ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B198
(2014) 2 ΑΑΔ 165
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 72/2013)
19 Μαρτίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
Μεταξύ:
HOSSAM TALEB YAACOUB
Εφεσείοντα
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------
Για Εφεσείοντα: Αντ. Γεωργιάδης
Για Εφεσίβλητη: Α. Κανναουρίδης.
-------
Α Π Ο Φ Α Σ Η (ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: O 25χρονος εφεσείοντας κατάγεται από το Λίβανο, είναι κάτοχος λιβανέζικης και σουηδικής υπηκοότητας και από το 2007 είναι μέλος της Οργάνωσης ΗΕΖΒΟLLAH (στο εξής «η Οργάνωση»), η οποία ιδρύθηκε στο Λίβανο το 1982 ως απάντηση στην εισβολή του ισραηλινού στρατού στα νότια εδάφη της χώρας.
Με την ένταξη του στην Οργάνωση - όπως ο ίδιος ανάφερε - έτυχε στρατιωτικής και άλλης εκπαίδευσης και στη συνέχεια του ανατέθηκαν αποστολές σε διάφορες χώρες. Μεταξύ αυτών και η Κύπρος, την οποία άρχισε να επισκέπτεται από το Δεκέμβριο του 2011 ως (υπό κάλυψη) έμπορας. Προφανώς, όμως, οι δραστηριότητες του παρακολουθούνταν και όταν αρχές Ιουλίου του 2012 επισκέφθηκε την Κύπρο για τελευταία φορά, η αστυνομία εξασφάλισε εναντίον του εντάλματα σύλληψης και έρευνας στη βάση πληροφοριών ότι ανήκε σε τρομοκρατική οργάνωση και σχεδίαζε τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον ισραηλινών ή ευρωπαϊκών αντιπροσωπειών που βρίσκονταν στην Κύπρο.
Τα εντάλματα εκδόθηκαν στις 7.7.12 και αυθημερόν ερευνήθηκε το δωμάτιο του ξενοδοχείου Chrielka, στη Λεμεσό, στο οποίο διέμενε, ενώ ο ίδιος συνελήφθη και μεταφέρθηκε στα γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού όπου και ανακρίθηκε.
Συνολικά, πέραν από τις προφορικές ανακρίσεις, του λήφθηκαν και 5 ανακριτικές καταθέσεις, από τις οποίες οι πιο σημαντικές ήταν οι ανακριτικές καταθέσεις ημερ. 14, 16 και 22.7 (τεκμ. 6, 7 και 8 αντίστοιχα) όπου, αφενός, αποκάλυπτε το ρόλο που του ανέθεσε η Οργάνωση να διαδραματίσει στην Κύπρο και, αφετέρου, εξηγούσε τις καταγραφές σε ένα κόκκινο σημειωματάριο (τεκμ. 3(2)) και μία χειρόγραφη σημείωση (τεκμ. 3(1)) που είχαν παραληφθεί από την αστυνομία κατά την έρευνα του δωματίου του στο ξενοδοχείο Chrielka. Είναι στη βάση αυτών των στοιχείων που ο εφεσείοντας παραπέμφθηκε σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, με το κατηγορητήριο της παραπομπής να περιέχει 17 κατηγορίες. Όμως, το κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε στο Κακουργιοδικείο περιείχε 8 κατηγορίες, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Υπεράσπισης η οποία πρόβαλε ότι η «διαφοροποίηση» συνιστούσε κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής. Το Κακουργιοδικείο, ωστόσο, απέρριψε την σχετική ένσταση και ως αποτέλεσμα της δίκης που επακολούθησε στη βάση του Κατηγορητηρίου που καταχωρήθηκε στο Κακουργιοδικείο, ο εφεσείοντας αθωώθηκε στις τρεις από τις οκτώ κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Οι πέντε κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος αφορούσαν συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (2η και 3η κατηγορία), κατά παράβαση του άρθρου 63Α του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.), συμμετοχή και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων (4η και 5η κατηγορία) κατά παράβαση του άρθρου 63Β του Π.