ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B14
(2014) 2 ΑΑΔ 1
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 217/2011
10 Iανουαρίου, 2014
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
......
Ο εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Νίκος Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄ για την εφεσίβλητη
...........
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Ο εφεσείων/κατηγορούμενος, ο οποίος να σημειωθεί προωθεί την έφεση αυτοπροσώπως, την 22/11/11 μετά από ακροαματική διαδικασία βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία υπέρβασης ορίου ταχύτητας κατά παράβαση των άρθρων 6(2)(3) και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, όπως τροποποιήθηκε.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου
«την 8/10/2010 στη Λεωφόρο Αμμοχώστου στη Λάρνακα ο κατηγορούμενος οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής Χ166ΗGC. Την ίδια ημέρα και ώρα ο Μ.Κ.1 διενεργούσε έλεγχο στην εν λόγω Λεωφόρο, όπου το ανώτατο όριο ταχύτητας έχει καθοριστεί από την αρμόδια αρχή στα 50χ.α.ω. Ο Μ.Κ.1 στόχευσε το όχημα που οδηγούσε ο κατηγορούμενος με ταχύμετρο τύπου Lazer το οποίο κατέδειξε ταχύτητα 81χ.α.ω. Το ταχύμετρο τύπου Lazer που χρησιμοποιήθηκε από τον Μ.Κ.1 κατά τον επίδικο χρόνο λειτουργούσε κανονικά. Προτού αρχίσει τον έλεγχο ταχύτητας ο Μ.Κ.1 προέβηκε σε έλεγχο του ταχυμέτρου με τα τρία στάδια που αναφέρονται λεπτομερώς πιο πάνω και διαπίστωσε πως τούτο βρισκόταν σε καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση. Κατά μήκος της επίδικης Λεωφόρου πριν το σημείο όπου ανακόπηκε ο κατηγορούμενος υπήρχαν πινακίδες οι οποίες υποδείκνυαν το ανώτατο όριο ταχύτητας και ότι η περιοχή ήταν κατοικημένη. Ο Μ.Κ.1 μετά τη διαπίστωση της ταχύτητας του κατηγορουμένου του έκανε σήμα να σταματήσει. Την ίδια ώρα φορούσε μαύρη στολή η οποία είχε φωσφορούχες λωρίδες. Ο κατηγορούμενος σταμάτησε και τότε ο Μ.Κ.1 τον πληροφόρησε για το αδίκημα το οποίο διέπραξε, υποδεικνύοντας του το ταχύμετρο, στην συνέχεια του επέστεισε την προσοχή του στο νόμο και ακολούθως τον πληροφόρησε ότι θα καταγγελθεί για την εν λόγω παράβαση λαμβάνοντας την απάντηση από τον κατηγορούμενο «Οk».»
Ακολούθως, με αναφορά σε κυπριακή και αγγλική νομολογία, το πρωτόδικο δικαστήριο στηριζόμενο στα ευρήματα του και αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.1 και συγκεκριμένα ότι το ταχύμετρο λειτουργούσε ορθά κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι εμφανίστηκε στην οθόνη του η ένδειξη του 81 χ.α.ω και με οδηγό του αυτοκινήτου τον κατηγορούμενο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία και το δικαστήριο επέβαλε σ' αυτόν πρόστιμο €300 και 3 βαθμούς ποινής.
Με το εφετήριο ο εφεσείων προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας ως πρώτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και αδικαιολόγητα απέρριψε την δική του μαρτυρία και αποδέχθηκε αυτή του αστυφύλακα Μ.Κ.1.
Ως δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλει ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο «αξιολόγησε» τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα, Μ.Κ.2, λόγω του ότι αυτή ήταν άσχετη καθ' ότι ο μάρτυρας δεν εξέτασε το συγκεκριμένο ταχύμετρο κατά τον «επίδικο χρόνο».
Ενώπιον μας ο εφεσείων προώθησε διάφορες θέσεις προκειμένου να καταδείξει την λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Μεταξύ άλλων εισηγήθηκε ότι η πρωτόδικη Δικαστής κατά την ακρόαση της υπόθεσης είχε ως κύριο μέλημα της την καταγραφή της μαρτυρίας, με αποτέλεσμα τον περισσότερο χρόνο η προσοχή της να είναι στραμμένη προς τα κάτω. Επίσης πρόβαλε ότι ο αστυφύλακας Μ.Κ.1 δεν του έδειξε το ταχύμετρο όταν τον σταμάτησε, ότι ο ίδιος ακολουθούσε σειρά οχημάτων με ταχύτητα 50-60 χ.α.ω. η αστυνομία την ημέρα της καταγγελίας του προέβαινε σε εκστρατεία ελέγχου αυτοκινήτων με πινακίδες εγγραφής άλλων χωρών και ακόμη ότι ο Μ.Κ.1, αστυφύλακας που το κατήγγειλε απέφυγε να απαντήσει στο κάλεσμα του να υποβληθεί σε «τέστ αλήθειας». Όλα αυτά τα υπέβαλε προκειμένου να καταδείξει ότι ο Μ.Κ.1 δεν έλεγε την αλήθεια σε αντίθεση με τον ίδιο και ότι είναι αθώος.
Όπως είναι εμφανές, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον δύο εκδοχές, οι οποίες προέρχοντο η μία από τον αστυφύλακα, Μ.Κ.1, ο οποίος κατήγγειλε τον εφεσείοντα και η δεύτερη από τον τελευταίο. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε αυτή του Μ.Κ.1 και παράλληλα απέρριψε αυτή του εφεσείοντα για λόγους που αναφέρει στην απόφαση του. Συνεπώς τίθεται θέμα αξιοπιστίας μάρτυρα.
