ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B824
(2014) 2 ΑΑΔ 800
30 Οκτωβρίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 87/2014)
Ποινή ― Ληστεία ― Συναυτουργοί ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης δώδεκα μηνών για το αδίκημα της ληστείας το οποίο διεπράχθη με χρήση βίας και επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης ― Χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο επιεικής υπό τα δεδομένα της υπόθεσης ― Εφεσείων μεταφέρει, αναμένει και φυγαδεύει τη συναυτουργό από τη σκηνή ― Ο ρόλος του θεωρήθηκε εξίσου σημαντικός όπως της συναυτουργού.
Αναστολή ποινής ― Ληστεία ― Έφεση ως προς το μέρος πρωτόδικης απόφασης με το οποίο δεν διατάχθηκε η αναστολή ποινών φυλάκισης έξι, δώδεκα και τριών μηνών, για τη διάπραξη αδικημάτων συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ληστείας με χρήση πραγματικής βίας και επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης ― Επικυρώθηκε από το Εφετείο.
Αναστολή ποινής ― Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη ― Καθυστέρηση στην εκδίκαση ― Παρέλευση τριάντα οκτώ μηνών από τη διάπραξη των αδικημάτων και την επιβολή ποινής δεν θεωρήθηκε ότι από μόνη της ή και συνυπολογιζόμενη με όλες τις υπόλοιπες περιστάσεις, θα μπορούσε να δικαιολογήσει αναστολή των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, ύστερα από ακρόαση, για τα αδικήματα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, της ληστείας με χρήση πραγματικής βίας και της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Η συνωμοσία ήταν σε σχέση με το αδίκημα της ληστείας, αφού στη διάπραξή του ενεχόταν και άλλο πρόσωπο, ενώ η άσκηση σωματικής βίας, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, ήταν το στοιχείο το οποίο επέτεινε τη σοβαρότητα της ληστείας. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης έξι, δώδεκα και τριών μηνών, αντίστοιχα, και διατάχθηκε αυτές να συντρέχουν. Υποβληθέν αίτημα του για την αναστολή τους απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων διέπραξε τα εν λόγω αδικήματα μαζί με γυναίκα συναυτουργό, η οποία επιτέθηκε κατά ηλικιωμένης γυναίκας, ρίχνοντάς την στο έδαφος και, στη συνέχεια, ασκώντας σωματική βία, της άρπαξε την τσάντα που αυτή κρατούσε, περιέχουσα χρηματικό ποσό και διάφορα προσωπικά της αντικείμενα, όλα μαζί αξίας, περίπου, €500,00.
Ο εφεσείων μετέφερε, τη συναυτουργό, με το αυτοκίνητό του, στο χώρο όπου διαπράχθηκαν τα αδικήματα, γνωρίζοντας το σκοπό της, και, στη συνέχεια, την ανέμενε στη σκηνή όπου και αναχώρησαν μαζί μετά τη ληστεία.
Η συναυτουργός τιμωρήθηκε για το αδίκημα της ληστείας με ποινή φυλάκισης επίσης δώδεκα μηνών.
Με την έφεση, προσβλήθηκε, ως λανθασμένη, η πρωτόδικη κρίση του πρωτόδικου Δικαστή για μη αναστολή των επιβληθεισών ποινών, με το αιτιολογικό ότι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος δικαιολογούσαν την αναστολή τους.
Αμφισβητήθηκε επίσης ως υπερβολή η κρίση σε σχέση με το ύψος της ποινής των δώδεκα μηνών, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα σε σχέση με το αδίκημα της ληστείας.
Ο δε τελευταίος, θεωρώντας ότι ο δικός του ρόλος ήταν ολιγότερο σοβαρός, εισηγήθηκε, ότι η ποινή των δώδεκα μηνών ήταν υπερβολική, συνιστώντας, έτσι, στον τομέα αυτό, άνιση μεταχείριση μεταξύ των δύο. Βασίστηκε προς τούτο σε συγκεκριμένη αναφορά του Δικαστή, στην καταδικαστική απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στο στάδιο του καθορισμού της ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε επιπρόσθετα στο ρόλο του εφεσείοντος, επισημαίνοντας, συγχρόνως, ότι αυτός ήταν, εξίσου, σοβαρός.