Κ. και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (6η κατηγορία), κατά παράβαση διατάξεων του σχετικού Νόμου του 2007 (Ν.188(1)/07 όπως τροποποιήθηκε) και του επεβλήθη σωρευτικώς η ποινή των 4 χρόνων φυλάκισης από 7.7.12 μόνο στις κατηγορίες 4 και 5. Τα παράπονα του όμως δεν αφορούν την ποινή αλλά την καταδίκη, την οποία προσβάλλει με 8 λόγους έφεσης. Ουσιαστικά, όμως, ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο (α) λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η HEZBOLLAH είναι εγκληματική οργάνωση και ότι οι ενέργειες του απέδιδαν στον ίδιο και στην Οργάνωση εγκληματικό σκοπό, (β) λανθασμένα έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τις σχετικές κατηγορίες αφού δεν τέθηκε ενώπιον του ίχνος μαρτυρίας για ύπαρξη ισραηλινών στην Κύπρο ή περί «απαγωγής προσώπου, υποβολή του σε βαριά βλάβη ή επίθεση ή μεταφορά εκρηκτικών υλών ή πυροβόλων.» όπως διαλαμβάνεται στις λεπτομέρειες των εν λόγω κατηγοριών που αφορούν τα αδικήματα των άρθρων 63Α και 63Β του Ποινικού Κώδικα και, (γ) λανθασμένα απέρριψε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, αφενός, λόγω της παράλειψης της Κατηγορούσας Αρχής να εφοδιάσει έγκαιρα την Υπεράσπιση με την κατάθεση του Μ.Κ.29 - του Dr Magnus Norrel ο οποίος κατέθεσε στο Κακουργιοδικείο ως εμπειρογνώμονας σε σχέση με την Οργάνωση - και, αφετέρου, λόγω του ότι η δίκη δεν διεξήχθη στη βάση του κατηγορητηρίου της παραπομπής κατά παράβαση του άρθρου 108 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.
Πρώτα, όμως, σύνοψη των ευρημάτων και συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο στη βάση των οποίων στηρίχθηκε και η καταδίκη του. Με την επισήμανση πως - όπως αναγνωρίστηκε και από το Κακουργιοδικείο - η ενοχή του εφεσείοντα κρίθηκε "κύρια και συντριπτικά στη βάση των ομολογιών του", ενώ η μαρτυρία του Μ.Κ.29 έγινε δεκτή "πολύ περιορισμένα" και μόνο σ΄ ότι αφορούσε "αυστηρά τα ιστορικά - ερευνητικά της στοιχεία" τα οποία - όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο - δεν αμφισβητήθηκαν στην ουσία τους. Με αυτές λοιπόν τις επισημάνσεις συνοψίζω τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, αρχίζοντας από εκείνα τα στοιχεία της μαρτυρίας του ΜΚ.29 τα οποία έγιναν αποδεκτά ως σχετιζόμενα με την ίδρυση, σκοπό και δομή της Οργάνωσης.
Η ΗΕΖΒΟLLAH ιδρύθηκε το 1982 και μέσω του μανιφέστου της, το οποίο δημοσιοποιήθηκε το 1985 και σε αγγλική μετάφραση/περίληψη το 1987, διακήρυττε ότι ο σκοπός της ήταν ο αφανισμός του Ισραήλ. Το εν λόγω, όμως, μανιφέστο αντικαταστάθηκε το 2009 από νέο, στο οποίο ναι μεν δεν προβάλλεται ως σκοπός της Οργάνωσης ο αφανισμός του Ισραήλ, αλλά με αυτό δεν αναιρείται ή ανακαλείται το πρώτο μανιφέστο.
Με την πάροδο του χρόνου η Οργάνωση απέκτησε μεγάλη δύναμη και θεωρείται ο πιο ισχυρός πολιτικός, κοινωνικός και στρατιωτικός παράγοντας στο Λίβανο. Σε βαθμό μάλιστα που ο στρατός της θεωρείται πιο ισχυρός και από τον εθνικό στρατό του Λιβάνου, χώρα στην οποία η Οργάνωση συμμετέχει με μέλη της τόσο στη Βουλή όσο και στην Κυβέρνησή. Παρολ΄ αυτά - παρά το γεγονός, δηλαδή, ότι συμμετέχει στη Βουλή και κυβέρνηση ενός κράτους καθόλα αναγνωρισμένου από τη διεθνή κοινότητα - κράτη όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία, ο Καναδάς και το Ισραήλ την χαρακτηρίζουν ως τρομοκρατική οργάνωση και η όλη υφή της αποκαλύπτει ότι εχθρός της είναι το Ισραήλ.
Ο εφεσείοντας στρατολογήθηκε από την Οργάνωση το 2007 και αφού έτυχε στρατιωτικής και άλλης εκπαίδευσης - όπως το να δημιουργεί ιστορίες κάλυψης για απόκρυψη των πραγματικών του σκοπών - του ανατέθηκαν μυστικές αποστολές σε διάφορες χώρες. Μεταξύ αυτών και η Κύπρος, την οποία επισκέφθηκε συνολικά 8 φορές και κατά τις επισκέψεις του χρησιμοποιούσε πάντα το σουηδικό διαβατήριο. Η πρώτη επίσκεψη ήταν αναγνωριστικής φύσεως και πραγματοποιήθηκε το 2009, ενώ κατά τους μήνες Δεκέμβριο του 2011 και Ιανουάριο του 2012 πραγματοποίησε στην Κύπρο άλλες 6 αποστολές. Κατ΄ αυτές, με οδηγίες της Οργάνωσης που του διαβιβάζονταν μέσω κάποιου Aiman που ήταν ο σύνδεσμος/χειριστής του:-
1. Εντόπισε ανοικτό χώρο πίσω από το παλαιό νοσοκομείο Λεμεσού, τον οποίο μελέτησε, φωτογράφισε και σχεδίασε και στη συνέχεια παρέδωσε το σχεδιάγραμμα και την κάρτα μνήμης των φωτογραφιών στον Αiman.
2. Μελέτησε, φωτογράφισε και σχεδίασε την περιοχή γύρω από το ξενοδοχείο Golden Arches στη Λεμεσό και αφού εφοδιάστηκε και με διαφημιστικά φυλλάδια του εν λόγω ξενοδοχείου, παρέδωσε ό,τι ετοίμασε ή συνέλεξε στον Aiman.
3. Σημείωσε σε χάρτη της Κύπρου σημεία Internet Cafe σε Λεμεσό και Λευκωσία και στη συνέχεια κοινοποίησε τα εν λόγω σημεία στον Αiman με e-mail, από Internet Cafe που δεν είχε κάμερες που να κατέγραφαν τα στοιχεία των πελατών τους.
4. Αγόρασε σε διαφορετικές ημερομηνίες και από διαφορετικά περίπτερα 3 κάρτες κινητής τηλεφωνίας, τις οποίες ακολούθως παρέδωσε στον Αiman.
5. Σημείωσε σε χάρτη σημεία συνάντησης σε Λεμεσό και Λάρνακα, και στη συνέχεια παρέδωσε το χάρτη στον Aiman και
6. Ερεύνησε κατά πόσο λειτουργούσαν στη Λεμεσό ισραηλινά εστιατόρια όπου σύχναζαν Εβραίοι και αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν τέτοια εστιατόρια ενημέρωσε ανάλογα τον Aiman.
Τώρα, σ΄ ότι αφορά την αποστολή του Εφεσείοντα στην Κύπρο τον Ιούλιο του 2012, το Κακουργιοδικείο δέχτηκε ότι αυτή απέβλεπε κυρίως στη συλλογή πληροφοριών για τη πτήση ΙΖ167 της ισραηλινών συμφερόντων αεροπορικής εταιρείας ΑΡΚΙΑ, καθώς επίσης και για τα ξενοδοχεία Cleopatra και Anthea στην Αγία Νάπα. Ειδικά για την πτήση, το Κακουργιοδικείο, κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείοντας, ακολουθώντας τις οδηγίες που πήρε από την Οργάνωση μέσω του Aiman, κατασκόπευσε σε δύο περιπτώσεις την άφιξη του αεροπλάνου που διενεργούσε την πτήση στο διεθνές αεροδρόμιο Λάρνακας και στη συνέχεια την επιβίβαση των επιβατών του αεροπλάνου σε λεωφορεία, τα οποία θα τους μετέφεραν στον προορισμό τους. Απ΄ αυτές, η πρώτη άφιξη έγινε στις 21.30 της 3.7 και η δεύτερη στις 0050 της 7.7.12 και - όπως παραδέχτηκε και ο εφεσείοντας - τα σχετικά με τη πτήση και τα λεωφορεία στοιχεία τα κατέγραψε με κωδικό τρόπο στα τεκμ. 3(1) και 3(2).
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων, αλλά και των εν γένει αποκαλύψεων του εφεσείοντα στις ανακριτικές του καταθέσεις, το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε σε εξαγωγή σειράς συμπερασμάτων τα οποία και παρατίθενται αυτούσια.
«Δεν προκύπτει λοιπόν καμιά αμφιβολία από τα πιο πάνω ότι πρόκειται για διαρθρωμένη ομάδα μεγάλου αριθμού προσώπων με πολλές δραστηριότητες. Και μάλιστα μέρος αυτών των δραστηριοτήτων καλύπτεται από άκρα μυστικότητα, έχει οπλισμό και παρέχει στα μέλη της και στρατιωτική εκπαίδευση και πάλι μυστική. Η αναφορά του κατηγορούμενου σε κουκούλες είναι χαρακτηριστική. Προκύπτει δε ότι η έδρα της οργάνωσης είναι στο Λίβανο και ότι η στρατολόγηση του κατηγορούμενου - μυστική πάντα - λαμβάνει χώρα από την οργάνωση και περιλαμβάνει στρατιωτική με μυστικό πάντα τρόπο εκπαίδευση, χειρισμό όπλων κ.λ.π. Κατά πάντα χρόνο δε έχει διάφορους χειριστές που του δίδουν οδηγίες μυστικών αποστολών σε διάφορες χώρες. Κατά δε το τελευταίο διάστημα χειριστής του ήταν ο ΑΙΜΑΝ.
Οι πιο πάνω πράξεις του κατηγορούμενου στην Κύπρο είναι δεδομένες. Εκείνο που παραμένει να αποφασισθεί είναι αν αυτές οι παρακολουθήσεις Ισραηλινών στόχων με τις οδηγίες της οργάνωσης Hezbollah μπορούν να στοιχειοθετήσουν το πλαίσιο των συνδεδεμένων μεταξύ τους άρθρων 63Α και Β, πρωτίστως.
Οι πράξεις μεμονωμένες και κυρίως συνολικά θεωρούμενες οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
(α) συστηματική και μυστική παρακολούθηση Ισραηλινών στόχων στην Κύπρο (αεροδρόμιο, την συγκεκριμένη πτήση, λεωφορεία με τους επιβάτες της πτήσεως, ξενοδοχεία που διαμένουν Ισραηλινοί τουρίστες κ.λ.π.). Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της υπεράσπισης επί το ότι στα λεωφορεία στις συγκεκριμένες ώρες υπήρχαν Ρώσοι τουρίστες και όχι Ισραηλινοί έχει σημασία αφού πρόκειται για πτήση Ισραηλινών συμφερόντων.
(β) οδηγίες επί του προκειμένου για τις επιμέρους ενέργειες εκ μέρους της οργάνωσης ομοίως μυστικές και κωδικοποιημένες.
(γ) κωδικοποιημένος και μυστικός τρόπος ενεργειών και επικοινωνίας του κατηγορούμενου με την Οργάνωση και τον χειριστή του.
(δ) αδιαμφισβήτητες κινήσεις δημιουργίας cover story για την δικαιολόγηση της παρουσίας του κατηγορούμενου στην Κύπρο (όπως επαφές με τον Μ.Κ.19 λογιστή Δημητρίου, ή τον Διευθυντή της ΚΕΑΝ ή τον έμπορο στη Λάρνακα για είδη σουβενίρ).
(ε) η εξεύρεση - εντοπισμός internet cafe τα οποία να μην διαθέτουν σύστημα ασφάλειας ώστε να επικοινωνεί με τον χειριστή ή μέλη της Οργάνωσης του. Και επίσης τέτοια που να μην διαθέτουν σύστημα καταγραφής στοιχείων πελατών.
Για όλα τα πιο πάνω δεν προκύπτει λογικά μια «αθώα εξήγηση» που θα αφαιρούσε από τις πιο πάνω ενέργειες του κατηγορουμένου την πρόθεση στο επίπεδο που θέτει ο ίδιος ο νόμος. Τουναντίον, αποδεικνύουν, όπως θα εξηγήσουμε και πιο κάτω, ότι συνιστούν πράξεις οι οποίες θα έπρεπε λογικώς να γνωρίζει ότι συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με την διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος.»
To κατά πόσο οι προαναφερθείσες πράξεις του εφεσείοντα καθιστούσαν την Οργάνωση «εγκληματική» εν τη εννοία των άρθρων 63Α και 63Β, ήταν για το Κακουργιοδικείο ζήτημα πρωταρχικής σημασίας, καθότι - όπως ορθά επεσήμανε - η ύπαρξη «εγκληματικής οργάνωσης» συνιστούσε προϋπόθεση για στοιχειοθέτηση των αδικημάτων των εν λόγω άρθρων. Έκρινε ότι η διακηρυγμένη εχθρότητα της Οργάνωσης με το Ισραήλ (νέο μανιφέστο) ως και ο διακηρυγμένος σκοπός εξαφάνισης του Ισραήλ (παλαιό μανιφέστο), σε συνάρτηση με το γεγονός ότι οι μυστικές αποστολές του εφεσείοντα είχαν να κάνουν με ισραηλινούς στόχους «. καθιστούν την οργάνωση εγκληματική σ΄ ότι αφορά όχι άλλες σκόρπιες ενέργειες όπως επιχειρήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, αλλά σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες ενέργειες του κατηγορούμενου που αφορούν την Κύπρο» και, απορρίπτοντας τη θέση του εφεσείοντα ότι ο σκοπός του αγώνα της Οργάνωσης είναι η απελευθέρωση του Λιβάνου, παρατήρησε ότι η θέση αυτή δεν συμβιβάζεται με την παρακολούθηση ειρηνικών στόχων του εχθρού στο εξωτερικό, αλλά με τη διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων. Παρατίθεται σχετικά αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση:
«Εύλογα αναρωτιέται κάποιος πως συμβαδίζει η αναφορά του κατηγορούμενου για τον αγώνα της Hezbollah με σκοπό την απελευθέρωση του Λιβάνου με την παρακολούθηση ισραηλινών στόχων σε μια ξένη χώρα; Γιατί μια ένοπλα δομημένη ομάδα που αγωνίζεται για την ελευθερία της χώρας της, θα έπρεπε να παρακολουθεί ειρηνικούς στόχους του εχθρού της στο εξωτερικό, σε μια άλλη τρίτη χώρα;
Είναι περαιτέρω λογικό ότι ο σκοπός που ο κατηγορούμενος όφειλε να γνωρίζει για τις ενέργειες του ήταν τα συγκεκριμένα αδικήματα, απαγωγής, επίθεσης, μεταφοράς πυροβόλων όπλων ή οποιωνδήποτε από αυτά. Η δυνατότητα κατοχής, χρήσης και μεταφοράς όπλων περαιτέρω πηγάζει από το ακλόνητο συμπέρασμα ότι η Οργάνωση διαθέτει μεγάλο αριθμό οπλισμού και ο κατηγορούμενος εκπαιδεύτηκε στη χρήση αυτών από την ίδια την οργάνωση.»
Βοήθεια για την πιο πάνω κατάληξη άντλησε το Κακουργιοδικείο και από απόφαση του ΕΔΑΔ ημερ. 12.6.12 στην υπόθεση Apl. No.31098/08 Hizb Ut-Zahrir and others against Germany, όπου το Δικαστήριο έκρινε πως η άρνηση συγκεκριμένης Ισλαμικής Οργάνωσης, μέλη της οποίας ήταν οι αιτητές, για την ύπαρξη ενός κράτους υποδηλεί αφ΄ εαυτής δυνατότητα ανεξέλεγκτης βίας, ως και από απόφαση του Αγγλικού Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chambers) στην υπόθεση Appeal No. IA/21631/2011 μεταξύ Raed Salah Mahaina and The Secretary of State for the Home Department, όπου παρατηρήθηκε πως η πρόσκληση στη βία με θρησκευτική τάση δεν μπορεί να ενταχθεί στην έννοια του αγώνα για δικαιοσύνη και ενάντια στην καταπίεση.
Το Κακουργιοδικείο, λοιπόν, κατέληξε ότι οι στόχοι - σκοποί της Οργάνωσης σε συνάρτηση με τις ενέργειες του εφεσείοντα στην Κύπρο την καθιστούσαν «εγκληματική οργάνωση», συμπέρασμα που αποτελεί πρώτιστο στόχο της έφεσης. Επιγραμματικά, είναι θέση του εφεσείοντα ότι στη βάση της μαρτυρίας που δέχθηκε το Κακουργιοδικείο - τηρουμένης της θέσης της ότι δεν θα έπρεπε να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΚ.29 - δεν αποδείχθηκε ότι η Οργάνωση είναι «εγκληματική» και κατά συνέπεια εξέλειπε το υπόβαθρο για στοιχειοθέτηση των κατηγοριών στις οποίες κρίθηκε ένοχος. Αντίθετη, βεβαίως, είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος, υπεραμυνόμενος της ορθότητας της απόφασης του Κακουργιοδικείου, εισηγήθηκε ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας ορθώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η Οργάνωση είναι «εγκληματική».
Μελέτησα την απόφαση του Κακουργιοδικείου και τις εκατέρωθεν εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων επί του θέματος - αν δηλαδή ορθά κρίθηκε πως η Οργάνωση είναι εγκληματική εν τη εννοία των άρθρων 63Α και 63Β του Π.Κ. - αλλά προτού εκφέρω την επί τούτου ετυμηγορία μου θα ΄ταν χρήσιμο να αναφερθώ στον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε ο Νόμος 12(1)/2002, o οποίος ενσωμάτωσε στον Π.Κ. τα επίδικα άρθρα. Προσδιορίζεται στο προοίμιο του, όπου αναφέρει ότι οι σκοποί του είναι για εναρμόνιση με την Κοινή Δράση 98/733/ΔΕΥ της 21ης Δεκεμβρίου του 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, στα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε. L351 της 29.12.1998, 6.1-3). Όπως, μεταξύ άλλων, διακηρύσσεται στην εν λόγω Κοινή Δράση:
«ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
Τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο Κ.3, παράγραφος 2, στοιχείο β),
την έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου για το οργανωμένο έγκλημα, η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ της 16ης και 17ης Ιουνίου 1997, και ιδίως τη σύσταση αριθ. 17 του σχεδίου δράσης,
Εκτιμώντας ότι το Συμβούλιο θεωρεί ότι η σοβαρότητα και η εξέλιξη ορισμένων μορφών οργανωμένης εγκληματικότητας καθιστούν αναγκαία την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: διακίνηση ναρκωτικών, εμπορία ανθρώπων, τρομοκρατία, παράνομη διακίνηση έργων τέχνης, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σοβαρά οικονομικά εγκλήματα, εκβιασμός και άλλες πράξεις βίας στρεφόμενες κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας του ατόμου είτε προξενούσες συλλογικό κίνδυνο για άτομα,
Εκτιμώντας ότι, για την αντιμετώπιση των διαφόρων κινδύνων που απειλούν τα κράτη μέλη, απαιτείται μια κοινή προσέγγιση της συμμετοχής στις δραστηριότητες των εγκληματικών οργανώσεων,
...........................
ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ:
Άρθρο 1
Για τους σκοπούς της παρούσας κοινής δράσης, ως «εγκληματική οργάνωση» νοείται η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις που επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μεγίστης διαρκείας τουλάχιστον τεσσάρων ετών, ή βαρύτερη ποινή, εφόσον οι εν λόγω αξιόποινες πράξεις αποτελούν αυτοσκοπό ή μέσον για τον προσπορισμό περιουσιακών ωφελημάτων και, ενδεχομένως, για τον αθέμιτο επηρεασμό της λειτουργίας δημόσιων αρχών.
Στις αναφερθείσες στο πρώτο εδάφιο αξιόποινες πράξεις περιλαμβάνονται και οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 της σύμβασης Europol καθώς και στο παράρτημά της και οι οποίες επισύρουν ποινή τουλάχιστον ισοδύναμη προς την προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο.
Άρθρο 2
................»
Πράγματι με την ενσωμάτωση των άρθρων 63Α και 63Β στον Π.Κ. έχει επιτευχθεί ο διακηρυγμένος από το προοίμιο του Νόμου 12(1)/2012 σκοπός, αφού με το άρθρο 63Α ορίζεται ως ποινικό αδίκημα η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και με το άρθρο 63Β(3) αποδίδεται στον όρο «εγκληματική οργάνωση» έννοια κατ΄ ουσία ταυτόσημη με την έννοια που αποδίδεται στον όρο από την Κοινή Δράση. Παρατίθεται επί τούτου αυτούσια τα υπό αναφορά άρθρα:-
«63Α. Όποιος συμμετέχει σε εγκληματική οργάνωση, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση τριών ετών.
63Β.(1) Όποιος, έχοντας γνώση των παρανόμων σκοπών ή των δραστηριοτήτων εγκληματικής οργάνωσης-
(α) Συμμετέχει με οποιαδήποτε ενέργεια του σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη εγκληματικής οργάνωσης ή
(β) συμμετέχει με οποιαδήποτε πράξη εγκληματικής οργάνωσης, η οποία θα έπρεπε λογικώς να γνωρίζει ότι συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος,
Είναι ένοχος κακουργήματος που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δέκα χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Το δικαστήριο δύναται να εκδικάζει αδικήματα που προβλέπονται από το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εγκληματική οργάνωση ευρίσκεται ή δραστηριοποιείται εν όλων ή εν μέρει εκτός της Δημοκρατίας.
(3) Για σκοπούς του παρόντος Νόμου, ο όρος 'εγκληματική οργάνωση' σημαίνει διαρθρωμένη ομάδα τριών ή περισσοτέρων προσώπων η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί με σκοπό την τέλεση ποινικών αδικημάτων που τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστο τριών ετών.»
Έχοντας παραθέσει εν είδη εισαγωγής τα πιο πάνω, προχωρώ σε διατύπωση της ετυμηγορίας μου σ΄ ότι αφορά το ζήτημα αν ορθά το Κακουργιοδικείο έκρινε την Οργάνωση ως εγκληματική στη βάση - ουσιαστικά - της διακηρυγμένης εχθρότητας της με το Ισραήλ «. σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες ενέργειες του κατηγορούμενου που αφορούν την Κύπρο». Δηλαδή, απ΄ ότι έχω αντιληφθεί, το Κακουργιοδικείο φαίνεται να μην κήρυξε την Οργάνωση εγκληματική για τους εν γένει σκοπούς και δράση της, αλλά περιορισμένα και σε «. συνάρτηση με τις συγκεκριμένες ενέργειες του κατηγορούμενου στην Κύπρο». Ο τρόπος όμως αυτός που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το ζήτημα, κατά την άποψή μου, είναι εκτός της εννοίας του όρου «εγκληματική οργάνωση» που δίδεται από το άρθρο 63Β (3). Για τον προφανή λόγο ότι ο χαρακτηρισμός μιας οργάνωσης ως «εγκληματικής» συναρτάται αποκλειστικά με τους σκοπούς σύστασης και λειτουργίας της οργάνωσης, και όχι από τις μεμονωμένες ενέργειες κάποιου μέλους της. Έστω και αν αυτές έγιναν κατ΄ εντολή της. Το δεύτερο, θα αποτελούσε, ενδεχομένως, στοιχείο μαρτυρίας το οποίο, σε συσχετισμό με άλλα στοιχεία μαρτυρίας, δυνατό να οδηγούσε σε συμπέρασμα ότι η οργάνωση είναι εγκληματική, αλλά από τη στιγμή που οι Δικαστικές Αρχές ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνουν μία οργάνωση εγκληματική αυτό συνεπάγεται Δικαστική διακήρυξη ότι η συγκεκριμένη οργάνωση έχει συσταθεί και λειτουργεί με σκοπό την τέλεση ποινικών αδικημάτων. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Hezbollah ως οργάνωση, που αδιαμφισβήτητα είναι, συμμετέχει με μέλη της στην Εκτελεστική και Νομοθετική εξουσία ενός κράτους (του Λιβάνου) καθόλα αναγνωρισμένου από τη διεθνή κοινότητα. Δεν είναι όμως αυτή η κρίση του Κακουργιοδικείου αφού, λανθασμένα κατά την άποψή μου, κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η Οργάνωση είναι εγκληματική όχι γιατί έχει συσταθεί και λειτουργεί με σκοπό την τέλεση ποινικών αδικημάτων, αλλά λόγω της διακηρυγμένης εχθρότητας της με το Κράτος του Ισραήλ, σε συνάρτηση με συγκεκριμένες ενέργειες του κατηγορούμενου στην Κύπρο. Κατ΄ ακολουθία της κατάληξης αυτής, είναι προφανές ότι το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκε η καταδίκη του εφεσείοντα παρουσιάζει εγγενή προβλήματα, κρίση που θα δικαιολογούσε κατά την άποψή μου παρέμβαση από το Εφετείο.
Παρά όμως την πιο πάνω κατάληξη, θεωρώ χρήσιμο να αφιερώσω και λίγες γραμμές σε σχέση με την καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 4 και 5, οι οποίες αφορούν τα αδικήματα της συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων κατά παράβαση του άρθρου 63Β(1). Όπως σχετικά αναφέρεται στις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, ο εφεσείοντας, σε άγνωστη για την Κατηγορούσα Αρχή ημερομηνία, μεταξύ 1.11.11 και 30.1.12 (4η κατηγορία) και μεταξύ 1.7.12 και 7.7.12 (5η κατηγορία) στη Λάρνακα, Λευκωσία, Λεμεσό, Λίβανο ή αλλαχού «. έχοντας γνώση των παράνομων σκοπών ή δραστηριοτήτων εγκληματικής οργάνωσης συμμετείχεν με πράξεις εγκληματικής οργάνωσης οι οποίες θα έπρεπε λογικώς να γνωρίζει ότι συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με την διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος δηλαδή απαγωγή προσώπου με σκοπό υποβολής του σε βαριά βλάβη ή επίθεση προκαλούσα βαριά σωματική βλάβη ή μεταφορά εκρηκτικών υλών ή μεταφορά πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β1, Β2, Β3 στην Κυπριακή Δημοκρατία εναντίον ισραηλινών πολιτών.» Το Κακουργιοδικείο, σε σχέση με τις πιο πάνω λεπτομέρειες, χαρακτήρισε τις πράξεις του εφεσείοντα στην Κύπρο - ουσιαστικά παρακολουθήσεις Ισραηλιτών - προπαρασκευαστικές και με αναφορά στην διακηρυγμένη εχθρότητα της Οργάνωσης με το λαό του Ισραήλ κατέληξε ότι ο σκοπός των πράξεων του ήταν τα «. αδικήματα, απαγωγής, επίθεσης, μεταφοράς πυροβόλων όπλων ή οποιωνδήποτε από αυτά.»
Διεξήλθα με προσοχή το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου στη βάση του οποίου κατέληξε στο υπό αναφορά συμπέρασμα και δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι η μαρτυρία που αποδέχτηκε του έδιδε τη δυνατότητα να καταλήξει με ασφάλεια σε τέτοιο συμπέρασμα. Υπενθυμίζω επί του προκειμένου το διαχρονικό αξίωμα του Ποινικού Δικαίου ότι η εμπλοκή ενός κατηγορούμενου στην προετοιμασία διάπραξης ή στη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος δεν πρέπει να εικάζεται, αλλά να προκύπτει με βεβαιότητα ως αποτέλεσμα της απόδειξης από την Κατηγορούσα Αρχή κάθε στοιχείου της κατηγορίας πέραν από κάθε λογική αμφιβολία και κατ΄ εφαρμογή του αξιώματος αυτού δεν επιτρέπονται υποθέσεις όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 485). Στην παρούσα όμως περίπτωση φαίνεται ότι το αξίωμα αυτό δεν εφαρμόστηκε στην πλήρη του διάσταση, αφού οι παρακολουθήσεις Ισραηλιτών από τον εφεσείοντα σε συνδυασμό με την διακηρυγμένη εχθρότητα της Οργάνωσης με το λαό του Ισραήλ - η οποία εχθρότητα, όπως ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, δεν είναι αδίκημα ούτε μπορεί να τύχει άνευ εταίρου «καταδίκη» ή έστω κριτικής, αφού ακριβώς έχει να κάμει με την ιστορία και τις μνήμες κάθε λαού - δεν μπορούσαν άνευ ετέρου να οδηγήσουν σε ασφαλές συμπέρασμα ότι οι πράξεις του εφεσείοντα ήταν προπαρασκευαστικές τέλεσης αδικημάτων απαγωγής, επίθεσης, μεταφοράς όπλων ή οποιωνδήποτε από αυτά, ως οι λεπτομέρειες των υπό αναφορά κατηγοριών. Θεωρώ, επομένως, το υπό κρίση συμπέρασμα λανθασμένο αφού ως θέμα λογικής οι παρακολουθήσεις θα μπορούσαν να γίνονταν και για άλλους λόγους, και όχι αποκλειστικά για σκοπούς προπαρασκευής για διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται στις λεπτομέρειες των εν λόγω κατηγοριών. Κατ΄ ακολουθία τούτων, έχω την άποψη, ότι στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχτηκε το Κακουργιοδικείο λανθασμένα κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν από κάθε λογική αμφιβολία την ενοχή του Κατηγορουμένου στις κατηγορίες 4 και 5 και, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, θα έκαμνα αποδεκτή την έφεση σ΄ ότι αφορά την καταδίκη του εφεσείοντα και σ΄ αυτές τις κατηγορίες.
Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ αχρείαστο να εξετάσω το λόγο έφεσης που αφορά το παράπονο του εφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