ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 2 ΑΑΔ 816

17 Δεκεμβρίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 37/2013)

 

 

Ποινή ― Απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298(1) του Ποινικού Κώδικα, χρήση σήματος μη αδειούχου γραφείου  κατά παράβαση του περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμου του 2007, Ν. 125(Ι)/2007 και απόπειρα απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298(2) και 366 του Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση ποινών φυλάκισης τριών χρόνων και ενός μήνα που  επιβλήθηκαν κατόπιν παραδοχής.

 

Ποινή ― Επέμβαση Εφετείου ― Είναι επιτρεπτή όπου υπάρχει εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα, το Νόμο ή και τα δύο, πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ή εκεί όπου κρίνεται ως έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ― Σε κάθε περίπτωση το στοιχείο της υπερβολής ή ανεπάρκειας πρέπει να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης συμπεριλαμβανομένου του προσώπου του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση το ύψος συντρεχουσών ποινών φυλάκισης τριών χρόνων και ενός μήνα, που του επιβλήθηκαν  ύστερα από δική του παραδοχή σε έξι κατηγορίες για απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298(1) του Ποινικού Κώδικα, μια κατηγορία για χρήση σήματος μη αδειούχου γραφείου  κατά παράβαση του περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμου του 2007, Ν. 125(1)/2007 και μία κατηγορία για απόπειρα απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298(2) και 366 του Ποινικού Κώδικα. Για σκοπούς επιβολής ποινής λήφθηκε υπόψη ακόμα μια υπόθεση (Ποινική υπόθεση αρ. 22295/12) στην οποία ο εφεσείων αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες επίσης για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε μεταξύ άλλων υπόψη, τη σοβαρότητα των αδικημάτων όπως προκύπτει από τις αυστηρές ποινές που προβλέπει ο Νόμος, δίνοντας τη βαρύτητα που αναλογούσε στη συμπεριφορά του εφεσείοντα αναφορικά με οκτώ προηγούμενες καταδίκες για παρόμοιας φύσεως αδικήματα, που έδειχναν κατά την κρίση του τη ροπή του εφεσείοντα προς το έγκλημα και συγκεκριμένα, για διάπραξη αδικημάτων που εμπεριέχουν το στοιχείο της εξαπάτησης.

 

Φαίνεται, παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο εφεσείων παρά την επιβολή και έκτιση ποινών φυλάκισης, συνέχισε την ίδια εγκληματική συμπεριφορά εξαπατώντας ανυποψίαστους συμπολίτες μας, με αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις του να μην ήταν δυνατόν να διαφοροποιήσουν το είδος της ποινής.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε κατά κύριο λόγο ότι η επιβληθείσα ποινή λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα, ήταν υπερβολική.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Παρά την παραχώρηση χρόνου από το Εφετείο δεν τέθηκε ενώπιον του οτιδήποτε καινούργιο που να άλλαζε την αρχική εικόνα όπως σχηματίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρά μόνο ότι μετά από επέμβαση, ο εφεσείων διαγνώσθηκε με καρκίνο και χειρουργήθηκε, συνεχίζει να παίρνει φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθείται από γιατρό του Νοσοκομείου στη Λάρνακα.

 

2.  Η περίπτωση του εφεσείοντα δεν ήταν εκείνη που τίθεται ενώπιον του Εφετείου εισήγηση, ότι περαιτέρω κράτηση του εφεσείοντα θα επιδείνωνε την κατάσταση της υγείας του, έτσι ώστε το Εφετείο να μπορεί να επέμβει εναντίον της ποινής, την οποία αν και δεν κρίνει ως έκδηλα υπερβολική, να τη μειώσει για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους.

 

3.  Υπό τις περιστάσεις δεν προέκυπτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον εφεσείοντα δεν απέδωσε στην κατάσταση της υγείας του τη δέουσα κάτω από τις περιστάσεις βαρύτητα: επρόκειτο για ένα εφεσείοντα ο οποίος μετά από σχετική επέμβαση για σοβαρή όντως ασθένεια, συνέχιζε και συνεχίζει να λαμβάνει τη φαρμακευτική του αγωγή, χωρίς άλλη επιδείνωση της υγείας του ή χωρίς οι προσωπικές του συνθήκες να χαρακτηρισθούν ως εξαιρετικές.

 

4.  Οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων είχαν αξιολογηθεί και συνεκτιμηθεί δεόντως από το πρωτόδικο Δικαστήριο μαζί με όλους τους άλλους παράγοντες που επηρέαζαν την επιμέτρηση της ποινής. Η επιβληθείσα ποινή δεν ήταν έκδηλα υπερβολική.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,

 

Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231,

 

Philippou v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

 

Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515,

 

Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400,

 

Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129,

 

Barhouch v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 245,

 

Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384,

 

El-Disi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 536.

 

Έφεση εναντίον Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Μουγής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 400/13), ημερομηνίας 31/1/13.

