ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B59
(2014) 2 ΑΑΔ 30
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση αρ. 86/2011)
24 Iανουαρίου, 2014
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στες.
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
Eφεσείων,
- ν -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
- - - - - - - - -
Γ. Κορφιώτης, για τον εφεσείοντα
Ν.Δημητρίου, για την εφεσίβλητη
- - -
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ.Παμπαλλής.
--------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ως αποτέλεσμα της ξαφνικής εισόδου του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείων, από κύριο δρόμο σε πάροδο, ενώ, επί του κυρίου δρόμου και εξ αντιθέτου κινείτο άλλο όχημα, το τελευταίο απώλεσε τον έλεγχο του, με αποτέλεσμα να προσκρούσει σε παρακείμενο άλλο όχημα.
Δεδομένης της πιο πάνω οδικής συμπεριφοράς ο εφεσείων κατηγορήθηκε για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης και βρέθηκε ένοχος στο εν λόγω αδίκημα με βάση το άρθρο 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 1972, (Ν.86/72).
Συγκεκριμένα, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής:
«Την 1.9.08 και ώρα 08.30 ο Μ.Κ.1 οδηγούσε το όχημα με αριθμό εγγραφής ΕΤΧ030 και βρισκόταν ακινητοποιημένος πίσω από τη γραμμή του Αλτ της οδού Α.Παπακώστα με πρόθεση να κινηθεί αριστερά στην οδό Κολοκοτρώνη. Κατά τον ίδιο χρόνο και τόπο ο κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα του, ένα γκρίζο διπλοκάμπινο με αριθμούς εγγραφής KSQ584 στην οδό Κολοκοτρώνη ως η πορεία Α, ενώ η Μ.Κ.2 οδηγούσε το όχημα της με αριθμό εγγραφής ΚΤV451 με ευθεία πορεία (πορεία Β επί του τεκμηρίου 5) και ταχύτητα περί τα 40 χ.α.ω. περίπου στον ίδιο δρόμο. Σε κάθε σημείο του δρόμου η Μ.Κ.2 είδε από απόσταση 50μ. περίπου, δύο οχήματα να ευρίσκονται στην αντίθετη λωρίδα ως η πορεία της, τα οποία είχαν πρόθεση να στρίψουν δεξιά ως η πορεία τους στην πάροδο Α.Παπακώστα. Το πρώτο αυτοκίνητο άσπρου χρώματος έστριψε στην οδό Παπακώστα ενώ το δεύτερο παρέμεινε ακινητοποιημένο. Όταν η απόσταση που χώριζε το όχημα της Μ.Κ.2 με το δεύτερο όχημα ήταν περί τα 15 μέτρα το γκρίζο διπλοκάμπινο που οδηγείτο από τον κατηγορούμενο έστριψε απότομα δεξιά. Η Μ.Κ.2 έκανε χρήση των φρένων του οχήματος της και στη συνέχεια κινήθηκε αριστερότερα για να αποφύγει τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος έστριψε δεξιά στην οδό Α.Παπακώστα χωρίς να συγκρουστεί με την Μ.Κ.2 ενώ η Μ.Κ.2 συγκρούστηκε με το όχημα του Μ.Κ.1 στο σημείο Χ επί του σχεδίου (τεκμ.5).
Η οδός Κολοκοτρώνη είναι διπλής κατεύθυνσης με μονή λωρίδα κυκλοφορίας για κάθε κατεύθυνση η οποία διαχωρίζεται από διακεκομμένη άσπρη γραμμή. Το όριο ταχύτητας είναι 50 χ.α.ω. Κατά το χρόνο του δυστυχήματος υπήρχε φως ημέρας.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο στηριζόμενο στα πιο πάνω γεγονότα, και ιδιαιτέρως στην απόσταση που χώριζε το όχημα του εφεσείοντα με το όχημα της Μ.Κ.2, όταν ο πρώτος επιχείρησε να στρίψει δεξιά, έκρινε ότι αυτός δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωση του, υπό τις περιστάσεις, ήτοι να «διασφαλίσει ότι η πράξη του να στρίψει δεξιά διασχίζοντας την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, δεν θα έθετε σε κίνδυνο άλλα διερχόμενα οχήματα και δη το εξ αντιθέτου ερχόμενο όχημα της Μ.Κ.2». Ως αποτέλεσμα της καταδίκης ο εφεσείων κλήθηκε να πληρώσει €350 πρόστιμο και επίσης του επιβλήθηκαν 3 βαθμοί ποινής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επιχειρηματολογώντας για τον πρώτο λόγο έφεσης εισηγήθηκε ότι, το δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα για αμέλεια, χωρίς να συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του αδικήματος, με δεδομένο ότι η μέγιστη ορατότητα του εφεσείοντα ήταν 50 μέτρα. ΄Οφειλε το δικαστήριο, πρόσθεσε, να καταλήξει σε εύρημα ότι την ώρα που ο εφεσείων αποφάσισε να στρίψει, το όχημα της Μ.Κ.2 ήταν ορατό. Περαιτέρω, επιχείρησε να προσδώσει σημασία στην ταχύτητα με την οποία διακινείτο η Μ.Κ.2 των 40 χ.α.ω για να εισηγηθεί ότι με βάση την ταχύτητα αυτή η απόσταση των 50 μέτρων θα καλυπτόταν σε 4.5 δευτερόλεπτα ενώ η απόσταση των 15 μέτρων θα καλυπτόταν σε 1.35 δευτερόλεπτα.
Θεωρούμε στο σημείο αυτό αναγκαίο να αναφέρουμε ότι, το καθήκον φροντίδας και μέριμνας που ένας οδηγός οφείλει, σε άλλα πρόσωπα οι οποίοι, κατά λογική πρόβλεψη, μπορούν να επηρεαστούν από τις πράξεις της οδικής του συμπεριφοράς, συναρτώνται με την κοινή εμπειρία, τη λογική, το δε κριτήριο για διαπίστωση αμέλειας, είναι αντικειμενικό με βάση τον προσεκτικό οδηγό και όχι τον τέλειο οδηγό. Το πρωτόδικο δικαστήριο θέτει με επάρκεια τις νομικές αρχές οι οποίες πηγάζουν τόσο αναφορικά με το αδίκημα της αμέλειας όσο και στις περιπτώσεις ελλιπούς παρατηρητικότητας ή και απόφραξης πορείας, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Παράλληλα σημειώνουμε, όπως ορθώς επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, κάνοντας αναφορά σε σχετική νομολογία, οι πράξεις ενός οδηγού δεν κρίνονται μικροσκοπικά έστω και αν το μέτρο το οποίο, ενδεχομένως, έλαβε κάτω από την αγωνία, της στιγμής απολήγει σε σύγκρουση.
Παραγνωρίζεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο το συγκεκριμένο εύρημα του Δικαστηρίου ότι, η απόσταση που χώριζε το αυτοκίνητο της Μ.Κ.2, από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, όταν ο τελευταίος επιχείρησε είσοδο στην πάροδο Α.Παπακώστα ήταν 15 μέτρα. Παρόλο που δεν είναι αναγκαίο να προσδώσουμε σημασία στον ακριβή προσδιορισμό της απόστασης, είναι μέρος των ευρημάτων του δικαστηρίου ότι η Μ.Κ.2 είδε το γκρίζο διπλοκάμπινο, που, όπως είναι αποδεκτό, οδηγούσε ο εφεσείων να επιχειρεί την είσοδο στην οδό Α.Παπακώστα. Την ύπαρξη του εν λόγω αυτοκινήτου επιβεβαιώνει και ο Μ.Κ.1, ο οποίος είναι επίσης αποδεκτό ότι βρισκόταν ακινητοποιημένος στη συμβολή της οδού Α.Παπακώστα με την οδό Κολοκοτρώνη. Αυτό ενισχύει την εκδοχή της απόφραξης της πορείας του αυτοκινήτου της Μ.Κ.2 και συνδέεται άμεσα ως το γενεσιουργό αίτιο πρόκλησης της μεταβολής της πορείας του αυτοκινήτου της Μ.Κ.2 και της συνακόλουθης σύγκρουσης με το αυτοκίνητο του Μ.Κ.1.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντα επικεντρώθηκε σε στοιχεία τα οποία, κατά την άποψη του, υποδηλούν λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Είναι καλά θεμελιωμένη αρχή ότι το εφετείο δεν επεμβαίνει σε συμπεράσματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, έχοντας κατά νου ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε την πολυτέλεια να ακούσει δια ζώσης και να δει τους μάρτυρες, εκτός εάν καταδειχθεί, μέσα από τα πρακτικά της υπόθεσης, ότι τα συμπεράσματα αυτά ήταν λανθασμένα και οδήγησαν σε παράλογα συμπεράσματα.
Τα όσα αναφέρει, ως παραδείγματα, ο συνήγορος στην αγόρευση του, καθόλου δεν μπορούν να οδηγήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Την ύπαρξη του αυτοκινήτου του εφεσείοντα σε αναμονή επί τους οδού Κολοκοτρώνη, με σαφή πρόθεση να εισέλθει στην Α.Παπακώστα, επιβεβαίωσε η Μ.Κ.2 και ο Μ.Κ.1, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Τα αποσπάσματα στα οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος, που πηγάζουν από τη μαρτυρία της Μ.Κ.2, ουδόλως μπορούν να στοιχειοθετήσουν αντιφάσεις επί ουσιωδών γεγονότων τα οποία θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε συμπέρασμα ύπαρξης αντιφάσεων που θα απέληγαν σε ανατροπή της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η έφεση είναι εντελώς αβάσιμη και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.