ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B422
(2014) 2 ΑΑΔ 429
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 207/2012)
24 Ιουνίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
LION AUTO PARTS LIMITED,
Εφεσείοντες,
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
________________________
Ανδρέας Ποιητής, για τους Εφεσείοντες.
Καμιά εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμος του 2008, (Ν. 60(Ι)/2008), από της έναρξης της ισχύος του στις 18.7.2008, έχει δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων στον τομέα της προώθησης της είσπραξης εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους. Υπό το γενικό υπότιτλο «Αδικήματα καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτών», το άρθρο 3 ποινικοποιεί, μεταξύ άλλων, την παράλειψη πληρωμής περιοδικών δόσεων, κατά παράβαση δικαστικού διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους. Για την ακρίβεια, με τις πρόνοιές του στο εδάφιο (1)(γ), το εν λόγω άρθρο έχει δημιουργήσει συγκεκριμένο αδίκημα με όρους, ως εξής:-
«3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:
....................................................................................................
(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία·
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.»
Περαιτέρω, με βάση το άρθρο 4(2) του εν λόγω Νόμου, ο καταδικασθείς, για το πιο πάνω αδίκημα, οφειλέτης υπόκειται, σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε χρηματική ποινή μέχρι €5.000,00 και, σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε κατώτατο όριο ποινής €1.000,00, εκτός αν οι περιστάσεις δικαιολογούν τη μη επιβολή ποινής ή την επιβολή μικρότερης ποινής.
Προηγουμένως και μέχρι τη θέσπιση του προαναφερθέντος Νόμου, η πιο δραστική πρόνοια στο συγκεκριμένο τομέα περιλαμβανόταν στο άρθρο 91 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως έχει τροποποιηθεί, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ. Με αυτή, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, να διατάξει την είσπραξη των δόσεων που έχουν καταστεί πληρωτέες ως χρηματική ποινή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους IV του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Οι μετέπειτα νομοθετικές ρυθμίσεις, που έγιναν με το Ν. 60(Ι)/2008 και αναφέρονται πιο πάνω, πασιφανώς, αποτελούν μια, ακόμα, πιο δυναμική προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος της είσπραξης εξ αποφάσεως οφειλομένων χρεών. Αναπόφευκτα, όμως, η επιτυχία της θα εξαρτάται, πάντοτε, από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που θα επικρατούν στη χώρα, σε κάθε δεδομένη χρονική περίοδο.
Οι εφεσείοντες, εκμεταλλευόμενοι τις πρόνοιες, ανωτέρω, του άρθρου 3(1)(γ) του Ν. 60(Ι)/2008, καταχώρισαν, στις 6.6.2012, εναντίον του κατηγορουμένου, εφεσίβλητου στην έφεση αυτή, ιδιωτική ποινική υπόθεση. Με επτά όμοιες μεταξύ τους κατηγορίες, τον κατηγορούν ότι παρέλειψε να καταβάλει σ' αυτούς, ως εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτές, δεκαεννέα, συνολικά, μηνιαίες δόσεις. Αυτές καλύπτουν την περίοδο από 1.10.2010 έως 1.4.2012 και έχουν καταστεί πληρωτέες με βάση τους όρους συγκεκριμένου διατάγματος πληρωμής.
Τα γεγονότα που είναι σχετικά με την κάθε μια από τις εν λόγω κατηγορίες αναφέρονται ξεχωριστά στις αντίστοιχες λεπτομέρειες αδικήματος. Σε όλες, όμως, είναι κοινός ο ισχυρισμός ότι το διάταγμα πληρωμής, δυνάμει του οποίου φέρεται να έχουν προκύψει οι προαναφερθείσες δόσεις, εκδόθηκε από το δικαστήριο στις 10.5.2007, στα πλαίσια προηγούμενης δικαστικής απόφασής του. Με βάση δε το διάταγμα αυτό, η πρώτη δόση ήταν πληρωτέα την 1.7.2007 και οι επόμενες την πρώτη μέρα κάθε επόμενου μηνός, μέχρι την εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους.
Στις 24.9.2012, η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση, όμως, ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν παρών, δεν κλήθηκε να απαντήσει στις κατηγορίες. Από το στάδιο δε εκείνο και μετά, η υπόθεση ακολούθησε άλλη πορεία. Συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος δικαστής εντόπισε μια ιδιαιτερότητα στο κατηγορητήριο, την οποία ανέδειξε, στη συνέχεια, σε μείζον προδικαστικό θέμα. Αυτή αφορά στο γεγονός ότι το εν λόγω διάταγμα μηνιαίων δόσεων είχε εκδοθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 60(1)/2008, επί των συγκεκριμένων προνοιών του οποίου βασίζονται τα αδικήματα. Θεωρώντας ότι, έτσι, προέκυπτε το ερώτημα, όπως το έθεσε: «αν ο εν λόγω νόμος τυγχάνει αναδρομικής ισχύος και καλύπτει και περιπτώσεις μηνιαίων δόσεων όπου το διάταγμα εκδόθηκε πριν να τεθεί σε ισχύ ο πιο πάνω νόμος», κάλεσε το συνήγορο των εφεσειόντων να αγορεύσει επ' αυτού. Κατά την ημερομηνία που η υπόθεση είχε οριστεί για τον πιο πάνω σκοπό, ο συνήγορος των εφεσειόντων τοποθετήθηκε, εισηγούμενος ότι η καθ' αυτό πράξη, η οποία δημιουργεί το αδίκημα, εννοώντας ως τέτοια τις σχετικές παραλείψεις του κατηγορουμένου για πληρωμή των προαναφερθεισών δόσεων, συνέβηκε μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 60(Ι)/2008.
Κατά το στάδιο εκείνο, ο κατηγορούμενος δεν ήταν, πλέον, παρών στο δικαστήριο, ούτε εκπροσωπείτο. Η ίδια κατάσταση υφίσταται και ενώπιον του Εφετείου. Εμφάνιση υπάρχει μόνο εκ μέρους των εφεσειόντων, από το συνήγορο ο οποίος τους είχε εκπροσωπήσει και στο Επαρχιακό Δικαστήριο και υπέβαλε, για λογαριασμό τους, την παρούσα έφεση.
Το πιο πάνω ερώτημα ήταν και το μοναδικό το οποίο απασχόλησε το δικαστήριο. Το εξέτασε από την άποψη της αναδρομικότητας, την οποία διείδε, των προνοιών του άρθρου 3(1)(γ), έτσι όπως ακριβώς το έθεσε· με αναφορά, απλώς, στο λεκτικό που χρησιμοποιείται για τη διατύπωσή του. Δε συνέδεσε το θέμα της αναδρομικότητας με το γεγονός το οποίο επισημαίνει στην απόφασή του, ότι, με τις πρόνοιές του, το εν λόγω άρθρο, ουσιαστικά, δημιουργεί ποινικό αδίκημα. Με τέτοια αντιμετώπιση δε, το εν λόγω ερώτημα θα ετίθετο στην ορθή του βάση.
Εν πάση περιπτώσει, μετά από προβληματισμό, όπως αυτός αναπτύσσεται στην απόφασή του, και στη βάση, πάντοτε, των πιο πάνω ισχυρισμών στο κατηγορητήριο, το δικαστήριο κατέληξε ότι, επειδή ο συγκεκριμένος Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, αφού δεν περιέχει και οποιαδήποτε ρητή πρόνοια προς τούτο, η υπόθεση δεν μπορούσε να προχωρήσει περαιτέρω. Ως εκ τούτου, προέβη στην απόρριψή της από το στάδιο εκείνο, απαλλάσσοντας, συγχρόνως, τον κατηγορούμενο από όλες τις κατηγορίες τις οποίες αυτός αντιμετώπιζε.
Με το μοναδικό λόγο έφεσης που αναφέρεται στη σχετική ειδοποίηση, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγείται ότι δεν τίθεται θέμα, στην προκειμένη περίπτωση, εξέτασης κατά πόσο ο συγκεκριμένος Νόμος έχει ή όχι αναδρομική ισχύ, αφού τα αδικήματα τα οποία περιλήφθηκαν στο κατηγορητήριο, στην πραγματικότητα, διαπράχθηκαν μετά που αυτός ετέθη σε ισχύ. Την πιο πάνω θέση ανέπτυξε και κατά την ακρόαση της έφεσης, μέσω του διαγράμματός του και με συγκεκριμένες επισημάνσεις κατά την προφορική αγόρευσή του. Πρόκειται για τη θέση που είχε προβάλει και πρωτοδίκως, η οποία, όμως, δεν έγινε αποδεκτή.
Το θέμα το οποίο τίθεται, πλέον, προς εξέταση, όπως αυτό έχει διασαφηνιστεί πιο πάνω, αφορά στο θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου να τυγχάνει προστασίας, με βάση το νόμο· με ιδιαίτερη αναφορά, στην προκειμένη περίπτωση, στο δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το ΄Αρθρο 12.1 του Συντάγματος. Αυτό προβλέπει ότι:-
«1. Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής ...»
Παρόμοια πρόνοια υπάρχει στο ΄Αρθρο 7.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία έχει επικυρωθεί από τον ομώνυμο Νόμο 39/1962. ΄Οπως δε προκύπτει από την υπόθεση Waddington v. Miah [1974] 2 All E.R. 377 (H.L), το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το κοινοδίκαιο. ΄Οσον αφορά το αντίστοιχο δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 12.1 του Συντάγματος, λόγω της καθολικότητάς του, το ΄Αρθρο 35 του Συντάγματος επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στη Δικαστική Εξουσία ρητή υποχρέωση για διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του.
Επανερχόμενος στο άρθρο 3(1)(γ), όπως διαπιστώνεται από τις πρόνοιές του, αυτό, στην ευθεία εφαρμογή του, δεν ποινικοποιεί οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη η οποία συνέβηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου, στις 18.7.2008. Με τη χρήση, όμως, της φράσης σε αυτό «είχε διαταχθεί», εννοώντας την έκδοση εναντίον του οφειλέτη του διατάγματος πληρωμής, μπορεί, εύλογα, και ως θέμα ερμηνείας πάντοτε, να θεωρηθεί ότι επιτρέπει, ώστε, στην κατάλληλη περίπτωση, να μπορεί να ληφθεί υπόψη ως συστατικό στοιχείο του συγκεκριμένου αδικήματος και διάταγμα πληρωμής το οποίο είχε εκδοθεί πριν από την πιο πάνω ημερομηνία και συνέχισε και μετά από αυτή να βρίσκεται σε ισχύ. Ο λόγος είναι ότι η πιο πάνω φράση, ως έχει, στην πραγματικότητα, παραπέμπει σε παρελθόντα χρόνο με δεδομένη την ημερομηνία, ανωτέρω, έναρξης της ισχύος του Νόμου. Επομένως, με όλο το δέοντα σεβασμό προς τον ευπαίδευτο δικαστή, η άποψή του ότι, στα πλαίσια της εφαρμογής του άρθρου 3(1)(γ), δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη διάταγμα πληρωμής δόσεων το οποίο είχε εκδοθεί πριν από τις 18.7.2008 θεωρώ ότι είναι λανθασμένη.
Η πιο πάνω διαπίστωση, όμως, δεν οδηγεί οπωσδήποτε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω άρθρο έχει αναδρομική ισχύ. ΄Οπως αναφέρεται από το Στυλιανίδη, Π., στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χ"Ιωάννου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 401, στη σελίδα 429:-
«Αναδρομικός θεωρείται ο νόμος ο οποίος αφαιρεί ή μειώνει οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα που αποκτήθηκε με βάση τους παρόντες νόμους, ή δημιουργεί νέα υποχρέωση, ή επιβάλλει νέο καθήκον, ή συνάπτει νέα ανικανότητα αναφορικά με συναλλαγές ή παροχές του παρελθόντος. Νόμος δεν ονομάζεται αναδρομικός γιατί μέρος των προϋποθέσεων για την ενέργειά του προέρχεται χρονικά πριν τη θέσπισή του - (βλ. Craies on Statute Law (1971), 7η έκδοση, σελ. 387).»
Η ίδια διατύπωση απαντάται και στην απόφαση του Λόρδου Brightman, στην υπόθεση Yew Bon Tew ν. Kenderaan Bas Mara [1982] 3 All E.R. 833 (P.C.), στη σελίδα 836.
Μια ποινική πρόνοια θεωρείται ότι επενεργεί αναδρομικά, εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτή εξουσιοδοτεί την απόδοση σε πρόσωπο ποινικής ευθύνης για πράξη ή παράλειψή του, η οποία δε συνιστούσε ποινικό αδίκημα κατά το χρόνο της τέλεσής της, (βλ. Waddington v. Miah, ανωτέρω). Στο κυπριακό δίκαιο, ο συνταγματικός νομοθέτης, με την προεκτεθείσα πρόνοια του ΄Αρθρου 12.1, τάσσεται ευθέως κατά της πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος σε τέτοια νομοθετική πρόνοια, όπως αυτή που αναφέρεται πιο πάνω. Επομένως, το θέμα της αναδρομικότητας περιορίζεται στην ερμηνεία της υπό αναφορά νομοθετικής πρόνοιας.
Προς επιβεβαίωση της προηγηθείσας διαπίστωσης σε σχέση με την ευθεία εφαρμογή του άρθρου 3(1)(γ), αυτό, με την εναρκτήρια φράση «παραλείψει να καταβάλει», σαφώς παραπέμπει σε μέλλοντα χρόνο, δεδομένης της έναρξης της ισχύος του Νόμου στις 18.7.2008. Αναφέρεται δε στη μη πληρωμή, από τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη, δόσης κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα, η οποία «είχε διαταχθεί» στα πλαίσια έκδοσης διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις. ΄Οπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, η τελευταία πιο πάνω φράση παραπέμπει και σε διάταγμα πληρωμής, το οποίο δυνατό να προϋπήρχε του Νόμου, ως συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος, το οποίο, όμως, συντελείται λόγω της μελλοντικής παράλειψης πληρωμής.
Κατά την εξέταση ειδικά του θέματος αυτού, τίθεται ευθέως το ερώτημα κατά πόσο η πιο πάνω ρύθμιση προσδίδει αναδρομικότητα στο άρθρο 3(1)(γ). Η απάντηση, η οποία δίδεται από τη σχετική νομολογία, είναι αρνητική. ΄Οπως αναφέρεται, συναφώς, από το Staughton L.J., στην υπόθεση Secretary of State v. Tunnicliffe [1991] 2 All E.R. 712, στη σελίδα 723:-
"It is well established that the presumption against retrospective legislation does not necessarily apply to an enactment merely because 'a part of the requisites for its action is drawn from time antecedent to its passing' (see R v Inhabitants of St Mary, Whitechapel (1848) 12 QB 120 at 127, 116 ER 811 at 814 per Lord Denman CJ)."
Προχωρώντας δε περαιτέρω, ο Δικαστής Staughton υιοθετεί ανάλογο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Morris στην Customs and Excise Comrs v. Thorn [1975] 3 All E.R. 881, στη σελίδα 890, όπου υπήρξε παρόμοια αντιμετώπιση, σε σχέση, όμως, με φορολογική ρύθμιση.
΄Ιδια είναι η αντιμετώπιση του θέματος και από την κυπριακή νομολογία. Πέραν από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Χ"Ιωάννου κ.α., ανωτέρω, το σχετικό απόσπασμα από την οποία παρατίθεται πιο πάνω, το θέμα απασχόλησε και σε προηγούμενη νομολογία. Ενδεικτικά, αναφέρονται οι υποθέσεις Santis and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 419, και Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181, στη σελίδα 1187. Στην πρώτη από τις δύο, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, διαπιστώνει, στη σελίδα 423, ότι:-
"It is imperative to keep in perspective that a statute is not retrospective in character merely because the rights accruing thereunder are determinable by reference to passed events. Events of the past and experience gained in times gone is the underlying theme of most statutes."
Στην προκειμένη περίπτωση, η συμπερίληψη στις λεπτομέρειες κάθε αδικήματος γεγονότος το οποίο προϋπήρχε της έναρξης της ισχύος του Ν. 60(Ι)/2008, δηλαδή του διατάγματος πληρωμής μηνιαίων δόσεων, το οποίο είχε εκδοθεί στις 10.5.2007, δεν προσδίδει, ασφαλώς, αναδρομικότητα στο Νόμο και, ειδικά, στις πρόνοιές του, ανωτέρω, επί των οποίων τα αδικήματα έχουν βασιστεί. Ωστόσο, έστω και αν η ύπαρξη του προϋπάρχοντος διατάγματος αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο, το εν λόγω αδίκημα συντελείται μόνο εφόσον σημειώνεται παραβίαση των όρων του, με την παράλειψη εμπρόθεσμης πληρωμής των δόσεων, μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Είναι δε η παραβίαση αυτή η οποία αποτελεί την ουσία του πράγματος. Στην παρούσα περίπτωση, τέτοια παράλειψη πληρωμής μηνιαίων δόσεων έχει, κατ' ισχυρισμό, σημειωθεί, κατ' επανάληψη, μεταξύ των ημερομηνιών 1.10.2010 και 1.4.2012, συμπεριλαμβανομένων, οι οποίες χρονικά τοποθετούνται μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 60(Ι)/2008 στις 18.7.2008.
΄Ενα τελευταίο θέμα, το οποίο με έχει προβληματίσει, αφορά στο κατά πόσο είναι δυνατό οι πρόνοιες του άρθρου 3(1(γ) να καταργούν κεκτημένα δικαιώματα του εφεσίβλητου. Το πρώτο που θα πρέπει να αναφερθεί σε σχέση με αυτό είναι ότι δεν ηγέρθη τέτοιο θέμα με την πρωτόδικη απόφαση και, επομένως, δεν υπάρχει και ανάλογος λόγος έφεσης. ΄Επειτα, τα κεκτημένα δικαιώματα είναι ατομικά δικαιώματα του κάθε ανθρώπου, (βλ. Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, σελίδα 428), ο οποίος, έχοντας πλήρη γνώση αυτών και ενεργώντας με την ελεύθερη βούλησή του, μπορεί ακόμα και να παραιτηθεί από τη διεκδίκησή τους. Είναι, όμως, επίσης, πιθανόν το πρόσωπο αυτό να επιμένει στην προς όφελός του αναγνώρισή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, κανένα από τα δύο δεν έχει συμβεί, για τον απλούστατο λόγο ότι ο εφεσίβλητος, έστω και τη μοναδική φορά που εμφανίστηκε στο δικαστήριο, στις 24.9.2012, δεν ήγειρε οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με την πτυχή αυτή.
Εν πάση περιπτώσει, ως εκ των ανωτέρω, θεωρώ ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και, άρα, η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