέχρι να επιστρέψει.

 

Διευκρινίζεται βέβαια ότι οι δηλώσεις των εφεσειόντων εκτός δικαστηρίου δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προς ενοχοποίηση συγκατηγορουμένων τους, αλλά μόνο σε ότι αφορά τους ίδιους.

 

Οι δύο πρώτοι εφεσείοντες κατηγορήθηκαν για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού κατά παράβαση του Άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, ενώ ο τρίτος εφεσείων κατηγορήθηκε για παράνομη απασχόληση, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(κ) του ιδίου Νόμου.

 

Τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση το κατ' ουσίαν επίδικο θέμα ήταν η έννοια της εργοδότησης και, αντιστοίχως, της ανάληψης εργασίας στα πλαίσια του εν λόγω Νόμου. Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Seraphim v. The Police (1981) 2 C.L.R. 227, όπου εξετάστηκε η έννοια της πρόσληψης αλλοδαπού στα πλαίσια του Κανονισμού 38 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (Κ.Δ.Π. 242/1972), δεν απαιτείται συμφωνία εργοδότησης επ' αμοιβή, αλλά το δικαστήριο έχει ευχέρεια, με βάση τα σχετικά κάθε φορά γεγονότα, να προβεί σε διαπιστώσεις σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από την έννοια του όρου στο αστικό δίκαιο, νοουμένου βεβαίως ότι η τυχόν κατάληξή του περί ενοχής, πρέπει να είναι πέραν λογικής αμφιβολίας. Σημειώνεται περαιτέρω ότι στην υπόθεση Karaoglanian v. Police (1984) 2 C.L.R. 161 αποφασίστηκε ότι το αδίκημα πρόσληψης αλλοδαπού, χωρίς την απαιτούμενη ειδοποίηση, κατά παράβαση του Κανονισμού 38, κρίθηκε ότι αποτελεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης που στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου. Στην ίδια αυτή υπόθεση υποδείχθηκε η ανάγκη για στενή ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας, χάριν της ευόδωσης των σκοπών του Νόμου. Οι ίδιες αρχές θεωρούμε ότι ισχύουν και εν προκειμένω.

 

Τα γεγονότα αποτέλεσαν κοινό τόπο. Το ερώτημα που εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι κατά πόσο τα γεγονότα αυτά, περιλαμβανομένων των δηλώσεων του κάθε εφεσείοντα για τον εαυτό του, στοιχειοθετούν εργοδότηση και ανάληψη εργασίας, αντίστοιχα, υπό την πάρα πάνω έννοια, το οποίο και απάντησε καταφατικά. Με την έφεση προβάλλεται εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το νόμο εσφαλμένα και ειδικότερα κατά τρόπο που να πλήττει το θεσμό της οικογένειας και της αλληλοβοήθειας που πρέπει να υπάρχει εντός της οικογένειας.

 

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, βρίσκουμε πως υπήρχε τέτοιο μαρτυρικό υλικό που καθιστούσε εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του ότι ο τρίτος εφεσείων απασχολείτο, υπό την έννοια της «εργοδότησης», όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο σχετικό νόμο, και μάλιστα παρουσιαζόταν ως ο υπεύθυνος στο κατάστημα, έστω χωρίς, άμεσο τουλάχιστον, χρηματικό αντάλλαγμα, το οποίο ούτως ή άλλως δεν αποτελεί προϋπόθεση για σκοπούς διάπραξης του αδικήματος. Οι δε άλλοι εφεσείοντες, στο βαθμό και την έκταση που αφορά την έφεση ενός εκάστου από αυτούς, δεν αρνήθηκαν ότι είναι εκείνοι που του είχαν αναθέσει τέτοια απασχόληση στο κατάστημα που ήταν, όπως προκύπτει, κοινών συμφερόντων. 

 

Η ιδιαιτερότητα της σχέσης και της περίπτωσης, δεν αναιρεί τον ποινικό χαρακτήρα των ενεργειών των εφεσειόντων, εφόσον δια των ενεργειών τους αυτών πληρούνται τα συστατικά στοιχεία των αντιστοίχων αδικημάτων: Ο τρίτος εφεσείων είναι αλλοδαπός, που του ανατέθηκε εργασία από τους άλλους δύο και ο ίδιος ανέλαβε εργασία, χωρίς την απαιτούμενη άδεια. Εφόσον συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία και δεδομένου ότι τέτοια περίπτωση οικογενειακής σχέσης δεν εξαιρείται από το Νόμο, η κατάληξη του Δικαστηρίου να καταδικάσει και τους τρεις ήταν ορθή. Όπως δε προκύπτει από την επιβληθείσα χρηματική ποινή, η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης ελήφθη υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

      



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο