ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2014:B337

(2014) 2 ΑΑΔ 341

20 Μαΐου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

MEDOUSA CONSTRUCTIONS LTD,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 161/2012)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Συμμετοχή σε πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επικύρωση πρωτόδικης καταδίκης.

 

Προκατάληψη Δικαστηρίου ― Όπου υπάρχει πλήρης γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν την κατ' ισχυρισμό προκατάληψη του Δικαστηρίου, εάν ο διάδικος παραλείψει να εγείρει το θέμα με την πρώτη ευκαιρία, τότε το δικαίωμα του θεωρείται εγκαταληφθέν.

 

Δικαστές ― Εξαίρεση Δικαστή ― Δεν αποτελούσε κώλυμα η εκδίκαση από τον ίδιο Δικαστή άλλης ποινικής υπόθεσης που αφορούσε άλλης φύσης ποινικό αδίκημα και διαφορετικούς διαδίκους.

 

Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως κατηγορία για συμμετοχή στην πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής που  είχε καταστεί πληρωτέα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. 

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, στις 18.5.2009, υπό την ιδιότητα του Διευθυντή  εταιρείας - η οποία ήταν επίσης κατηγορούμενη και καταδικάστηκε για πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία-, παρακίνησε την πιο πάνω εταιρεία, άνευ ευλόγου αιτίας, να προκαλέσει τη μη εξόφληση  επιταγής για ποσό £200.000, η οποία ήταν πληρωτέα στους εφεσίβλητους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος και των μαρτύρων του, πλην του ΜΥ 2. Βρήκε ένοχο τόσο τον εφεσείοντα, όσο και την κατηγορούμενη  εταιρεία.

 

Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, ο εφεσείων και η εταιρεία που εκπροσωπούσε, συμφώνησαν με τους εφεσίβλητους όπως η ρηθείσα εταιρεία πληρώσει έναντι των οφειλόμενων ποσών που προέκυψαν από συμβόλαιο εργολαβίας, το ποσό των €200.000 με υπόσχεση εκ μέρους των εφεσιβλήτων να μην τερματίσουν τη μεταξύ τους συμφωνία και να μην λάβουν δικαστικά μέτρα, αλλά να συνεχίσουν τις εργασίες για την ανέγερση του εργοστασίου ως η συμφωνηθείσα εργολαβία, μετά την πάροδο 15 ημερών από την πλήρη εξόφληση των εφεσιβλήτων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πιο πάνω συμφωνία αποτελούσε καλό και νόμιμο αντάλλαγμα για την έκδοση της επιταγής. Στα πλαίσια της πιο πάνω συμφωνίας, η εταιρεία, μέσω του εφεσείοντος, εξέδωσε και παρέδωσε στους εφεσίβλητους και συγκεκριμένα στο Διευθυντή της ΜΚ 2, την επίδικη επιταγή για το ποσό των €200.000 η οποία ήταν πληρωτέα στις 18.5.2009 προς όφελος των εφεσιβλήτων.

 

Η πιο πάνω επιταγή παρουσιάστηκε για πληρωμή στις 20.5.2009, αλλά δεν τιμήθηκε, καθ' ότι η εταιρεία διαμέσου του εφεσείοντος, στις 19.5.2009 έδωσε οδηγίες στην Τράπεζα όπως ανακαλέσει την πληρωμή της.

 

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ήταν ότι ο εργολάβος και ο μηχανικός συμφώνησαν με τους εφεσίβλητους να γίνει επιθεώρηση και καταμέτρηση της όλης εργασίας και μετά να γίνει η πληρωμή της επιταγής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάκληση της επιταγής και ο λόγος που προβλήθηκε δεν ήταν εύλογος και έγινε άνευ ευλόγου αιτίας, για τους λόγους που επεξηγήθηκαν στην απόφασή του.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος λόγος έφεσης:

 

α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την έκθεση του εμπειρογνώμονα, ΜΥ 1, ο οποίος διορίστηκε από το Ε.Τ.Ε.Κ. για να διαπιστώσει κατά πόσον υπήρξαν σοβαρές παρεκκλίσεις από την αναληφθείσα εργολαβία. Υπήρξε ακόμα εσφαλμένη προσέγγιση της μαρτυρίας των ΜΥ 3, 4 και 5.

 

Αποφασίστηκε ότι:

1.      Στην προκειμένη περίπτωση η αξιολόγηση του ΜΥ 1 δεν ήταν εκτός των ορίων που καθορίζονται από τη νομολογία. Πέραν της αρνητικής αξιοπιστίας του μάρτυρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να προσδώσει μεγάλη βαρύτητα στη μαρτυρία του, για τους λόγους που εξήγησε στην απόφασή του και οι οποίοι ήταν καθ' όλα εύλογοι.

 

2.  Η αξιολόγηση γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο μάρτυρας δεν σχολίασε ουσιώδεις πτυχές του έγγραφου μαρτυρικού υλικού, καθώς και συγκεκριμένη παράλειψη του μάρτυρα να θέσει αναγκαία στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

3.  Τα ίδια ίσχυαν και στην περίπτωση των ΜΥ 3, 4, και 5, για την αξιολόγηση της μαρτυρίας των οποίων επίσης παραπονείτο ο εφεσείων.

 

4.  Υπό τις περιστάσεις, δεν παρεχόταν κανένα πεδίο επέμβασης στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας των συγκεκριμένων μαρτύρων υπεράσπισης.

 

Τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης:

 

α) Η ανάκληση της επιταγής ήταν εύλογη, καθότι η επίδικη σύμβαση για την ανέγερση του εργοστασίου ήταν εμποτισμένη με παρανομία, αφού, δεν είχε εξασφαλιστεί η απαιτούμενη άδεια οικοδομής. 

 

β) Ο πρωτόδικος δικαστής, ενόψει της εμπλοκής του στην ποινική υπόθεση 14850/09 και της αθώωσης των εφεσιβλήτων, δεν θα έπρεπε να επιληφθεί της υπό έφεση υπόθεσης, διότι δεν είχε πλέον τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης. Περαιτέρω, εσφαλμένα επικαλέστηκε το αποδεικτικό υλικό και την απόφαση που ο ίδιος εξέδωσε στην υπόθεση 14850/09, προκειμένου να απορρίψει τη θέση των εφεσειόντων ότι η σύμβαση ήταν παράνομη, καθότι δεν υπήρχε άδεια οικοδομής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπου υπάρχει πλήρης γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν την κατ' ισχυρισμό προκατάληψη του Δικαστηρίου, εάν ο διάδικος παραλείψει να εγείρει το θέμα με την πρώτη ευκαιρία, τότε το δικαίωμα του θεωρείται εγκαταληφθέν.

 

2.  Στην προκειμένη περίπτωση, όπως φαίνεται από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν, τα διάδικα μέρη στην 14850/09 δεν ήταν τα ίδια με τα διάδικα μέρη στην παρούσα υπόθεση.

 

3.  Ως προς το θέμα της γνώσης, ο εφεσείων, ως Διευθυντής της εταιρείας η οποία ήγειρε την ιδιωτική ποινική 14850/09, γνώριζε για την πορεία της. Επομένως δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η παράλειψη του να εγείρει με την πρώτη ευκαιρία το θέμα της κατ' ισχυρισμό προκατάληψης ή κωλύματος του δικαστή να προχωρήσει με την εκδίκαση της. Ως εκ τούτου, κωλυόταν να εγείρει το θέμα σ' αυτό το προχωρημένο στάδιο της έφεσης.

 

4.  Ανεξαρτήτως του πιο πάνω κωλύματος, ο εφεσείων ούτε επί της ουσίας θα μπορούσε να επιτύχει. Σύμφωνα με τη νομολογία το γεγονός ότι ο ίδιος δικαστής επιλήφθηκε της 14850/09 (η οποία αφορούσε σε διαφορετικές  κατηγορίες), με κανένα τρόπο δεν εμπόδιζε το δικαστή να επιληφθεί της υπόθεσης στην οποία αφορούσε η παρούσα έφεση.

 

5.  Ο πρωτόδικος Δικαστής δεν ασχολήθηκε από μόνος του με το θέμα. Προηγήθηκε η προβολή της σχετικής υπεράσπισης από τον εφεσείοντα.

 

6.  Παρά το ότι τα υπόλοιπα εγερθέντα θέματα δεν καλύπτονταν από τους λόγους έφεσης, χωρούσε παράθεση νομολογίας σύμφωνα με την οποία «το γεγονός ότι η ανέγερση των ημιτελών οικοδομών έγινε χωρίς να προηγηθεί η έκδοση της άδειας οικοδομής δεν καθιστά, από μόνο του την αντιπαροχή και/ή το σκοπό της συμφωνίας παράνομο και τη συμφωνία άκυρη».

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(B) Α.Α.Δ. 974,

 

Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 429,

 

Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 116,

 

Theodorou v. Police (1971) 2 C.L.R. 245,

 

Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 659,

Πετρίδου ν. ALPHA Bank Ltd (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 929,

 

Δημητρίου ν. Νικολάου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2714,

 

Conqueror Developments Ltd v. Dreamland Developments Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 170.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής .

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Φυλακτού, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 9639/09), ημερομηνίας 28/6/12.

 

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Κ. Καλλής, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως κατηγορία για συμμετοχή στην έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο Εφεσείων στις 18.5.2009 στην Πάφο, υπό την ιδιότητα του Διευθυντή της εταιρείας Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Γ. Σιακόλα Λτδ, στο εξής «ο Οργανισμός» (o οποίoς ήταν επίσης κατηγορούμενος 1 και καταδικάστηκε για πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία), παρακίνησε τον πιο πάνω Οργανισμό, άνευ ευλόγου αιτίας, να προκαλέσει τη μη εξόφληση (stop payment) επιταγής για ποσό £200.000, η οποία ήταν πληρωτέα την 18.5.2009 στην εταιρεία Medousa Constructions Ltd, στο εξής «οι Εφεσίβλητοι».

 

Η πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία υπήρξε, όπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, μακρά και επίμονη, λόγω της έντονης αντιπαράθεσης των μαρτύρων, των διαδίκων και των δικηγόρων τους. Επίσης η αποπεράτωση της υπόθεσης καθυστέρησε λόγω των πολλών απουσιών του Εφεσείοντος και των ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν εναντίον του. Για τους Εφεσίβλητους-παραπονούμενους κατέθεσαν δύο μάρτυρες, ήτοι ο Διευθυντής και μέτοχος της παραπονούμενης εταιρείας, Χάρης Χατζημιτσής (ΜΚ 2) και ο υπάλληλος της ΣΠΕ Χλώρακας, Χαράλαμπος Χαραλάμπους (ΜΚ 1), ενώ για τον Εφεσείοντα-κατηγορούμενο κατέθεσαν, πέραν του ιδίου, άλλοι πέντε μάρτυρες.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων και απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντος και των μαρτύρων του, πλην του ΜΥ 2. Τελικά βρήκε ένοχο τόσο τον Εφεσείοντα, όσο και τον κατηγορούμενο 1 Οργανισμό.

 

Τα γεγονότα σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι ότι στις 6.11.2008 οι Εφεσίβλητοι συμφώνησαν εγγράφως με την εταιρεία Favero General Trading Ltd (στο εξής «η Φαβέρο») να ανεγείρoυν στην Πάφο ένα εργοστάσιο επίπλων, ιδιοκτησίας της Φαβέρο. Η αξία του συμβολαίου ανερχόταν στο ποσό των €2.680.000, πλέον Φ.Π.Α.. Φαίνεται ότι οι εργασίες προχώρησαν και οφειλόταν στους Εφεσίβλητους το ποσό €882.392 για εκτελεσθείσες εργασίες. Το ποσό πιστοποιήθηκε από τον επιβλέποντα αρχιτέκτονα, ο οποίος εξέδωσε σχετικά πιστοποιητικά τα οποία έπρεπε να πληρωθούν μέσα σε 14 ημέρες από την έκδοσή τους.  Επειδή δεν πληρώθηκαν, το απόγευμα της 18.5.2009 έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ του ΜΚ 2, Διευθυντή των Εφεσιβλήτων και του Εφεσείοντος, ο οποίος ήταν και Διευθυντής της Φαβέρο και του Οργανισμού, για να εξευρεθεί λύση αναφορικά με τα ποσά που οφείλονταν από τη Φαβέρο προς τους Εφεσίβλητους. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν όπως ο Οργανισμός πληρώσει έναντι των οφειλόμενων ποσών, το ποσό των €200.000 με υπόσχεση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων να μην τερματίσουν τη μεταξύ τους συμφωνία και να μην λάβουν δικαστικά μέτρα εναντίον της Φαβέρο, αλλά να συνεχίσουν τις εργασίες για την ανέγερση του εργοστασίου, μετά την πάροδο 15 ημερών από την πλήρη εξόφληση των Εφεσιβλήτων. Το δικαστήριο θεώρησε ότι η πιο πάνω συμφωνία αποτελούσε καλό και νόμιμο αντάλλαγμα για την έκδοση της επιταγής. Στα πλαίσια της πιο πάνω συμφωνίας, ο Οργανισμός, μέσω του Εφεσείοντος, εξέδωσε για λογαριασμό της Φαβέρο και παρέδωσε στους Εφεσίβλητους και συγκεκριμένα στο Διευθυντή της Χάρη Χατζημιτσή, ΜΚ 2, την επίδικη επιταγή για το ποσό των €200.000 η οποία ήταν πληρωτέα στις 18.5.2009 προς όφελος των Εφεσιβλήτων. Η πιο πάνω επιταγή παρουσιάστηκε για πληρωμή στις 20.5.2009, αλλά δεν τιμήθηκε, καθότι ο Οργανισμός διαμέσου του Εφεσείοντος, στις 19.5.2009 έδωσε οδηγίες στην Τράπεζα όπως ανακαλέσει την πληρωμή της (stop payment). Ο ισχυρισμός ήταν ότι ο εργολάβος και ο μηχανικός συμφώνησαν με τους Εφεσίβλητους να γίνει επιθεώρηση και καταμέτρηση της όλης εργασίας και μετά να γίνει η πληρωμή της επιταγής. Το δικαστήριο έκρινε ότι η ανάκληση της επιταγής και ο λόγος που προβλήθηκε δεν ήταν εύλογος και έγινε άνευ ευλόγου αιτίας, για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφασή του.

 

Ο Εφεσείων με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Κατά τη διαδικασία της έφεσης αποσύρθηκε ο λόγος έφεσης 2 που αφορούσε την ποινή.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται κατά κύριο λόγο η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει την Έκθεση του εμπειρογνώμονα Ανδρέα Γεωργίου, ΜΥ 1, ο οποίος διορίστηκε από το Ε.Τ.Ε.Κ. για να διαπιστώσει κατά πόσον υπήρξαν σοβαρές παρεκκλίσεις από την αναληφθείσα εργολαβία. Για το ζήτημα της ποιότητας της εργασίας, ο Εφεσείων εγείρει επίσης θέμα εσφαλμένης προσέγγισης της μαρτυρίας των ΜΥ 3, 4 και 5.

 

Ως προς τον ΜΥ 1, το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του ανέφερε:-

 

«Ο ΜΥ 1 δεν άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο τόσο ως μάρτυρας, όσο και ως εμπειρογνώμονας. Οι απαντήσεις του δεν διαφώτισαν το Δικαστήριο, συχνά και σε κρίσιμες ερωτήσεις επί κρίσιμων θεμάτων κατά το στάδιο της αντεξέτασης του απαντούσε με υπεκφυγές λέγοντας ότι για τα θέματα που ερωτείτο δεν εμπίπταν στην εντολή του, αλλά από την άλλη και όπως διαφάνηκε μέσα από την έκθεση του - τεκμήριο 70, προέβη σε αξιολόγηση δικογραφημένων θέσεων το οποίο αυτό αποτελεί πρωταρχικό και αποκλειστικό προνόμιο και υποχρέωση του Δικαστηρίου μετά που θα υποστεί η κάθε πλευρά την βάσανο της αντεξέτασης. Διέκρινα μάλιστα κατά την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν έντονα προκαταλειμμένος απέναντι στους παραπονούμενους αλλά και τον δικηγόρο τους, σε σημείο μάλιστα να τον απειλεί εμμέσως πλην σαφώς ότι στο μέλλον ο εν λόγω δικηγόρος θα χρειαστεί είτε τον ίδιο είτε οποιονδήποτε άλλον ειδικό από το Ε.Τ.Ε.Κ. Απαντούσε πολλές φορές με δισταγμό ή ασάφειες. Το Δικαστήριο δεν έχει πεπειστεί για την ορθότητα των ερευνών και των συμπερασμάτων του εν λόγω μάρτυρα για τους πιο κάτω λόγους:

 

α) Η έκθεση του - τεκμήριο 70, δεν έχει υποδειχθεί στον Μ.Κ.2 έτσι ώστε ο τελευταίος να έχει την ευκαιρία να απαντήσει επί του περιεχομένου της και να την αμφισβητήσει και συνακόλουθα δεν μπορεί να έχει αυτή οποιαδήποτε αποδειχτική βαρύτητα εν' όψει και της θέσης του Μ.Κ.2 ότι όλες οι εργασίες έγιναν σύμφωνα με τον νόμο, την σύμβαση και τα σχέδια.

 

β) Στην έκθεση του ο μάρτυρας κάνει αναφορά σε έγγραφα τα οποία έλαβε υπόψην του και στα οποία στήριξε τα συμπεράσματα του, πλην όμως αυτά δεν κατατέθηκαν στο Δικαστήριο έτσι ώστε το Δικαστήριο να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα ως προς το τι έλαβε υπόψην του ο μάρτυρας και συνακόλουθα η μη συμπερίληψη αυτών των εγγράφων και στοιχείων καθιστά την μαρτυρία του μετέωρη και στερημένης πραγματικού υποβάθρου.

 

γ) Ζητήθηκαν από τον εν λόγω μάρτυρα κατά το στάδιο της αντεξέτασης του όπως προσκομίσει τις μετρήσεις του αναφορικά με τον συντελεστή δόμησης και κάλυψης και το πάχος των πλακών, πλην όμως αυτά δεν κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, όπως π.χ. σχέδια και υποδείξεις επί αυτών, έτσι ώστε το Δικαστήριο να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα ως προς το τι έλαβε υπόψην του ο μάρτυρας και συνακόλουθα η μη συμπερίληψη αυτών των εγγράφων και στοιχείων καθιστά την μαρτυρία του μετέωρη και στερημένης πραγματικού υποβάθρου.

 

Συνακόλουθα το Δικαστήριο δεν δύναται να στηριχτεί στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 και την απορρίπτει στο σύνολο της ως επισφαλή, μετέωρη και αναξιόπιστη.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης παραπονείται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη εξωγενή και άσχετα στοιχεία κρίσεως για να αξιολογήσει το ΜΥ 1. Διερωτήθηκε ο κ. Ευσταθίου ποια σχέση θα «μπορεί να υπάρξει μεταξύ της ποιότητας της μαρτυρίας ενός πραγματογνώμονα και του γεγονότος ότι αυτή τίθεται ή όχι σε ένα μη πραγματογνώμονα για να σχολιάσει».

 

Έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, αλλά δεν συμφωνούμε. Κατ' αρχάς αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι το έργο της αξιολόγησης ενός μάρτυρα ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο έχει το πλεονέκτημα να παρακολουθεί τους μάρτυρες προτού τους αξιολογήσει. Το Εφετείο αν και διατηρεί την ευχέρεια να παρέμβει, σπάνια το πράττει. Παρεμβαίνει κυρίως στις περιπτώσεις όπου τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή είναι καταφανώς εσφαλμένα (βλ. Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(B) A.A.Δ.974).

Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι η αξιολόγηση του ΜΥ 1 ξεφεύγει των ορίων που καθορίζονται από τη νομολογία. Πέραν της αρνητικής αξιοπιστίας του μάρτυρα, το δικαστήριο θεώρησε ότι ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να προσδώσει μεγάλη βαρύτητα στη μαρτυρία του για τους λόγους που εξήγησε στην απόφασή του και οι οποίοι είναι καθ' όλα εύλογοι.  Υπενθυμίζοντας τη νομολογιακή αρχή ότι η αξιολόγηση γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα, είναι η κατάληξη μας ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι ο μάρτυρας δεν σχολίασε ουσιώδεις πτυχές του έγγραφου μαρτυρικού υλικού, καθώς και συγκεκριμένη παράλειψη του μάρτυρα να θέσει αναγκαία στοιχεία ενώπιον του δικαστηρίου.

 

Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση των ΜΥ 3, 4, και 5, για την αξιολόγηση της μαρτυρίας των οποίων επίσης παραπονείται ο Εφεσείων. Οι εντυπώσεις που αποκόμισε το δικαστήριο στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είναι μοναδικές και αναμφίβολα επέδρασαν στην κρίση του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Πέραν τούτου όμως, το δικαστήριο σημειώνει με σαφήνεια εκείνα τα στοιχεία που κατά την άποψή του ήταν καθοριστικά στον τρόπο που αξιολόγησε τη μαρτυρία τους. Κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις, δεν μας παρέχεται κανένα πεδίο επέμβασης στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας των συγκεκριμένων μαρτύρων υπεράσπισης.

 

Στο διάγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσείοντα στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης εγείρονται, πέραν της αξιολόγησης της μαρτυρίας, και άλλα θέματα τα οποία δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε εφόσον εκφεύγουν του λόγου έφεσης όπως αυτός είναι διατυπωμένος στο τροποποιημένο εφετήριο.

 

Ερχόμαστε τώρα στους συμπληρωματικούς λόγους έφεσης 3 και 4. Ο Εφεσείων πρωτοδίκως πρόβαλε την υπεράσπιση ότι η ανάκληση της επιταγής ήταν εύλογη, καθότι η Σύμβαση μεταξύ των εταιρειών «Φαβέρο» και «Μέδουσα» για την ανέγερση του εργοστασίου ήταν εμποτισμένη με παρανομία, αφού, όπως ισχυρίστηκε, δεν είχε εξασφαλιστεί η απαιτούμενη άδεια οικοδομής. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η πιο πάνω θέση δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεχτή:-

 

«..διότι όπως έχει αποδειχθεί δια μέσου των τεκμηρίων 57 και 58, οι παραπονούμενοι αντιμετώπιζαν στην ποινική υπόθεση με αριθμό 14850/09 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου μεταξύ άλλων την κατηγορία της ανέγερσης του επίδικου έργου χωρίς την εκ των προτέρων εξασφάλιση άδειας από το τμήμα πολεοδομίας και οικήσεως και με παραπονούμενους την ΦΑΒΕΡΟ. Στην εν λόγω υπόθεση οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και απαλλάγηκαν στις 14/7/2011 μετά από απόσυρση της υπόθεσης από την ίδια την ΦΑΒΕΡΟ στην παρουσία μάλιστα του κατηγορουμένου 2 και συνεπώς το θέμα της ισχυριζόμενης παρανομίας της σύμβασης έχει ήδη ξεκαθαριστεί και δεν δύναται το παρόν Δικαστήριο να υπεισέλθει επί αυτού του θέματος, διότι θα απέληγε σε εξέταση ζητήματος το οποίο έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί με την αθώωση των παραπονουμένων επί αυτού του ζητήματος και αντίθετη ενδεχομένως διαπίστωση περί παρανομίας θα ισοδυναμούσε με ανατροπή γεγονότων από ομοβάθμιο Δικαστήριο, έξω δηλαδή από κάθε αρχή του Δικαιικού μας συστήματος σύμφωνα με το οποίο πρωτόδικες αποφάσεις ανατρέπονται μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο με την άσκηση του ανάλογου ενδίκου μέσου. Ακόμα όμως και σε καθαρά υποθετικό επίπεδο, εάν η επίδικη συμφωνία ήταν όντως παράνομη, δεν θα είχε καμία βαρύτητα διότι στην παρούσα υπόθεση εξετάζεται το καλό και νόμιμο αντάλλαγμα της έκδοσης της επίδικης επιταγής και που συνίστατο στον μη τερματισμό της συμφωνίας έργου μεταξύ ΦΑΒΕΡΟ και ΜΕΔΟΥΣΑΣ, την μη λήψη δικαστικών μέτρων από την ΜΕΔΟΥΣΑ εναντίον της ΦΑΒΕΡΟ, την πληρωμή της επίδικης επιταγής ως μέρος των οφειλομένων ποσών και την αναστολή των εργασιών στο έργο μέχρι να αποπληρωθούν όλα τα οφειλόμενα ποσά. Επίσης, ακόμα και να υπήρχε οποιαδήποτε τέτοια παρανομία, η μη ύπαρξη άδειας οικοδομής δεν οδηγεί σε παρανομία.»