2. Προς ενίσχυση της θέσης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Rangajeeva v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 485, όπου ο ρόλος του εφεσείοντος, εκεί, με πανομοιότυπες με εδώ ενέργειες, θεωρήθηκε ότι «..., δεν ήταν ούτε μικρότερος, ούτε λιγότερο ουσιαστικός από το ρόλο των τριών άλλων προσώπων που συμμετείχαν στη ληστεία ...».
3. Επομένως, όπως διαπιστωνόταν από τα γεγονότα, ο εφεσείων, μετέχοντας σε ένα κοινό, ουσιαστικά, σκοπό, διαδραμάτισε το δικό του ιδιαίτερο ρόλο, δηλαδή της μεταφοράς, της αναμονής και της φυγάδευσης, στη συνέχεια, της συναυτουργού από τη σκηνή.
4. Δεδομένων των πιο πάνω η ποινή των δώδεκα μηνών φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί επιεικής.
5. Θα έπρεπε να σημειωθεί πως η συναυτουργός είχε, από την αρχή, παραδεχθεί ενοχή και, έτσι, αυτή ευεργετήθηκε από ανάλογη έκπτωση στην ποινή.
6. Ένας σημαντικός, ομολογουμένως, παράγοντας, ο οποίος λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο σε σχέση με τον εφεσείοντα, αφορούσε στη ψυχική του υγεία.
7. Ωστόσο κανένα στάδιο, είτε πρωτόδικα είτε κατ' έφεση δεν προσκομίστηκαν οποιαδήποτε νέα στοιχεία ιατρικής μαρτυρίας, τα οποία να συνηγορούσαν υπέρ μιας πιο επιεικούς μεταχείρισης.
8. Το Δικαστήριο, προς εξατομίκευση της ποινής που θα επέβαλλε στον εφεσείοντα, έλαβε υπόψη του και στάθμισε επαρκώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, στον οποίο του είχε επιστηθεί η προσοχή. Στον τομέα δε αυτό, συνυπολόγισε, ιδιαίτερα, το λευκό ποινικό μητρώο και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος.
9. Σημαντική επίδραση, επίσης, στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστή, προφανώς, είχε και το γεγονός της καθυστέρησης στην αποπεράτωση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να επιβληθεί ποινή τριάντα οκτώ μήνες μετά τη διάπραξη των αδικημάτων.
10. Η επίδραση, όμως, του πιο πάνω παράγοντα εξαντλήθηκε στον καθορισμό του ύψους της ποινής. Δε θεωρήθηκε ότι αυτός, από μόνος του ή και συνυπολογιζόμενος με όλες τις υπόλοιπες περιστάσεις, θα μπορούσε να δικαιολογήσει αναστολή των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης.
11. Τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, στο σύνολό τους, δεν παρουσίαζαν οτιδήποτε πέραν του συνήθους, ώστε να δικαιολογείτο η αναστολή των επιβληθεισών ποινών. Πολύ δε περισσότερο, δε διαπιστωνόταν να δικαιολογείτο επέμβαση για αναστολή της ποινής φυλάκισης σε σχέση με το αδίκημα της ληστείας.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Rangajeeva v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 485,
Kleovoulou ν. Police (1981) 2 C.L.R. 237,
Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22,
Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 816,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (Αρ. 2) (2005) 2 Α.Α.Δ. 327.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Χριστοδούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2725/11), ημερομηνίας 16/4/14.
Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Νεοκλέους, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, μετά από ακρόαση, για τα αδικήματα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, της ληστείας με χρήση πραγματικής βίας και της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Η συνωμοσία ήταν σε σχέση με το αδίκημα της ληστείας, αφού στη διάπραξή του ενεχόταν και άλλο πρόσωπο, ενώ η άσκηση σωματικής βίας, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, ήταν το στοιχείο το οποίο επέτεινε τη σοβαρότητα της ληστείας. Σύμφωνα με το Άρθρο 283 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, η διάπραξη του εν λόγω αδικήματος, υπό τέτοιες επιθετικές συνθήκες, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης έξι, δώδεκα και τριών μηνών, αντίστοιχα, και διατάχθηκε αυτές να συντρέχουν. Στη συνέχεια, αίτημα εκ μέρους του για την αναστολή τους απορρίφθηκε.
Με την έφεση, προσβάλλεται, ως λανθασμένη, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή για μη αναστολή των επιβληθεισών ποινών, με το αιτιολογικό ότι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος δικαιολογούσαν την αναστολή τους. Ιδιαίτερα, όμως, προσβάλλεται η κρίση του σε σχέση με το ύψος της ποινής των δώδεκα μηνών, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα σε σχέση με το αδίκημα της ληστείας. Σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογία, η εν λόγω ποινή θεωρείται υπερβολική, σε σύγκριση με την ποινή που επιβλήθηκε για το ίδιο αδίκημα στο άλλο ενεχόμενο πρόσωπο, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου που ο κάθε ένας από αυτούς είχε διαδραματίσει στη διάπραξή του.
Ο εφεσείων διέπραξε τα εν λόγω αδικήματα μαζί με γυναίκα συναυτουργό, ενώ το θύμα τους ήταν, επίσης, γυναίκα, μεγάλης ηλικίας, η οποία βρισκόταν σε χώρο στάθμευσης εστιατορίου. Ο ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε ο κάθε ένας από αυτούς στη διάπραξή τους είναι διακριτέος. Συγκεκριμένα, η συναυτουργός επιτέθηκε κατά της ηλικιωμένης γυναίκας, ενώ αυτή ήταν αμέριμνη, ρίχνοντάς την στο έδαφος και, στη συνέχεια, ασκώντας σωματική βία, της άρπαξε την τσάντα που αυτή κρατούσε, περιέχουσα χρηματικό ποσό και διάφορα προσωπικά της αντικείμενα, όλα μαζί αξίας, περίπου, €500,00. Στα πλαίσια της δίκης, έχει διαπιστωθεί ότι ο εφεσείων μετέφερε, με το αυτοκίνητό του, στο χώρο όπου διαπράχθηκαν τα αδικήματα, τη συναυτουργό, γνωρίζοντας το σκοπό της, και, στη συνέχεια, την ανέμενε στη σκηνή. Αυτή δε, αφού διενήργησε την επίθεση, με το αποτέλεσμα που αναφέρθηκε προηγουμένως, επέστρεψε στο αυτοκίνητο του εφεσείοντος και οι δυο μαζί απομακρύνθηκαν, με ταχύτητα, από εκεί.
Η συναυτουργός τιμωρήθηκε για το αδίκημα της ληστείας με ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών, όση, δηλαδή, και ο εφεσείων. Ο δε τελευταίος, θεωρώντας ότι ο δικός του ρόλος ήταν ολιγότερο σοβαρός, εισηγήθηκε, μέσω του συνηγόρου του, ότι η ποινή των δώδεκα μηνών φυλάκισης που του επιβλήθηκε είναι υπερβολική, συνιστώντας, έτσι, στον τομέα αυτό, άνιση μεταχείριση μεταξύ των δύο. Βασίστηκε προς τούτο σε μια αναφορά του Δικαστή, στην καταδικαστική απόφαση, ότι ο ίδιος παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, προς αποτροπή της συναυτουργού του στη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων.
Η σημασία της πιο πάνω αναφοράς, όποια και να ήταν, είχε να κάμει, προφανώς, με τη διαδικασία διαπίστωσης της ευθύνης του εφεσείοντος, υπό το φως και των λοιπών διαπιστώσεων του Δικαστηρίου στο ίδιο θέμα. Οι διαπιστώσεις δε αυτές αφορούσαν, ακριβώς, το ρόλο τον οποίο ο εφεσείων είχε διαδραματίσει σε σχέση με τη διάπραξη των αδικημάτων, όπως αυτός περιγράφεται πιο πάνω, και οδήγησαν στο να κριθεί ο ίδιος, ουσιαστικά, ως αυτουργός σε πρώτο βαθμό. Αργότερα, κατά το στάδιο του καθορισμού της ποινής, ο ευπαίδευτος Δικαστής αναφέρθηκε εκ νέου στο ρόλο του εφεσείοντος, ο οποίος, με βεβαιότητα, πλέον, ήταν όπως περιγράφεται πιο πάνω, επισημαίνοντας, συγχρόνως, ότι αυτός ήταν, εξίσου, σοβαρός.
Προς ενίσχυση της θέσης του, ανωτέρω, ο πρωτόδικος Δικαστής παρέπεμψε στην υπόθεση Rangajeeva v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 485, όπου ο ρόλος του εφεσείοντος, εκεί, με πανομοιότυπες με εδώ ενέργειες, θεωρήθηκε ότι «..., δεν ήταν ούτε μικρότερος, ούτε λιγότερο ουσιαστικός από το ρόλο των τριών άλλων προσώπων που συμμετείχαν στη ληστεία ...» (σελίδα 487). Επομένως, όπως διαπιστώνεται από τα γεγονότα, ο εφεσείων, μετέχοντας σε ένα κοινό, ουσιαστικά, σκοπό, διαδραμάτισε το δικό του ιδιαίτερο ρόλο, δηλαδή της μεταφοράς, της αναμονής και της φυγάδευσης, στη συνέχεια, της συναυτουργού από τη σκηνή. Χωρίς τη συνεισφορά του αυτή, η διάπραξη των αδικημάτων δε θα ήταν εφικτή. Αντίθετα, λοιπόν, προς την εισήγηση του συνηγόρου του, ο ρόλος του ήταν εξίσου σημαντικός, όπως και αυτός της συναυτουργού.
Δεδομένων των πιο πάνω επιβαρυντικών συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων, ειδικά του αδικήματος της ληστείας, η ποινή των δώδεκα μηνών φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί επιεικής. Αυτή, όμως, καθορίστηκε, αφού λήφθηκαν υπόψη, συναφώς, και κάποιοι άλλοι παράγοντες, οι οποίοι, αναμφίβολα, επέδρασαν μετριαστικά. Ως αποτέλεσμα, επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για το εν λόγω αδίκημα η ίδια ποινή των δώδεκα μηνών, που επιβλήθηκε και στη συναυτουργό. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί πως η συναυτουργός είχε, από την αρχή, παραδεχθεί ενοχή και, έτσι, αυτή ευεργετήθηκε από ανάλογη έκπτωση στην ποινή, η οποία δίδεται, κατά κανόνα, όποτε συμβαίνει αυτό, για τους γνωστούς, πλέον, λόγους, (βλ. Kleovoulou ν. Police (1981) 2 C.L.R. 237, σελίδα 240).
Ένας σημαντικός, ομολογουμένως, παράγοντας, ο οποίος λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο σε σχέση με τον εφεσείοντα, αφορά στην ψυχική του υγεία. Ο εφεσείων, λόγω οικογενειακών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά την περίοδο γύρω στο 2010, κατέφυγε στο αλκοόλ. Έτυχε θεραπείας τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό και η κατάστασή του έχει βελτιωθεί ουσιαστικά, πλην, όμως, εξακολουθεί να παρακολουθείται και να λαμβάνει θεραπεία. Ο συνήγορός του, αν και τόνισε ιδιαίτερα την κατάσταση αυτή σε σχέση με την υγεία του, εντούτοις, σε κανένα στάδιο, είτε πρωτόδικα είτε κατ' έφεση, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε νέα στοιχεία ιατρικής μαρτυρίας, τα οποία να συνηγορούσαν υπέρ μιας πιο επιεικούς μεταχείρισης από αυτήν που ο ίδιος έτυχε, όπως είχε, ακριβώς, συμβεί στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22. Αντιθέτως, ελλείψει τέτοιας μαρτυρίας, η περίπτωση του εφεσείοντος, σίγουρα, δεν επιδέχεται τέτοιας αντιμετώπισης, (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 816). Θα μπορούσε δε να είχε προσκομίσει τέτοια στοιχεία, εφόσον αυτά θα είχαν καταστεί διαθέσιμα, στο μεταξύ, σε οποιοδήποτε στάδιο κατά το οποίο εξεταζόταν το θέμα της ποινής σε σχέση με τον εφεσείοντα. Περιορίστηκε, απλώς, να εισηγηθεί ότι, με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούν στις φυλακές, υπάρχει κίνδυνος η κατάσταση του εφεσείοντος να επιδεινωθεί, ανά πάσα στιγμή. Ενώπιον του Εφετείου δεν ανέφερε αν κάτι τέτοιο έχει, όντως, συμβεί, δεδομένου του χρόνου που παρήλθε από τον εγκλεισμό του εφεσείοντος στις φυλακές.
Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο, προς εξατομίκευση της ποινής που θα επέβαλλε στον εφεσείοντα, έλαβε υπόψη του και στάθμισε επαρκώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, στον οποίο του είχε επιστηθεί η προσοχή. Στον τομέα δε αυτό, συνυπολόγισε, ιδιαίτερα, το λευκό ποινικό μητρώο και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος. Σε σχέση με αυτές, έλαβε υπόψη, συναφώς, ότι, κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, αυτός ήταν 54 χρονών, διαζευγμένος, με δυο ενήλικα παιδιά, με τα οποία διατηρεί καλές σχέσεις, και με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ώστε να είναι λήπτης δημόσιου βοηθήματος.
Σημαντική επίδραση, επίσης, στη σκέψη του Δικαστή, προφανώς, είχε και το γεγονός της καθυστέρησης στην αποπεράτωση της υπόθεσης. Όπως, συγκεκριμένα, επισημάνθηκε, από το χρόνο της διάπραξης των αδικημάτων μέχρι και την επιβολή των ποινών, πέρασαν, σχεδόν, 38 μήνες, και αυτό, λόγω της έλλειψης χρόνου από το Δικαστήριο να επιληφθεί πιο νωρίς της υπόθεσης του εφεσείοντος. Ο πρωτόδικος Δικαστής, καθοδηγούμενος από τη σχετική νομολογία, συνεκτίμησε και τον παράγοντα αυτό, σταθμίζοντάς τον, ως όφειλε, έναντι της σοβαρότητας του αδικήματος, όπως συνάγεται από τις περιστάσεις διάπραξής του, που αναφέρονται πιο πάνω. Οπωσδήποτε επέδρασε και αυτός στην επιλογή ακόμα πιο επιεικούς ποινής, όπως συνέβηκε και στην περίπτωση της συναυτουργού σε σχέση με την εξ αρχής παραδοχή της, και οδήγησε το Δικαστήριο να καταλήξει, ουσιαστικά, στην ίση μεταχείριση των δύο συναυτουργών.
Η επίδραση, όμως, του πιο πάνω παράγοντα εξαντλήθηκε στον καθορισμό του ύψους της ποινής. Δε θεωρήθηκε ότι αυτός, από μόνος του ή και συνυπολογιζόμενος με όλες τις υπόλοιπες περιστάσεις, θα μπορούσε να δικαιολογήσει αναστολή των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης, όπως συνέβηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (Αρ. 2) (2005) 2 Α.Α.Δ. 327. Στην υπόθεση εκείνη, πέραν από την καθυστέρηση, η οποία είχε σημειωθεί συνεπεία της παρατεταμένης διάρκειας των δικαστικών διαδικασιών, διαπιστώθηκε ότι συνέτρεχαν και άλλοι προσωπικοί και οικογενειακοί λόγοι, περιλαμβανομένης της επιτυχούς προσπάθειας για απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, που κατέβαλλε ο, σχετικά, νεαρής ηλικίας εφεσίβλητος. Το σύνολο των εν λόγω περιστατικών οδήγησε την Πλήρη Ολομέλεια να τα χαρακτηρίσει ως «απολύτως ιδιαίτερα» και να διατάξει αναστολή των ποινών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί.
Τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, στο σύνολό τους, δεν παρουσιάζουν οτιδήποτε πέραν του συνήθους, ώστε να δικαιολογείται η αναστολή των επιβληθεισών ποινών. Πολύ δε περισσότερο, δε διαπιστώνεται να δικαιολογείται επέμβαση για αναστολή της ποινής φυλάκισης σε σχέση με το αδίκημα της ληστείας. Αυτή κρίνεται καθ' όλα ισοζυγισμένη και ορθή.
Η έφεση, επομένως, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.