Η πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R.K.B. Leathergoods Ltd. v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Liberty Med. Cruis Mous Ltd. v. Elaris Zacharia Eng. Co. Ltd. (2007) 1 A.A.Δ. 906, Γερμανός ν. Δημοκρατίας και Πελοπίδας ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις 218/11, 222/11 ημερ. 19/7/13) καθιέρωσε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες στην ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, ούτως ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα και ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει.
Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά ανατρέπονται από την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα.
Εξετάσαμε πολύ προσεκτικά τα όσα υποδεικνύονται από τον εφεσείοντα ως μεμπτά και δεν έχουμε παρά να παρατηρήσουμε ότι σχεδόν όλα όσα αναφέρει τα έθεσε στην πρωτόδικη διαδικασία, εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν με τη σχετική δικαιολόγηση. Στις σελ. 11-12 της απόφασης, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ενδεικτικά:
«Κρίνω πως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση του ότι ακολουθούσε φάλαγγα οχημάτων και ως εκ τούτου αποκλείεται να κινείτο με την ταχύτητα που αναφέρεται στο κατηγορητήριο και ο Μ.Κ.1 αποφάσισε, παντελώς αυθαίρετα, απλώς και μόνο επειδή οδηγούσε μεγάλο όχημα της Αγγλίας να τον καταγγείλει και τούτο γιατί τις θέσεις του ότι αποκλείεται να κινείτο με την ταχύτητα που αναφέρεται στο κατηγορητήριο και ότι καταγγέλθηκε για τον προαναφερόμενο λόγο ο κατηγορούμενος δεν τις έθεσε στον Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση για να απαντήσει. Ανέφερε για πρώτη φορά τις εν λόγω θέσεις του κατά τη δική του μαρτυρία και κατά την αντεξέταση όταν δεν ήταν πλέον σε θέση ο Μ.Κ.1 να απαντήσει. Περαιτέρω δεν έχει λογική η θέση του ότι λόγω του ότι ακολουθούσε φάλαγγα οχημάτων αποκλείεται να κινείτο με την λόγω ταχύτητα, αλλά ούτε η θέση του αυτή τεκμηριώθηκε με οιονδήποτε τρόπο.
................................
Περαιτέρω από την μαρτυρία του κατηγορούμενου κατά την αντεξέταση διαφάνηκε πως δεν γνώριζε με ποια ταχύτητα εκινείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο επειδή ως ανέφερε ακολουθούσε άλλα αυτοκίνητα, και τούτο παρά το ότι στην κυρίως εξέταση του ανέφερε με βεβαιότητα ότι δεν έτρεχε και δίνοντας υποθετική απάντηση στην ερώτηση της συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής ότι εφόσον δεν γνώριζε την ταχύτητα που πήγαινε δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ταχύτητα. Η απάντηση του Κατηγορουμένου ήταν ότι, δεν νομίζω γιατί ακολουθούσα φάλαγγα αυτοκινήτων. Προκύπτει δηλαδή, ότι η θέση του Κατηγορουμένου εμπεριέχει ασάφεια και αμφιβολία. Η εν λόγω θέση, ως εκ της εγγενούς αυτής αδυναμίας δεν αντικρούει τον αδιαμφισβήτητο ισχυρισμό του Μ.Κ.1 για την ένδειξη του ταχυμέτρου. Υπενθυμίζω εδώ ότι η λειτουργία του ταχυμέτρου δεν αμφισβητήθηκε αλλά ούτε και η ταχύτητα, ότι αμφισβητείτο ήταν η υπόδειξη του ταχυμέτρου για επιβεβαίωση της ταχύτητας που ανέφερε ο Μ.Κ.1. Καταλήγω λοιπόν, ότι αυτή τη θέση του Κατηγορουμένου, δεν μπορώ να τη δεχτώ.»
Όσον αφορά το παράπονο του εφεσείοντα για αποδοχή από το πρωτόδικο δικαστήριο της μαρτυρίας του Μ.Κ.2, Μιχάλη Κυπριανού, ειδικού επί των ταχυμέτρων, σημειώνουμε ότι ο μάρτυρας αυτός δεν αντεξετάστηκε από τον εφεσείοντα και ότι η καταδίκη του ουδόλως στηρίχθηκε στη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού.
Σχετικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι η πρωτόδικη Δικαστής ήταν απασχολημένη με τη συγγραφή της μαρτυρίας και ήταν συνεχώς σκυφτή και συνεπώς δεν μπορούσε να εκτιμήσει τον τρόπο και ύφος του κατά το χρόνο που κατέθετε με περαιτέρω αποτέλεσμα να είναι λανθασμένη η αξιολόγηση της, κρίνουμε ότι αυτή είναι εντελώς εσφαλμένη. Από το σύνολο της απόφασης αλλά και τα πρακτικά φαίνεται ότι η πρωτόδικη Δικαστής είχε πλήρη παρατήρηση των μαρτύρων ενώπιον της και έλεγχο της διαδικασίας. Όπως φαίνεται από τα πρακτικά, η πρωτόδικη Δικαστής παρενέβαινε όπου ήταν αναγκαίο στη διαδικασία, πρακτικά λαμβάνοντο από στενογράφο και από το σύνολο της πρωτόδικης απόφασης δε φαίνεται ή τουλάχιστον δεν μας υποδείχθηκε ότι παρέλειψε οτιδήποτε. Κρίνουμε ότι η θέση αυτή του εφεσείοντα είναι έκδηλα αβάσιμη.
Με βάση τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι κανένας λόγος επέμβασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν συντρέχει.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