ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B741
(2014) 2 ΑΑΔ 730
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 180/2014)
3 Οκτωβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΦΟΥΤΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Γ. Θωμά και Χρ. Πουτζιουρής, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Ιωαννίδου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄ για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Α. Λιάτσος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορία άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της Εφεσίβλητης όπως αυτή προωθήθηκε μέσα από τη μαρτυρία των τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας που παρουσίασε - δύο αστυνομικών (ΜΚ 1 και 2), οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη διερεύνηση της υπόθεσης, της παραπονούμενης (ΜΚ 3) και του πατέρα της (ΜΚ 4) - και στηριζόμενο σε αυτή καταδίκασε τον Εφεσείοντα. Ηταν βασικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων - 55 ετών, καθηγητής Αγγλικών κατά τον ουσιώδη χρόνο - στις 25.1.2010 επιτέθηκε άσεμνα στην παραπονούμενη, μαθήτρια 13 τότε ετών, στο χώρο μικρής κουζίνας του φροντιστηρίου που διατηρούσε. Συγκεκριμένα της χαΐδεψε τα οπίσθια και το στήθος και τη φίλησε δύο φορές στο τριχωτό της κεφαλής πάνω από το αυτί, αποκαλώντας την «ομορφούα μου». Μετά το πέρας του επεισοδίου και αφού ολοκληρώθηκε το μάθημα των Αγγλικών η παραπονούμενη εξιστόρησε στον πατέρα της, ο οποίος την ανέμενε έξω από το φροντιστήριο, το συμβάν και του ζήτησε να μεταβούν στην Αστυνομία για καταγγελία. Εκλαιγε και ήταν αναστατωμένη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, περί ώρα 4.10, έλαβε χώραν η καταγγελία. Η εκδοχή του Εφεσείοντα ότι ουδέποτε επιτέθηκε άσεμνα στην παραπονούμενη και ότι πιθανό να την άγγιξε στην πιο πάνω κουζίνα λόγω της στενότητας του χώρου και στην προσπάθειά του να πάρει ένα γυάλινο ποτήρι, δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Απορρίφθηκε επίσης η θέση του ότι πιθανόν η παραπονούμενη να προέβηκε σε καταγγελία εναντίον του γιατί την πίεζε να καλύψει τη διδακτέα ύλη με επιπρόσθετες ώρες εργασίας, με αποτέλεσμα να θέλει να σταματήσει τα Αγγλικά, αλλά δεν τολμούσε να το πει στον πατέρα της. Ο Εφεσείων καταδικάστηκε τελικά σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών.
Προσβάλλεται η καταδίκη με 11 λόγους έφεσης εκ των οποίων οι 10 πρώτοι συμπλέκονται και περιστρέφονται γύρω από κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας, παράλειψη του να λάβει υπόψη κατατεθέντα τεκμήρια και παραδεκτά γεγονότα και λανθασμένη δομή ως προς την καταγραφή της πρωτόδικης απόφασης. Ο 11ος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι η ποινική του ευθύνη δεν διαγνώστηκε εντός ευλόγου χρόνου και, ως προέκταση, παρατηρείται καθυστέρηση τέτοια που οδηγεί σε παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της δίκαιης δίκης.
Στην L. Papaphilippou & Co Ltd v. Δήμητρας Λουκά, Πολιτική Εφεση 59/2010, ημερ. 20.6.2014, ECLI:CY:AD:2014:A410 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, Δημήτρης Ευσταθίου και Alpha Bank Ltd, Πολιτική Εφεση Αρ. 241/2008, ημερ. 19.7.2012)».
Ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στην κρίση του δικαστή. Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος και δεδομένου ότι υπάρχουν σε αυτήν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης και δεν διαστρεβλώνεται η εικόνα μέσα από αποσπασματική παράθεση της μαρτυρίας δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το επιλήψιμο (Ομηρος Σάββα Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 98). Η παράλειψη εκδικάσαντος δικαστηρίου να αναφερθεί σε ουσιαστική μαρτυρία στην απόφασή του δεν είναι αρκετός λόγος για να ακυρωθεί καταδίκη εφεσείοντα (Σωτήρης Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41). Όπως έχει τονισθεί επανειλημμένα μέσα από τη νομολογία, είναι η αιτιολόγηση της απόφασης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αιτιολόγηση η οποία εδράζεται στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση δε της ανάλυσης ποικίλλει ανάλογα με το περιεχόμενο της μαρτυρίας και σε αναφορά με τα ουσιαστικά στοιχεία της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Κατά κανόνα μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει αφ΄ ενός ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων και διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και, αφ΄ ετέρου, σαφή δικαστική απόφαση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κα (1999) 2 ΑΑΔ 320). Σε τελική ανάλυση, όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στη Χρίστος Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, ποινικές εφέσεις 178/2012 και 229/2012, ημερ. 9.7.2014, «μια απόφαση πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι αποσπασματικά και υπό το φακό του μικροσκοπίου για να εντοπισθούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες».
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω νομικών προσεγγίσεων θα πρέπει να αντικρισθούν οι λόγοι έφεσης που περιστρέφονται γύρω από τον τρόπο συγγραφής της πρωτόδικης απόφασης και την όλη δομή της. Παραπονείται ο Εφεσείων ότι δεν καταγράφεται το σύνολο της μαρτυρίας στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι το Δικαστήριο παραθέτει μόνο την εκδοχή της Εφεσίβλητης, με βάση την οποία και κρίνει καταλήγοντας στο τελικό αποτέλεσμα χωρίς να προβεί σ΄ οποιαδήποτε αξιολόγηση. Παραπονείται, συναφώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε εκ προοιμίου σε εύρημα αξιοπιστίας της μαρτυρίας της παραπονούμενης χωρίς επαρκή και/ή καθόλου αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε προς υπεράσπιση.
Στερούνται βάσης οι εξεταζόμενοι λόγοι έφεσης. Αναμφίβολα λιτή έστω παράθεση του συνόλου της μαρτυρίας βοηθά στην ευκολότερη παρακολούθηση μιας απόφασης. Η παράλειψη όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου να παραθέσει υπό τύπο σύνοψης τα ουσιαστικά μέρη της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα δεν επιδρά στην εγκυρότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Οι διεργασίες που οδήγησαν στην κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση των μαρτύρων και τη διατύπωση των ευρημάτων του αποκαλύπτονται μέσα από το κείμενο της επίδικης απόφασης στο βαθμό που απαιτείται και που επιτρέπει τη δυνατότητα εξάσκησης ελέγχου ως προς την ορθότητά της. Προκύπτει με διαύγεια γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της Εφεσίβλητης απορρίπτοντας αυτήν του Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, μετά την παράθεση της εκδοχής της κάθε πλευράς, όπως αναδύεται μέσα από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις σελίδες 8 - 10, παραθέτει τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εκτίμησης της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα και της ενισχυτικής μαρτυρίας, η οποία είναι επιθυμητή και/ή απαραίτητη σε υποθέσεις σεξουαλικής υφής και ακολούθως, στις σελίδες 10 - 15, προβαίνει σε αξιολόγηση των μαρτύρων της Εφεσίβλητης και, στις σελίδες 15 - 17, στην αξιολόγηση των μαρτύρων της πλευράς του Εφεσείοντα, προβαίνοντας σε ευρήματα αξιοπιστίας και παρέχοντας τη σχετική αιτιολογία για τους λόγους αποδοχής της πρώτης και απόρριψης της δεύτερης.
Η μη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη μαρτυρία των ΜΚ 1 και 2, στα παραδεκτά γεγονότα αλλά και στα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιόν του, δεν μεταβάλλει το όλο ζήτημα, ούτε δημιουργεί ρωγμές στο κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Τα μεν παραδεκτά γεγονότα δεν περιείχαν ο,τιδήποτε το ουσιαστικό υπό το πρίσμα των επίδικων θεμάτων, τα δε κατατεθέντα τεκμήρια δεν πρόσθεταν ο,τιδήποτε σημαντικό. Αφορούσαν, ουσιαστικά, φωτογραφίες του χώρου του φροντιστηρίου, η διαρρύθμιση του οποίου αναλύθηκε μέσα από την προσφερθείσα προφορική μαρτυρία και δεν τελούσε υπό οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Τέλος, η μαρτυρία των ΜΚ1 και 2 κάλυπτε την πορεία διερεύνησης της υπόθεσης και ήταν, ως προς την ουσία της, αδιαμφισβήτητη.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα κάλυψαν σε έκταση και με λεπτομερή παραπομπή στη μαρτυρία τους λόγους έφεσης που αφορούν τους ισχυρισμούς τους περί λανθασμένης αξιολόγησης της προσφερθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται με βάση την ουσία της μαρτυρίας του και το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας επαφίεται και ανήκει κατ΄ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ακριβώς λόγω της ευχέρειας που έχει να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει την όλη συμπεριφορά τους μέσα στο Δικαστήριο στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει αν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί τα εξαχθέντα ευρήματα είναι εύλογα. Περιθώριο επέμβασης υπάρχει μόνο εάν τα εν λόγω ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή είναι ασύμβατα με τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί.
Εχουμε εξετάσει με προσοχή τις σχετικές εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί από την πλευρά του Εφεσείοντα και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εχοντας κατά νου τις διαφορές που επισημάνθηκαν από τους ευπαίδευτους συνήγορους του Εφεσείοντα, εντοπίζουμε ότι αυτές είναι επουσιώδεις και δεν μπορούν να επιδράσουν ούτε να μεταβάλουν την ουσία της μαρτυρίας που πρόσφερε η πλευρά της Εφεσίβλητης. Μαρτυρία η οποία έτυχε ορθής αξιολόγησης και οδήγησε σε ευρήματα που ούτε παράλογα ούτε αυθαίρετα είναι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς την κατάληξη του για αποδοχή της μαρτυρίας που προσφέρθηκε προς απόδειξη της κατηγορίας, με πιο καίρια αυτή της παραπονούμενης ΜΚ 3 και του πατέρα της ΜΚ 4. Η μαρτυρία της παραπονούμενης σ΄ ότι αφορά τα σημαντικά για την κατηγορία γεγονότα παρέμεινε αμετάβλητη και οι όποιες μικροαντιφάσεις εντοπίζονται δεν κρίθηκαν, ορθά, ικανές να μεταβάλουν την ουσία του θέματος. Η πορεία εξέλιξης των γεγονότων σε συνάρτηση με τη φύση τους, την ηλικία της παραπονούμενης αλλά και τη σχέση καθηγητή - μαθήτριας που περιβάλλει την υπόθεση, καθιστούσε απόλυτα κατανοητή και αναμενόμενη την παρείσφρηση μικροαντιφάσεων στο όλο πλέγμα της παρουσίασης της εκτεταμένης ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας. Εν τέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης, λόγω της εξαιρετικής εντύπωσης που δημιούργησε, χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, προειδοποιώντας επαρκώς τον εαυτό του και έχοντας, ορθά, συνεχώς κατά νου τους κινδύνους που ελλοχεύουν ως απόρροια της αποδοχής μαρτυρίας παραπονούμενης σε σχέση με αδίκημα σεξουαλικής μορφής.
Η μακρά αναφορά των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα σε μαρτυρία της παραπονούμενης σύμφωνα με την οποία ο Εφεσείοντας «έκλεισε την πόρτα της κουζίνας» προτού λάβει χώραν το επίδικο συμβάν και σε αντιπαραβολή της με το αναντίλεκτο γεγονός ότι δεν υπήρχε πόρτα στην εν λόγω κουζίνα, δεν εντοπίζεται να συνιστά ουσιώδες στοιχείο αντίφασης. Καθότι αποτέλεσε ουσιαστικά κοινό έδαφος ότι πόρτα υπήρχε μόνο στην αίθουσα του φροντιστηρίου σε σημείο απέναντι ακριβώς από την είσοδο της κουζίνας. Είναι αυτή την πόρτα που και ο ίδιος ο Εφεσείοντας δέχτηκε ότι έκλεισε προτού εισέλθει στο χώρο της κουζίνας και αμέσως πριν από την επέλευση των γεγονότων που αφορούν την κατηγορία. Ούτε και εντοπίζεται οποιαδήποτε ουσιώδης διαφοροποίηση ως προς την περιγραφή των γεγονότων από την παραπονούμενη προς τον πατέρα της, όταν αυτή εισήλθε στο αυτοκίνητο μετά το πέρας του μαθήματος. Προέκυψε μέσα από την ευθυγραμμισμένη μαρτυρία της παραπονούμενης και του πατέρα της η ταυτόσημη εξιστόρηση των βασικών γεγονότων που έλαβαν χώραν αμέσως προηγουμένως στην κουζίνα του φροντιστηρίου και τα οποία συνιστούσαν, όντως, πρώτο παράπονο, ήτοι αποδεικτικό στοιχείο της αλήθειας των γεγονότων που περιέχει και κατά προέκταση ενισχυτική μαρτυρία.
Ούτε και τα παράπονα περί λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ 4, πατέρα της παραπονούμενης, είναι βάσιμα για τους ίδιους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί στο αμέσως προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας, αφού δεν εντοπίζονται οποιεσδήποτε αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Επιχείρησε η πλευρά του Εφεσείοντα να θέσει ως εξήγηση για την καταγγελία του πατέρα προηγούμενες καταγγελίες του σε σχέση με άλλους εκπαιδευτικούς, παρουσιάζοντάς τον ως άτομο με έφεση προς τέτοια συμπεριφορά. Αφορούσαν, όπως διαφάνηκε, περιπτώσεις εντελώς διαφορετικής φύσης και παράπονα για συμπεριφορά καθηγητών που καμία σχέση είχαν με το αδίκημα που αντιμετωπίζει και στο οποίο βρέθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας. Υπό αυτές τις συνθήκες ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επιδρούσαν στην αξιοπιστία του συγκεκριμένου μάρτυρα.
Εκθετος προς απόρριψη είναι και ο 10ος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο αποδίδεται λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την απόρριψη της μαρτυρίας των ΜΥ 1 και 2. Θέτει η πλευρά του Εφεσείοντα ότι η μαρτυρία αυτή απερρίφθη «συλλήβδην» από το Δικαστήριο και όχι στη βάση παράθεσης και αξιολόγησής της.
Οι ΜΥ 1 και 2 ήταν επίσης μαθητές στο φροντιστήριο που διατηρούσε ο Εφεσείοντας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η μαρτυρία τους προσφέρθηκε προκειμένου να αντικρουσθεί η αντίστοιχη μαρτυρία της παραπονούμενης γύρω από γεγονότα που έλαβαν χώραν αμέσως πριν και μετά το επίδικο συμβάν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την εν λόγω μαρτυρία την απέρριψε καταγράφοντας τους λόγους στις σελίδες 16 και 17 της απόφασής του. Εκρινε ότι τα πρόσωπα αυτά δεν ήταν σε θέση να θυμούνται τα όσα συνέβηκαν στις 25.1.2010 με ακρίβεια. Αιτιολογώντας περαιτέρω την κρίση του σημείωσε ότι ο ΜΥ 1 δεν είχε καμία σχέση με την παραπονούμενη αφού δεν ήταν στην ίδια τάξη και ως εκ τούτου δεν ήταν και σε θέση να δώσει μαρτυρία προς αντίκρουση ισχυρισμών της παραπονούμενης για παρενόχλησή της από τον Εφεσείοντα κατά το χρόνο διεξαγωγής του μαθήματος. Αναφορικά δε με τον ΜΥ 2, ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι σε πολλά μέρη η μαρτυρία του παρουσίαζε κενά και ότι, επιπρόσθετα, σημαντικά στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας του δεν αποτελούσαν μέρος της κατάθεσης που ο ίδιος έδωσε σε προηγούμενο στάδιο στην Αστυνομία. Υπό τις συνθήκες αυτές η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας των ΜΥ 1 και 2 ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί ο 11ος λόγος έφεσης καλύπτει παράπονο του Εφεσείοντα ότι η ποινική του ευθύνη δεν διαπιστώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο, κατ΄ αντίθεση προς τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης όπως αυτά αποτυπώνονται στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Το ΄Αρθρο 30.2 οριοθετεί τις προϋποθέσεις για την έγκυρη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη καθώς επίσης και της ποινικής του ευθύνης. Εχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι η διάγνωση των πιο πάνω έξω από τα πλαίσια αυτά αποτελεί εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια και καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της. Αφετηρία για την επιμέτρηση του χρόνου αποτελεί η ημέρα σύλληψης ή καταγγελίας του κατηγορούμενου. Αλλοι παράγοντες που επιδρούν και επενεργούν στον καθορισμό του εύλογου χρόνου είναι το περίπλοκο της υπόθεσης και η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων. Η ορθή προσέγγιση είναι η εξέταση πρώτα των παραγόντων ξεχωριστά και ακολούθως ο συνυπολογισμός και οι σωρευτικές τους επιπτώσεις στο όλο πλέγμα της διαπίστωσης της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου (Στέλιος Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 294, Φαίδωνας Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 100, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαράλαμπου Καψού (2004) 2 ΑΑΔ 127).
Στην προκείμενη υπόθεση δεν εντοπίζεται παραβίαση της συνταγματικής επιταγής για εκδίκαση εντός ευλόγου χρόνου. Η καταγγελία έλαβε χώραν στις 25.1.2010 και η διερεύνηση ολοκληρώθηκε σε σύντομο χρόνο, περίπου σε ένα μήνα. Παρατηρείται όντως κάποια καθυστέρηση, 18 περίπου μηνών στην καταχώρηση της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, την 6.7.2011. Ακολούθως ορίστηκε σε σύντομη ημερομηνία και στη συνέχεια αναβλήθηκε κατ΄ επανάληψη η ακρόασή της. Για αρκετές όμως από τις αναβολές αυτές ευθύνη φέρει η πλευρά του Εφεσείοντα, η οποία υπέβαλε διάφορα αιτήματα αναβολών που κρίθηκαν δικαιολογημένα από το Δικαστήριο. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε το Σεπτέμβριο του 2013 και τελικά η υπόθεση περατώθηκε στις 19.5.2014 και η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε λίγο αργότερα, στις 25.6.2014. Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι δεν τέθηκε ούτε πρωτόδικα ούτε κατ΄ έφεση οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος επηρεασμού των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα από την όποια καθυστέρηση παρατηρήθηκε στην περάτωση της υπόθεσης, ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης στερείται ερείσματος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.