 

Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε έξι κατηγορίες για απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298(1) του Ποινικού Κώδικα, μια κατηγορία για χρήση σήματος μη αδειούχου γραφείου κατά παράβαση του περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμου του 2007, Ν. 125(Ι)/2007 και μία κατηγορία για απόπειρα απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298(2) και 366 του Ποινικού Κώδικα.  Για σκοπούς επιβολής ποινής λήφθηκε υπόψη ακόμα μια υπόθεση (Ποινική υπόθεση αρ. 22295/12) στην οποία ο εφεσείων αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες επίσης για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων, όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και όπως αναφέρθηκαν από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, είναι ότι στις 4.1.2013 ο εφεσείων παρουσιάστηκε ως διευθυντής εταιρείας «Το Αόρατο Μάτι» και με σκοπό την καταδολίευση απέσπασε με ψευδείς παραστάσεις από αριθμό προσώπων, όπως με λεπτομέρεια αναφέρονται στο κατηγορητήριο, διάφορα ποσά. Της παραδοχής του εφεσείοντα προηγήθηκε η παραδοχή του στην Αστυνομία.  Ενώπιον του Δικαστηρίου αναφέρθηκαν μια σειρά από προηγούμενες καταδίκες, οκτώ τον αριθμό, για διάφορα αδικήματα:  πλαστογραφία, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα και άλλα συναφή αδικήματα για τα οποία του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης μέχρι και 6 χρόνια.

 

Ο εφεσείων, εμφανίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου χωρίς δικηγόρο, υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας όπου καταγράφονται οι οικογενειακές και προσωπικές του περιστάσεις και ζήτησε μόνο να ληφθεί υπόψη η πιο πάνω υπόθεση χωρίς να προσθέσει οτιδήποτε άλλο. Είναι ηλικίας 41 ετών, έχει 5 παιδιά από δύο γάμους, το μεγαλύτερο 21 ετών και το νεαρότερο 13 ετών κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης.  Δεν έχει εισοδήματα αλλά χρέη συνολικού ύψους €700.000, τα οποία πραγματοποιήθηκαν για επαγγελματικούς και ιατρικούς λόγους: Συνόδευσε τη σύζυγο του που αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας στο εξωτερικό για θεραπεία, η οποία όμως δεν έφερε αποτέλεσμα και η σύζυγος του απεβίωσε.  Έτσι δημιουργήθηκαν μεγάλα χρέη αλλά και πιο μεγάλα προβλήματα στην οικογένεια. Ο ίδιος ο εφεσείων έπασχε από καρκίνο στο στομάχι, εγχειρίσθηκε και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως προκύπτει από τις αυστηρές ποινές που προβλέπει ο Νόμος και όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής ως ένα σημαντικό παράγοντα που συνθέτει τη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως είναι το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, Άρθρα 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, που επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνων. Ίδια ποινή προβλέπεται και για το αδίκημα της απόπειρας. Έδωσε όμως και τη βαρύτητα που αναλογεί στην συμπεριφορά του εφεσείοντα: οι οκτώ ανωτέρω προηγούμενες καταδίκες για παρόμοιας φύσεως αδικήματα, που έδειχναν κατά την κρίση του τη ροπή του εφεσείοντα προς το έγκλημα και συγκεκριμένα, για διάπραξη αδικημάτων που εμπεριέχουν το στοιχείο της εξαπάτησης. Σημείωσε όμως με παραπομπή στην Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, ότι ο εφεσείων δεν θα τιμωρηθεί εκ νέου για αδικήματα τα οποία διέπραξε στο παρελθόν και για τα οποία είχε ήδη τιμωρηθεί, ήταν όμως αυτά ενδεικτικά της στάσης και συμπεριφοράς του εφεσείοντα έναντι των Νόμων και Kανονισμών, που δεν μπορούσαν να αγνοηθούν και δυνατόν να επηρεάσουν το βαθμό επιείκειας του Δικαστηρίου που το ίδιο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει. Φαίνεται, παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο εφεσείων παρά την επιβολή και έκτιση ποινών φυλάκισης, συνέχισε την ίδια εγκληματική συμπεριφορά εξαπατώντας ανυποψίαστους συμπολίτες μας, με αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις του να μην ήταν δυνατόν να διαφοροποιήσουν το είδος της ποινής, λαμβανομένων υπόψη της σοβαρότητας των αδικημάτων και των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία όπως τέθηκαν ενώπιον του και ιδιαιτέρως την παραδοχή του εφεσείοντα και τις προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις του, όπως καταγράφησαν στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 χρόνων σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1-6 και 9 και ποινή φυλάκισης 1 μηνός στις κατηγορίες 7 και 11. Οι ποινές θα συνέτρεχαν.

 

Η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα θεωρεί ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων του, υπερβολική. Πρόβαλε και τόνισε ιδιαιτέρως τη συνεργασία του εφεσείοντα με τις αστυνομικές αρχές και την ενώπιον του Δικαστηρίου παραδοχή του, αλλά και το γεγονός - που δεν αναφέρθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, ο εφεσείων δεν εκπροσωπείτο τότε από δικηγόρο - ότι ο εφεσείων, ως διευθυντής εταιρείας, είχε δώσει οδηγίες στο δικηγόρο του να υποβάλει αίτηση για να εξασφαλίσει τη σχετική απαιτούμενη άδεια, κάτι που δεν έγινε κατορθωτό, γι' αυτό και άλλωστε άμεσα δήλωσε παραδοχή.

 

Από την άλλη η ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσίβλητη, υποστήριξε την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το ύψος της ποινής: Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα όπως είχαν τεθεί ενώπιον του και όπως προκύπτουν από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία καταγράφει τα όσα ο ίδιος ο εφεσείων έθεσε στην λειτουργό, δεχόμενη όμως ευθαρσώς ότι ενδεχομένως να μην έγινε περαιτέρω διερεύνηση από την ίδια την κοινωνική λειτουργό σε σχέση με την πορεία των προβλημάτων υγείας του εφεσείοντα. Οι ποινές που επιβλήθηκαν τελικά στον εφεσείοντα αντανακλούν, ήταν η θέση της, τον προβληματισμό του Δικαστηρίου που έλαβε υπόψη και στάθμισε ορθώς τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα σε σχέση με τα αδικήματα τα οποία διέπραξε, συμπεριλαμβανομένης και της μίας υπόθεσης που λήφθηκε υπόψη.

 

Κρίναμε ορθό, μετά από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, να δοθεί στον εφεσείοντα η ευκαιρία να παρουσιάσει ιατρικά πιστοποιητικά ή άλλα στοιχεία που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο σχετικά με την κατάσταση της υγείας του, με δεδομένο ότι κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο και ότι στην απόφαση του Δικαστηρίου δεν γίνεται ειδική αναφορά. Παρά το χρόνο που διαθέσαμε σε δύο προηγούμενες ενώπιον του Δικαστηρίου εμφανίσεις, δεν τέθηκε ενώπιον μας οποιοδήποτε, ιατρικό πιστοποιητικό, έκθεση γιατρού παρά τη βεβαίωση της δικηγόρου του εφεσείοντα ότι μέχρι σήμερα παρακολουθείται από γιατρό στο Νοσοκομείο Λάρνακας. Ως αποτέλεσμα τα πράγματα παρέμειναν στις ίδιες παραμέτρους της αρχικής αγόρευσης της δικηγόρου του εφεσείοντα.

 

Είναι καλά γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους το Εφετείο μπορεί να επέμβει στην ποινή: εσφαλμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα, το Νόμο ή και τα δύο, πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ή εκεί όπου κρίνεται ως έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Σε κάθε περίπτωση το στοιχείο της υπερβολής ή ανεπάρκειας πρέπει να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης συμπεριλαμβανομένου του προσώπου του εφεσείοντα (Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, Παναγιώτου (Αντάρτης) (ανωτέρω), Philippou v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515, Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400).

 

Ενώπιον μας δεν τέθηκε οτιδήποτε καινούργιο που να αλλάζει την αρχική εικόνα όπως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχηματίστηκε, παρά μόνο ότι μετά από επέμβαση ο εφεσείων διαγνώσθηκε με καρκίνο και χειρουργήθηκε, συνεχίζει να παίρνει φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθείται από γιατρό του Νοσοκομείου στη Λάρνακα. Η περίπτωση του εφεσείοντα δεν είναι εκείνη που τίθεται ενώπιον του Εφετείου εισήγηση, ότι περαιτέρω κράτηση του εφεσείοντα θα επιδείνωνε την κατάσταση της υγείας του, έτσι ώστε το Εφετείο να μπορεί να επέμβει εναντίον της ποινής, την οποία αν και δεν κρίνει ως έκδηλα υπερβολική, να τη μειώσει για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους (Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129, Barhouch v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 245, Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384 και El-Disi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 536).

 

Υπό τις περιστάσεις δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον εφεσείοντα δεν απέδωσε στην κατάσταση της υγείας του τη δέουσα κάτω από τις περιστάσεις βαρύτητα: επρόκειτο για ένα εφεσείοντα ο οποίος μετά από σχετική επέμβαση για σοβαρή όντως ασθένεια, συνέχιζε και συνεχίζει να παίρνει τη φαρμακευτική του αγωγή, χωρίς άλλη επιδείνωση της υγείας του ή χωρίς οι προσωπικές του συνθήκες να χαρακτηρισθούν ως εξαιρετικές: El-Disi (ανωτέρω).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχει θέσει ενώπιον μας η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα έχουμε την άποψη πως οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων έχουν αξιολογηθεί και συνεκτιμηθεί δεόντως από το πρωτόδικο Δικαστήριο μαζί με όλους τους άλλους παράγοντες που επηρέαζαν την επιμέτρηση της ποινής όπως έχουν εκτεθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό άλλωστε γίνεται φανερό από την έκπτωση που έχει δοθεί στον εφεσείοντα. Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη ποινή υπό το φως των πιο πάνω αρχών, των γεγονότων της υπόθεσης, της σοβαρότητας και της φύσης των αδικημάτων σε συνδυασμό με όλους τους άλλους παράγοντες που διέπουν το δύσκολο ομολογουμένως έργο της επιμέτρησης της ποινής και καταλήγουμε πως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης. Η επιβληθείσα ποινή δεν κρίνεται έκδηλα υπερβολική.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο