ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D703
(2014) 2 ΑΑΔ 650
24 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΕΛΕΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (Αρ. 1),
Εφεσιβλήτων.
(Πoινική Έφεση Αρ. 79/2012)
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής η οποία κατά την παρουσία της προς πληρωμή στην τράπεζα δεν εξοφλήθη χωρίς εύλογη αιτία κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ― Αναφορά που γίνεται σε αγώγιμο δικαίωμα είναι σε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εκδότη κατά την έκδοση της επιταγής, ώστε να πληρούται η προϋπόθεση να καταστεί ο οποιοσδήποτε επόμενος κάτοχος της επιταγής, νομιμοποιημένος κομιστής ― Εφόσον τούτο ικανοποιηθεί, δεν είναι αναγκαίο να καταδειχθεί αγώγιμο δικαίωμα του εν λόγω κομιστή ως προς την αρχική συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής.
H έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία η εφεσίβλητη απαλλάχθηκε και αθωώθηκε, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε 5 κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν στο αδίκημα της έκδοσης επιταγής η οποία κατά την παρουσία της προς πληρωμή εις την τράπεζα δεν εξοφλήθη από πράξη της εφεσίβλητης χωρίς εύλογη αιτία, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ως ετροποποιήθη από το Νόμο 64(Ι)/09.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με βάση κυρίως τα παραδεκτά γεγονότα ότι τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων είχαν αποδειχθεί και ότι η υπεράσπιση της εύλογης αιτίας που η εφεσίβλητη είχε προβάλει ήταν αβάσιμη.
Στη συνέχεια, προχώρησε και εξέτασε το κατά πόσο ο εφεσείων ήταν νομιμοποιημένος κομιστής των επίδικων επιταγών.
Εξετάζοντας το εν λόγω ζήτημα με βάση την αποδεκτή μαρτυρία και ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι οφειλές, προς εξόφληση των οποίων είχαν εκδοθεί από την εφεσίβλητη οι επίδικες επιταγές, ήταν οφειλές της τελευταίας προς τη διαχειρίστρια πρακτορείου εταιρεία Megaflyers της οποίας μόνος μέτοχος ήταν ο εφεσείων και όχι προς τον εφεσείοντα απ' ευθείας, έκρινε, υπό το φως της μέχρι τότε νομολογίας, ότι ο εφεσείων δεν ήταν κομιστής εντός της εννοίας του Νόμου και συνεπώς δεν είχε δικαίωμα να παραπονείται για παραβίαση του Άρθρου 305Α(1) και (2).
Η συγκεκριμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία απετέλεσε και τον πυρήνα των λόγων της παρούσας έφεσης, αναπόφευκτα οδήγησε στην απαλλαγή και αθώωση της εφεσίβλητης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το αρχικό εδάφιο (3) του Άρθρου 305Α, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου αυτές δεν τύγχαναν εφαρμογής «για οποιαδήποτε επιταγή από την οποία δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα κατά του εκδότη της», ίσχυσε μέχρι το 2003 που καταργήθηκε από τον τροποποιητικό Νόμο 25(Ι)/2003.
2. Η οποιαδήποτε ασάφεια και σύγχυση είχε δημιουργηθεί από τις πρόνοιες του εν λόγω εδαφίου, τόσο πριν, όσο και μετά την κατάργηση τους από τον τροποποιητικό Νόμο 25(Ι)/2003, εξαλείφθηκαν με την απόφαση στην υπόθεση Δημοσθένους ν. Τύχωνος (2013) 2 Α.Α.Δ. 22.
3. Στην απόφαση αυτή έχει νομολογηθεί ότι η αναφορά που γίνεται σε αγώγιμο δικαίωμα είναι σε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εκδότη κατά την έκδοση της επιταγής, ώστε να πληρούται η προϋπόθεση να καταστεί ο οποιοσδήποτε επόμενος κάτοχος της επιταγής, νομιμοποιημένος κομιστής.
4. Εφόσον τούτο ικανοποιηθεί, δεν είναι αναγκαίο να καταδειχθεί αγώγιμο δικαίωμα του εν λόγω κομιστή ως προς την αρχική συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής.
5. Είναι για τούτο που η ύπαρξη του εδαφίου (3) δεν πρόσθεσε οτιδήποτε ουσιαστικό στην ήδη υφιστάμενη αναγκαιότητα, δυνάμει του δικαίου των συναλλαγματικών, να καταδειχθεί τέτοιο αγώγιμο δικαίωμα αναγόμενο στην αρχική αντιπαροχή, αλλά και η κατάργηση του εδαφίου (3) δεν αφαίρεσε οτιδήποτε από το δικαίωμα του νομιμοποιημένου κατόχου επιταγής.
6. Η ίδια η ιδιότητά του, ως νομιμοποιημένου κατόχου επιταγής για την οποία υπήρξε αντιπαροχή, δηλώνει τον άμεσο επηρεασμό του από τη μη εξόφλησή της.
7. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και η εφεσίβλητη κρίθηκε ένοχη στις κατηγορίες που αντιμετώπισε.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 597,
Λούτσιου ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 343,
Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102,
Τομάζου ν. Σαββίδη (2010) 2 Α.Α.Δ. 626,
Δημοσθένους ν. Τύχωνος (2013) 2 Α.Α.Δ. 22.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από τον παραπονούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Βλάμης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 363/10), ημερομηνίας 14/3/12.
Κ. Γρηγορίου για Φ. Τσαγγαρίδη, για τον Εφεσείοντα.
Η. Κονναρής, για τους Εφεσίβλητους.
Εx tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τον Δικαστή Α. Πασχαλίδη.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Δ.: Στις 14.3.2012, η εφεσίβλητη, η οποία να σημειωθεί είναι παρούσα σήμερα στο δικαστήριο, απαλλάχθηκε και αθωώθηκε, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε 5 κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν στο αδίκημα της «έκδοσης επιταγής η οποία κατά την παρουσία της προς πληρωμή εις την τράπεζα δεν εξοφλήθη από πράξη της (της εφεσίβλητης) .... χωρίς εύλογη αιτία κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ως ετροποποιήθη από το Νόμο 64(Ι)/09». Αρχικά μαζί με την εφεσίβλητη 1 κατηγορείτο και ο σύζυγος της, εναντίον του οποίου όμως η υπόθεση αποσύρθηκε στην πορεία.
Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, το Δεκέμβριο του 2009 η εφεσίβλητη εξέδωσε και παρέδωσε προς όφελος του παραπονούμενου, 5 τραπεζικές επιταγές, για το συνολικό ποσό των €37.871,04.
Οι επιταγές κατατέθηκαν από τον εφεσείοντα για σκοπούς εξαργύρωσης, πλην όμως επεστράφησαν απλήρωτες καθότι η πληρωμή τους είχε στο μεταξύ ανακληθεί, προφορικά από την εφεσίβλητη. Κατά το χρόνο της ανάκλησης το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Μελών Κυπριακού Στρατού Λτδ, επί του οποίου οι επίδικες επιταγές είχαν εκδοθεί, δεν απαιτούσε και δεν ζητούσε το λόγο ανάκλησης πληρωμής επιταγών, γραπτώς. Κατά τον ουσιώδη χρόνο που οι επίδικες επιταγές κατέστησαν πληρωτέες, ο λογαριασμός της εφεσίβλητης δεν είχε επαρκή υπόλοιπα για πληρωμή τους.
Επιπροσθέτως, θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι κοινό και για τις δύο πλευρές έδαφος αποτέλεσε και το γεγονός ότι η εφεσίβλητη κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως υπάλληλος σε πρακτορείο στοιχημάτων, το οποίο διαχειριζόταν η εταιρεία Megaflyers Trading and Consulting Ltd., της οποίας μόνος μέτοχος ήταν ο εφεσείων.
Στην πρωτόδικη διαδικασία κατέθεσαν, εκτός από τον παραπονούμενο (εφεσείοντα), ακόμα δύο μάρτυρες, ενώ για την εφεσίβλητη κατέθεσε η ίδια. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα - παραπονούμενο, την εκδοχή του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή παρά το γεγονός ότι η εικόνα που ο ίδιος παρουσίασε ως μάρτυρας χαρακτηρίστηκε από το δικαστήριο ως «περίεργη», η εφεσίβλητη εξέδωσε τις επίδικες επιταγές προς εξόφληση οφειλών, τις οποίες η εφεσίβλητη δημιούργησε, στοιχηματίζοντας στο πρακτορείο, με χρήματα που έπαιρνε από το ταμείο. Σύμφωνα με την εκδοχή της εφεσίβλητης που απορρίφθηκε από το δικαστήριο ως αναξιόπιστη, η εφεσίβλητη έκδωσε τις επίδικες επιταγές όχι για τους λόγους που ο εφεσείων ισχυρίζεται, αλλά γιατί ο τελευταίος την εκφόβιζε και την απειλούσε ότι θα την κατάγγελλε στο σύζυγο της, ψευδώς, ότι για τα ελλείμματα που κατά καιρούς διαπιστώνονταν στο ταμείο και για τα οποία ευθύνη υπείχε αποκλειστικά ο εφεσείων, υπεύθυνη ήταν αυτή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο μέσα από μια αχρείαστα μακροσκελή απόφαση (37 σελίδες), στην οποία αναπαράγει επουσιώδεις, πολλές φορές για την υπόθεση, λεπτομέρειες της μαρτυρίας, καταλήγει και αυτό στη βάση ουσιαστικά των παραδεκτών γεγονότων, αρχικά ότι τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων έχουν αποδειχθεί και στη συνέχεια ότι η υπεράσπιση της εύλογης αιτίας που η εφεσίβλητη είχε προβάλει ήταν αβάσιμη.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, προχώρησε και εξέτασε το κατά πόσο ο εφεσείων ήταν νομιμοποιημένος κομιστής των επίδικων επιταγών. Να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο ζήτημα είχε τεθεί ενώπιον του στο στάδιο των αγορεύσεων από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης. Εξετάζοντας το εν λόγω ζήτημα με βάση την αποδεκτή μαρτυρία και ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι οφειλές, προς εξόφληση των οποίων είχαν εκδοθεί από την εφεσίβλητη οι επίδικες επιταγές, ήταν οφειλές της τελευταίας προς τη διαχειρίστρια του πρακτορείου εταιρεία Megaflyers και όχι προς τον εφεσείοντα απ' ευθείας, έκρινε, υπό το φως της μέχρι τότε νομολογίας*, ότι ο εφεσείων δεν ήταν κομιστής εντός της εννοίας του Νόμου και συνεπώς δεν είχε δικαίωμα να παραπονείται για παραβίαση του Άρθρου 305Α(1) και (2)**. Η συγκεκριμένη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία αποτελεί και τον πυρήνα των λόγων της παρούσας έφεσης, αναπόφευκτα οδήγησε στην απαλλαγή και αθώωση της εφεσίβλητης.
Ακούσαμε τις δύο πλευρές, με πρώτη αυτή του εφεσείοντα, η οποία για τους λόγους που έχει αναπτύξει ενώπιον μας, ζήτησε την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Ο συνήγορος της εφεσίβλητης, του οποίου την προσοχή επισύραμε στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοσθένους ν. Τύχωνος (2013) 2 Α.Α.Δ. 22, επανεξετάζοντας, ορθά κατά τη γνώμη μας, την αρχική θέση του να υποστηρίξει την επίδικη απόφαση, δήλωσε στο δικαστήριο ότι δεν θα υποστηρίξει την πρωτόδικη απόφαση. Ζήτησε μάλιστα, άδεια όπως η εφεσίβλητη, αλλάξει απάντηση από μη παραδοχή σε παραδοχή, σε όλες τις κατηγορίες.
Το αρχικό εδάφιο (3) του Άρθρου 305Α, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου αυτές δεν τύγχαναν εφαρμογής «για οποιαδήποτε επιταγή από την οποία δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα κατά του εκδότη της», ίσχυσε μέχρι το 2003 που καταργήθηκε από τον τροποποιητικό Νόμο 25(Ι)/2003. Η οποιαδήποτε ασάφεια και σύγχυση είχε δημιουργηθεί από τις πρόνοιες του εν λόγω εδαφίου, τόσο πριν, όσο και μετά την κατάργηση τους από τον τροποποιητικό Νόμο 25(Ι)/2003, εξαλείφθηκαν με την απόφαση στην υπόθεση Δημοσθένους (πιο πάνω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, το οποίο πιστεύουμε είναι ενδεικτικό της εικόνας που αναδύεται μέσα από τη νομολογία:
"Τα πιο πάνω αντικατοπτρίζουν τις ορθές αρχές της νομολογίας. Η αναφορά σε αγώγιμο δικαίωμα είναι σε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εκδότη κατά την έκδοση της επιταγής, ώστε να πληρούται η προϋπόθεση για να καταστεί ο οποιοσδήποτε επόμενος κάτοχος της επιταγής, νομιμοποιημένος κομιστής. Εφόσον τούτο ικανοποιηθεί, δεν είναι αναγκαίο να καταδειχθεί αγώγιμο δικαίωμα του εν λόγω κομιστή ως προς την αρχική συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής. Είναι για τούτο που η ύπαρξη του εδαφίου (3) δεν πρόσθεσε οτιδήποτε ουσιαστικό στην ήδη υφιστάμενη αναγκαιότητα, δυνάμει του δικαίου των συναλλαγματικών, να καταδειχθεί τέτοιο αγώγιμο δικαίωμα αναγόμενο στην αρχική αντιπαροχή, αλλά και η κατάργηση του εδαφίου (3) δεν αφαίρεσε οτιδήποτε από το δικαίωμα του νομιμοποιημένου κατόχου επιταγής. Η ίδια η ιδιότητά του, ως νομιμοποιημένου κατόχου επιταγής για την οποία υπήρξε αντιπαροχή, δηλώνει τον άμεσο επηρεασμό του από τη μη εξόφλησή της. Οι αναφορές στην Τομάζου ν. Σαββίδη, ανωτέρω, κατά την άποψή μας έγιναν per incuriam και ως εκ τούτου δεν μπορούν να δεσμεύουν, καθότι όχι μόνο δεν προσδιορίζουν τις αρχές του κοινοδικαίου, όπως αυτές διατυπώθηκαν στην Ttofinis και επιβεβαιώθηκαν από την πλειοψηφία στην Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμος, ανωτέρω, αλλά ούτε αντικατοπτρίζουν τα νομολογηθέντα στη Νεοφύτου, ανωτέρω και σε άλλες υποθέσεις σε σχέση με τα δικαιώματα του νομιμοποιημένου κατόχου επιταγής ως άμεσα επηρεαζόμενου από τη μη εξόφλησή της."
Αφού λάβαμε υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι η έφεση θα πρέπει να πετύχει και επιτυγχάνει. Παραμερίζουμε την πρωτόδικη απόφαση και κρίνουμε την εφεσίβλητη ένοχη και στις 5 κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
Η έφεση επιτρέπεται.