ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B134
(2014) 2 ΑΑΔ 144
24 Φεβρουαρίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πoινική Έφεση Αρ. 28/2014)
Ποινή ― Φορολογικά αδικήματα ― Επικύρωση ποινών φυλάκισης τριάντα και δεκαπέντε ημερών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, συνεπεία καταδίκης του σε κατηγορίες για παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής οφειλόμενου φόρου €15.253,80, με βάση τις πρόνοιες του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν.95(Ι)/2000) ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.
Φορολογικά αδικήματα ― Φόρος προστιθέμενης αξίας ― Παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής ― Υπόμνηση Εφετείου περί της σοβαρότητας των αδικημάτων αυτών ― Η επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινή, δεν είναι ασυνήθης επιλογή, ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις μη καταβολής Φ.Π.Α., το οποίο εισπράττεται αλλά δεν καταβάλλεται στο κράτος.
Η έφεση στράφηκε εναντίον ποινών φυλάκισης τριάντα και δεκαπέντε ημερών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, ο οποίος καταδικάστηκε σε κατηγορίες για παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής οφειλόμενου φόρου με βάση τις πρόνοιες του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000. (Ν.95(Ι)/2000).
Τα αδικήματα αφορούσαν σε ποσά συμψηφούμενα σε €15.253,80, προερχόμενα από σχετικές φορολογικές δηλώσεις για τη φορολογική περίοδο από 1η Φεβρουαρίου 2011 μέχρι και 30 Απριλίου 2012. Οι υπόλοιπες κατηγορίες, που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, αφορούσαν στην παράλειψη καταβολής προσθέτου φόρου και τόκου που εκπήγαζε από την ρηθείσα παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής των οφειλομένων ποσών.
Στη συγκατηγορούμενη εταιρεία επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:
α) Παρά το ότι προβλήθηκαν ικανοποιητικοί λόγοι για να ανασταλεί η ποινή, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υιοθέτησε αυτή την προσέγγιση.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσανατόλισε τη σκέψη του κατά τρόπο λανθασμένο και επικέντρωσε την προσοχή του στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα χωρίς να λάβει σοβαρά υπόψη την ανυπαρξία οποιασδήποτε προηγούμενης καταδίκης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την τελευταία τροποποίηση του Περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 (Ν.75/72), η οποία έγινε το 2003.
2. Υπάρχει, στην πρωτόδικη απόφαση, σαφής αναφορά για το θέμα αυτό και στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη.
3. Το γεγονός ότι δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ανυπαρξία προηγούμενων, δεν αποτελούσε σφάλμα αρχής, που θα μπορούσε να προσδώσει τη δυνατότητα επέμβασης, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο καταπιάνεται με το θέμα αυτό σε άλλο μέρος της απόφασης του.
4. Το σημαντικό όμως, ήταν αυτό που αναφερόταν στο τέλος της πρωτόδικης απόφασης, ότι η αναστολή εκτέλεσης των ποινών δεν δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του εφεσείοντα τα οποία και καταγράφηκαν.
5. Από το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, προέκυπτε ότι την κρίση του Δικαστηρίου επηρέασαν οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, που αφορούσαν στην κατακράτηση εσόδων, που ανήκουν στο κράτος, και δεν αποδίδονται παρόλη την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος και στις αλλεπάλληλες αναβολές που δόθηκαν για συμμόρφωση, χωρίς αποτέλεσμα.
6. Τούτο κατεδείκνυε ότι είχε υπόψη του τις πρόνοιες που επέφερε η τροποποίηση του 2003. Μνεία και στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα έγινε, χωρίς να κριθούν ικανές να διαφοροποιήσουν την κατάσταση πραγμάτων.
7. Δεν υπήρχε πεδίο επέμβασης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161,
Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ 930,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583,
Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Καλατζιώτη (2001) 2 Α.Α.Δ. 85,
Μελάς ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 412.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παπαθανασίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 21154/12), ημερομηνίας 12/2/14.
Σ. Βασιλείου για Αργεντ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Θαν. Παπανικολάου, - Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Εx tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τον Δικαστή Κ. Παμπαλλή.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ο οποίος αντιμετώπιζε πέντε κατηγορίες για παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής οφειλόμενου φόρου με βάση τις πρόνοιες του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000. (Ν.95(Ι)/2000).
Τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί πρωτοδίκως, και δεν αμφισβητούνται από τον εφεσείοντα, εστιάζονται στην παράλειψη της εταιρείας Κύπρος Κ. Κυπριανού Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ και του εφεσείοντα ως διευθυντή της εταιρείας, να καταβάλουν, εμπροθέσμως, στον Έφορο Φ.Π.Α. συγκεκριμένα ποσά συμψηφούμενα σε €15.253,80, προερχόμενα από σχετικές φορολογικές δηλώσεις για τη φορολογική περίοδο από 1η Φεβρουαρίου 2011 μέχρι και 30 Απριλίου 2012. Οι υπόλοιπες κατηγορίες, που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, αφορούσαν την παράλειψη καταβολής προσθέτου φόρου και τόκου που εκπηγάζει από την πιο πάνω παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής των οφειλομένων ποσών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στην τότε κατηγορούμενη 1 εταιρεία χρηματικό πρόστιμο και στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης, για την 1η και 2η κατηγορία τριάντα ημερών, για τις κατηγορίες 3-5, δεκαπέντε ημερών και στις κατηγορίες 6-8 καμιά ποινή.
Ο εφεσείων με την έφεση του, είχε αρχικώς αμφισβητήσει και το είδος της ποινής που του επιβλήθηκε, ισχυριζόμενος ότι η φυλάκιση ήταν μια λανθασμένη επιλογή, έχοντας ως βάση τη σκέψη ότι ουδείς φυλακίζεται για αστικό χρέος, όπως χαρακτηρίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του η απαίτηση της Δημοκρατίας εναντίον του εφεσείοντα.
Μετά από συζήτηση του θέματος, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της παρούσας έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε, ορθώς κατά την άποψή μας, τον πρώτο λόγο έφεσης.
Επικεντρώθηκε η επιχειρηματολογία συναφώς στο γεγονός ότι ενώ προβλήθηκαν ικανοποιητικοί λόγοι για να ανασταλεί η ποινή, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υιοθέτησε αυτή την προσέγγιση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος ισχυρίστηκε ότι ο πρωτόδικος δικαστής είχε αναφερθεί σε κριτήρια τα οποία πηγάζουν από την απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και προσανατόλισε τη σκέψη του, προς την κατεύθυνση απόρριψης του αιτήματος, για αναστολή, κατά τρόπο λανθασμένο. Η μετέπειτα τροποποίηση του νόμου έχει επεκτείνει, όπως είπε ο συνήγορος, τη δυνατότητα αναστολής μιας ποινής, σε όλους τους παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, είπε ο κ. Βασιλείου, το Δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα χωρίς να λάβει σοβαρά υπόψη του ένα άλλο παράγοντα ο οποίος ήταν, η ανυπαρξία οποιασδήποτε προηγούμενης καταδίκης, ενός ατόμου ηλικίας 59 ετών που με τον πρότερο βίο του καταδεικνύει σεβασμό προς τους Νόμους του κράτους. Τα δύο στοιχεία που έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο δικαστήριο, συνέχισε, είχαν αναφερθεί ότι λήφθηκαν υπόψη και κατά το στάδιο λήψης απόφασης για επιβολή ποινής φυλάκισης. Εντοπίζεται δηλαδή, όπως επεσήμανε, μια ανακολουθία αφού πρώτα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν πρέπει να αναστείλει την ποινή και μετά αποφάσισε την επιβολή της ποινής φυλάκισης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα προσμέτρησαν κατά το στάδιο επιβολής της ποινής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα γεγονότα και έκρινε ότι δεν υπήρχαν ικανοποιητικοί λόγοι για να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή. Δεν είναι ορθή προσέγγιση, συνέχισε ο κ. Παπανικολάου, να επαναλαμβάνει το Δικαστήριο σε κάθε περίπτωση τα γεγονότα τα οποία έλαβε υπόψη του. Με την τροποποίηση που έγινε στην υφιστάμενη νομοθεσία, οι εξουσίες του Δικαστηρίου έχουν διευρυνθεί και είναι ευρύτατες, το δε Εφετείο, εξετάζοντας θέματα αυτής της μορφής, θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι υφίσταται λάθος αρχής, κάτι το οποίο στην προκείμενη περίπτωση δεν συμβαίνει. Ο συνήγορος έκαμε αναφορά στην απόφαση της πλειοψηφίας στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, στην οποία τονίσθηκε ότι, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει σταθμίσει όλους τους παράγοντες, δεν υπάρχει η δυνατότητα επέμβασης, καθότι πρέπει να καταδειχθεί σφάλμα αρχής. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως είπε, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.
Ο Περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, (Ν.75/72) θεσπίσθηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα εξάντλησης περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο με την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε με το Νόμο Ν.41(I)/97, ο οποίος περιόρισε, σε μεγάλο βαθμό, τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης μιας ποινής φυλάκισης, καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος.
Με την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο Ν.186(I)/2003, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια διευρύνθηκε και το Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.
Το θέμα έκτοτε απασχόλησε σε έκταση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναφορά μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583 και Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22.
Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν έλαβε υπόψη του την τελευταία τροποποίηση που έγινε το 2003. Υπάρχει, στην πρωτόδικη απόφαση, σαφής αναφορά για το θέμα αυτό και για τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη. Είναι γεγονός ότι πρωτοδίκως γίνεται αναφορά εις την υπόθεση Τζιαουχάρη (ανωτέρω), πλην όμως η εκκαλούμενη απόφαση θα πρέπει να εξετασθεί στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά. Μετά από την αναφορά στη νομολογία, γίνεται μνεία για τα περιστατικά της υπόθεσης και για τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα. Το γεγονός ότι δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ανυπαρξία προηγούμενων, σαφώς δεν αποτελεί σφάλμα αρχής, που θα μπορούσε να προσδώσει τη δυνατότητα επέμβασης, αφού καταπιάνεται με το θέμα αυτό ο Δικαστής σε άλλο μέρος της απόφασης του. Το σημαντικό όμως, κατά την άποψή μας, είναι αυτό που αναφέρεται εις το τέλος της απόφασης ως το επιστέγασμα της σκέψης του Δικαστή, ότι δηλαδή: «Η αναστολή εκτέλεσης των ποινών δεν δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου 2». Τούτο δεν είναι αυθαίρετο αφού καταγράφονται σ' άλλο σημείο τα περιστατικά.
Στο σημείο αυτό, θεωρούμε σημαντικό να αναφέρουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Ιωσήφ (ανωτέρω):
«Είναι γεγονός ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, όπως εξετέθησαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Από το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης φαίνεται ότι την κρίση του Δικαστηρίου επηρέασαν οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, που αφορούν στην κατακράτηση εσόδων, που ανήκουν στο κράτος, και δεν αποδίδονται παρόλη την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος και στις αλλεπάλληλες αναβολές που δόθηκαν για συμμόρφωση, χωρίς αποτέλεσμα. Τούτο καταδεικνύει ότι είχε υπόψη του τις πρόνοιες που επέφερε η τροποποίηση του 2003. Μνεία και στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα έγινε, χωρίς να κριθούν ικανές να διαφοροποιήσουν την κατάσταση πραγμάτων.
Θεωρούμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης. Ταυτοχρόνως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, αδικήματα αυτής της μορφής είναι ιδιαίτερα σοβαρά. Αφορούν στη μη εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων του πολίτη προς το κράτος. Η σημασία τους αντικατοπτρίζεται από το γεγονός ότι η επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινή, δεν είναι ασύνηθης επιλογή, ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις μη καταβολής Φ.Π.Α., το οποίο εισπράττεται αλλά δεν καταβάλλεται στο κράτος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Καλατζιώτη (2001) 2 Α.Α.Δ. 85, στην οποία έκαμε αναφορά και ο πρωτόδικος Δικαστής.
Το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε την ιδιότητα του διευθυντή της εταιρείας, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση γιατί όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Μελάς ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 412, ο σκοπός του νομοθέτη ήταν ο καταλογισμός ευθύνης και τιμωρίας και σε αξιωματούχους ενός νομικού προσώπου, ώστε να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των νομικών υποχρεώσεων του συγκεκριμένου νομικού προσώπου μέσω του κολασμού των αξιωματούχων.
Συμμεριζόμαστε την ανησυχία του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα σχετικώς με την υγεία του και τις πιθανές συνέπειες ως αποτέλεσμα του εγκλεισμού του. Πλην όμως, τα περιστατικά της υπόθεσης δεν επιτρέπουν άλλη προσέγγιση. Είμαστε βέβαιοι ότι θα του προσφερθεί κάθε δυνατή ιατρική φροντίδα , αν απαιτηθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.