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι ο πρωτόδικος δικαστής, κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, δεν ήταν αμερόληπτος, καθότι εξετάζοντας τη θέση του Εφεσείοντος ότι η ανάκληση της επιταγής ήταν εύλογη, επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, τη μαρτυρία από άλλη ποινική υπόθεση (14850/09) στην οποία ο ίδιος δικαστής είχε αθωώσει τους Εφεσιβλήτους. Τα διάδικα μέρη, όπως ανέφερε ο δικηγόρος του Εφεσειόντος, ήταν τα ίδια όπως ήταν στην ουσία και το ζητούμενο. Ο Εφεσείων θεωρεί ότι ο πρωτόδικος δικαστής, ενόψει της εμπλοκής του στην υπόθεση 14850/09 και της αθώωσης των Εφεσιβλήτων, δεν θα έπρεπε να επιληφθεί της υπό έφεση υπόθεσης, διότι δεν είχε πλέον τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης. Περαιτέρω, παραπονείται ότι εσφαλμένα επικαλέστηκε το αποδεικτικό υλικό και την απόφαση που ο ίδιος εξέδωσε στην υπόθεση 14850/09, προκειμένου να απορρίψει τη θέση των Εφεσειόντων ότι η σύμβαση ήταν παράνομη, καθότι δεν υπήρχε άδεια οικοδομής.

 

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Κατ' αρχάς υπάρχει πλούσια νομολογία για το θέμα της αμεροληψίας δικαστή. Όπως αναφέρθηκε στη Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 429, στην οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων, όταν εγείρεται θέμα προκατάληψης, αυτό θα πρέπει να τίθεται με την πρώτη ευκαιρία ενώπιον του ίδιου του δικαστή. Όπου όμως υπάρχει πλήρης γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν την κατ' ισχυρισμό προκατάληψη του δικαστηρίου, εάν ο διάδικος παραλείψει να εγείρει το θέμα με την πρώτη ευκαιρία, τότε το δικαίωμα του θεωρείται εγκαταλειφθέν (βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 116).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως φαίνεται από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν, τα διάδικα μέρη στην 14850/09 δεν ήταν τα ίδια με τα διάδικα μέρη στην παρούσα υπόθεση. Στην ιδιωτική υπόθεση 14850/09 κατήγοροι ήταν η εταιρεία Favero General Trading Limited και κατηγορούμενοι τέσσερα άτομα, η 1. Medousa Constructions Ltd, 2. Xάρης Χατζημιτσής, 3. Χριστάκης Λοΐζου και 4. Κώστας Χριστοδούλου. Στην υπόθεση που αφορά η παρούσα έφεση, κατήγορος ήταν η Medousa Constructions Ltd και κατηγορούμενοι 1. ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεων Γ. Σιακόλα Λτδ και 2. Ο Εφεσείων Γεώργιος Σιακόλας. Επομένως, είναι παραπλανητική η περί του αντιθέτου εισήγηση του ευπαίδευτου  δικηγόρου του Εφεσείοντος.

 

Ως προς το θέμα της γνώσης, ο Εφεσείων, ως Διευθυντής της «Φαβέρο» η οποία ήγειρε την ιδιωτική ποινική 14850/09, γνώριζε για την πορεία της, αφού ο ίδιος έδιδε οδηγίες στους δικηγόρους της. Πέραν τούτου, ο ίδιος ήταν παρών στο δικαστήριο κατά την απόσυρση της υπόθεσης στις 14.7.2011. Επομένως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η παράλειψη του να εγείρει με την πρώτη ευκαιρία το θέμα της κατ' ισχυρισμό προκατάληψης ή κωλύματος του δικαστή να προχωρήσει με την εκδίκαση της. Ως εκ τούτου, κωλύεται κατά την άποψή μας να εγείρει το θέμα σ' αυτό το προχωρημένο στάδιο της έφεσης.

 

Ανεξαρτήτως του πιο πάνω κωλύματος, ο Εφεσείων ούτε επί της ουσίας θα μπορούσε να επιτύχει. Σύμφωνα με τη νομολογία το γεγονός ότι ο ίδιος δικαστής επιλήφθηκε της 14850/09 (η οποία αφορούσε σε 9 κατηγορίες με βάση τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96 και ήταν μεταξύ διαφορετικών διαδίκων), με κανένα τρόπο δεν εμπόδιζε το δικαστή να επιληφθεί της υπόθεσης στην οποία αφορά η παρούσα έφεση. Η δεύτερη υπόθεση αφορούσε σε ακάλυπτη επιταγή και η μόνη διασύνδεση της ήταν ο ισχυρισμός για έλλειψη άδειας οικοδομής για την ανέγερση του εργοστασίου, ισχυρισμός που προβλήθηκε ως υπεράσπιση στην παρούσα υπόθεση. Όμως το θέμα της άδειας οικοδομής στην υπόθεση 14850/09 είχε λήξει με την απόσυρση της υπόθεσης και τις δηλώσεις που είχαν γίνει για να υποστηρίξουν το αίτημα για άδεια απόσυρσης της υπόθεσης. Κατά την κρίση μας δεν υπήρχε λόγος για να εξαιρεθεί ο δικαστής (βλ. Theodorou v. Police (1971) 2 C.L.R. 245, Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 659, Πετρίδου ν. Αlpha Bank Ltd (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 929 και Δημητρίου ν. Νικολάου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2714).

 

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος αφήνει επίσης να νοηθεί ότι ο πρωτόδικος δικαστής από μόνος του επικαλέστηκε την υπόθεση 14850/09 με αποτέλεσμα να διαπράξει «πρωτοφανές σφάλμα» όπως ο ίδιος το αποκαλεί. Καθόλου δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω παραπλανητική εισήγηση. Ο πρωτόδικος δικαστής δεν ασχολήθηκε από μόνος του με το θέμα. Αναγκάστηκε να αγγίξει το θέμα αφού προηγήθηκε η προβολή της σχετικής υπεράσπισης από τον Εφεσείοντα περί ύπαρξης ευλόγου αιτίας για ανάκληση της επιταγής, ακολούθησε μακρά αντεξέταση του επί του θέματος. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι τέθηκαν ενώπιον του τα Τεκμήρια 57 και 58, τα οποία είναι το κατηγορητήριο και το πρακτικό ημερ. 14.7.2011 από την ποινική υπόθεση 14850/09, σχετικά με τις συνθήκες απόσυρσης της υπόθεσης και αθώωσης των εκεί κατηγορουμένων.

 

Δεν προτιθέμεθα να ασχοληθούμε με άλλα θέματα, εφόσον ό,τι άλλο εγείρεται από τον Εφεσείοντα ως προς την ουσία της υπόθεσης, δεν καλύπτεται από λόγους έφεσης. Περιοριζόμαστε όμως να αναφέρουμε ότι τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Conqueror Developments Ltd v. Dreamland Developments Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 170, την οποία επικαλείται και το πρωτόδικο δικαστήριο, απαντούν πλήρως στα όσα εκτός του Εφετηρίου προσπάθησε να θέσει ενώπιον μας ο δικηγόρος του Εφεσείοντος. Όπως αναφέρθηκε στις σελίδες 176-177 στην πιο πάνω υπόθεση:- «Το γεγονός ότι η ανέγερση των ημιτελών οικοδομών έγινε χωρίς να προηγηθεί η έκδοση της άδειας οικοδομής δεν καθιστά, από μόνο του την αντιπαροχή και/ή το σκοπό της συμφωνίας παράνομο και τη συμφωνία άκυρη».

 

Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντος, έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο