ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χατζηχαμπής, Δημήτριος Χαραλάμπου Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Ε. Ευσταθίου με Δ. Παυλίδη και Κ. Λούτσιου (κα), για τον Εφεσείοντα. Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-05-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 55/2012, 21/5/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:B340

(2014) 2 ΑΑΔ 353

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 55/2012)

 

 

21 Μαίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Ε. Ευσταθίου με Δ. Παυλίδη και Κ. Λούτσιου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Κλεόπα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Μ. Πασιαρδή (κα)

 Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.:  Τη νύκτα της 12/12/2008, ο ισοβίτης Ανδρέας Προκοπίου Κίτα, απέδρασε από το Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, στο οποίο νοσηλευόταν για μεγάλη χρονική περίοδο (5/6/2008 - 12/12/2008), για να συλληφθεί λίγο αργότερα, το ίδιο βράδυ, στη Λευκωσία.

 

Η απόδραση του Κίτα ήταν το γεγονός που έδωσε το έναυσμα, σε πρώτο στάδιο, για τη διερεύνηση των λόγων αλλά και των συνθηκών κράτησης του στο Απολλώνειο Νοσοκομείο και σε δεύτερο στάδιο, για την ποινική δίωξη του εφεσείοντα, Διευθυντή τότε των Κεντρικών Φυλακών. Εναντίον του τελευταίου καταχωρήθηκε η Ποινική Υπόθεση 8211/2009.

 

Αρχικά, μαζί με τον εφεσείοντα κατηγορούντο και τέσσερα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου. Στην πορεία όμως, η ποινική δίωξη των συγκατηγορούμενων του εφεσείοντα ανεστάλη, με αποτέλεσμα η Υπόθεση 8211/2009, ενόψει της μη παραδοχής του τελευταίου στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, να προχωρήσει σε ακρόαση σε σχέση μόνο με τον ίδιο. Εναντίον των άλλων τεσσάρων πρώην συγκατηγορούμενων του εφεσείοντα καταχωρήθηκε χωριστή ποινική υπόθεση.

 

Ο εφεσείων αντιμετώπιζε 11 συνολικά κατηγορίες. Έξι από αυτές (κατηγορίες 12-17) αφορούσαν παράλειψη υπηρεσιακού καθήκοντος, κατά παράβαση του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και των άρθρων 18 και 19 του περί Φυλακών Νόμου 62(Ι)/96, ενώ οι υπόλοιπες πέντε (κατηγορίες 18-22) αφορούσαν κατάχρηση εξουσίας κατά παράβαση του άρθρου 105 του ίδιου Κεφαλαίου.

 

Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες Αδικήματος των κατηγοριών 12-17, ο εφεσείων, κατά τη διάρκεια που ο συγκεκριμένος ισοβίτης νοσηλευόταν στο Απολλώνειο Νοσοκομείο, εσκεμμένα, δεν έλαβε όλα τα μέτρα για                        (α) διασφάλιση της ασφαλούς κράτησης και φύλαξης του ισοβίτη (κατηγορίες 12 και 13), (β) δεν μερίμνησε ώστε να ελέγχονται οι επισκέψεις τρίτων στον ισοβίτη (κατηγορία 14), (γ) δεν μερίμνησε ώστε οι επισκέπτες του ισοβίτη να υποβάλλονται σε σωματική έρευνα (κατηγορία 15), (δ) δεν μερίμνησε ώστε οι επικοινωνίες του να ελέγχονται και να διεξάγονται κατά τον επιτρεπόμενο τρόπο (κατηγορία 16) και τέλος, δεν μερίμνησε ώστε να κρατείται υπό τις επιβαλλόμενες συνθήκες (κατηγορία 17).

 

Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες Αδικήματος των κατηγοριών 18-22, ο εφεσείων, κατά τη διάρκεια νοσηλείας του Κίτα στο Απολλώνειο Νοσοκομείο, «κατά κατάχρηση εξουσίας που ανάγεται στα καθήκοντα του απέτρεψε τον Επιθεωρητή Φυλακών Σταμάτη Ταραπουλούζη», από του να: (α) Προβεί στην αφαίρεση κινητού τηλεφώνου το οποίο είχε στην κατοχή του ο συγκεκριμένος ισοβίτης (κατηγορία 18), (β) προβεί στην απαγόρευση των επισκέψεων (κατηγορία 19), (γ) προβεί στην απαγόρευση διαμονής της Zing Zhu στο ίδιο δωμάτιο με τον Κίτα (κατηγορία 20), (δ) λάβει όλα τα μέτρα για τη διασφάλιση της ασφαλούς κράτησης και φύλαξης του Κίτα (κατηγορία 21), (ε) και ότι επέτρεψε ο ίδιος στον Κίτα στις 26/7/2008 να κατέχει κινητό τηλέφωνο (κατηγορία 22).

 

Η ακροαματική διαδικασία διήρκεσε περίπου τρία χρόνια και περιλάμβανε 40 και πλέον δικασίμους, στα πλαίσια της δε κατέθεσαν 26 μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή, ενώ για την υπεράσπιση, εκτός από τον εφεσείοντα, ο οποίος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως, κατέθεσαν ακόμα τρεις μάρτυρες.

 

Με τη μακροσκελέστατη (178 σελίδες) απόφασή του, στην οποία καταπιάνεται διεξοδικά με τη μαρτυρία, λεπτομέρειες της οποίας και παραθέτει και στην οποία αναλύει τη νομική πτυχή της υπόθεσης με αναφορά στα εκατέρωθεν επιχειρήματα, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στις κατηγορίες 12, 14, 16, 17 και 22, ενώ τον αθώωσε και τον απάλλαξε στις κατηγορίες 13, 15, 18, 19, 20 και 21.

 

Στον εφεσείοντα επεβλήθησαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 μηνών στις κατηγορίες 12, 14, 16 και 17, ενώ στην κατηγορία 22 δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή.

