ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σάββας Μάτσας, για τον Εφεσείοντα. Ευαγγελία Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, μαζί με Νεοκλή Νεοκλέους, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-09-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΦΙΝΤΑΝΑΚΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 98/2013, 30/9/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:B724

(2014) 2 ΑΑΔ 695

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 98/2013)

 

 

30 Σεπτεμβρίου, 2014

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ  ΦΙΝΤΑΝΑΚΗΣ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

________________________

 

Σάββας Μάτσας, για τον Εφεσείοντα.

Ευαγγελία Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, μαζί με Νεοκλή Νεοκλέους, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

________________________

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί και ο Παρπαρίνος, Δ., θα δοθεί από το Γιασεμή, Δ.  Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Με έναν και μοναδικό λόγο έφεσης,  υποστηριζόμενο, όμως, από λεπτομερή και, σε κάποιο βαθμό, επαναλαμβανόμενη αιτιολογία, ο εφεσείων προσβάλλει την καταδικαστική γι' αυτόν πρωτόδικη απόφαση ως αντινομική, ακροσφαλή και νομικά εσφαλμένη.  Στις διάφορες παραγράφους της αιτιολογίας, επισημαίνονται οι, κατ' ισχυρισμό, αδυναμίες σε σχέση με συγκεκριμένα ευρήματα και διαπιστώσεις του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα.

   

Η υπόθεση αφορά τροχαίο δυστύχημα, το οποίο συνέβηκε στις 3.9.2011, γύρω στις 9.20 το βράδυ, στη συμβολή της λεωφόρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ με την οδό Χριστόδουλου Πολυδώρου, στη Χλώρακα της επαρχίας Πάφου.  Κατ' εκείνο το χρόνο, ο εφεσείων, οδηγώντας ιδιωτικό αυτοκίνητο, τύπου σαλούν, κατά μήκος της προαναφερθείσας λεωφόρου, με ανατολική κατεύθυνση, προς Πάφο, επιχείρησε να εισέλθει σε πάροδο, η οποία βρισκόταν προς τα δεξιά, σε σχέση με την πορεία του.  Ως αποτέλεσμα, ανέκοψε την πορεία μοτοσικλέτας μεγάλου κυβισμού, η οποία οδηγείτο στη λεωφόρο από την αντίθετη κατεύθυνση, προς δυσμάς.  Η σύγκρουση των δύο οχημάτων συνέβηκε περί το μέσο της λωρίδας κυκλοφορίας στην οποία οδηγούσε ο μοτοσικλετιστής, θύμα του δυστυχήματος. 

 

Πρόκειται για δυστύχημα του είδους που, δυστυχώς, συμβαίνουν συχνά, συνήθως σε κατοικημένες περιοχές, χωρίς τις πλείστες φορές να προκαλούνται ιδιαίτερες συνέπειες για τους ενεχόμενους οδηγούς.  Στην παρούσα περίπτωση, η τραγική διαφορά από τα προαναφερθέντα δυστυχήματα είναι ότι, στο υπό αναφορά, δυστυχώς, ο μοτοσικλετιστής υπέκυψε στα τραύματά του, αμέσως μετά τη σύγκρουση.  Το γεγονός τούτο αλλά και ο διαπιστωθείς τρόπος οδήγησης, κατά το δεδομένο χρόνο, του εφεσείοντος, όπως αυτός εκτιμήθηκε από τον υπεύθυνο αστυνομικό εξεταστή, είναι οι λόγοι, προφανώς, για τους οποίους ο εφεσείων κατηγορήθηκε, τελικώς, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Δεν ηγέρθη οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου αυτού στην προκειμένη περίπτωση.

 

Κατηγορηθείς, λοιπόν, ο εφεσείων ότι, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, σε σχέση με την οδήγηση αυτοκινήτου, η οποία δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση, προκάλεσε το θάνατο του θύματος, απάντησε με μη παραδοχή.  Διεξήχθη δίκη, κατά την οποία μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν ο ίδιος ο εφεσείων, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως σε υπεράσπισή του.  Προηγουμένως, κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας, όλοι αστυνομικοί, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στη διερεύνηση των συνθηκών του δυστυχήματος, ο καθένας από τη δική του εντεταλμένη θέση.  Με το πέρας της ακρόασης, ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για το εν λόγω αδίκημα και του επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων, διετής ποινή φυλάκισης, την οποία έχει, επίσης, εφεσιβάλει. 

 

΄Οπως συμβαίνει συνήθως, έτσι και στην παρούσα περίπτωση, δεν αμφισβητήθηκε πλείστη από την προσφερθείσα μαρτυρία· είτε επειδή αυτή ήταν ουδέτερης σημασίας για την υπεράσπιση, είτε διότι το περιεχόμενό της δεν επιδεχόταν αμφισβήτησης.  Επομένως, από τα αναντίλεκτα γεγονότα, τα οποία προέκυπταν από τη μαρτυρία και τα οποία αποτέλεσαν μέρος των ευρημάτων του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστηρίου, διαπιστώθηκε ότι, κατά το βράδυ της 3.9.2011, που συνέβηκε το δυστύχημα, ο καιρός στη σκηνή ήταν αίθριος και ο δρόμος φωτιζόταν από οδικό φωτισμό και, δη, από λαμπτήρες υψηλής τάσης, καθώς, επίσης, από τα φώτα των προθηκών παρακείμενων καταστημάτων.  Ως αποτέλεσμα και με δεδομένο ότι η λεωφόρος εκτείνεται ευθεία, η απόσταση, από την οποία θα μπορούσε να δει ένας οδηγός από τη θέση που βρέθηκε ο εφεσείων αμέσως πριν από τη σύγκρουση προς την κατεύθυνση του μοτοσικλετιστή, ήταν περί τα 200 μέτρα.  Εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε, ο εφεσείων δεν τον αντιλήφθηκε, παρά μόνο όταν ήταν, πλέον, αργά και, έτσι, επισυνέβη η σύγκρουση. 

 

Περαιτέρω, διαπιστώθηκε πως το δυστύχημα συνέβηκε, όπως έχει ήδη λεχθεί, όταν ο εφεσείων, οδηγώντας κατά μήκος της λεωφόρου με κατεύθυνση προς Πάφο, σε κάποιο σημείο, επιχείρησε στροφή προς τα δεξιά, σε σχέση με την πορεία του αυτή, με σκοπό να εισέλθει στην προαναφερθείσα πάροδο.  Από το σχεδιάγραμμα της σκηνής, σε κλίμακα 1:250, ήταν πρόδηλο ότι ο εφεσείων άρχισε να υλοποιεί το πιο πάνω εγχείρημά του σε σημείο όπου υπήρχε συνεχής άσπρη γραμμή κατά μήκος της μέσης του δρόμου, πριν από το σημείο όπου η γραμμή αυτή διακοπτόταν, ως ένδειξη ότι από εκείνο το σημείο μόνο επιτρεπόταν η στροφή προς τα δεξιά, και προς την πάροδο.  Επομένως, ανάλογα, και η σύγκρουση των δύο οχημάτων συνέβηκε περί τα εννέα μέτρα πιο πίσω από το κεντρικό σημείο της διακεκομμένης γραμμής.  Κατ' αυτόν τον τρόπο, καταδεικνυόταν ότι ο εφεσείων εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, ακολουθώντας διαγώνια φορά και διαγράφοντας μια πορεία, η οποία, λογικά, εκτεινόταν ακόμα πιο πίσω από το σημείο της σύγκρουσης.  Προς συμπλήρωση της εικόνας στη σκηνή, αναφέρεται, επίσης, πως το σημείο αυτό είχε εντοπιστεί μερικά μέτρα πριν από την άκρα δεξιά ή δυτική πλευρά της παρόδου, σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος πάντοτε.

 

Οι εξεταστές του δυστυχήματος, αστ. Μ. Κρεμμάς (Μ.Κ.2) και ο λοχίας Κ. Σάββα (Μ.Κ.3), εντόπισαν το ακριβές σημείο της σύγκρουσης από ίχνη που αυτή άφησε στην άσφαλτο.  Λόγω, ακριβώς, της σύγκρουσης, το αυτοκίνητο, το οποίο είχε κτυπηθεί στην μπροστινή αριστερή γωνία του, μετακινήθηκε περί τα 60 εκατοστά πιο πίσω, διατηρώντας, όμως, τη διαγώνια φορά που είχε λάβει λόγω της πορείας που ακολουθούσε αμέσως προηγουμένως.  Δίπλα, ακριβώς, προς τα αριστερά, βρέθηκε η μοτοσικλέτα που οδηγούσε το θύμα.  Αυτή είχε κοπεί στα δύο από το σημείο που ο σκελετός της συνδεόταν με το σύστημα του μπροστινού τροχού.  Από τα τελευταία αυτά στοιχεία, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η σύγκρουση πιθανόν να ήταν, σχετικά, βίαιη.  Δεν υπάρχει, όμως, άλλη αντικειμενική μαρτυρία, από την οποία θα μπορούσε αυτό να διαπιστωθεί με μετρήσιμα στοιχεία, αφού δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί με επιστημονικό τρόπο η ταχύτητα, κατά το δεδομένο χρόνο, του κάθε οχήματος και, ειδικά, της μοτοσικλέτας.

 

΄Ενα τέτοιο στοιχείο θα ήταν, ασφαλώς, τα ίχνη τροχοπέδησης.  Το αυτοκίνητο, όμως, που οδηγούσε ο εφεσείων δεν άφησε οποιαδήποτε τέτοια ίχνη, ενώ η μοτοσικλέτα άφησε ίχνη περί τα επτά μέτρα, τα οποία οι εξεταστές απέδωσαν στον πισινό τροχό, καθώς και μια πιο μικρή παράλληλη γραμμή τέτοιων ιχνών, τα οποία απέδωσαν στον μπροστινό τροχό της.  Από τα ίχνη αυτά ο λοχίας Σάββα, ως ειδικός εμπειρογνώμονας, συνήγαγε ότι η μοτοσικλέτα, κατά το χρόνο εκείνο, οδηγείτο κατά μήκος της λεωφόρου και ότι, μερικά μέτρα πριν από το σημείο της σύγκρουσης, πλαγιολίσθησε, γέρνοντας προς τα αριστερά, προτού προσκρούσει, την αμέσως επόμενη στιγμή, πάνω στο αυτοκίνητο του εφεσείοντος.  Απέδωσε δε τα εν λόγω ίχνη και την κίνηση αυτή σε ύστατη προσπάθεια του μοτοσικλετιστή να αποφύγει τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων. 

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του αστυνομικού εξεταστή, σε σχέση με την πορεία της μοτοσικλέτας, αποτέλεσαν σημείο τριβής κατά την αντεξέτασή του, στη διάρκεια της δίκης.  Θεωρώντας αυτός ότι τα εν λόγω ίχνη στο οδόστρωμα καταδείκνυαν ότι η μοτοσικλέτα οδηγείτο επί της λεωφόρου και από την απέναντι κατεύθυνση, απέρριψε τη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι αυτή εισήλθε στη λεωφόρο από κάποιο παρακείμενο σημείο στα αριστερά της, σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος.  Ας σημειωθεί πως ούτε και το Δικαστήριο δέχτηκε τη θέση αυτή, θεωρώντας την άποψη του εξεταστή ως τη μόνη ορθή.  ΄Αλλωστε, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, ουδέποτε ο εφεσείων πρόβαλε τέτοια θέση, όταν αυτός κατέθετε στο Δικαστήριο, η δε άποψή του σε σχέση με την οδική συμπεριφορά του μοτοσικλετιστή ήταν εντελώς διαφορετική.  

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής προέβηκε στα πιο πάνω ευρήματα, αφού προηγουμένως παρέθεσε σε έκταση τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων και αφού την αξιολόγησε, αποδεχόμενος ως αληθή τα γεγονότα τα οποία συνήγαγε από τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και, βεβαίως, όσα διαπίστωσε ως αναμφισβήτητα, ιδιαίτερα, με δεδομένο ότι η πιο πάνω πραγματική μαρτυρία δεν είχε αμφισβητηθεί.  Απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος, ως μη συνάδουσα με την πραγματική μαρτυρία και, συνακόλουθα, ως μη δυνάμενη να τον οδηγήσει σε ευρήματα, τα οποία θα μπορούσε να αποδεχθεί, αποδίδοντάς τους και ανάλογη αποδεικτική αξία.  Προβαίνοντας στην πιο πάνω διεργασία, ο ευπαίδευτος Δικαστής, όπως διαπιστώνεται από την απόφασή του, καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία σε σχέση με το βάρος απόδειξης, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το οποίο η κατηγορούσα αρχή έπρεπε να αποσείσει, καθώς, επίσης, ως προς τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τα οποία έπρεπε να ικανοποιηθούν από τα ευρήματά του σε σχέση με τα γεγονότα, προκειμένου να αποδεικνυόταν η κατηγορία που ο εφεσείων αντιμετώπιζε.  Ως προς τούτο, αναφέρθηκε ιδιαίτερα στις υποθέσεις Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409, Γεν. Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2002) 2 Α.Α.Δ. 473, Ζυπιτής κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 220, R v Lawrence [1981] 1 All ER 974 και R v Reid [1992] 3 All ER 673, από τις οποίες και άντλησε καθοδήγηση. 

 

Οι αιτιάσεις που εξειδικεύονται στο λόγο έφεσης προσβάλλουν συγκεκριμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Η κυριότερη, την οποία ανέπτυξε με ιδιαίτερη θέρμη ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δε χειρίστηκε αυτός πρωτόδικα την υπόθεση για την υπεράσπιση, προβάλλει την εξής θέση:  ΄Οτι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα παραγνώρισε την εκδοχή την οποία πρόβαλε κατά τη δίκη ο εφεσείων, αναφορικά με τις κινήσεις του στο δρόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον αυτός ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος και, επομένως, η εκδοχή του δεν ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί.  Συγχρόνως, υπέδειξε, συναφώς, ότι οι μάρτυρες αστυνομικοί δεν μπορούσε να ήταν αξιόπιστοι, αφού δεν είδαν πώς το δυστύχημα είχε συμβεί· αυτοί μετέβησαν αργότερα στη σκηνή.  Η τελευταία παρατήρηση του συνηγόρου είναι ορθή, όμως, οι αστυνομικοί εξεταστές μετέφεραν τα όσα βρήκαν επιτόπου στο σχεδιάγραμμα, που ετοίμασαν, της σκηνής.  Το περιεχόμενο δε του σχεδιαγράμματος αυτού, τεκμήριο 12, δεν είχε, ουσιωδώς, αμφισβητηθεί.  Ούτε και τα ίχνη της μοτοσικλέτας, σε σχέση με τα οποία διεξήχθη κάποια συζήτηση κατά τη δίκη, είχαν αμφισβητηθεί, παρά μόνο η πορεία, την οποία αυτή ακολούθησε, για να φτάσει στο σημείο της σύγκρουσης.  Η πτυχή αυτή έχει, ήδη, εξεταστεί.

 

Η εν λόγω εκδοχή του εφεσείοντος διατυπώθηκε από τον ίδιο κατά την αντεξέτασή του.  Συγκεκριμένα, ερωτηθείς, σχετικά, είχε πει σε κάποιο στάδιο τα εξής:  «΄Οπως σας είπα όταν πλησίασα την πάροδο ελάττωνα την ταχύτητα του αυτοκινήτου μου και σταμάτησα.  Είχα το trafication μου ανοικτό προς τα δεξιά και προχωρούσα πολύ σιγά με την πρώτη ταχύτητα και περίμενα να περάσουν τα οχήματα που ερχόντουσαν από την αντίθετη κατεύθυνση και μόλις καθάρισε ο δρόμος και βεβαιώθηκα ότι είναι άδειος μπήκα στην πάροδο.»  Ενώ, σε ένα άλλο σημείο της αντεξέτασής του, προσδιορίζοντας το σημείο που είχε σταματήσει, είπε:  «Η πάροδος ήταν ακριβώς δεξιά μου».  Ουσιαστικά, ο εφεσείων επανέλαβε την εκδοχή που πρόβαλε, σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή, στη γραπτή κατάθεσή του στην Αστυνομία, κατάθεση την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του.

 

Η πιο πάνω, όμως, θέση του εφεσείοντος, η οποία, προφανώς, θεωρείται από τον ευπαίδευτο συνήγορό του ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, παραγνωρίζει εντελώς την πραγματική μαρτυρία, η οποία καταμαρτυρεί τον τρόπο που ο εφεσείων είχε κινηθεί μέσα στο δρόμο, στην προσπάθειά του να υλοποιήσει την πρόθεσή του να εισέλθει στην πάροδο, προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του.  Να σημειωθεί δε, συναφώς, ότι αυτός, παρά τον ισχυρισμό του, ανωτέρω, ουδέποτε πρόλαβε να εισέλθει στην πάροδο, αφού, με τη σύγκρουση, το αυτοκίνητό του ακινητοποιήθηκε στη μέση της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας, ενώ, από τα όσα, επίσης, ισχυρίστηκε, ουδέποτε ακινητοποίησε πλήρως το αυτοκίνητο που οδηγούσε, όπως ανέφερε σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του.  Εν κατακλείδι, η μαρτυρία του εφεσείοντος είναι ουσιωδώς αναξιόπιστη, με βάση το ίδιο το περιεχόμενό της και, γι' αυτό, ορθώς, τελικά, η αλήθεια αναζητήθηκε στην πραγματική μαρτυρία. 

 

Η πραγματική μαρτυρία, συνιστάμενη από αναμφισβήτητα στοιχεία απόδειξης, μεταφέρει κατά τρόπο αντικειμενικό, επιδεχόμενη, έτσι, και την ελάχιστη ερμηνεία, την εικόνα στη σκηνή, αποκαλυπτική της φάσης η οποία έχει εξελιχτεί και η οποία έχει καταλήξει στη σύγκρουση των ενεχομένων οχημάτων, εφόσον πρόκειται για τροχαίο δυστύχημα.  Η ποιότητά της ως μαρτυρία είναι δυνατό να επισκιάσει κάθε άλλη μαρτυρία, η οποία είναι αντίθετη από αυτή, οδηγώντας, συγχρόνως, στη μη αποδοχή της, (βλ. Knell ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51 και την εκτενή νομολογία επί του ιδίου θέματος που αναφέρεται σ' αυτή). 

 

Αυτό είναι που συνέβηκε στην προκειμένη περίπτωση, καταρρίπτοντας, ουσιαστικά, την εκδοχή του εφεσείοντος ότι σταμάτησε ακριβώς απέναντι από την πάροδο και έλεγξε το δρόμο από την αντίθετη κατεύθυνση πριν προχωρήσει.  Αντίθετα, αυτό που αβίαστα προέκυπτε από την πραγματική μαρτυρία είναι ότι ο εφεσείων, οδηγώντας το αυτοκίνητό του, εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας αρκετά μέτρα πριν από την πάροδο, από σημείο που δεν ήταν επιτρεπτό, λόγω της συνεχούς άσπρης γραμμής.  Για να φτάσει δε σε αυτή, ήταν αναμενόμενο ότι θα έπρεπε να προχωρήσει, όπως και έπραξε, οδηγώντας το αυτοκίνητό του με σπουδή, διαγράφοντας, συγχρόνως, διαγώνια πορεία, η οποία ανεκόπη, λόγω της σύγκρουσης με τη μοτοσικλέτα.  Ο εφεσείων είδε το δίκυκλο, προφανώς, την τελευταία στιγμή, γι' αυτό δεν έλαβε και οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής της σύγκρουσης με αυτό.  Σε τούτο συνηγορεί η παντελής απουσία ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του στο οδόστρωμα. 

 

Τα πιο πάνω αποτελούν ουσιώδη ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα κατά το δεδομένο χρόνο.  Περαιτέρω, όπως επίσης διαπίστωσε, ουσιαστικά, ο πρωτόδικος Δικαστής, ο εφεσείων, εάν ασκούσε τη δέουσα παρατηρητικότητα, όπως επέβαλλε η στιγμή - είχε 200 μέτρα πεδίο ορατότητας μπροστά του - θα μπορούσε να δει τη μοτοσικλέτα, η οποία κατευθυνόταν προς το μέρος του· ο ίδιος, όμως, είχε, ήδη, εισέλθει και οδηγούσε με διαγώνια φορά στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας.  Εν ολίγοις, κατά το χρόνο εκείνο, η μοτοσικλέτα βρισκόταν στη σκηνή και εντός του πεδίου ορατότητας του εφεσείοντος.  Επομένως, αυτός μπορούσε και θα έπρεπε να την είχε δει, ανεξάρτητα από το αν ο οδηγός της δεν οδηγούσε με τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή, όπως απαιτείτο από αυτόν. 

 

Η τελευταία αναφορά εστιάζει σε κάποιες άλλες από τις αιτιάσεις, που, επίσης, υποστηρίζουν το λόγο έφεσης και αναφέρονται σε, δήθεν, συμπεριφορά του μοτοσικλετιστή, η οποία μπορεί να ήταν η αιτία για το δυστύχημα.  Το ότι ο μοτοσικλετιστής είχε καταναλώσει σε κάποιο άγνωστο χρόνο πριν από το δυστύχημα ναρκωτικά αποτελεί, επίσης, αδιαμφισβήτητο γεγονός.  Αναφέρεται στην έκθεση του Κρατικού Χημείου, που κατάθεσε στη δίκη, κατά την αντεξέτασή του, μάρτυρας κατηγορίας.  ΄Οσον αφορά, όμως, την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι, πολύ πιθανόν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο μοτοσικλετιστής να οδηγούσε στον πισινό τροχό, αυτή προήλθε από τον ισχυρισμό του εφεσείοντος στην κατάθεσή του ότι, αμέσως πριν από τη σύγκρουση, φώτα έπεσαν πάνω στο πρόσωπό του από πάνω προς τα κάτω.  Δεν υπήρξε, όμως, είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση, μαρτυρία, η οποία να καταδείκνυε ότι, κατά τον εν λόγω χρόνο, η κατανάλωση ναρκωτικών από το μοτοσικλετιστή συνέβαλε στο να συμβεί το δυστύχημα, ή ότι αυτός οδηγούσε τη μοτοσικλέτα στον πισινό τροχό.  Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε και τους δύο αυτούς ισχυρισμούς, ως εμπίπτοντες στη σφαίρα της εικασίας. 

 

Το σημαντικό, όμως, είναι ότι δεν αποτελούσε η οποιαδήποτε τέτοια συμπεριφορά του μοτοσικλετιστή συστατικό στοιχείο του αδικήματος, για το οποίο κατηγορείτο ο εφεσείων.  Επομένως, δεν είχε υποχρέωση η κατηγορούσα αρχή να προσπαθήσει να συλλέξει και προσκομίσει στο Δικαστήριο μαρτυρία άλλη από αυτήν την οποία είχε στην κατοχή της και έκρινε ως αναγκαία προς το σκοπό απόδειξης της ενοχής του εφεσείοντος, (βλ. Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 185, σελίδα 190).  Αν δε η οδική συμπεριφορά του άλλου ενεχόμενου οδηγού ήταν τέτοια, που θα μπορούσε να επενεργήσει αθωωτικά για τον εφεσείοντα, εναπόκειτο σε αυτόν να την θέσει ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, με τον τρόπο και στη διάσταση που ο ίδιος θεωρούσε ότι εξυπηρετούσε καλύτερα τους σκοπούς της υπεράσπισής του· είτε για να καταδείξει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι δεν ευσταθούσε εν όλω ή εν μέρει η εναντίον του κατηγορία, είτε για να ρίξει σκιά αμφιβολίας ως προς την αποδιδόμενη σ' αυτόν ποινική ευθύνη.

 

Δεν αποτελεί η παρούσα υπόθεση περίπτωση κατά την οποία η κατηγορούσα αρχή είχε στη διάθεσή της μαρτυρία, η οποία, πιθανόν, να ήταν ευνοϊκή ή, κατά κάποιο τρόπο, χρήσιμη για τον εφεσείοντα, πλην, όμως, παρέλειψε να την προσκομίσει στο Δικαστήριο, ή να την διαθέσει στον εφεσείοντα, (βλ. Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, Andreas Georghiou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 18 και Police v. Christophides and Another (1984) 2 C.L.R. 33).  Επίσης, από τα γεγονότα, δε διαπιστώνεται να υπήρξε πλημμελής διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία, ώστε να έχει επηρεαστεί, σε οποιοδήποτε βαθμό, η υπεράσπιση του εφεσείοντος.  ΄Οπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, το δυστύχημα συνέβηκε ως αποτέλεσμα της δικής του αποκλειστικής οδικής συμπεριφοράς, εν γνώσει του, εκδηλωθείσας κατά πολύ εκτός του μέτρου που αναμενόταν από ένα συνετό οδηγό, υπό τις περιστάσεις, να ενεργήσει, η οποία μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αλόγιστη και απερίσκεπτη, εμπερικλείουσα σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος εκδηλώθηκε, με τις γνωστές, πλέον, τραγικές συνέπειες για όλους τους εμπλεκομένους.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εξέτασης των διαφόρων θεμάτων τα οποία ήγειρε ο εφεσείων, μέσω του συνηγόρου του, η έφεση σε σχέση με την καταδίκη του δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων έχει προσβάλει και την επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή της διετούς φυλάκισης, όχι, όμως, και τα άλλα τιμωρητικά μέτρα, τα οποία, επίσης, του επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ως βασική αιτιολογία, προβάλλεται η θέση ότι η πιο πάνω ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένων των περιστάσεων, κάτω από τις οποίες συνέβηκε το δυστύχημα.  Ως τέτοιες, όμως, αναφέρθηκαν οι περιστάσεις, τις οποίες ο εφεσείων είχε προβάλει με την εκδοχή του, και αφορούν στον τρόπο που αυτός είχε οδηγήσει το αυτοκίνητό του στο δρόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Η εκδοχή, όμως, αυτή δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η απόφασή του έχει επικυρωθεί στα πλαίσια της παρούσας έφεσης.    Επομένως, η πιο πάνω αιτιολογία, η οποία, προφανώς, είναι και η πιο σοβαρή, δεν ευσταθεί. 

 

Εκ του περισσού, όμως, έστω, να αναφερθεί ότι αυτό που μέτρησε ιδιαίτερα στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την επιβολή της εν λόγω ποινής, ήταν η αλόγιστη και απερίσκεπτη, όπως διαπιστώθηκε, οδική συμπεριφορά του εφεσείοντος, όταν αυτός εισήλθε βεβιασμένα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, από μη επιτρεπτό σημείο του δρόμου και κινήθηκε διαγώνια, για κάποια απόσταση, μέχρι να φτάσει έναντι της παρόδου, στην οποία είχε πρόθεση να προχωρήσει.  Δημιούργησε, έτσι, εν γνώσει του, ένα σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος, με την εκδήλωσή του, επέφερε το τραγικό αποτέλεσμα που έχει προαναφερθεί.  Και στην περίπτωση αυτή, ο πρωτόδικος Δικαστής καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία και, ιδιαίτερα, από την υπόθεση Γ. Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355 και τη, σχετικά, πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, το οποίο την έχει υιοθετήσει, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κωνσταντίνου Κουκκίδη, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 198/2012, 19.2.2013.

 

Στις πιο πάνω δύο υποθέσεις, επισημαίνεται η επιτακτική υποχρέωση των δικαστηρίων για επιβολή αυστηρών ποινών, στις περιπτώσεις όπου το τροχαίο δυστύχημα που επιφέρει το θάνατο δεν οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία του κατηγορουμένου, αλλά σε εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή σε επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση.  Σε τέτοια περίπτωση, όπως προστίθεται στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού.  Στη βάση αυτή, αφού δε συνέτρεχε κάποιος άλλος ιδιαίτερος λόγος, ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε και το αίτημα για αναστολή της επιβληθείσας ποινής, επιλογή η οποία, επίσης, δικαιολογείται, υπό τις πιο πάνω περιστάσεις.    

 

΄Οπως διαπιστώνεται, τέλος, ο πρωτόδικος Δικαστής δεν παρέλειψε να λάβει, επίσης, υπόψη του, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, το νεαρό της ηλικίας του, και τις λοιπές προσωπικές του περιστάσεις, όπως αυτές εκτίθεντο στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία σκοπίμως είχε τεθεί ενώπιόν του.  Είναι στη βάση όλων των πιο πάνω που του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών.  Αναγνωρίζεται, βέβαια, ότι πρόκειται για σχετικά αυστηρή ποινή, εντούτοις, δε διαπιστώνεται ότι υπάρχει υπερβολή, ώστε να δικαιολογείται η μείωσή της, με δεδομένο, μάλιστα, ότι δε συντρέχουν οι συνθήκες του δυστυχήματος, τις οποίες εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

   

    

 

                                                 

 

                                                  Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

 

 

 

 

                                                  Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο