ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B209
(2014) 2 ΑΑΔ 242
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 15/2013)
20 Μαρτίου 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΔΔ.]
ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εφεσειόντα
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________
Χρ. Πουτζιουρής, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Γιακουμεττή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Πρόεδρο Δ. Χατζηχαμπή
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Την 13.11.2010 ο Εφεσείων, προσερχόμενος σε Αστυνομικό Σταθμό, κατήγγειλε, προβαίνοντας και σε σχετική κατάθεση, ότι μετοχές του σε εταιρεία είχαν μεταβιβασθεί στην πρώην σύζυγό του δυνάμει εντύπου μεταβίβασης το οποίο εφαίνετο να έφερε το όνομα και την υπογραφή του ενώ ο ίδιος ουδέποτε μεταβίβασε τις μετοχές και δεν ανεγνώριζε την υπογραφή του στο έντυπο. Ακολούθησαν έρευνες, περιλαμβανόμενης εξέτασης της υπογραφής στο έντυπο από εμπειρογνώμονα γραφολόγο ο οποίος απεφάνθη ότι η υπογραφή σε αυτή ήταν εκείνη του Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων κατηγορήθη κατόπιν τούτου για το αδίκημα της δημόσιας βλάβης, κατά το ότι έδωσε ψευδή κατάθεση για κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, εκείνο της πλαστογράφησης της υπογραφής του.
Ο Εφεσείων κατεδικάσθη τόσο επί της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα όσο και επί εκείνης της πρώην συζύγου του, η οποία επίσης υπέγραψε το έντυπο. Σχετική ήταν και κάποια μαρτυρία των άλλων μετόχων της εταιρείας. Δεκτή δεν έγινε η μαρτυρία του Εφεσείοντα, η θέση του οποίου ήταν ότι ουδέποτε υπέγραψε το εν λόγω έντυπο, αφού μάλιστα δεν ήταν καν στην Κύπρο όταν αυτό φέρεται από τη σύζυγό του να υπεγράφη στο γραφείο του δικηγόρου ο οποίος το συνέταξε.
Ενώπιον μας ο Εφεσείων έθεσε τα στοιχεία εκείνα που, κατά την εισήγησή του, αναιρούν την ασφάλεια της καταδίκης καθ΄όσον αντανακλούν στην αποτελεσματικότητα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας. Έθεσε την έμφαση ιδιαιτέρως στη μαρτυρία, που απετέλεσε και παραδεκτό γεγονός, ότι το μόνο Κυπριακό του διαβατήριο είχε ισχύ από 7.1.1971 μέχρι 6.7.1976 και ότι, μέχρι την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα διαβατήρια εσφραγίζοντο κατά την είσοδο και έξοδο από τη Δημοκρατία. Περαιτέρω, παρουσίασε βεβαίωση των Αγγλικών Αρχών (ήταν κάτοικος Αγγλίας μέχρι το 1990 και από το 1994) ότι του είχαν εκδοθεί τέσσερα διαβατήρια, τα οποία και παρουσίασε, περιλαμβανομένου εκείνου που αφορά το σχετικό χρόνο (15.10.1994 που φέρεται να υπεγράφη το εν λόγω έντυπο). Από αυτό προκύπτει ότι ήρθε στην Κύπρο την 9.7.1994 και ανεχώρησε την 8.9.1994, επανερχόμενος την 17.10.1994 και αναχωρώντας την 24.10.1994.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε τις προς τούτο εισηγήσεις του Εφεσείοντα αναφέροντας ότι (σελίδες 19-20):
«Η απουσία σφραγίδων κατά την είσοδο στη Δημοκρατία και κατά την έξοδο από τη Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν δημιουργεί υπό τις περιστάσεις οποιαδήποτε υποβόσκουσα αμφιβολία για την παρουσία του κατηγορούμενου στην Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη χρόνο λαμβανομένου υπόψη ότι, η μαρτυρία της κας Στέλλας Χ»Βασιλείου κρίθηκε αξιόπιστη και η οποία ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος υπέγραψε το έγγραφο μεταβίβασης μετοχών (τεκμ.2) στην παρουσία της στο χώρο που περιέγραψε. Πέραν δε τούτου (α) ο κατηγορούμενος μεταξύ Σεπτεμβρίου του 1994 και Ιανουαρίου του 1995 ανέφερε στους δυο μετόχους της εταιρείας Χ. Λύτρα και Ε. Ευθυμίου ότι μεταβίβασε τις μετοχές του στην πρώην σύζυγο του, (β) ο κατηγορούμενος από το 1994 που αναχώρησε από την Κύπρο μέχρι και το 2007 δεν ενδιαφέρθηκε για την εταιρεία παρά μόνο μετά την πώληση της σε άλλη εταιρεία το 2007 για το ποσό των ΛΚ2.000.000.-, (γ) όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 μετά από γραφολογική εξέταση που έγινε στο επίδικο έγγραφο (τεκμ.2) ο αστυν. Β΄ Μ. Μαρκίδης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή στο επίδικο έγγραφο ταυτίζεται για τους λόγους που εξήγησε με δείγματα υπογραφής (τεκμ.1) του κατηγορούμενου.»
Αν επρόκειτο μόνο για το στοιχείο του διαβατηρίου, ενδεχομένως τούτο να μην ήταν επαρκές προς ανατροπή της καταδικαστικής κατάληξης του Δικαστηρίου, αν και βεβαίως υπάρχει κάποια αδυναμία στην απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας με αναφορά στην αποδοχή άλλης, αφού το ζητούμενο ήταν κατά πόσο, στη βάση όλης της μαρτυρίας, θα εδημιουργείτο αντικειμενική αμφιβολία ως προς τη βεβαιότητα της εναντίον του Εφεσείοντα μαρτυρίας. Και η μαρτυρία ως προς το διαβατήριο ήταν αναντίλεκτη. Το ερώτημα δεν είναι δε, όπως εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, μόνο κατά πόσο ο Εφεσείων υπέγραψε ή όχι το εν λόγω έντυπο αλλά και κατά πόσο το υπέγραψε στο χρόνο κατά τον οποίο τούτο εφέρετο να είχε υπογραφεί. Αφού μάλιστα η ίδια η πρώην σύζυγός του, αντεξεταζόμενη, παρέπεμψε στην ημερομηνία της 15.10.1994 ως την ημερομηνία υπογραφής του εντύπου, εξηγώντας περαιτέρω ότι η διαγραφή της εν λόγω ημερομηνίας και η αναγραφή της 15.11.1994 έγινε από το δικηγόρο ο οποίος το είχε συντάξει. Και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχουν σφραγίδες στο διαβατήριο που να καλύπτουν ούτε την ημερομηνία της 15.11.1994. Όλα αυτά αναδεικνύουν το θέμα της μαρτυρίας του διαβατηρίου ως ενδεχομένως δικαιούμενου μεγαλύτερης σημασίας από απόψεως βεβαιότητας της καταδίκης.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το στοιχείο. Εκείνος που θα ανεμένετο να διαφωτίσει αντικειμενικώς επί της υπογραφής του εντύπου, αφού αυτό φέρεται να ετοιμάσθη και να υπεγράφη στο δικηγορικό γραφείο του, δεν προσήλθε ως μάρτυρας. Ούτε προσήλθε ως μάρτυρας η δικηγόρος στο εν λόγω δικηγορικό γραφείο στην παρουσία της οποίας φέρεται να υπεγράφη το έντυπο και η οποία φέρεται να υπέγραψε ως μάρτυς της υπογραφής της πρώην συζύγου του Εφεσείοντα. Και αυτή θα ανεμένετο αντικειμενικώς να διαφώτιζε επί του πράγματος. Εξ άλλου, στο εν λόγω έντυπο υπάρχει και άλλη υπογραφή φερόμενου ως μάρτυρα της υπογραφής του Εφεσείοντα, ο οποίος επίσης δεν προσήλθε και για τον οποίο ισχύουν τα ίδια. Περαιτέρω, αν και οι άλλοι δύο μέτοχοι ανέφεραν ότι ο Εφεσείων, σε συνεδρία της εταιρείας μεταξύ Σεπτεμβρίου 1994 και Ιανουαρίου 1995, τους πληροφόρησε ότι είχε μεταβιβάσει τις μετοχές του στην πρώην σύζυγό του στα πλαίσια διευθέτησης των περιουσιακών τους, ουδέν πρακτικό παρουσιάσθη ως προς τη συνεδρία αυτή και εν γένει ως προς αλλαγή στη μετοχική δομή της εταιρείας, πράγμα σημαντικό για την εταιρεία.
Έχοντας όλα αυτά υπ΄όψη, θεωρούμε ότι μπορούμε να έχουμε αμφιβολίες, έστω και υποβόσκουσες, ως προς την ασφάλεια της καταδίκης και θα παραμερίσουμε έτσι την καταδικαστική απόφαση αθωώνοντας τον Εφεσείοντα.
Θα παρατηρούσαμε παραλλήλως ότι υποθέσεις αυτού του είδους, με διαστάσεις αναγόμενες σε περιουσιακές διαφορές, κατ΄εξοχήν εντάσσονται στα πλαίσια αστικών διαδικασιών και δεν είναι σοφή η αναγωγή τους σε ποινικά επίπεδα, εν πάση περιπτώσει πριν από την περάτωση της αστικής πτυχής.
Δ. Χατζηχαμπής, Π.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
/ΚΧ»Π