 

Την ορθότητα της καταδίκης του, ο εφεσείων αμφισβητεί με ένα λόγο έφεσης, τον οποίο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο, μαζί με την αιτιολογία του, οι πτυχές της οποίας αποτέλεσαν τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους η όλη επιχειρηματολογία των δικηγόρων του, περιστράφηκε:

 

"ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση εσφαλμένα κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα για τα αδικήματα της 12ης, 14ης, 16ης, 17ης και 22ης κατηγορίας διότι ενήργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης και παρερμηνείας των σχετικών Διατάξεων του Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το Νόμο και τους Κανονισμούς που διέπουν τα καθήκοντα και/ή τις εξουσίες του Διευθυντή των Φυλακών, αξίωμα το οποίο κατέχει ο εφεσείων και κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο της κατ' ισχυρισμό διαπράξεως των αδικημάτων του Κατηγορητηρίου.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

 

(α) Σύμφωνα με τον περί Φυλακών Νόμο του 1996 και 1997, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19 του Νόμου αυτού καθορίζονται οι εξουσίες και τα καθήκοντα του Διευθυντή των Φυλακών.

 

(β) Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία των Διατάξεων αυτών ο Διευθυντής ασκεί πλήρη καθήκοντα μέσα στο χώρο των Κεντρικών Φυλακών, οσάκις δε, καθίσταται αναγκαίο για διάφορους λόγους αυτός να κρατείται εκτός του χώρου των Κεντρικών Φυλακών, ο κρατούμενος θα πρέπει να μεταφέρεται σε χώρους τους οποίους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει καθορίσει ως Φυλακές σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου.

 

(γ) Η εξουσία του Υπουργού να καθορίζει ως Φυλακές, άλλους χώρους εκτός των Κεντρικών Φυλακών υποδηλώνει ότι τούτο εθεσπίστη ώστε να μπορεί ο Διευθυντής των Φυλακών να ασκεί τις εξουσίες του κατά τον ίδιο απαράλλακτο τρόπο όπως και στα υποστατικά και το χώρο των Κεντρικών Φυλακών.

 

(δ) Το Δικαστήριο εταύτισε τις Διατάξεις του Κανονισμού 25 των Κεντρικών Φυλακών με τις Διατάξεις των άρθρων του Νόμου με αποτέλεσμα να θεωρηθεί από το Δικαστήριο ότι το Απολλώνιο Νοσοκομείο απετέλη επέκταση ή παράρτημα των Κεντρικών Φυλακών.

 

(ε) Το ότι ένας κρατούμενος βρίσκεται υπό τη νόμιμη κράτηση του Διευθυντή τόσο στις φυλακές (Κεντρικές ή άλλες φυλακές σύμφωνα με απόφαση του Υπουργού) όσο και όταν αυτός εξέρχεται των φυλακών για να διαμείνει σε άλλο χώρο, δε σημαίνει ότι οι εξουσίες του Διευθυντή και τα καθήκοντά του, βάσει του άρθρου 18 και 19 του Νόμου, μπορούν να ασκηθούν στον άλλο αυτό χώρο με τον ίδιο απαράλλακτο τρόπο όπως ασκούνται στις φυλακές ώστε να θεωρείται υπεύθυνος.

 

(στ) Τόσο ο περί Φυλακών Νόμος όσο και ο Κανονισμός 25 απλώς καθορίζουν ότι η κράτηση ενός καταδίκου είναι νόμιμη είτε αυτός βρίσκεται εντός του χώρου των Κεντρικών Φυλακών είτε έξω από αυτόν, ως εξαίρεση του δικαιώματος της ελευθερίας το οποίο απονέμει στους πολίτες της χώρας μας, τόσο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση διά τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όσο και το άρθρο 11 του Συντάγματος.

 

(ζ) Η ταυτοποίηση του χώρου των Κεντρικών Φυλακών με τον ιδιωτικό χώρο του Απολλώνιου Νοσοκομείου και η συνακόλουθη επιφόρτιση του εφεσείοντα να ασκήσει τα ίδια καθήκοντα και εις το χώρο του Απολλώνιου Νοσοκομείου με αυτά των φυλακών ως εάν το Νοσοκομείο να ήταν παράρτημα των φυλακών, απετέλεσε νομική πλάνη απότοκος της οποίας ήταν η εσφαλμένη καταδίκη του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων επιφυλάττει εις τον εαυτόν του το δικαίωμα να παραθέσει Συμπληρωματικούς Λόγους Εφέσεως κατά της ποινής μετά την πλήρη μελέτη των πρακτικών της υποθέσεως."

 

 

Με ένα λόγο έφεσης, αμφισβητείται και η ορθότητα της ποινής που επεβλήθη στον εφεσείοντα. Είναι η θέση του τελευταίου ότι η ποινή που του επιβλήθηκε, είτε είναι έκδηλα υπερβολική (manifestly excessive), είτε συνιστά προϊόν σφάλματος αρχής (wrong in principle).

 

Έφεση κατά της καταδίκης

 

Στο βαθμό και την έκταση που για σκοπούς της παρούσας έφεσης μας ενδιαφέρει, τα γεγονότα, όπως αυτά προκύπτουν από τις σχετικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, οι οποίες να σημειωθεί δεν αμφισβητούνται, είναι συνοπτικά τα εξής:

 

Κατά τη διάρκεια της εξάμηνης παραμονής του ισοβίτη Κίτα στο Απολλώνειο Νοσοκομείο, ο ισοβίτης είχε στη διάθεση του κινητά τηλέφωνα, φορητό υπολογιστή, δεύτερη τηλεόραση με συνδρομητικό κανάλι, παράγγελλε φαγητά με παράδοση «κατ' οίκον», κυκλοφορούσε ελεύθερα στο διάδρομο και ιδιαίτερα στο δωμάτιο στο οποίο διέμενε γνωστός άνθρωπος του υποκόσμου με τους μπράβους του, συναντούσε άλλους ανθρώπους μέλη του υποκόσμου, δεχόταν ανεξέλεγκτες επισκέψεις, ασχολείτο με τα στοιχήματα και είσπραττε τα κέρδη του τα οποία, να σημειωθεί, σε κάποιο στάδιο ανήλθαν σε €80.000. Στο ίδιο δωμάτιο διέμενε μαζί του και η σύζυγος του, συναντούσε τους φίλους και συνεργάτες του όποτε ήθελε και για όσο χρόνο επιθυμούσε και είχε στην κατοχή του πιστόλι. Η παρουσία των φρουρών περιοριζόταν αποκλειστικά έξω από το δωμάτιο, του οποίου η είσοδος ήταν κλειστή, ενώ το μοναδικό παράθυρο του δωματίου στο οποίο διέμενε ο ισοβίτης, ήταν μόνιμα ξεκλείδωτο. Κανένας δεν νοιαζόταν, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, «για το κλείδωμα του μοναδικού παραθύρου, ώσπου έφθασε στο σημείο (ο ισοβίτης) να θεωρήσει ότι μπορούσε άνετα να «μπαινοβγαίνει» στο Απολλώνειο κυκλοφορώντας όπως ήθελε στη Λευκωσία. Αρκεί να υπενθυμίσω μερικούς χαρακτηρισμούς που ακούστηκαν εδώ από τους δεσμοφύλακες», επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, «όπως το ότι ήταν όλα «φλου», ήταν «ένας ελεύθερος ισοβίτης», ήταν «μια χαλαρή κατάσταση» και ότι οι διαταγές ήταν «στα χαρτιά» και για «το θεαθήναι», αφού όλα ήταν γνωστά στον κατηγορούμενο Διευθυντή».

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και τα γεγονότα που προκύπτουν από αυτές, δεν αμφισβητούνται από τον εφεσείοντα, όπως δεν αμφισβητείται ότι για ένα μεγάλο μέρος των εν λόγω γεγονότων, ο εφεσείων είχε ιδίαν γνώση, ενώ για τα υπόλοιπα είχε τύχει έγκαιρης και λεπτομερούς πληροφόρησης από υφισταμένους του. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι ο εφεσείων ήταν, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο Δημόσιος Λειτουργός, εντός της εννοίας του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως δεν αμφισβητείται ότι, ενόσω ο Κίτας διέμενε στο Απολλώνειο Νοσοκομείο, ο ισοβίτης εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό τη νόμιμη κράτηση του εφεσείοντα, εντός της εννοίας του Κανονισμού 25[1]. Από την υπεράσπιση δεν αμφισβητείται επίσης η ορθότητα της ερμηνείας που το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε στον όρο "Wilful neglect", απαραίτητο συστατικό στοιχείο του άρθρου 134[2] του Ποινικού Κώδικα, οι πρόνοιες του οποίου αποτελούν έναν από τους βασικούς πυλώνες, αν όχι το βασικότερο, επί του οποίου εδράζεται το νομικό υπόβαθρο των τεσσάρων από τις πέντε κατηγορίες, στις οποίες ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος (κατηγορίες 12, 14, 16 και 17). Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση τόσο από την κυπριακή όσο και από την αγγλική νομολογία. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις αγγλικές αποφάσεις R. v. Sheppard (1981) Cr. App. R. 82 και RVG (2004)              1 Cr. App. R. 237. Αναφορά το πρωτόδικο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, έκαμε και στις κυπριακές αποφάσεις Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 40, Azinas v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Ξυδιάς ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, όπως και στα συγγράμματα Archbold 2006, παρ. 14-47, Stephen's Digest of Criminal Law, 9η Έκδοση, 1950, p. 114, Art. 145, Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 10, σελ. 272, υποσημείωση (ο) και σελ. 285, παρ. 526 και Smith & Hogan Criminal Law, 9η Έκδοση, σελ. 69.

 

Είναι η θέση της υπεράσπισης, θέση η οποία απορρίπτεται από την άλλη πλευρά, ότι, κατά τη διάρκεια κράτησης του Κίτα στο Απολλώνειο, αν και ο ισοβίτης εξακολουθούσε να τελεί υπό τη νόμιμη κράτηση του εφεσείοντα, ο τελευταίος δεν είχε τόσες εξουσίες όσες θα είχε αν ο Κίτας κρατείτο στις Κεντρικές Φυλακές, και αυτό γιατί ο ιδιωτικός χώρος του Απολλώνειου στον οποίο ο ισοβίτης κρατείτο, δεν είχε κηρυχθεί ως φυλακή από τον αρμόδιο Υπουργό, δυνάμει του άρθρου 3[3] του Νόμου 62(Ι)/96. Με δεδομένο αυτό το γεγονός, δηλαδή της μη κήρυξης ως φυλακής του δωματίου στο οποίο ο Κίτας διέμενε, το πεδίο εντός του οποίου ο εφεσείων, είχε καθήκον να λειτουργήσει ως Διευθυντής Φυλακών, είχε, σύμφωνα με την υπεράσπιση, δραστικά περιοριστεί και μάλιστα είχε σε τέτοιο βαθμό περιοριστεί, ώστε οι παραλείψεις που του καταλογίζονται να μην συνιστούν παραβάσεις καθήκοντος εντός της εννοίας του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα. Ήταν επίσης η θέση της υπεράσπισης ότι, ο εφεσείων, με στόχο τη θεραπεία της κατάστασης, έκαμε ό,τι ήταν δυνατό υπό τις περιστάσεις και δεν μπορούσε να κάμει οτιδήποτε περισσότερο.

 

Επομένως, το ερώτημα που εγείρεται και στο οποίο καλούμεθα να δώσουμε απάντηση είναι το κατά πόσο τις εξουσίες, που, ως Διευθυντής Φυλακών είχε και απολάμβανε «εντός των τειχών» των φυλακών, ο εφεσείων, εξακολουθούσε να έχει και να απολαμβάνει και «εκτός των τειχών», εφόσον δεν αμφισβητείται, και ορθά οφείλουμε να πούμε δεν αμφισβητείται, από μεν τον εφεσείοντα ότι, η ομολογουμένως δημιουργηθείσα σε σχέση με τις συνθήκες κράτησης του ισοβίτη στο Απολλώνειο, απαράδεκτη κατάσταση, ήταν προϊόν αποκλειστικά της μη εφαρμογής των σχετικών προνοιών της περί Φυλακών Νομοθεσίας και των δυνάμει αυτής εκδοθέντων Κανονισμών, όπως και των σχετικών με το συγκεκριμένο θέμα τελούντων κατά τον κρίσιμο χρόνο Διαταγών, από δε τον εφεσίβλητο, ότι το δωμάτιο στο οποίο κρατείτο ο Κίτας, δεν είχε κηρυχθεί ως φυλακή δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου.

 

Τα καθήκοντα του εφεσείοντα και επ' αυτού δεν ανέκυψε διαφωνία, γενικά προκύπτουν από τις πρόνοιες της περί Φυλακών Νομοθεσίας και συγκεκριμένα του περί Φυλακών Νόμου 62(Ι)/96, τους περί Φυλακών (Γενικούς) Κανονισμούς Κ.Δ.Π. 121/97, το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση Διευθυντή Φυλακών Σ.Υ. 26/99 και τους όρους υπηρεσίας Διευθυντή, τους οποίους ο εφεσείων είχε αποδεχθεί.

 

Σύμφωνα με τους όρους του σχεδίου υπηρεσίας, ο Διευθυντής είναι υπεύθυνος για την οργάνωση και διοίκηση των φυλακών, την πειθαρχία του προσωπικού και των καταδίκων και για την εφαρμογή της σχετικής περί Φυλακών Νομοθεσίας. Ο Διευθυντής θα πρέπει, σύμφωνα με τους όρους υπηρεσίας, οι οποίοι παραπέμπουν στο σχέδιο υπηρεσίας, να είναι πιστός και να σέβεται το Νόμο και να εκτελεί τα καθήκοντα του με επιμέλεια και αφοσίωση.

 

Οι εξουσίες και τα καθήκοντα του Διευθυντή, όπως, από τα άρθρα 18, 19 και 15(1) του περί Φυλακών Νόμου 62(Ι)/96, προκύπτουν, συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση ως εξής:

 

"- Προΐσταται όλων των υπηρεσιών των Φυλακών και υπό την εποπτεία του Υπουργού, είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο, την επίβλεψη και γενικά τη διοίκηση των Φυλακών.

-      Είναι υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία των Φυλακών και αρμόδιος για την εκδίκαση και επιβολή ποινών για πειθαρχικά παραπτώματα από κρατούμενους.

-      Είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια στις Φυλακές, μεριμνά για την τήρηση της πειθαρχίας και της τάξης, ορίζει τα καθήκοντα του προσωπικού, είναι αρμόδιος για την ενεργοποίηση της διαδικασίας εκδίκασης των πειθαρχικών παραπτωμάτων που διαπράττονται από μέλη του προσωπικού, κατευθύνει τον τρόπο μεταχείρισης των κρατουμένων και εκδίδει για τους σκοπούς αυτούς, καθώς και για κάθε άλλη δραστηριότητα στις Φυλακές τις απαιτούμενες διαταγές και οδηγίες.

-      Έχει την εξουσία να επιτρέπει τη μεταφορά κρατουμένου με κατάλληλη συνοδεία εκτός των Φυλακών, μεταξύ άλλων σε ιδιωτική κλινική για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη."

 

 

Στην πρωτόδικη απόφαση συνοψίζονται επίσης οι εξουσίες του Διευθυντή, όπως αυτές προκύπτουν από τις πρόνοιες των Κανονισμών που είχαν εκδοθεί δυνάμει του Νόμου. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

"Καν. 7  -  Η μεταχείριση των κρατουμένων πρέπει να αποβλέπει μεταξύ άλλων στην ασφαλή κράτηση τους.

 

 Καν. 8  -    Η πειθαρχία και η τάξη τηρούνται με αποφασιστικότητα.

 

Καν. 25 -    Κάθε κρατούμενος μετά την εισαγωγή του στις Φυλακές βρίσκεται υπό τη νόμιμη κράτηση του Διευθυντή. Θεωρείται επίσης ότι βρίσκεται υπό τη νόμιμη κράτηση του Διευθυντή και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κρατούμενος μεταφέρεται ή βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο εκτός των Φυλακών, είτε κατόπιν άδειας του Διευθυντή, είτε κατόπιν οποιασδήποτε άλλης νόμιμης εξουσιοδότησης.

 

Καν. 72 - (1) Σε περίπτωση που η αναγκαία θεραπευτική αγωγή του κρατουμένου δεν μπορεί να προσφερθεί από τις κυβερνητικές ιατρικές υπηρεσίες, ο ιατρικός λειτουργός μπορεί να παραπέμψει τον κρατούμενο σε ιδιωτική κλινική ύστερα από σχετική έγκριση του Διευθυντή σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από αυτόν σε κάθε περίπτωση.

 

                 (2) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο ιατρικός λειτουργός ύστερα από σχετική έγκριση του Διευθυντή μπορεί να παραπέμψει ασθενή κρατούμενο σε ιδιωτική κλινική, κατόπιν επιθυμίας του ίδιου του κρατουμένου, νοουμένου ότι, τα ιατρικά έξοδα θα βαρύνουν τον ίδιο. Η ιδιωτική κλινική πρέπει να ευρίσκεται μέσα στα όρια της ευρύτερης αστικής περιοχής της Λευκωσίας, να μην υπάρχουν σοβαροί λόγοι ασφαλείας για τους οποίους να μην ενδείκνυται η μεταφορά του κρατουμένου σε ιδιωτική κλινική και να υπάρχει διαθέσιμο το αναγκαίο προσωπικό για τη φύλαξη του κρατουμένου στο χώρο νοσηλείας του.

 

Καν. 152(3) - Ο Διευθυντής μπορεί να εκδίδει επιπρόσθετες γραπτές οδηγίες και διαταγές προς το προσωπικό για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή των πιο πάνω κανονισμών και τη διατήρηση της ασφάλειας, της πειθαρχίας και της τάξης μέσα στις Φυλακές."

 

 

Σ' αυτό το στάδιο θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι, κατά την εισαγωγή του ισοβίτη στο Απολλώνειο Νοσοκομείο, δεν τέθηκαν εξειδικευμένοι όροι και προϋποθέσεις σχετικά με την κράτηση του τελευταίου, ως οι πρόνοιες του Κανονισμού 72(1) προνοούν, υπήρχαν όμως σε ισχύ            δύο Διαταγές∙ η Διαταγή με αρ. 14/2002, η οποία αφορούσε Διαταγή προηγούμενου Διευθυντή και ίσχυε από τις 10/7/2002 και η Διαταγή με                 αρ. 53/2008 που αφορούσε Διαταγή του ίδιου του εφεσείοντα και ίσχυε από τις 26/9/2008. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, και οι δύο Διαταγές, εφόσον ίσχυαν για το υπόλοιπο προσωπικό, δεν μπορεί παρά να ίσχυαν και για τον εφεσείοντα, ο οποίος, όχι μόνο είχε καθήκον να τις εφαρμόσει, αλλά και καθήκον να επιτηρεί την εφαρμογή τους. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο τους:

 

Διαταγή αρ. 14/2002

 

"ΘΕΜΑ: Κράτηση κρατουμένων στα Νοσοκομεία για σκοπούς νοσηλείας

 

1.   Οι ώρες επισκέψεων των κρατουμένων στα Νοσοκομεία θα είναι εκείνες που καθορίζονται από τη Διεύθυνση του Νοσοκομείου.

 

2.   Στενοί συγγενείς (μητέρα, πατέρας, σύζυγος, τέκνα, αδέλφια, παππούς, γιαγιά, θείος, θεία και εγγόνια) μπορούν να τους επισκέπτονται. Άλλα πρόσωπα που θα ήθελαν να τους επισκεφθούν να εξασφαλίζουν εκ των προτέρων άδεια από τον Υπεύθυνο Αξιωματικό. Τόσο τα άτομα που τους επισκέπτονται όσον και η διάρκεια της επίσκεψης να καταγράφονται στο βιβλίο παραλαβής.

 

3.   Δεν επιτρέπεται στους κρατουμένους να χρησιμοποιούν φορητό τηλέφωνο. Επίσης δεν επιτρέπεται σε κανένα επισκέπτη να μεταφέρει εντός της αίθουσας που πρόκειται να κάμει επίσκεψη με τον κρατούμενο, φορητό τηλέφωνο.

 

4.   Υπενθυμίζεται το προσωπικό ότι απαγορεύεται να κατέχουν κατά τη διάρκεια του καθήκοντος τους φορητό τηλέφωνο.

 

5.   Δεν επιτρέπεται να εισέρχονται εντός της αίθουσας των κρατουμένων δημοσιογράφοι ή άλλα μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα με σκοπό να λαμβάνουν συνεντεύξεις ή δηλώσεις από τους κρατουμένους.

 

6.   Τα μέλη του προσωπικού Φυλακών που υπηρετούν στα Νοσοκομεία, σε περίπτωση οποιασδήποτε απορίας ή αμφιβολίας να αποτείνονται στη Διεύθυνση των Φυλακών για λήψη οδηγιών."

 

 

Διαταγή αρ. 53/2008

 

"ΘΕΜΑ: Ασφαλής κράτηση κρατουμένων σε Κυβερνητικά ή Ιδιωτικά  Νοσηλευτικά Ιδρύματα

 

    Εφιστώ την προσοχή των μελών του Προσωπικού οι οποίοι εκτελούν καθήκοντα φρούρησης κρατουμένων στα Κυβερνητικά ή Ιδιωτικά Νοσηλευτικά Ιδρύματα, στην πιστή εφαρμογή των πιο κάτω οδηγιών.

 

1. Αναγνώριση (υπάρχει φωτογραφία στον ιατρικό φάκελο), παραλαβή και παράδοση του κρατούμενου με υπογραφή στο ημερολόγιο.

 

2.  Παραλαβή και παράδοση του οπλισμού, ασύρματου, φορτιστή, τηλεφώνου, χειροπέδων, ποδοπέδων, υπογράφοντας το σχετικό έντυπο. Να λαμβάνονται όλα τα μέτρα ούτως ώστε να μην παρέχονται διευκολύνσεις στον κρατούμενο, να έχει πρόσβαση στα πιο πάνω.

 

3.  Ο ιατρικός φάκελος του κρατούμενου μεταφέρεται από υπεύθυνο μέλος του Προσωπικού μέσα σε ασφαλή τσάντα και παραδίδεται προς τον υπεύθυνο Ιατρικό Λειτουργό του Νοσηλευτικού Ιδρύματος χωρίς ο κρατούμενος να έχει οποιανδήποτε επαφή με αυτόν. Η ασφαλής επιστροφή του ιατρικού φακέλου γίνεται από το υπεύθυνο μέλος του Προσωπικού, ο οποίος τοποθετεί τον ιατρικό φάκελο σε ασφαλή τσάντα και τον παραδίδει σε αρμόδιο μέλος του Ιατρείου Φυλακών.

 

4.  Απαγορεύεται κάθε μετακίνηση του κρατούμενου από την πτέρυγα νοσηλείας εκτός μόνο με οδηγίες του θεράποντος Ιατρού και μετά από ενημέρωση του Φρούραρχου.

 

5.  Σε καμιά περίπτωση δε μένει ανεπιτήρητος ο κρατούμενος αλλά συνοδεύεται και φρουρείται οπουδήποτε μεταφέρεται εντός του Νοσοκομείου, εκτός κατά την ώρα της χειρουργικής επέμβασης.

 

6.  Οι κρατούμενοι να είναι προσδεμένοι με χειροπέδες ή ποδοπέδες, ανάλογα με την περίπτωση και μετά από αξιολόγηση και εντολή του Αξιωματικού Ασφαλείας ή Υπηρεσίας.

 

7.  Οι επισκέψεις επιτρέπονται μόνο από στενούς συγγενείς και μόνο μετά από ενημέρωση και έγκριση από τον Φρούραρχο ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό ή τον Αξιωματικό Υπηρεσίας. Νοείται ότι θα γίνεται έλεγχος ταυτότητας των επισκεπτών και τα ονόματα τους θα καταχωρούνται στο σχετικό βιβλίο και ότι θα τηρείται το ωράριο του Νοσοκομείου.

 

8.  Η κατοχή ή η χρήση κινητού τηλεφώνου απαγορεύεται. Μπορεί να επιτραπεί στον κρατούμενο να επικοινωνήσει τηλεφωνικά μόνο με στενούς συγγενείς, από το υπηρεσιακό τηλέφωνο, και μόνο μετά από έγκριση από τον Φρούραρχο, Αξιωματικό Ασφαλείας ή Υπηρεσίας.

 

    Παράλειψη συμμόρφωσης στα πιο πάνω, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

 

 

                                                    (Δρ. Μιχάλης Χ" Δημητρίου)

                                                 Διευθυντής Τμήματος Φυλακών"

 

 

Εξετάσαμε προσεκτικά τη θέση της υπεράσπισης. Κρίνουμε ότι η συνδυασμένη εφαρμογή όλων των πιο πάνω σχετικών με τα καθήκοντα και τις εξουσίες του εφεσείοντα, προνοιών, οδηγεί με ασφάλεια στην κατάληξη ότι τα καθήκοντα του εφεσείοντα και ιδιαίτερα το καθήκον του να διασφαλίσει συνθήκες ασφαλούς φύλαξης του ισοβίτη Κίτα και παράλληλα να διατηρήσει την πειθαρχία και την τάξη των υφισταμένων του, ιδιαίτερα των υφισταμένων του που ήσαν επιφορτισμένοι με τη φρούρηση του ισοβίτη στο Απολλώνειο Νοσοκομείο, αλλά και αυτού του ίδιου του ισοβίτη, δεν ατόνησαν, ούτε ακρωτηριάστηκαν ή με οποιοδήποτε τρόπο περιορίστηκαν ή ανεστάλησαν, επειδή ο ισοβίτης, ο οποίος κρατείτο εκτός φυλακών, κρατείτο σε χώρο ο οποίος δεν έτυχε της έγκρισης του Υπουργού Δικαιοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου. Το γεγονός ότι οι περισσότερες αναφορές στους σχετικούς Κανονισμούς αφορούν περιπτώσεις «εντός των τειχών των φυλακών», γεγονός που έδωσε και το έναυσμα για τη σχετική με το λόγο έφεσης 1 επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, ουδόλως διαφοροποιεί την κατάσταση. Τόσο οι πρόνοιες του Κανονισμού 25, τις οποίες έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω, όσο και οι πρόνοιες του Κανονισμού 72, στις οποίες επίσης έχουμε αναφερθεί πιο πάνω, αλλά και οι δύο Διαταγές, το περιεχόμενο των οποίων έχουμε παραθέσει αυτούσιο, μαρτυρούν του λόγου το ασφαλές. Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπιστώνει, «άλλη ερμηνεία θα ήταν παράλογη .... Άλλωστε δεν θα είχε νόημα να είναι υπό νόμιμη κράτηση ένας ισοβίτης, αλλά να μην έχει εξουσίες αυτός που ορίζεται από το Νόμο υπεύθυνος». Ιδιαίτερα, αναφορικά με τις Διαταγές 14/2002 και 53/2008 παρατηρούμε και τα αμέσως πιο κάτω.

 

Ο εφεσείων, ως Διευθυντής Φυλακών είχε την εξουσία να ανακαλέσει οποιαδήποτε από τις εν λόγω δύο Διαταγές, ή και τις δύο. Δεν το έπραξε όμως. Εφόσον δεν το έπραξε, τότε «δεν είναι δυνατόν», όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει, «οι υπόλοιποι να είχαν υποχρέωση τήρησης τους και ο ίδιος όχι». Εξάλλου, η θέση που υιοθέτησε και πρόβαλε πρωτόδικα ο εφεσείων, σε σχέση τουλάχιστο με τη δική του Διαταγή, ήταν ότι ο ίδιος ήταν με την εντύπωση ότι η Διαταγή του τηρείτο κατά τη διάρκεια φρούρησης του Κίτα στο νοσοκομείο. Η εντύπωση του όμως αυτή δεν ήταν ορθή.

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται βέβαια ότι έκαμε ό,τι μπορούσε να κάμει. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό, ούτε και εξάλλου είναι το ζητούμενο. Ο εφεσείων είχε εκ του Νόμου υποχρέωση για τη νόμιμη και ασφαλή κράτηση του ισοβίτη, ασχέτως των δυσκολιών που υπήρχαν. Οι όποιες δυσκολίες ενδεχομένως να υπήρχαν, σχέση έχουν μόνο με την ποινή. Ο εφεσείων όχι μόνο είχε υποχρέωση, υποχρέωση η οποία απορρέει απ' ευθείας από τη φύση των καθηκόντων του, να ρυθμίζει τα θέματα που αφορούσαν την ασφαλή κράτηση του Κίτα,  θέτοντας προς τούτο όρους και προϋποθέσεις, αλλά όφειλε να εξασφαλίζει την πειθαρχία και την ασφαλή κράτηση του ισοβίτη κατά τρόπο αποτελεσματικό. Όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί, δεν έχει μεγάλη σημασία αν ο εφεσείων απέστελλε επιστολές σε διάφορα Υπουργεία ή αν ανησύχησε όταν άκουσε ότι ο Κίτας συνήθιζε να εγκαταλείπει το δωμάτιο του τα βράδια. «Αν έχουν κάποια σημασία όλα αυτά είναι», όπως εύστοχα το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει, «ότι εξ' αντιδιαστολής καταδεικνύουν πως εκεί που ήθελε (ο εφεσείων) να ασχοληθεί με κάτι το έπραττε και μάλιστα προσωπικά. Το τεκμήριο 6 (η Διαταγή 53/2008) όμως δεν ήταν μια από αυτές τις περιπτώσεις. Η όλη εικόνα που αναδύεται είναι πως η παρούσα παρουσιάζει κοινά στοιχεία με την υπόθεση Ξυδιάς (ανωτέρω) ως προς αυτό το θέμα, δηλαδή της έκδοσης από τη μια σχετικής διαταγής και των εσκεμμένων παραλείψεων εφαρμογής της από την άλλη κατά τρόπο που δείχνει βούληση μη εφαρμογής της».

 

Ο εφεσείων γνώριζε είτε μέσω των τεσσάρων επισκέψεων που ο ίδιος διενήργησε στο δωμάτιο στο οποίο διέμενε ο Κίτας, είτε μέσω της ενημέρωσης που είχε, ότι ο ισοβίτης είχε στη διάθεση του κινητό τηλέφωνο, ότι η σύζυγος του τελευταίου διέμενε μαζί του στο ίδιο δωμάτιο και ότι ο ισοβίτης δεχόταν επισκέψεις ανεξέλεγκτα, τρία θέματα που είχαν άμεση σχέση με την ασφαλή κράτηση του ισοβίτη. Και όμως, ο εφεσείων ούτε την απομάκρυνση της συζύγου του Κίτα ζήτησε, ούτε την αφαίρεση του κινητού τηλεφώνου από τον ισοβίτη απαίτησε, αλλά ούτε και έλαβε μέτρα προς την κατεύθυνση θεραπείας της κατάστασης που επικρατούσε σχετικά με τις επισκέψεις στον ισοβίτη. Η παράλειψη του εφεσείοντα να εκτελέσει τα επί του προκειμένου καθήκοντα του και παράλληλα να επιβλέπει την εκτέλεση τους, δεν ήταν, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει:

 

".... μια απροσεξία, ούτε λόγω ανικανότητας, ούτε λόγω βλακείας. Ήταν μια εκ προθέσεως, εκούσια, εσκεμμένη και ελεύθερη επιλογή του ιδίου, η οποία πληροί το επίπεδο της αλόγιστης πράξης. Γνώριζε ότι χρειάζοντο μέτρα, αλλά παρέλειψε να τα πάρει. Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος στην αντεξέταση του ανησυχούσε μήπως συμβεί κάτι κακό. Αν και δεν τόλμησε να πει τη λέξη «απόδραση», ήταν φανερό πως αυτός ήταν ο κίνδυνος που υπήρχε στο μυαλό του. Αυτό αποδεικνύουν άλλωστε και οι προσπάθειες του να βάλει σχάρα ή κάμερες στο παράθυρο.

 

    Ασχέτως δε του πως θα φαινόταν στον Κίτα η εφαρμογή της Διαταγής λαμβάνοντας υπόψιν όλα όσα εξαρχής και προϊόντος του χρόνου μάθαινε ο κατηγορούμενος, ήταν εντελώς παράλογο για τον ίδιο να αναλαμβάνει τον κίνδυνο απόδρασης παραμελώντας την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων, τα οποία ούτως ή άλλως αφορούσαν βασικά ζητήματα ασφαλούς κράτησης και ήταν εύλογο εκ της θέσης και εμπειρίας που είχε να εκτιμήσει ότι αυτά θα είχαν τη σημασία τους στην επέλευση ενός τέτοιου κινδύνου, δηλαδή των αποδράσεων (βλ. υπ. R. v. G., ανωτέρω), όπως και πράγματι είχαν στο τέλος, διότι και οι επισκέπτες, και τα τηλέφωνα και η σύζυγος αξιοποιήθηκαν καταλλήλως και σε τέτοιο βαθμό από τον ισοβίτη για τις αποδράσεις, που εύλογα εξάγεται το συμπέρασμα πως χωρίς αυτά δεν θα μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο."

 

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση, στο βαθμό και την έκταση που πλήττει την ορθότητα της καταδίκης του εφεσείοντα στις κατηγορίες 12, 14, 16 και 17, κρίνεται ανεδαφική και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει και τη μοίρα του λόγου έφεσης, στο βαθμό και την έκταση που αφορά την κατηγορία 22, το νομικό υπόβαθρο της οποίας συνιστούν οι πρόνοιες του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες και παραθέτουμε:

 

"105. Any person who, being employed in the public service, does or directs to be done, in abuse of the authority of his office, any arbitrary act prejudicial to the rights of another is guilty of a misdemeanour."

 

 

Δεν αμφισβητείται ότι ο εφεσείων, στις 26/7/2008, είδε στο δωμάτιο του ισοβίτη Κίτα κινητό τηλέφωνο, όπως δεν αμφισβητείται ότι δεν επιτρεπόταν η κατοχή κινητού τηλεφώνου από τον ισοβίτη. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι ο εφεσείων δεν ενήργησε προς την κατεύθυνση αφαίρεσης του κινητού από τον ισοβίτη, επιτρέποντας έτσι στον τελευταίο να συνεχίσει να έχει στην κατοχή του κινητό τηλέφωνο και να το χρησιμοποιεί.

 

Κρίνουμε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι,

 

"Η ενέργεια αυτή συνιστούσε μια από τις χαλαρώσεις στα μέτρα ασφαλείας οι οποίες με τη σειρά τους συνέβαλαν καθοριστικά και αιτιωδώς στις εξόδους του Κίτα από το Απολλώνειο πράγμα που όπως εξήγησα, επηρέαζε τα δικαιώματα άλλων (Archbold 2006, παρ. 17-66)."

 

 

 είναι ορθή.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Έφεση κατά της ποινής

 

Είναι η θέση της υπεράσπισης ότι οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα είναι έκδηλα υπερβολικές ή συνιστούν προϊόν σφάλματος αρχής (wrong in principle). Υπενθυμίζουμε ότι στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης, δύο μηνών στις κατηγορίες 12, 14, 16 και 17, ενώ στην κατηγορία 22 δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή, εφόσον κρίθηκε ότι τα γεγονότα της καλύπτονται από αυτά της κατηγορίας 16.

 

Η αναπτυχθείσα ενώπιον μας επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα, περιστρέφεται βασικά γύρω από τους πιο κάτω άξονες:

 

(1) Ο εφεσείων υπήρξε το εξιλαστήριο θύμα της σκανδαλώδους παράλειψης των αστυνομικών αρχών να επιτελέσουν το καθήκον τους. Συγκεκριμένα, οι αστυνομικές αρχές, αν και γνώριζαν ότι ο ισοβίτης δραπέτευσε, δεν ειδοποίησαν, ως όφειλαν, περί τούτου τη διεύθυνση των φυλακών. Αντ' αυτού, χωρίς και πάλι να προειδοποιήσουν τη διεύθυνση των φυλακών, δηλαδή τον εφεσείοντα, ότι επίκειτο απόδραση του ισοβίτη με σκοπό τη διάπραξη άλλων αδικημάτων, πράγμα το οποίο γνώριζαν, «ανέμεναν την απόδραση χωρίς να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα αποτροπής της».

 

(2) Στην παρούσα υπόθεση, από απόψεως επιβολής ποινής, σημειώθηκε «μια εκδήλως άνιση μεταχείριση», του εφεσείοντα κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας. Συγκεκριμένα, ενώ ο εφεσείων, «ένας έξοχος επιστήμων», σύμφωνα με την υπεράσπιση, «ο οποίος ανάλωσε ουσιώδες μέρος της ζωής του στη μάθηση των αρχών της σωφρονιστικής τις οποίες εφάρμοσε στις Κεντρικές Φυλακές και εδίδαξε στην Αστυνομική Ακαδημία και το Πανεπιστήμιο Κύπρου», να κινδυνεύει, λόγω της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε, «να υποστεί την ολέθρια ποινή της απολύσεως», τα μέλη της αστυνομικής δύναμης που αρχικά κατηγορούντο με τον εφεσείοντα και τα οποία στην ουσία ευθύνονται άμεσα για την απόδραση του Κίτα, «όχι μόνο δεν υπέστησαν οποιαδήποτε κύρωση αλλά αντιθέτως ένας εξ' αυτών προήχθη σε Αστυνόμο και υπηρετεί στο Αρχηγείο».

 

Οι θέσεις της υπεράσπισης δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι ενώ ο εφεσείων όντας Διευθυντής των φυλακών και έχοντας ως εκ της εν λόγω ιδιότητας του την ευθύνη για τη νόμιμη και ασφαλή κράτηση του ισοβίτη, επέλεξε να μην εκτελέσει τα καθήκοντα του και συγκεκριμένα να μην λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αποτελεσματική και ασφαλή κράτηση και φύλαξη του ισοβίτη στο Απολλώνειο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας απαράδεκτης κατάστασης που αγγίζει τα όρια του σκανδάλου. Σε ένα κατάδικο ο οποίος καταδικάστηκε δύο φορές σε ισόβια για διάπραξη δύο φόνων και ο οποίος έπρεπε να κρατείται στις κεντρικές φυλακές σε συνθήκες ύψιστης ασφαλείας, όπως επιβάλλουν οι Νόμοι και οι Κανονισμοί, επετράπη να διαμένει, με την πλήρη ανοχή του εφεσείοντα, υπό τύπο διακοπών σε δωμάτιο ιδιωτικού νοσοκομείου για περίοδο έξι μηνών με την προοπτική μιας εγχείρησης, η οποία τελικά δεν χρειάστηκε να γίνει.

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε που να υποδηλώνει είτε έκδηλη υπερβολή στην ποινή, είτε σφάλμα αρχής. Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε μια ισοζυγισμένη από όλες τις απόψεις αξιολόγηση, τόσο των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα και ιδιαίτερα των επιπτώσεων που η ποινή φυλάκισης θα έχει στην καριέρα του. Ιδιαίτερα ως προς τον παράγοντα άνισης μεταχείρισης επισημαίνουμε τα εξής. Ο συγκεκριμένος παράγοντας δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, έτσι ώστε να τύχει σχολιασμού. Τέθηκε ενώπιον μας και αναπτύχθηκε με αναφορά στη μεταχείριση που έτυχαν οι πρώην συγκατηγορούμενοι του εφεσείοντα και στο είδος και το ύψος των ποινών που τους επιβλήθηκαν στη χωριστή ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον τους. Σημειώνουμε ότι οι πρώην συγκατηγορούμενοι του εφεσείοντα, στη           νέα ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον τους, αντιμετώπισαν παρόμοιας φύσης αδικήματα με αυτά που αντιμετώπισε ο εφεσείων. Σε τρεις από αυτούς επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με αναστολή, ενώ οι κατηγορίες εναντίον των άλλων αποσύρθηκαν. Ο ένας από αυτούς μετά την καταδίκη του προήχθη στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄.

 

Κρίνουμε ότι η θέση του εφεσείοντα περί άνισης μεταχείρισης του έναντι των πρώην συγκατηγορουμένων του είναι αβάσιμη. Εφεσείων και πρώην συγκατηγορούμενοι του κρίθηκαν με βάση τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν τη δική τους ποινική ευθύνη και το ρόλο που ένας έκαστος από αυτούς διαδραμάτισε. Ας μη μας διαφεύγει ότι εφεσείων και πρώην συγκατηγορούμενοι του υπηρετούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο σε διαφορετικές θέσεις στη δημόσια υπηρεσία, ενώ τα καθήκοντα ενός εκάστου από αυτούς διέφεραν ουσιωδώς. Ουσιαστικά, διέφερε και η ευθύνη που βάραινε ένα έκαστο από αυτούς. Η ευθύνη του εφεσείοντα ήταν σαφώς μεγαλύτερη της ευθύνης των υπολοίπων.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι και η έφεση εναντίον της ποινής δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Ως αποτέλεσμα, η έφεση αποτυγχάνει στο σύνολο της.

 

 

 

 

 

                                    Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.

 

 

 

                                    Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

 

 

                                    Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ



[1] 25. Κάθε κρατούμενος μετά την εισαγωγή του στις Φυλακές βρίσκεται υπό τη νόμιμη κράτηση του Διευθυντή. Θεωρείται επίσης ότι βρίσκεται υπό τη νόμιμη κράτηση του Διευθυντή και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κρατούμενος μεταφέρεται ή βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο εκτός των Φυλακών, είτε κατόπιν άδειας του Διευθυντή, είτε κατόπιν οποιασδήποτε άλλης νόμιμης εξουσιοδότησης.

 

[2] 134. Any person employed in the public service who wilfully neglects to perform any duty he is bound by law to perform, provided that the discharge of such duty is not attended with greater danger than a man of ordinary firmness and activity may be expected to encounter, is guilty of a misdemeanour.

 

Σε μετάφραση:

 

134. Δημόσιος λειτουργός που εσκεμμένα παραμελεί την εκτέλεση καθήκοντος, το οποίο έχει σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση να εκτελέσει, είναι ένοχος πλημμελήματος, νοουμένου ότι η εκτέλεση τέτοιου καθήκοντος δε θα επιφέρει μεγαλύτερο κίνδυνο από εκείνο τον οποίο θα αναμενόταν να αντιμετωπίσει άνθρωπος συνηθισμένου σθένους και ενεργητικότητας.

 

[3] Καθιδρύονται στη Δημοκρατία ως φυλακές, κτίρια και υποστατικά τα οποία εγκρίνονται από τον Υπουργό με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με σκοπό την κράτηση καταδίκων ή άλλων προσώπων κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου ή άλλες νόμιμες εξουσιοδοτήσεις.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο